ΕφΛαρ 170/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ενδικα μέσα - Προσήκουσα διαδικασία - Οροφοκτησία - Διαδικασία μισθωτικών διαφορών - Κάθετη ιδιοκτησία - Συντελεστής δόμησης - Αοριστία αγωγής -.

 

Το επιτρεπτό των ένδικων μέσων κρίνεται τόσο από την τηρηθείσα διαδικασία, όσο και από εκείνη, κατά την οποία έπρεπε να εκδικαστεί η υπόθεση. Εάν η  υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αυτεπάγγελτα διατάζει την εκδίκαση κατά την προσήκουσα διαδικασία, άλλως πράττει τούτο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού, κατ' αποδοχή της έφεσης, εξαφανίσει την εκκαλουμένη, εφ όσον δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση. Επί κάθετης ιδιοκτησίας, κάθε συγκύριος του κοινού οικοπέδου και αυτοτελής κύριος του κτίσματός του, δεν μπορεί κατά την ανοικοδόμηση να υπερβεί τον αναλογούντα  συντελεστή δόμησης, σύμφωνα με τις κατά το χρόνο ανοικοδόμησης πολεοδομικές διατάξεις. Αλλως, οι λοιποί ιδιοκτήτες, εφ όσον ζημιώνονται, μπορούν να ζητήσουν την κατεδάφιση των καθ' υπέρβαση κτισμάτων ή αποζημίωση. Στην αγωγή αυτή θα πρέπει να εκτίθεται πόσα τετραγωνικά μέτρα κτίσματος έπρεπε να ανεγερθούν, σύμφωνα με τον συντελεστή δόμησης και σε πόσα τετραγωνικά μέτρα περιορίζεται το δικαίωμα του ζημιούμενου από την  υπέρβαση. Το υπόγειο δεν μετρά στη δόμηση. Δεν ασκεί επιρροή η μεταγενέστερη μεταβολή των πολεοδομικών διατάξεων και των όρων δόμησης.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

  Πρόεδρος: Kλεονίκη Θεοδωροπούλου

  Μέλη: Βασ. Σταυράκης, Ναπολέοντας Ζούκας(Εισηγητής)

  Δικηγόροι: Κων. Τσακίρης, Κλεοπάτρα Τσιτιρίδου

 

  Το επιτρεπτό των ένδικων μέσων προσδιορίζεται τόσο από τη διαδικασία κατά την οποία πράγματι εκδικάστηκε η υπόθεση, όσο και από εκείνη, η οποία ήταν κατά το νόμο τηρητέα, πλην όμως εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε, αφού δεν είναι ανεκτό στη δεύτερη περίπτωση από την πλάνη του δικαστή να παραβλάπτονται οι διάδικοι, στερούμενοι του ενδίκου μέσου το οποίο θα δικαιούνταν χωρίς την πλάνη αυτή (βλ. Ολ.ΑΠ. 109/1981 ΝοΒ 29.1276 5/1985 ΝοΒ 33.1174 ΑΠ 432/1988 ΕλλΔνη 29.1676 452/2000 ΕλλΔνη 41.1644 Σαμουήλ «Η Έφεση» εκδ. 5η (2003 παρ. 191). Περαιτέρω με το άρθρο 17 αριθ. 2 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα των Mονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας. Κατά δε το άρθρο 647 παρ. 2 του ίδιου κώδικα κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 661 (μισθωτικών διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών) δικάζονται και οι διαφορές του άρθρου 17 αριθ. 2.   Μετά δε το ν.δ. 1024/1971 στην ως άνω εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου υπάγονται και οι διαφορές από την κάθετη ιδιοκτησία, εφόσον είναι συναφείς προς την εφαρμογή του ανωτέρω ν.δ/τος (βλ. ΕφΑθ. 4391/1982 Δ. 13.695-10264/1979 ΝοΒ 27.978, 4781/1986 ΕΔΠ 1987. 23 Βαθρακοκοίλη Ερμ. ΚΠολΔ άρθρο 17 αριθ. 7). Τέλος κατά το άρθρο 691 παρ. 2 του ΚΠολΔ η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι'  αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Η πιο πάνω διάταξη έχει εφαρμογή και κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου διαδικασία. Έτσι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εκδίκασε κατά τη διαδικασία που προσήκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχόμενο την έφεση εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση κατά αυτεπάγγελτη έρευνα και προχωρεί αμέσως στην εκδίκαση της ουσίας κατά την προσήκουσα διαδικασία. Τούτο δε χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης και εφόσον από την άλλη γενική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση προς παρασκευή των διαδίκων (βλ. ΕφΑθ. 1229/1983 ΝοΒ 31.838 ΕφΠειρ. 996/1994 ΕλλΔνη 37.386 894/2001 Αρμ. 56.420 ΕφΘεσ. 2295/1996 Αρμ. 50.1095 ΕφΛαρ. 192/1981 ΕλλΔνη 22.441 Μπέη ΠολΔικ άρθρο 591 παρ. 2, 4 Βαθρακοκοίλη ό.π. άρθρο 591 αριθ. 11).

  Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την ένδικη αγωγή τους κατά των εκκαλούντων, απευθυνόμενη προς το Μονομελές Πρωτοδικείο, ζήτησαν την επιδίκαση αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστησαν, επειδή οι εκκαλούντες υπερέβησαν το συντελεστή δόμησης που αναλογεί στο ποσοστό συγκυριότητάς τους στο περιγραφόμενο σ' αυτή (αγωγή) όλο ενιαίο οικόπεδο. Το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία εξέδωσε την .../2000 προδικαστική απόφαση με την οποία έκρινε νόμιμη την αγωγή και διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Μετά τη διενέργεια αυτής εξέδωσε κατά την ίδια διαδικασία την εκκαλουμένη ../2003 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά ένα μέρος ως προς τον πρώτο ενάγοντα κι απέρριψε αυτή ως προς το δεύτερο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση οι εναγόμενοι για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή. Με το περιεχόμενο και αίτημα που εκτέθηκε η ένδικη αγωγή εισάγει διαφορά του ν. 3741/1929 και του ν.δ. 1024/1971, η οποία, σύμφωνα με  όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών και διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών (ΚΠολΔ 648 έως 661) και όχι κατά την τακτική διαδικασία που εσφαλμένα την εκδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο. Σύμφωνα δε με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, κατά τη διαδικασία που εκδικάστηκε η διαφορά (ΚΠολΔ 495 επ., 516 και 518 παρ. 1). Επειδή όμως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εκδίκασε τη διαφορά κατά τη διαδικασία που προσήκε, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστούν οι συνεκκαλούμενες αποφάσεις κατά αυτεπάγγελτη έρευνα και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (ΚΠολΔ 535 παρ. 1) εκδικαστεί κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών και των διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών, δοθέντος ότι οι διάδικοι προσάγουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και ως εκ τούτου δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε άλλη δικάσιμο.

  Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002, 1117 του ΑΚ, 2, 4, 5 και 14 του ν. 3741/1929 και 1 επ. του Ν.Δ. 1024/1971 προκύπτει ότι στην περίπτωση της διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων (κάθετης ιδιοκτησίας) στην οποία έχουν καθοριστεί τα ποσοστά συνιδιοκτησίας στο έδαφος, κάθε συγκύριος του κοινού οικοπέδου και αυτοτελής κύριος του κτίσματός του, δεν μπορεί κατά την ανοικοδόμηση που πραγματοποιηθεί να υπερβεί το συντελεστή δόμησης που αναλογεί στην ιδιοκτησία του, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τι χρόνο της ανοικοδόμησης πολεοδομικές διατάξεις. Αν υπερβεί το συντελεστή δόμησης και ζημιώνονται ανάλογα οι λοιποί ιδιοκτήτες, οι τελευταίοι μπορούν να στραφούν εναντίον του και να ζητήσουν με αγωγή είτε την κατεδάφιση των κτισμάτων που ανεγέρθηκαν κατ'  υπέρβαση ή αποζημίωση. Αναγκαίο στοιχείο της αγωγής αυτής είναι ο ακριβής προσδιορισμός της ζημίας που υφίσταται ο ενάγων από την ανοικοδόμηση, που πραγματοποιεί ο αντίδικός του, δηλαδή θα πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή: α) πόσα τετραγωνικά μέτρα κτίσματος είχε δικαίωμα να ανεγείρει ο αντίδικός του σύμφωνα με τον ισχύοντα κατά το χρόνο της ανοικοδόμησης συντελεστή δόμησης και β) σε πόσα τετραγωνικά μέτρα περιορίζεται το δικαίωμά του αυτό από την πραγματοποιηθείσα υπέρβαση (βλ. ΑΠ 1672/1984 ΝοΒ 33.1018 25/1999 ΕλλΔνη 40.341 ΕφΑθ. 10264/1978 ΝοΒ 27.978 11401/1991 ΕλλΔνη 34.1504).

  Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες εκθέτουν στην ένδικη αγωγή τους ότι είναι συγκύριοι με τους εναγομένους του περιγραφομένου σ'  αυτή οικοπέδου, στο οποίο το έτος 1980 συστήθηκε από το δικαιοπάροχό τους οριζόντια ιδιοκτησίας και αφού χώρισαν αυτό σε δύο τμήματα, όπου είχαν προηγουμένως ανεγερθεί από μία αυτοτελής οικοδομή, όρισαν μ'  αυτό και τα υπόλοιπα αναφερόμενα στην αγωγή συμβόλαια τους ορόφους ή τμήματα ορόφων που δικαιούτο ο καθένας τους και την αναλογία επί του όλου οικοπέδου. Ακολούθως, αφού αναφέρουν τον τρόπο με τον οποίο οι εναγόμενοι έγιναν συγκύριοι, ισχυρίζονται ότι ο δικαιοπάροχός τους το έτος 1982 κατά το χρόνο της ανοικοδόμησης του δευτέρου ορόφου υπερέβη το συντελεστή δόμησης, με συνέπεια αντί να έχει κτίσμα 267,861 τ.μ. έχει κτίσμα 368,699 τ.μ., ήτοι υπερέβη το συντελεστή δόμησης κατά 100,838 τ.μ. (όπως υπολογίζεται στην αγωγή). Ζητούν δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σ' αυτούς τα αναφερόμενα στην αγωγή ο καθένας τους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, όπως το παρεπόμενο αυτό αίτημα παραδεκτά το ζητούν με τις προτάσεις τους της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΚΠολΔ 223 περ. 1- Βαθρακοκοίλη ό.π. άρθρο 223 αριθ. 10). Επικουρικά ζητούν την κατεδάφιση του κτίσματος του ανεγέρθηκε καθ'  υπέρβαση. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων που προεκτέθηκαν κι εκείνες των άρθρων 297, 298, 345 και 346 του ΑΚ.  Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη, εφόσον έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου  και απορριφθούν οι αντίθετοι, περί αοριστίας της αγωγής και απαραδέκτου συμπλήρωσης αυτής, ισχυρισμοί των εναγομένων ως αβάσιμοι.

  Για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, που απαγορεύει την άσκηση δικαιώματος, εάν υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, δεν αρκεί μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται από τη συμπεριφορά του ίδιου, από τα οποία, ενόψει και της αδράνειας του δικαιούχου, να δημιουργήθηκε εύλογα στον οφειλέτη η πεποίθηση της ενάσκησης τούτου, οπότε και μόνο η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, η οποία δημιουργήθηκε υπό ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μακρύ χρονικό διάστημα, αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (βλ. Ολ.ΑΠ 1/1997 ΕλλΔνη 38534 ΑΠ 243/1985 ΝοΒ 34.60). 

  Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις πρωτόδικες προτάσεις της πρώτης συζήτησης ισχυρίστηκαν ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικά την ένδικη αγωγή μετά παρέλευση είκοσι περίπου ετών από την ανοικοδόμηση και αφού έχει πλέον παγιωθεί μία κατάσταση, η ανατροπή της οποίας θα έχει σ΄ αυτούς δυσμενέστατες επιπτώσεις, αφού ο καθένας τους χρησιμοποιεί ξεχωριστές οριζόντιες ιδιοκτησίες. Δεν διατύπωσαν όμως αίτημα απόρριψης της αγωγής και για την αιτία αυτή (βλ. ΟλΑΠ. 472/1983 ΝοΒ 32.48 ΑΠ 769/2000 ΕλλΔνη 42.110). Η ένσταση αυτή των εναγομένων είναι μη νόμιμη καθόσον οι ενάγοντες κατά την αγωγή έλαβαν γνώση της υπέρβασης του συντελεστή το έτος 1999, όταν απευθύνθηκαν σε μηχανικό για να κατασκευάσουν δεύτερο όροφο, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους εναγομένους, και αμέσως αντέδρασαν  με την άσκηση της ένδικης αγωγής. Εξάλλου με την καταβολή από τους εναγομένους της οφειλόμενης αποζημίωσης δεν ανατρέπεται καμία κατάσταση. Περαιτέρω η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα και ως αόριστη, καθόσον δεν συνοδεύεται και με αίτημα απόρριψης της αγωγής και για την αιτία αυτή.Από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων και τη με όρκο κατάθεση  της δευτέρας εναγομένης, που περιέχονται στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι ίδιοι προσκομίζουν και επικαλούνται, ανάμεσα στα οποία και η από 14-5-2001 τεχνική έκθεση του Δ. Δ., αρχιτέκτονα-μηχανικού, που διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος των εναγομένων, καθώς και από την 21/2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της πολιτικού μηχανικού Π. Χ., που το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα (ΚΠολΔ 387 και 390), καίτοι η σύνταξη και η κατάθεσή της έγιναν μετά την πάροδο της προθεσμίας που έταξε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. ΑΠ 954/1979 ΝοΒ 28.285 604/1992 ΕλλΔνη 35.82 1381/2000 ΕλλΔνη 42.732 ΕφΑθ. 2093/1985 ΕλλΔνη 26.720 2523/1987 ΝοΒ 36.117), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πατέρας του πρώτου ενάγοντος, Π. Μ. του Ι., ήταν κύριος ενός οικοπέδου, εμβαδού 312,50 τ.μ., που βρίσκεται στην πόλη της Λ. και στη συνοικία Φ., στη διασταύρωση των οδών Χ. και Α. Στο οικόπεδο αυτό είχε ανεγείρει δύο οικοδομές. Μία στην οδό Α. και την άλλη στις οδούς Χ. και Α. Η πρώτη αποτελείτο από ημιυπόγειο και υπερυψωμένο ισόγειο και η δεύτερη από υπόγειο, ισόγεια καταστήματα και από τον πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο. Με το 21266/1-3-1980 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Δ. Ζ., που μεταγράφηκε νομότυπα, δώρισε στον Ι. Μ., αδελφό του πρώτου ενάγοντος, σύζυγο της πρώτης εναγομένης και πατέρα των υπολοίπων εναγομένων, ολόκληρο τον πρώτο όροφο της δεύτερης των ως άνω δύο οικοδομών, εμβαδού 87,50 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 151,90 χιλιοστά, καθώς και το δικαίωμα ανοικοδόμησης του δευτέρου υπέρ το ισόγειο ορόφου 87,50 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 151,90 χιλιοστά. Παράλληλα συνέστησε δι'  αυτού κάθετη ιδιοκτησία. Ο Ι. Μ. απεβίωσε στις 4-2-1996 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τους εναγομένους, σύζυγό του και τέκνα του από νόμιμο γάμο, οι οποίοι και αποδέχθηκαν την κληρονομία του κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου η πρώτη τούτων και κατά 3/8 εξ αδιαιρέτου καθένας των λοιπών, δυνάμει της 34319/28-1-1998 δήλωσης αποδοχής του συμβολαιογράφου Α. Τ., που μεταγράφηκε νομότυπα. Ο ανωτέρω Π. Μ. του Ι. με το 21268/1-3-1980 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Δ. Ζ., που μεταγράφηκε νομότυπα, δώρησε στον τρίτο εναγόμενο το Κ1 κατάστημα του ισογείου της δεύτερης των ως άνω δύο οικοδομών, εμβαδού 53,40 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 92,40 χιλιοστά και τον Υ1 χώρο του υπογείου, εμβαδού 64,40 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 45 χιλιοστά. Με το ίδιο συμβόλαιο δώρισε στο δεύτερο ενάγοντα το Κ2 κατάστημα του ισογείου της ίδιας οικοδομής, εμβαδού 33,80 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 58,40 χιλιοστά και τον Υ2 χώρο του υπογείου, εμβαδού 33,80 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 25 χιλιοστά. Με το 21267/1-3-1980 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νομότυπα, δώρισε στον πρώτο ενάγοντα το ισόγειο της πρώτης οικοδομής, εμβαδού 80 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 138,40 χιλιοστά, το δικαίωμα ανοικοδόμησης πρώτου και δευτέρου ορόφου, εμβαδού του καθενός 80 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 138,50 χιλιοστά, καθώς και την ψιλή κυριότητα του ημιυπογείου  της ίδιας οικοδομής, εμβαδού 90 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 25 χιλιοστά. Την επικαρπία τη δώρισε στη σύζυγό του και μητέρα του πρώτου ενάγοντος. Από τη νεότερη εμβαδομέτρηση του ως άνω οικοπέδου που ενήργησε η πραγματογνώμονας αποδείχθηκε ότι η πραγματική έκταση αυτού στο οποίο έχουν ανεγερθεί οι δύο οικοδομές ανέρχεται σε 318,75 τ.μ.

  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος των εναγομένων, καίτοι είχε δικαίωμα να ανοικοδομήσει μόνο το δεύτερο υπέρ το ισόγειο όροφο της δεύτερης οικοδομής, αυτός ανήγειρε και τρίτο υπέρ το ισόγειο όροφο, εμβαδού 73,50 τ.μ. χωρίς ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν ο πρώτος ενάγων έχει ποσοστά συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 25+138,40+138,40+138,40 = 440,20 χιλιοστά. Ο δεύτερος ενάγων έχει ποσοστά συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 58,40+25= 83,40 χιλιοστά. Ο δικαιοπάροχος των εναγομένων είχε ποσοστά συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 151,90+151,90=303,80 χιλιοστά και ο τρίτος εναγόμενος έχει ποσοστά συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 92,40+45 = 137,40 χιλιοστά. Η συνολική δυνατότητα δόμησης του οικοπέδου το έτος 1982, όταν ο δικαιοπάροχος των εναγομένων ανοικοδόμησε το δεύτερο και τρίτο όροφο της δεύτερης οικοδομής, με συντελεστή δόμησης 1,8 ήταν: Ε οικοπέδου Χ Σ.Δ. = 318,75 Χ 1,8 = 573,75 τ.μ. Ο δικαιοπάροχος των εναγομένων είχε δικαίωμα ανοικοδόμησης 87,50 τ.μ. του πρώτου ορόφου και 87,50 τ.μ. του δευτέρου ορόφου, ήτοι συνολικά είχε δικαίωμα οικοδόμησης 175 τ.μ. Ο τρίτος εναγόμενος είχε δικαίωμα οικοδόμησης 53,40 τ.μ., καθόσον το υπόγειο δεν μετρά στη δόμηση. Ο δεύτερος ενάγων είχε δικαίωμα οικοδόμησης 33,80 τ.μ., καθόσον κι αυτού το υπόγειο δεν μετρά στη δόμηση. Ο πρώτος ενάγων είχε δικαίωμα οικοδόμησης σε 80 τ.μ. του ισογείου και σε 80 τ.μ. του πρώτου ορόφου, καθώς και σε 80 τ.μ. του δεύτερου ορόφου στην πρώτη οικοδομή και συνολικά είχε δικαίωμα οικοδόμησης 240 τ.μ. Σύμφωνα με νεότερη εμβαδομέτρηση ο δικαιοπάροχος των εναγομένων έχει καλύψει μεγαλύτερη έκταση από αυτή που είχε δικαίωμα. Ειδικότερα ο πρώτος όροφος της δεύτερης οικοδομής έχει εμβαδό 103,68 τ.μ. +104,58 τ.μ. ο δεύτερος όροφος +73,50 τ.μ. ο τρίτος όροφος, έχει καλύψει συνολικά 281,76 τ.μ., έναντι των 175 τ.μ. που είχε δικαίωμα. Δηλαδή οικοδόμησε επί πλέον 106,76 τ.μ. Ο τρίτος εναγόμενος έχει κτίσμα, εμβαδού 56,87 τ.μ. έναντι 53,40 τ.μ. που είχε δικαίωμα. Δηλαδή οικοδόμησε επί πλέον 3,47 τ.μ. Ο δεύτερος ενάγων έχει κτίσμα εμβαδού 36,07 τ.μ. έναντι 33,80 τ.μ. που είχε δικαίωμα. Δηλαδή υπερέβη τη δόμηση κατά 2,27 τ.μ. Ο πρώτος ενάγων έχει καλύψει επιφάνειες 81,18 τ.μ. και 65,18 τ.μ., ήτοι επιφάνεια συνολικά 146,36 τ.μ., η οποία είναι μικρότερη των 240 τ.μ. που είχε δικαίωμα να οικοδομήσει. Συνολικά η υπέρβαση της δόμησης ανέρχεται στα 112,5 τ.μ. (106,76 + 3,47 + 2,27).   Σήμερα με τη μείωση του συντελεστή δόμησης από 1,8 σε 1,4 η μέγιστη επιτρεπόμενη δόμηση ανέρχεται σε 446,25 τ.μ. (318,75 τ.μ. Χ 1,4). Η δόμηση που πραγματοποιήθηκε ανέρχεται στα 521,06 τ.μ. (281,76 + 56,87 + 36,07 + 146,36).

  Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν οι εναγόμενοι είχαν δικαίωμα να οικοδομήσουν με βάση τον ισχύοντα το έτος 1982 συντελεστή δόμησης 253,14 τ.μ. (573,75 τ.μ. Χ 44,12%). Συνολικά όμως, όπως προεκτέθηκε, οικοδόμησαν 338,63 τ.μ., ήτοι οικοδόμησαν επί πλέον σε βάρος των εναγόντων 85,49 τ.μ. (338,63 253,14). Ας σημειωθεί ότι τα στοιχεία της υπέρβασης κρίνονται κατά το χρόνο της ανοικοδόμησης και δεν ασκεί επιρροή η μεταγενέστερη μεταβολή των πολεοδομικών διατάξεων και των όρων δόμησης (βλ. ΑΠ 598/1992 ΕλλΔνη 34.1286). Εξ όλων αυτών συνάγεται ότι ο πρώτος ενάγων δεν έχει δυνατότητα δόμησης στο οικόπεδο 85,49 τ.μ., λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός έχει δικαίωμα να ανεγείρει επιπλέον όροφο. Από αυτά ο πρώτος ενάγων ζητεί να αποζημιωθεί μόνο για τα 50,419 τ.μ. Από αυτά αναλογούν στον Ι. Μ. (106,76 Χ 50,419 : 112,5) 47,84 τ.μ., στον τρίτο εναγόμενο (3,47 Χ 50,419 : 112,5) 1,55 τ.μ. και στο δεύτερο ενάγοντα (2,27 Χ 50,419 : 112,5) 1,01 τ.μ.

  Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η εμπορική αξία των διαμερισμάτων στην περιοχή ανέρχεται στο ποσό των 280.000 δρχ. το τ.μ. Το κόστος δε κατασκευής ενός συμβατικού διαμερίσματος ανέρχεται στο ποσό των 130.000 δρχ. το τ.μ. Η δε επιβάρυνση του κόστους κατασκευής λόγω οικοπέδου είναι της τάξης του 30%, στο οποίο ανέρχεται το μέσο ποσοστό αντιπαροχής που δίνεται στην περιοχή και συνολικά το κόστος κατασκευής ανέρχεται στο ποσό των 170.000 δρχ. περίπου. Συνεπώς η βλάβη που υφίσταται ο πρώτος ενάγων από την υπέρβαση του συντελεστή δόμησης ανέρχεται στο ποσό των 110.000 δρχ. το τ.μ. (280.000 170.000). Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν ο δικαιοπάροχος των εναγομένων όφειλε να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 5.262.400 δρχ. (47,84 τ.μ. Χ 110.000 δρχ.). Από αυτά οφείλει να καταβάλει η πρώτη εναγομένη το ποσό του 1.315.600 δρχ. (5.262.400 Χ 2/8), ήτοι 3.860,88 ευρώ. Η δεύτερη εναγομένη οφείλει να καταβάλει το ποσό του 1.973.400 δρχ. (5.262.400 Χ 3/8), ήτοι 5.791,34 ευρώ και ο τρίτος εναγόμενος το ποσό του 1.973.400 δρχ. (5.262.400 Χ 3/8), ήτοι το ποσό των 5.791,34 ευρώ. Ας σημειωθεί ότι ο τρίτος εναγόμενος για τη δική του υπέρβαση δεν θα καταδικαστεί να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα αποζημίωση, καθόσον ο τελευταίος ζητεί από αυτόν αποζημίωση ως κληρονόμο του Ι. Μ. του Π.

  Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή όσο αφορά τον πρώτο ενάγοντα κατά ένα μέρος κατά την κύρια βάση της και υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα τα ανωτέρω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση των ποσών. Τα δικαστικά έξοδα του πρώτου ενάγοντος βαρύνουν τους εναγομένους, επειδή ηττήθηκαν. Θα επιβληθούν όμως μειωμένα, όπως ορίζεται στο διατακτικό, εφόσον η αγωγή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος της (ΚΠολΔ 178 παρ. 1 και 183). Δικαστικά έξοδα σε βάρος του δευτέρου ενάγοντος λόγω απόρριψης της αγωγής ως προς αυτόν, δεν θα επιβληθούν, καθόσον οι εναγόμενοι δεν υποβλήθηκαν σε πρόσθετα έξοδα (βλ. ΑΠ 21/1985 ΕλλΔνη 26.1323).