ΕιρΝικ 121/2008
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αμοιβή δικηγόρου - Ανάκληση εντολής -
Αναβολή συζήτησης -.
Η
παρούσα αφορά σε διαφορά από αμοιβή δικηγόρου και αντιμετωπίζει αρκετά θέματα
σχετιζόμενα με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Αξίωση δικηγόρου για την αμοιβή και
τα έξοδά του υφίσταται και στις περιπτώσεις της αδικαιολόγητης ανάκλησης της
εντολής ή της δικαιολογημένης μεν ανάκλησής της, αλλά για λόγους μη παρέχοντες
δικαίωμα άσκησης από τον εντολέα κατά του εντολοδόχου δικηγόρου της περί
κακοδικίας αγωγής. Παραγραφή αξίωσης. Προϋποθέσεις αναβολής συζήτησης: εφόσον
δεν συντρέχουν αυτές, δεν τίθεται θέμα αναστολής της συζήτησης της αστικής
αγωγής και τυχόν υποβληθέν από οποιονδήποτε των διαδίκων σχετικό αίτημα
απορρίπτεται ως αβάσιμο, μη αρκούσης για το νόμω και ουσία βάσιμο τούτου, μόνης της υποβολής της
αντίστοιχης ποινικής έγκλησης.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 121/2008
Αποτελούμενο από τον Ειρηνοδίκη Παναγιώτη Σκουρκέα και τη Γραμματέα Παρθένα Λαζαρίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις
5-2-2008, για να δικάσει την από 7-12-2006 και υπ' αριθμόν πράξης κατάθεσης
384/2006 αγωγή:
Της ενάγουσας: ...., κατοίκου Νίκαιας του
νομού Αττικής, στην οδό Υψηλάντου αριθμός 9, η οποία
παραστάθηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο του δικαστηρίου.
ΚΑΤΑ:
Των εναγομένων: 1) .... και 10) ...,
κατοίκων των τελευταίων Νίκαιας του νομού Αττικής, στην οδό ...
Οι εναγόμενοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο
του δικαστηρίου διά του πληρεξουσίου των δικηγόρου
Γεωργίου Καραμιζάρη.
Της ως άνω αγωγής δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά,
με την από 28.12.2006 σημείωση του αρμόδιου γραμματέα του παρόντος δικαστηρίου,
εκείνη της 22-5-2007, οπότε, όμως, η συζήτησή της αναβλήθηκε για την
αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμό του, κατά την οποία:
Αφού εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά της
στο αντίστοιχο πινάκιο και άκουσε όσα περιλαμβάνονται στα σχετικά πρακτικά:
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ.
Με την αγωγή που κρίνεται, όπως το δικόγραφό
της εκτιμάται από το δικαστήριο, η ενάγουσα εκθέτει ότι ο πρώτος των
εναγομένων, ενεργώντας ατομικά και στο όνομά του, αλλά και για λογαριασμό και
ως αντιπρόσωπος και των λοιπών εναγομένων, της ανέθεσε το έτος 1996 τη, μέχρι
την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, διεξαγωγή της δίκης, της αφορώσας στην κατά του ... και της ανώνυμης ασφαλιστικής
εταιρείας με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.Α.»
αξίωση των εναγομένων προς αποζημίωσή τους και χρηματική τους ικανοποίηση λόγω
ψυχικής οδύνης, την απορρέουσα από το θανατηφόρο ατύχημα, κατά το οποίο απώλεσε
τη ζωή του ο πατέρας του πρώτου των εναγομένων ... και το οποίο έλαβε χώρα στις
18-4-1991 στη Νίκαια του νομού Αττικής. Ότι η ενάγουσα δικηγόρος, στα πλαίσια
της δοθείσας σ' αυτή
εντολής και για τη διεκπεραίωσή της, προέβη στις λεπτομερώς αναφερόμενες στο
δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής της δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, πλην
όμως οι εναγόμενοι, αφού στις 18-6-2004 ανακάλεσαν αδικαιολόγητα την εντολή που
της είχαν δώσει, αρνούνται έκτοτε, παράνομα και αντισυμβατικά
φερόμενοι και μολονότι έχουν επανειλημμένα οχληθεί
προς τούτο από την ενάγουσα, αφ' ενός μεν να της καταβάλουν την από τον «Κώδικα Περί Δικηγόρων»
προβλεπόμενη για τις ως άνω ενέργειές της ελάχιστη αμοιβή της, προσαυξημένη σε
ποσοστό 40% λόγω της απαιτηθείσας ιδιαίτερης
επιστημονικής εργασίας και του αναλωθέντος αυξημένου χρόνου, καθώς και της από
την τελευταία επιδειχθείσας αναγκαίας πρόσθετης επιμέλειας και αφ' ετέρου
να της αποδώσουν τα έξοδα, στα οποία αυτή υποβλήθηκε για τη μέχρι την ανάκληση
της εντολής υλοποίησή της, συνολικού ύψους, της οφειλόμενης αμοιβής και των
εξόδων, 1973,10 ευρώ. Κατόπιν τούτων λοιπόν, ζητεί η ενάγουσα με την υπό κρίση
αγωγή της και μετά από παραδεκτή (άρθρα: 294, 295§1 και 297 του Κ.Πολ.Δικ.)
παραίτηση από το δικόγραφό της ως προς τους δεύτερη, τρίτο, τέταρτη, πέμπτο,
έκτο, έβδομη, όγδοο, ένατο και δέκατη των εναγομένων, στην οποία η ενάγουσα
προχώρησε με σχετική προφορική δήλωσή της καταχωρημένη στα ταυτάριθμα
με την παρούσα απόφαση πρακτικά της ανωτέρω συνεδρίασης του δικαστηρίου, να
υποχρεωθεί ο πρώτος των εναγομένων με απόφαση του δικαστηρίου, η οποία να
κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό και τούτο
με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής μέχρι την
πλήρη εξόφλησή του και να επιβληθούν σε βάρος τούτου τα δικαστικά της έξοδα.
Έτσι έχοντας η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη ως περιέχουσα όλα τα
αναγκαία για το ορισμένο και συνακόλουθα το παραδεκτό αυτής στοιχεία, όπως
τούτα απαιτούνται από τις διατάξεις των άρθρων 117, 118, 216 του Κ.Πολ.Δικ.,
713 και 722 του Α.Κ. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 91, 98, 99 και 100επ.
του Ν.Δ.3026/1954 («Κώδικας Περί Δικηγόρων»), γεγονός που, παρά τα αντίθετα από
τον πρώτο των εναγομένων υποστηριζόμενα, καθιστά, αφ' ενός
μεν δυνατή την εκτίμηση και τη διερεύνησή της από το δικαστήριο και αφ' ετέρου
ευχερή την άμυνα του τελευταίου στους περιεχόμενους στο δικόγραφό της
ισχυρισμούς της ενάγουσας, αρμόδια δε καθ' ύλην και κατά
τόπον φέρεται η εν λόγω αγωγή στο παρόν δικαστήριο, για να εκδικασθεί κατά την
προκειμένη ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας
των άρθρων 677 έως 681 του Κ.Πολ.Δικ. (βλέπε τα άρθρα 22 - σε συνδυασμό τούτο
με το άρθρο 180 του Ν.Δ.3026/1954 και το άρθρο 38 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δικ.
- 14§1εδ.α', 591§1 και 677§1περ.1 του Κ.Πολ.Δικ.) και είναι αυτή και νόμιμη,
στηριζόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 713 και 722 του Α.Κ., 91,
98, 99, 100§1, 107§1, 109, 134, 136, 173 και 174 του Ν.Δ.3026/1954 (βλέπε και
Α.Π.59/2007 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π.476/2007 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 346
του Α.Κ., 907, 908§1, 176 και 191§2 του Κ.Πολ.Δικ. Κατά συνέπεια λοιπόν και
δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει καταβληθεί και το
απαιτούμενο από το νόμο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα υπέρ τρίτων
ποσοστά (βλέπε τα προσκομιζόμενα υπ' αριθμούς ...../...-...-2008 αγωγόσημα), πρέπει η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω
και από την ουσιαστική της άποψη, μόνο, όμως, ως προς τον πρώτο των εναγομένων,
αφού, ενόψει της παραίτησης της ενάγουσας από το δικόγραφο της αγωγής της ως
προς τους λοιπούς τούτων, αυτή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς τους
τελευταίους και, επομένως, η δίκη, ως προς αυτούς, έχει καταργηθεί (άρθρο 295§1
του Κ.Πολ.Δικ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 38, 39, 46,
49, 63, 91, 92, 94 και 170 του «Κώδικα περί Δικηγόρων» (Ν.Δ.3026/1954), σε
συνδυασμό με εκείνες διατάξεις των άρθρων 648 επ. και 713 επ. του Α.Κ., προκύπτει
ότι ο δικηγόρος, ενεργώντας ελεύθερα έναντι του πελάτη του και μη διατελώντας
σε σχέση εξάρτησης, είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός - της μεταξύ τους σχέσης χαρακτηριζομένης ως αμειβόμενης εντολής - και δικαιούται να
λάβει από τον εντολέα του αμοιβή για κάθε εργασία, δικαστική ή εξώδικη, καθώς
και το σύνολο των δαπανών στις οποίες αυτός εξ ιδίων υποβλήθηκε για την
υλοποίηση της δοθείσας εντολής. Η αμοιβή του δικηγόρου για τις υπηρεσίες που
προσέφερε καθορίζεται κατ' αρχήν με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εντολέα του, ο οποίος οφείλει
την αμοιβή, εφ' όσον
έδωσε εντολή επ' ονόματι και για λογαριασμό του,
ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι διάδικος. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει
ειδική για την αμοιβή συμφωνία, το ελάχιστο της αμοιβής του δικηγόρου ορίζεται
κατά τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. του «Κώδικα περί Δικηγόρων», δυναμένου,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 98§1 του κώδικα τούτου, του δικαστηρίου να
υπερβεί κατά την κρίση του το ποσό της προβλεπόμενης ελάχιστης αμοιβής, ανάλογα
με την απαιτηθείσα επιστημονική εργασία, την αξία και
το είδος της υπόθεσης που διεκπεραίωσε ο δικηγόρος, το χρόνο που ανάλωσε, τη
σπουδαιότητα της διαφοράς, τις ιδιάζουσες αυτής περιστάσεις και τις εν γένει
καταβληθείσες δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες (βλέπε: Α.Π.113/2006 ΕλλΔνη 2006, 468, Εφ.Κρητ.194/2007 ΕλλΔνη
2008, 248). Ειδικότερα δε, όπως με σαφήνεια συνάγεται από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 100 § 1, 102 και 107 του προαναφερόμενου κώδικα, το
δικαστήριο, σε περίπτωση ανυπαρξίας ειδικής για τη δικηγορική αμοιβή συμφωνίας,
οφείλει, προκειμένου να καθορίσει και επιδικάσει στον δικηγόρο αμοιβή για τη
σύνταξη της αγωγής και των προτάσεων, να λάβει υπ' όψιν του το αίτημα της
αγωγής που συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση, εκτός αν προταθεί και
αποδειχθεί από τον εναγόμενο ένσταση από το άρθρο 102 του εν λόγω κώδικα ότι το
αγωγικό αίτημα ήταν προφανώς εξογκωμένο, κάτι που
μπορούσε να αντιληφθεί ο δικηγόρος, αν εξακρίβωνε επιμελέστερα τα πράγματα,
οπότε ο καθορισμός της αμοιβής του τελευταίου δεν θα γίνει με βάση το αίτημα
της αγωγής, αλλά με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί ύστερα από επιμελημένη
εξακρίβωση των πραγμάτων, του ενάγοντος, όμως, δικηγόρου δυναμένου στην
περίπτωση αυτή να ισχυρισθεί κατ'
αντένσταση και να αποδείξει - προς απόκρουση της ως άνω ένστασης - ότι για τον
καθορισμό του αιτήματος της αγωγής συμμορφώθηκε σε έγγραφη εντολή του εντολέα
του ή του αντιπροσώπου αυτού (βλέπε Α.Π.180/2008 Τ.Ν.Π.
«ΝΟΜΟΣ»). Εξ' άλλου, κατά μεν την παράγραφο 3 του άρθρου 92 του «Κώδικα περί
Δικηγόρων» επιτρέπεται συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την
έκβαση της δίκης ή από το αποτέλεσμα της εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη
αίρεση, καθώς και συμφωνία για αμοιβή με εκχώρηση ή μεταβίβαση μέρους του
αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας, η οποία, όμως, αμοιβή δεν μπορεί να
υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης, κατά δε την παράγραφο 5 του ίδιου
άρθρου, η συμφωνία, που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης ή από το
αποτέλεσμα της εργασίας, τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την
υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση
αποτυχίας να λάβει αμοιβή, ούτε αυτός ούτε ο κατά τον αυτό ή άλλο βαθμό συμπληρεξούσιος ή υποκατάστατός του, της έλλειψης του
ουσιώδους όρου περί μη λήψης εκ μέρους του εντολοδόχου δικηγόρου της συμφωνημένης
αμοιβής του σε περίπτωση αποτυχίας, καθιστώσας την
όλη συμφωνία - χαρακτηριζομένη και ήδη γνωστή ως
«σύμβαση εργολαβίας δίκης» - άκυρη και λογιζομένη σα
να μην υπήρχε και συνεπώς μη συνεπαγομένη κανένα
αποτέλεσμα (βλέπε τα άρθρα 3, 174 και 180 του Α.Κ.), της ακυρότητάς της δε εξεταζομένης και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (βλέπε
Α.Π.451/2000 ΕλλΔνη 41, 1601). Από τις διατάξεις
αυτές συνάγεται ότι η αμοιβή του δικηγόρου, ο οποίος ανέλαβε εργολαβικά τη
διεξαγωγή της δίκης ή τη διεκπεραίωση της εργασίας, μπορεί να συμφωνηθεί και σε
ποσοστό επί του αντικειμένου της διεξαχθησομένης
δίκης ή της προς διεκπεραίωση εργασίας και ότι η σχετική περί αμοιβής απαίτηση
του δικηγόρου τελεί υπό αναβλητική αίρεση και γεννιέται όταν επιτυχώς διεξαχθεί
η δίκη ή επιλυθεί επιτυχώς με συμβιβασμό η διαφορά ή περαιωθεί με επιτυχία η
εργασία, οπότε και μόνο μπορεί να ανακύψει ζήτημα αμοιβής του εντολοδόχου
δικηγόρου, ως επιτυχούς της δίκης έκβασης - άρα και ως πλήρωσης της σχετικής
αίρεσης - θεωρουμένης, κατά την έννοια των ως άνω
διατάξεων, του σταδίου εκείνου της όλης διαδικασίας, κατά το οποίο ο εντολέας
έχει τελεσίδικα δικαιωθεί από τις ενέργειες του εντολοδόχου δικηγόρου με
ικανοποιητική δικαστική ή εξώδικη επίλυση της διαφοράς (βλέπε: Α.Π.193/2008 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π.59/2007 Τ.Ν.Π.
«ΝΟΜΟΣ», Α.Π.589/2007 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π.48/2006 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π.451/2000 Τ.Ν.Π.
«ΝΟΜΟΣ», Α.Π.1116/2000 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕλλΔνη 41, 1601, Α.Π.737/1998 ΝοΒ
47, 1559). Η ως άνω περί «εργολαβίας της δίκης» συμφωνία εξακολουθεί να υπάρχει
και να ισχύει μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης, εκτός αν καταργηθεί με
νεότερη αντίθετη συμφωνία, η οποία μπορεί να γίνει άτυπα και σιωπηρά, αρκεί να
προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θέλησαν την κατάργηση της σύμβασης
«εργολαβίας δίκης» και τον καθορισμό της αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου για
κάθε δικηγορική, δικαστική ή εξώδικη, ενέργειά του, είτε με βάση τη νέα
συμφωνία, είτε με βάση τα προβλεπόμενα ελάχιστα νόμιμα όρια της δικηγορικής
αμοιβής (βλέπε Α.Π.880/2007 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Η περί
«εργολαβίας της δίκης» δε σύμβαση είναι υποσχετική και κατά συνέπεια ο
δικηγόρος, μετά την πλήρωση της ανωτέρω αναβλητικής αίρεσης, δεν αποκτά
αυτοδικαίως το ποσοστό επί του αντικειμένου της δίκης που συνιστά την αμοιβή
του, αλλά έχει ενοχική αξίωση έναντι του εντολέα του για τη μεταβίβαση ή την
καταβολή του ποσοστού αυτού, ενώ σε περίπτωση που ο τελευταίος ανακαλέσει την
εντολή κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, πριν, δηλαδή, από την έκδοση
τελεσίδικης απόφασης ή την εξωδικαστική συμβιβαστική
επίλυση της διαφοράς ή τη διεκπεραίωση της εργασίας, εφαρμόζονται όσα στο άρθρο
170 του «Κώδικα περί Δικηγόρων» ορίζονται και αν μεν η ανάκληση της εντολής
είναι αδικαιολόγητη, ο εντολέας υποχρεούται να καταβάλει στον δικηγόρο τη
συμφωνημένη αμοιβή του, υπό την εκδοχή, όμως, όπως συνάγεται από το συνδυασμό
της διάταξης του άρθρου αυτού προς τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 92
§§ 3&5 του ίδιου κώδικα, ότι, αν δεν μεσολαβούσε η ανάκληση της εντολής, ο
εντολοδόχος δικηγόρος θα διεξήγαγε επιτυχώς τη δίκη, στην οποία αφορούσε η
εντολή με βέβαιη κατάληξη την έκδοση ευνοϊκής για τον εντολέα του τελεσίδικης
απόφασης (βλέπε Α.Π. 768/2000 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), αν δε
η ανάκληση της εντολής είναι δικαιολογημένη, αλλά από λόγους που δεν παρέχουν
δικαίωμα άσκησης αγωγής κατά το άρθρο 73 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δικ.,
ήτοι αν δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση δόλος ή βαριά αμέλεια του
πληρεξούσιου δικηγόρου ή αρνησιδικία αυτού, συμπεριφορές, δηλαδή, επιτρέπουσες
στον εντολέα του την κατά τούτου άσκηση αγωγής κακοδικίας, τότε ο εντολέας έχει
υποχρέωση να καταβάλει στον εντολοδόχο δικηγόρο τις δαπάνες που αυτός έχει
πραγματοποιήσει, προς εκτέλεση της εντολής, μέχρι την ανάκλησή της, καθώς και
την υπολογιζόμενη σύμφωνα με το νόμο (Ν.Δ.3026/1954) αμοιβή τούτου για τις
μέχρι τότε ενέργειές του (βλέπε Α.Π.1373/2007 Τ.Ν.Π.
«ΝΟΜΟΣ»), της αμοιβής του δικηγόρου καθισταμένης στις ανωτέρω περιπτώσεις
ανάκλησης της εντολής απαιτητής αμέσως με την ανάκληση αυτής (βλέπε
Α.Π.768/2000 ό.π.). Το δικαίωμα, εξ' άλλου, του εντολέα να άρει την εμπιστοσύνη του από τον εντολοδόχο
δικηγόρο και να αφαιρέσει από αυτόν την ανατεθείσα υπόθεση ασκείται, σύμφωνα με
τις διατάξεις των άρθρων 167 και 724 του Α.Κ., με μονομερή και απευθυντέα προς τον αντισυμβαλλόμενο δικηγόρο δήλωση
βούλησης, η οποία και επιφέρει τη λύση της εντολής από και με την περιέλευσή της στον τελευταίο, της ανάκλησης της εντολής
δυναμένης ασφαλώς να λάβει χώρα και σιωπηρά, αρκεί βέβαια ο εντολέας να
καταστήσει γνωστή τη βούλησή του αυτή στον εντολοδόχο, εναποκειμένου,
πάντως, στο δικαστήριο της ουσίας να κρίνει κάθε φορά πότε υπάρχει ανάκληση της
εντολής (βλέπε Α.Π. 193/2008 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Από την
άλλη μεριά κάθε συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, αφορώσα καθ' οιονδήποτε τρόπο στην αμοιβή
του πρώτου - η οποία αμοιβή σημειωτέον, όπως ρητά ορίζει η διάταξη του άρθρου
95§2 εδ. γ' του «Κώδικα Περί Δικηγόρων», οφείλεται
και αν ακόμα η υπόθεση λυθεί συμβιβαστικά - επιτρέπεται να καταρτισθεί ρητά ή
και σιωπηρά, μη απαιτουμένου, για το κύρος της, του έγγραφου ή οιουδήποτε άλλου
τύπου και επομένως και η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των παραγράφων 3
και 5 του άρθρου 92 του ίδιου κώδικα, συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου και του
πελάτη του, με την οποία εξαρτάται η δικηγορική αμοιβή ή το είδος αυτής από την
έκβαση της δίκης, δεν προϋποθέτει, για το κύρος της, την τήρηση έγγραφου τύπου,
στο βαθμό που η δικονομικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 95 § 2 εδ. α' του εν λόγω κώδικα, με την οποία περιοριζόταν η
απόδειξη της περί αμοιβής του δικηγόρου συμφωνίας μόνο με έγγραφα ή με όρκο και
ομολογία, πρέπει να θεωρηθεί καταργημένη μετά την εισαγωγή του Κ.Πολ.Δικ., κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 38 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δικ.,
με το οποίο άρθρο καταργήθηκαν όλες οι διατάξεις οι σχετικές με την εκδίκαση
των διαφορών που αναφέρονται στο άρθρο 677 του Κ.Πολ.Δικ., μεταξύ των οποίων
διαφορών βέβαια συμπεριλαμβάνονται και εκείνες για τις αμοιβές, τις
αποζημιώσεις και τα έξοδα των δικηγόρων. Κατά συνέπεια λοιπόν, αφ' ενός μεν στις τελευταίες αυτές διαφορές, οι οποίες, κατά την
προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 677 του Κ.Πολ.Δικ., εκδικάζονται κατά την
ειδική διαδικασία των άρθρων 678 έως 681 του κώδικα αυτού, το δικαστήριο,
σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη στην εν λόγω ειδική διαδικασία διάταξη του άρθρου
671§1 του ως άνω κώδικα, λαμβάνει υπ' όψιν
του για την απόδειξη, πλην άλλων, και της κατάρτισης της περί δικηγορικής
αμοιβής συμφωνίας, σε διαφορά μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέως
του, όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και μάρτυρες και ένορκες
βεβαιώσεις και αφ' ετέρου για το κύρος της περί
ου ο λόγος συμφωνίας δεν απαιτείται η τήρηση του οιουδήποτε τύπου και δη
εκείνου του εγγράφου - τύπος ο οποίος, άλλωστε και υπό το κράτος της εφαρμογής
του άρθρου 95 § 2 εδ. α' του «Κώδικα περί Δικηγόρων»
και πάλι δεν απαιτείτο, του από το άρθρο τούτο προβλεπομένου τύπου όντος αποδεικτικού και όχι και συστατικού - με μόνη
εξαίρεση εκείνη της διάταξης του άρθρου 92 § 4 του «Κώδικα περί Δικηγόρων»,
σύμφωνα με την οποία το συστατικό τύπο του εγγράφου πρέπει να περιβληθεί μόνο η
συμφωνία η εξαρτώσα την αμοιβή του εντολοδόχου
δικηγόρου από την έκβαση της δίκης και μόνο στις περιπτώσεις που πρόκειται για
διαφορές από μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για υπερωριακή εργασία ή
εργασία κατά τις Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο μη ληφθείσης αδείας,
αποζημίωση για καταγγελία της σύμβασης και εν γένει κάθε απαίτηση αναγομένη στην εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή
υπηρετών (βλέπε: Α.Π. Ολ. 40/1988 ΕλλΔνη
30, 746, Α.Π. 768/2000 ό.π., Α.Π. 1486/1990 ΕλλΔνη 33, 130, βλέπε, όμως και Εφ.Κρητ.
194/2007 ΕλλΔνη 2008, 248). Όσον αφορά δε τη ρύθμιση
της διάταξης του άρθρου 8 § 1 εδ. β' τελ. περίπτ. του Ν. 1882/1990
«Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής κλπ», σύμφωνα με την οποία «συμβάσεις
που καταρτίζονται μεταξύ δικηγόρων και πελατών αυτών, με τις οποίες η αμοιβή
συμφωνείται σε ποσοστό επί του αντικειμένου της αναλαμβανόμενης υπόθεσης,
θεωρούνται από την αρμόδια για το φόρο Δημόσια Οικονομική Εφορία μέσα σε δέκα
(10) ημέρες από την ημερομηνία κατάρτισης και υπογραφής τους, άλλως είναι
ανίσχυρες και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα», η διάταξη αυτή από τη μία
μεριά δεν αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 677 του Κ.Πολ.Δικ. και της
εφαρμοζόμενης στην προβλεπόμενη από τούτο ειδική διαδικασία διάταξης του άρθρου
671 § 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δικ., η οποία διάταξη, ως
ειδικότερη εκείνης του ανωτέρω άρθρου του Ν.1882/1990, εξακολουθεί να ρυθμίζει
το παραδεκτό στην εν λόγω ειδική διαδικασία, ως αποδεικτικού μέσου, της μη
θεωρημένης από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. σύμβασης εργολαβίας δίκης και από την άλλη
μεριά, ως αφορώσα η διάταξη αυτή του Ν.1882/1990 μόνο
τη θεώρηση, για φορολογικούς λόγους, των εργολαβικών δίκης που τυχόν έχουν
συνταχθεί, δεν καθιερώνει, όπως άλλωστε και η καταργηθείσα διάταξη του άρθρου
95 § 2 εδ. α' του «Κώδικα περί Δικηγόρων», το έγγραφο
ως συστατικό τύπο των περί αμοιβής των δικηγόρων συμβάσεων, οι οποίες έτσι
είναι έγκυρες και αν δεν καταρτισθούν εγγράφως (βλέπε: Α.Π.768/2000 ό.π., Εφ.Πειρ.1160/2001 Πειρ.Νομ.
2002, 51). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 190 του «Κώδικα περί Δικηγόρων», οι
απαιτήσεις των δικηγόρων για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους παραγράφονται
μετά από μία πενταετία, η οποία αρχίζει, αν μεν πρόκειται για διοικητικές
υποθέσεις ή εξώδικες πράξεις από το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργήθηκε η
σχετική πράξη, αν δε πρόκειται για δίκες από το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργήθηκε
από αυτούς η τελευταία διαδικαστική πράξη. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με
εκείνη του άρθρου 251 του Α.Κ., η οποία εφαρμόζεται συμπληρωματικά και επί των ρυθμιζομένων από το άρθρο 190 του «Κώδικα των Δικηγόρων»
περιπτώσεων, συνάγεται ότι η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του γεννιέται
και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο
ενήργησε την εξώδικη πράξη ή την τελευταία διαδικαστική πράξη στη δίκη ή έπαυσε
από οποιονδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του, ο χρόνος δε της παραγραφής
αρχίζει από το τέλος του έτους, στο οποίο εμπίπτει η κατά τα ανωτέρω γέννεση της αξίωσης (Α.Π.ολ.42/1990 Τ.Ν.Π.
«ΝΟΜΟΣ», Α.Π.8/2008 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Α.Π.192/2008 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως και στις περιπτώσεις της
αδικαιολόγητης ανάκλησης της εντολής ή της δικαιολογημένης μεν ανάκλησής της,
αλλά για λόγους μη παρέχοντες δικαίωμα άσκησης από τον εντολέα κατά του
εντολοδόχου δικηγόρου της περί κακοδικίας αγωγής, η αξίωση του τελευταίου για
την αμοιβή και τα έξοδά του γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή
της, όπως και προελέχθη, από την ανάκληση της εντολής, παραγράφεται δε η εν
λόγω αξίωση μετά από μία πενταετία από το τέλος του έτους, κατά το οποίο έλαβε
χώρα η ανάκληση (βλέπε: Α.Π.48/2006 ό.π.,
Α.Π.407/2008 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, κατά τη διάταξη
του άρθρου 250 του Κ.Πολ.Δικ., του οποίου η εφαρμογή δεν αποκλείεται στην
προκειμένη ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας,
αφού δεν είναι ασυμβίβαστη με τη διαδικασία αυτή (άρθρο 591 § 1 του Κ.Πολ.Δικ.),
αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της αχθείσας ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου διαφοράς, το
τελευταίο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να
διατάξει την αναβολή της συζήτησης έως ότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική
δίκη. Προϋποθέσεις, επομένως, για την αναβολή της συζήτησης είναι: α) εκκρεμής
ποινική αγωγή και β)επηρεασμός της ποινικής αγωγής στη διάγνωση της αστικής
δικαιολογητικής σχέσης. Εκκρεμής δε θεωρείται η ποινική αγωγή, εφ' όσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και έχει διαταχθεί προανάκριση ή κυρία
ανάκριση, ανεξάρτητα από την εισαγωγή ή μη της υπόθεσης στο ακροατήριο του
ποινικού δικαστηρίου κατά το χρόνο έκδοσης της αναβλητικής απόφασης, χωρίς,
όμως και να αρκεί μόνη η υποβολή της σχετικής έγκλησης, ενώ, εξ άλλου,
επηρεασμός της ποινικής αγωγής στη διάγνωση της αστικής δικαιολογητικής σχέσης
απαιτείται υπό την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που πιθανόν να
συνθέτουν την υπόσταση μιας πράξης που τελέσθηκε, μπορεί να ασκούν επιρροή όσον
αφορά τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσης περιστατικά. Κατά
συνέπεια λοιπόν, εφ' όσον στην εκάστοτε
συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, δεν
τίθεται θέμα αναστολής της συζήτησης της αστικής αγωγής και τυχόν υποβληθέν από
οποιονδήποτε των διαδίκων σχετικό αίτημα απορρίπτεται ως αβάσιμο, μη αρκούσης, όπως προελέχθη, για το νόμω
και ουσία βάσιμο τούτου, μόνης της υποβολής της αντίστοιχης ποινικής έγκλησης
(βλέπε: Νικολάου Θ. Νίκα «Πολιτική Δικονομία», τόμος ΙΙ,
έκδοση 2005, παρ. 71V, αριθ. 13, σελ. 314, Α.Π. 505/1997 Δίκη 28, 1120, Α.Π.
680/1994 ΕλλΔνη 36, 1105, Εφ.Πειρ.
29/2007 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Πολ.Πρ.Θεσ.
38743/2005 Αρμ. 2006, 566, Μον.Πρ.Θεσ.
13751/2007 Αρμ. 2007, 1369).
Από την κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο
ακροατήριο του δικαστηρίου ένορκη κατάθεση του προταθέντος από τον εναγόμενο
μάρτυρά του, τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα
και παραδεκτά, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το
δικαστήριο λαμβάνει υπ όψιν του αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4
του Κ.Πολ.Δικ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις αρχές
Απριλίου του έτους 1996 ο πρώτος των εναγομένων, ενεργώντας το μεν στο όνομά
του και για λογαριασμό του, το δε για λογαριασμό και ως αντιπρόσωπος και των
λοιπών εναγομένων, ανέθεσε στην ενάγουσα δικηγόρο τη μέχρι την έκδοση
τελεσίδικης δικαστικής απόφασης διεξαγωγή της δίκης, της αφορώσας
στην εκ μέρους των εναγομένων άσκηση της κατά του .... και της ανώνυμης
ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.Α.» αξίωσής τους προς αποζημίωσή τους και χρηματική
τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, της οποίας αξίωσης γενεσιουργός λόγος
υπήρξε το λαβόν χώρα στις 18-4-1991 στη Νίκαια του
νομού Αττικής θανατηφόρο αυτοκινητικό ατύχημα, κατά το οποίο απώλεσε τη ζωή του
ο πατέρας του πρώτου των εναγομένων .... Η αμοιβή της ενάγουσες δικηγόρου
συμφωνήθηκε να ανέλθει σε ποσοστό 20% επί του χρηματικού ποσού, το οποίο θα
επιδικαζόταν στον πρώτο των εναγομένων και τους από αυτόν αντιπροσωπευομένους
με ευνοϊκή τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή θα καταβαλλόταν σε τούτους με βάση
τυχόν εξωδικαστική συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς,
ενώ επί πλέον συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα δεν θα εδικαιούτο
αμοιβής σε περίπτωση μη επιτυχούς έκβασης της δίκης ή εν γένει ανεπιτυχούς
κατάληξης της όλης υπόθεσης. Η ως άνω μεταξύ του πρώτου των εναγομένων και της
ενάγουσας δικηγόρου συμφωνία, έχουσα το χαρακτήρα και τη φύση σύμβασης
«εργολαβίας δίκης», υπήρξε έγκυρη, παρά το γεγονός ότι αυτή συνήφθη
προφορικά και όχι έγγραφα, αφού, κατά τα αναλυτικά εκτεθέντα σχετικά στην
προηγηθείσα μείζονα σκέψη, δεν απαιτείται το έγγραφο ως τύπος και δη συστατικός
τύπος αυτής. Μετά, λοιπόν, από τη δοθείσα σ' αυτή
εντολή και την ανωτέρω συμφωνία, η ενάγουσα δικηγόρος προχώρησε πράγματι στη
σύνταξη και στην κατάθεση, στις 17-4-1996, της από 10-4-1996 σχετικής αγωγής,
με την οποία, απευθυνόμενη προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητούσε να
επιδικασθεί στον εντολέα της πρώτο των εναγομένων, καθώς και στους από αυτόν αντιπροσωπευομένους, το συνολικό ποσό των 11395700 δραχμών
ή 33442,99 ευρώ. Της αγωγής αυτής δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά μεν εκείνη της 19-12-1996
και μετά από αναβολή εκείνη της 1-10-1997, οπότε, όμως, ματαιώθηκε η συζήτησή
της, για να διεξαχθεί τελικά κατά τη δικάσιμο της 5-2-1998 μετά την εκ μέρους
της ενάγουσας σύνταξη και κατάθεση στη γραμματεία του προαναφερόμενου
δικαστηρίου της από 1-10-1997 σχετικής κλήσης της. Επί της εν λόγω αγωγής
εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 3778/1998 οριστική απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή αυτή και επιδίκασε
στον πρώτο των εναγομένων και στους λοιπούς τους με την αγωγή αυτή ενάγοντες το
συνολικό ποσό των 3700000 δραχμών ή 10858,40 ευρώ. Στη συνέχεια και στα πλαίσια
της δοθείσας σ' αυτή εντολής η ενάγουσα κατέθεσε, στις 29-6-2001,
στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών την από την ίδια ημεροχρονολογία
έφεσή της κατά της προαναφερόμενης οριστικής δικαστικής απόφασης, της οποίας,
όμως, έφεσης, λόγω των προβλημάτων που στο μεταξύ είχαν ανακύψει στις σχέσεις
και τη συνεργασία μεταξύ του εντολέως πρώτου των
εναγομένων και της εντολοδόχου ενάγουσας δικηγόρου, δεν προσδιορίσθηκε ποτέ
δικάσιμός της, ενώ ακολούθως και συγκεκριμένα στις 18-6-2004 ο εντολέας πρώτος
των εναγομένων ανακάλεσε τη δοθείσα προς την ενάγουσα εντολή, λύοντας έτσι τη
μεταξύ τους υφισταμένη σύμβαση «εργολαβίας δίκης» με την προς την τελευταία
κοινοποίηση, κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, της από
16-6-2004 σχετικής δήλωσης - γνωστοποίησης και κλήσης αυτού. Εν προκειμένω ο
πρώτος των εναγομένων διατείνεται ότι δεν είχε δοθεί ειδική προς την ενάγουσα
εντολή για την εκ μέρους της άσκηση έφεσης κατά της ανωτέρω οριστικής
δικαστικής απόφασης και επομένως δεν δικαιούται αυτή της οιασδήποτε αμοιβής για
την από την πλευρά της και με δική της αποκλειστικά πρωτοβουλία σύνταξη και
κατάθεση της εν λόγω έφεσης, εφ' όσον βέβαια γίνει δεκτό ότι η
έφεση αυτή πράγματι κατατέθηκε από την ενάγουσα, γεγονός που αμφισβητεί ο
πρώτος των εναγομένων. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του πρώτου των εναγομένων
είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως προεκτέθηκε,
η μεταξύ τούτου και της ενάγουσας συμφωνία, έχουσα το χαρακτήρα σύμβασης
«εργολαβίας δίκης» - γεγονός που και ο πρώτος των εναγομένων αποδέχεται (βλέπε
σχετικά την από 12-2-2008 προσθήκη - αντίκρουσή του στη σελίδα 2 αυτής) -
εκτεινόταν μέχρι την έκδοση τελεσίδικης επί της υπόθεσης δικαστικής απόφασης
και κατά συνέπεια η ενάγουσα δικηγόρος δεν χρειαζόταν ειδική εντολή για την εκ
μέρους της άσκηση έφεσης κατά της ανωτέρω οριστικής δικαστικής απόφασης, στο
βαθμό που η απόφαση αυτή, κάνοντας εν μέρει μόνο δεκτή την ασκηθείσα αγωγή επί
της οποίας ελήφθη, δεν ικανοποιούσε πλήρως την τότε ένδικη αξίωση των με την
αγωγή αυτή εναγόντων, επιδεχομένης τούτης (της εν
λόγω απόφασης), κατά την κρίση της εδώ ενάγουσας εντολοδόχου δικηγόρου,
βελτίωσης με την άσκηση κατ' αυτής έφεσης. Περαιτέρω, ο
πρώτος των εναγομένων διατείνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, υπήρξε
δικαιολογημένη η από μέρους του και κατά τα προεκτεθέντα
ανάκληση της προς την ενάγουσα δοθείσας εντολής και συνεπώς αυτή δεν δικαιούται
της συμφωνημένης αμοιβής της - ανερχομένης, κατά τον πρώτο των εναγομένων, σε
ποσοστό 15% επί του χρηματικού ποσού, το οποίο τελεσίδικα θα επιδικαζόταν σ' αυτόν και τους λοιπούς τους με την ανωτέρω αγωγή ενάγοντες - αφού με
ευθύνη της ενάγουσας δικηγόρου το μεν παρεγράφη η
κατά της διακοψάσης τη λειτουργία της ασφαλιστικής
εταιρείας με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ Α.Ε.Α.»,
αλλά και κατά του υποκατασταθέντος στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της
«ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», αξίωση τούτων (του πρώτου των εναγομένων και των
λοιπών των με την ως άνω αγωγή εναγόντων), το δε δεν κατέστη δυνατό να
εισπραχθεί ούτε ακόμα και το ποσό των 600000 δραχμών ή 1760,82 ευρώ, κατά το
οποίο η εκδοθείσα και υπ αριθμόν 3778/1998 οριστική απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. Ωστόσο και ο
ισχυρισμός αυτός του πρώτου των εναγομένων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, στο
βαθμό, που πέρα από το ότι δεν αποδείχθηκε η οιαδήποτε ευθύνη της ενάγουσας
δικηγόρου για την κατάληξη που είχε η προς αυτή δοθείσα εντολή, ο πρώτος των
εναγομένων, επικαλούμενος ευθύνη της, ουδεμία εν τούτοις κάνει αναφορά - ούτε
ακόμα και στην από 16-6-2004 δήλωσή του, με την οποία ανακάλεσε την από τούτον
δοθείσα εντολή και στην οποία δήλωση σημειωτέον δεν γίνεται, έστω και
γενικόλογη, αναφορά σε ευθύνη της εντολοδόχου δικηγόρου - σε δόλο ή βαριά
αμέλεια της τελευταίας, μη συντρεχουσών, επομένως, εν
προκειμένω των προϋποθέσεων άσκησης κατ' αυτής
της από το άρθρο 73 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δικ.
προβλεπομένης αγωγής κακοδικίας και συνακόλουθα δικαιουμένης,
σε κάθε περίπτωση, τούτης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 170 του «Κώδικα
περί Δικηγόρων» και τα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη εκτεθέντα, της οριζομένης από τον κώδικα αυτό ελάχιστης αμοιβής της, καθώς
και των δαπανών στις οποίες αυτή έχει υποβληθεί, ελάχιστη αμοιβή και δαπάνες
τις οποίες και ζητεί με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα δικηγόρος. Για τις
ενέργειες λοιπόν, στις οποίες η τελευταία προέβη για την υλοποίηση της από τον
πρώτο των εναγομένων δοθείσας εντολής, δικαιούται αυτή αμοιβής όπως ακολούθως,
ανά εκτελεσθείσα από τούτη δικαστική ενέργεια: Α) Για τη σύνταξη της
απευθυνόμενης προς το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας και από 10-4-1996 αγωγής
το ποσό των 668,85 ευρώ (11395700 δραχμές ή 33442,99 ευρώ το ζητηθέν με την
αγωγή αυτή χρηματικό ποσό, ήτοι η αξία εν προκειμένω του αντικειμένου της
διαφοράς x 2% επί του ποσού τούτου ο συντελεστής υπολογισμού της για τη σύνταξη
της αγωγής ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής = 668,85 ευρώ η κατά το αγωγικό αίτημα δικαιουμένη από
την ενάγουσα (ελάχιστη) αμοιβή για την εν λόγω ενέργειά της [βλέπε το άρθρο
100§1 του «Κώδικα περί Δικηγόρων»], στο βαθμό μάλιστα που ο πρώτος των
εναγομένων δεν πρότεινε την από το άρθρο 102 του Κώδικα τούτου ένσταση, οπότε
και μόνο το δικαστήριο θα είχε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα σχετικά στην
προηγηθείσα μείζονα σκέψη, τη δυνατότητα, εφ' όσον
βέβαια η ένσταση αυτή θα ευσταθούσε και από την ουσιαστική της άποψη, να
περιορίσει την (ελάχιστη) αμοιβή της ενάγουσας δικηγόρου για την από μέρους της
σύνταξη της ανωτέρω αγωγής). Β) Για την έκδοση πέντε αντιγράφων της ως άνω
αγωγής το ποσό των 36,98 ευρώ, επιδικαζομένου, όμως,
στην ενάγουσα, για την ενέργειά της αυτή, μόνο του ποσού των 3,50 ευρώ, το
οποίο και ζητεί αυτή με την κρινόμενη αγωγή της (βλέπε και τη διάταξη του
άρθρου 109 του Κ.Πολ.Δικ. - 9 τα φύλλα της αγωγής x 2 μεταλλικές δραχμές το
κάθε φύλλο = 18 μεταλλικές δραχμές x 140 δραχμές η τρέχουσα αξία της μεταλλικής
δραχμής = 2520 δραχμές x 5 τα από την ενάγουσα εκδοθέντα αντίγραφα της αγωγής =
12600 δραχμές ή 36,98 ευρώ η, σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 99 και 136
του «Κώδικα περί Δικηγόρων» σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου της υπό
στοιχεία 12398/9/21-2-1989 Υ.Α. του Υπουργού Δικαιοσύνης «ορισμός συντελεστή
υπολογισμού δικηγορικών αμοιβών», ελάχιστη αμοιβή της τελευταίας για την εν
λόγω ενέργειά της). Γ) Για τη σύνταξη της αυτοτελούς παραγγελίας προς επίδοση
της ως άνω αγωγής το ποσό των 4,11 ευρώ (10 μεταλλικές δραχμές η προβλεπόμενη
από τη διάταξη του άρθρου 134§2 του «Κώδικα περί Δικηγόρων» ελάχιστη δικηγορική
αμοιβή για τη σύνταξη της αυτοτελούς παραγγελίας προς επίδοση της συνταχθείσας
αγωγής x 140 δραχμές η τρέχουσα αξία της μεταλλικής δραχμής = 1400 δραχμές ή
4,11 ευρώ η κατά το αγωγικό αίτημα (ελάχιστη) αμοιβή
της ενάγουσας δικηγόρου για την εν λόγω ενέργειά της, σύμφωνα με τις
συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 134§2 και 99 του ως άνω κώδικα). Δ) Για τη
σύνταξη της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας απευθυνομένης
και από 1-10-1997 κλήσης, με την οποία η ενάγουσα επανέφερε προς συζήτηση την
προαναφερόμενη αγωγή της μετά τη ματαίωση της συζήτησης αυτής, το ποσό των 8,22
ευρώ (20 μεταλλικές δραχμές η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 134§1 του
«Κώδικα περί Δικηγόρων» ελάχιστη δικηγορική αμοιβή για τη σύνταξη δικογράφου
κλήσης x 140 δραχμές η τρέχουσα αξία της μεταλλικής δραχμής = 2800 δραχμές ή
8,22 ευρώ η κατά το αγωγικό αίτημα (ελάχιστη) αμοιβή
της ενάγουσας δικηγόρου για την εν λόγω ενέργειά της, σύμφωνα με τις
συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 134§1 και 99 του ως άνω κώδικα). Ε) Για την
έκδοση πέντε αντιγράφων της ανωτέρω κλήσης το ποσό των 4,11 ευρώ, επιδικαζομένου, όμως, στην ενάγουσα, για την ενέργειά της
αυτή, μόνο του ποσού των 2,49 ευρώ, το οποίο και ζητεί αυτή με την κρινόμενη
αγωγή της (βλέπε και πάλι τη διάταξη του άρθρου 109 του Κ.Πολ.Δικ. - 1 το φύλλο
της κλήσης x 2 μεταλλικές δραχμές x 140 δραχμές η τρέχουσα αξία της μεταλλικής
δραχμής = 280 δραχμές x 5 τα από την ενάγουσα εκδοθέντα αντίγραφα της κλήσης =
1400 δραχμές ή 4,11 ευρώ η, σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 99 και 136 του
«Κώδικα περί Δικηγόρων» σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου της
προαναφερόμενης Υ.Α., ελάχιστη αμοιβή της τελευταίας για την εν λόγω ενέργειά
της). ΣΤ) Για τη σύνταξη της αυτοτελούς παραγγελίας προς επίδοση της ίδιας
κλήσης το ποσό των 4,11 ευρώ (10 μεταλλικές δραχμές η προβλεπόμενη από τη
διάταξη του άρθρου 134§2 του «Κώδικα περί Δικηγόρων» ελάχιστη δικηγορική αμοιβή
για τη σύνταξη της αυτοτελούς παραγγελίας προς επίδοση της συνταχθείσας κλήσης
x 140 δραχμές η τρέχουσα αξία της μεταλλικής δραχμής = 1400 δραχμές ή 4,11 ευρώ
η κατά το αγωγικό αίτημα (ελάχιστη) αμοιβή της
ενάγουσας δικηγόρου για την εν λόγω ενέργειά της, σύμφωνα και πάλι με τις
συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 99 και 134§2 του ως άνω κώδικα). Ζ) Για τη
σύνταξη των από 1-10-1997 προτάσεων επί της απευθυνόμενης προς το Μονομελές
Πρωτοδικείο της Αθήνας ως άνω αγωγής το ποσό των 334,42 ευρώ (668,85 ευρώ το
ελάχιστο όριο της αμοιβής της ενάγουσας δικηγόρου για τη σύνταξη της
προαναφερόμενης αγωγής : 2 = 334,42 ευρώ η κατά το αγωγικό
αίτημα δικαιουμένη από την τελευταία (ελάχιστη)
αμοιβή της για τη σύνταξη των επί της αγωγής αυτής προτάσεων - βλέπε το άρθρο
107§1 του «Κώδικα περί Δικηγόρων»). Η)Για την παράσταση στο ακροατήριο του
προαναφερόμενου δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής το ποσό των
16,43 ευρώ (40 μεταλλικές δραχμές η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 109
του «Κώδικα περί Δικηγόρων» ελάχιστη δικηγορική αμοιβή για την παράσταση προς
συζήτηση αγωγής ενώπιον του Πρωτοδικείου x 140 δραχμές η τρέχουσα αξία της
μεταλλικής δραχμής = 5600 δραχμές ή 16,43 ευρώ η κατά το αγωγικό
αίτημα (ελάχιστη) αμοιβή της ενάγουσας δικηγόρου για την εν λόγω ενέργειά της,
σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 99 και 109 του ως άνω κώδικα).
Και Θ)για τη σύνταξη της απευθυνομένης προς το
Εφετείο της Αθήνας και από 29-6-2001 έφεσης, της προσβάλλουσας την υπ' αριθμόν 3778/1998 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της
Αθήνας, το ποσό των 16,43 ευρώ και όχι το ποσό των 132 ευρώ, όπως αβάσιμα
διατείνεται και ζητεί η ενάγουσα δικηγόρος (40 μεταλλικές δραχμές η
προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 125§2 του «Κώδικα περί Δικηγόρων»
ελάχιστη δικηγορική αμοιβή για τη σύνταξη έφεσης στρεφομένης
κατ' απόφασης του Πρωτοδικείου x 140 δραχμές η
τρέχουσα αξία της μεταλλικής δραχμής = 5600 δραχμές ή 16,43 ευρώ η κατά το αγωγικό αίτημα (ελάχιστη) αμοιβή της ενάγουσας δικηγόρου
για την εκ μέρους της σύνταξη της ανωτέρω έφεσης, σύμφωνα με τις συνδυασμένες
διατάξεις των άρθρων 99 και 125§2 του εν λόγω κώδικα). Περαιτέρω, η ενάγουσα
εντολοδόχος δικηγόρος υποβλήθηκε, όπως αποδείχθηκε, προς υλοποίηση της προς
αυτή δοθείσας εντολής στις ακόλουθες δαπάνες, σε απόδοση των οποίων από μέρους
του πρώτου των εναγομένων και εντολέα της δικαιούται, σύμφωνα με τις
συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 91 του «Κώδικα περί Δικηγόρων» και 722 του
Α.Κ.: Α) Στην καταβολή ποσού ύψους 21,53 ευρώ για την προμήθεια των κατά νόμο
αναγκαίων κινητών ενσήμων, των επικολληθέντων από
αυτή επί των δικογράφων της από 10-4-1996 αγωγής, της από 1-10-1997 κλήσης, των
από 1-10-1997 προτάσεων και της από 29-6-2001 έφεσης. Β) Στην καταβολή ποσού
ύψους 6,90 ευρώ για την εγγραφή στο αντίστοιχο πινάκιο της από 10-4-1996
αγωγής, καθώς και της από 1-10-1997 κλήσης. Γ) Στην καταβολή ποσού ύψους 163,61
ευρώ για την πληρωμή του τέλους δικαστικού ενσήμου, του απαιτουμένου κατά το
νόμο για το παραδεκτό της συζήτησης της ως άνω αγωγής. Δ) Στην καταβολή ποσού
ύψους 25,81 ευρώ - και όχι ποσού ύψους 33,74 ευρώ, όπως αβάσιμα διατείνεται και
ζητεί με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα - για τα έξοδα επίδοσης της
προαναφερόμενης αγωγής προς τους με αυτή εναγομένους (βλέπε σχετικά τις
διατάξεις του κεφαλαίου Α' περ. α', β', γ', δ', ε' και ζ', καθώς και του
κεφαλαίου Ζ' περ. ια', ιβ'
και ιγ' της Κ.Υ.Α.
142//1993 - Υ.Α. 14224, ΦΕΚ Β' 415, 1993 «Καθορισμός αμοιβών Δικαστικών
Επιμελητών»). Και Ε) στην καταβολή ποσού ύψους 23,47 ευρώ - και όχι ποσού ύψους
29,74 ευρώ, όπως αβάσιμα, επίσης, διατείνεται και ζητεί με την κρινόμενη αγωγή
της η ενάγουσα - για τα έξοδα επίδοσης της ανωτέρω κλήσης προς τους καθ' ων στρεφόταν η κλήση αυτή (βλέπε σχετικά τις διατάξεις των κεφαλαίων Α'
περ. α' και Ζ' περ. ια' και ιγ'
της Κ.Υ.Α. 553//1996 - Υ.Α. 55385, ΦΕΚ Β' 408, 1996
«Αμοιβές Δικαστικών Επιμελητών»). Όσον αφορά, ωστόσο, τα αναφερόμενα στις
δαπάνες της ενάγουσας επί μέρους κονδύλια της υπό κρίση αγωγής, τα σχετιζόμενα
με το κόστος της δακτυλογράφησης του δικογράφου της απευθυνόμενης προς το
Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας και από 10-4-1996 αγωγής, το κόστος της
δακτυλογράφησης του δικογράφου της προς το ίδιο δικαστήριο απευθυνόμενης και
από 1-10-1997 κλήσης, το κόστος της δακτυλογράφησης του δικογράφου των επί της
ως άνω αγωγής και από 1-10-1997 προτάσεων, το κόστος της δακτυλογράφησης του
δικογράφου της προς το Εφετείο της Αθήνας απευθυνόμενης και από 29-6-2001
έφεσης, τη δαπάνη έκδοσης φωτοτυπικών αντιγράφων των σχετικών εγγράφων, τη
δαπάνη λήψης πέντε αντιγράφων της υπ'
αριθμόν 3778/1998 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας,
καθώς και τη δαπάνη έκδοσης πέντε, επίσης, αντιγράφων του δικογράφου της
ανωτέρω έφεσης, τα κονδύλια αυτά τυγχάνουν απορριπτέα ως κατ' ουσίαν αβάσιμα, αφού η φέρουσα το βάρος της
απόδειξής τους ενάγουσα, δεν προσκομίζει εν τούτοις ούτε επικαλείται το
οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο για την απόδειξη αυτών. Ενόψει λοιπόν των προεκτεθέντων, η δικαιουμένη από
την ενάγουσα δικηγόρο (ελάχιστη) αμοιβή για τις ενέργειες, στις οποίες αυτή
προέβη για την υλοποίηση της προς τούτη δοθείσας από τον πρώτο των εναγομένων
εντολής, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1058,56 ευρώ (668,85 ευρώ + 3,50 ευρώ
+ 4,11 ευρώ + 8,22 ευρώ + 2,49 ευρώ + 4,11 ευρώ + 334,42 ευρώ + 16,43 ευρώ +
16,43 ευρώ = 1058,56 ευρώ), της αμοιβής αυτής, όμως, μη δυναμένης να αυξηθεί σε
ποσοστό 40%, όπως ζητεί η ενάγουσα, καθ' όσον
εν προκειμένω δεν προέκυψε ότι για την εκτέλεση της εντολής απαιτήθηκε
ιδιαίτερη επιστημονική εργασία ή κάποιος αυξημένος χρόνος ή η επίδειξη εκ
μέρους της τελευταίας πρόσθετης επιμέλειας, ως συνέπεια ιδιαζουσών
περιστάσεων συνοδευουσών την υπόθεση, στην οποία
αφορούσε η δοθείσα εντολή, ή του είδους και της αξίας αυτής και επομένως στη
συγκεκριμένη περίπτωση δεν συντρέχουν, παρά τα αντίθετα από την ενάγουσα
υποστηριζόμενα, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 98§1 του
«Κώδικα περί Δικηγόρων», η συνδρομή των οποίων και μόνο θα επέτρεπε στο
δικαστήριο να υπερβεί το ποσό της προβλεπόμενης από τα άρθρα 99επ. του κώδικα
τούτου ελάχιστης (και αιτουμένης από την ενάγουσα δικηγόρο) αμοιβής της. Οι
δαπάνες, εξ' άλλου, στις οποίες η ίδια δικηγόρος
υποχρεώθηκε να υποβληθεί για την κανονική εκτέλεση της εντολής ανέρχονται στο
συνολικό ποσό των 241,32 ευρώ (21,53 ευρώ + 6,90 ευρώ + 163,61 ευρώ + 25,81
ευρώ + 23,47 ευρώ = 241,32 ευρώ), ανερχομένου έτσι του όλου χρηματικού ποσού,
του οποίου η τελευταία δικαιούται για τις προαναφερόμενες ενέργειες, στις
οποίες αυτή προέβη στα πλαίσια εκτέλεσης της από τον πρώτο των εναγομένων
δοθείσας εντολής, στο ύψος των 1299,88 ευρώ (1058,56 ευρώ + 241,32 ευρώ =
1299,88 ευρώ). Ενόψει δε του γεγονότος ότι η μεταξύ της ενάγουσας και του
πρώτου των εναγομένων συναφθείσα συμφωνία είχε, όπως προελέχθη, το χαρακτήρα
άτυπα καταρτισθείσας σύμβασης «εργολαβίας δίκης» και δεδομένου ότι η με βάση τη
σύμβαση αυτή δοθείσα προς την ενάγουσα δικηγόρο εντολή ανακλήθηκε, όπως,
επίσης, προεκτέθηκε, από τον εντολέα της πρώτο των
εναγομένων στις 18-6-2004, η απαίτηση της πρώτης για την αμοιβή της και τις
δαπάνες, στις οποίες αυτή έχει υποβληθεί για την εκτέλεση της εντολής,
γεννηθείσα κατά την προαναφερόμενη ημεροχρονολογία,
δεν είχε εισέτι, κατά τα χρόνο της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής (και πολύ
περισσότερο κατά το χρόνο της άσκησής της) υποπέσει στην προβλεπόμενη από τις
διατάξεις των άρθρων 250περ.11 του Α.Κ. και 190 του «Κώδικα περί Δικηγόρων»
πενταετή παραγραφή, αρξαμένης αυτής, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στην προαναφερόμενη διάταξη του «Κώδικα περί Δικηγόρων» σε συνδυασμό
με εκείνες των άρθρων 251 και 253 του Α.Κ., στις 31-12-2004 και λήγουσας
επομένως στις 31-12-2009 και κατά συνέπεια απορριπτέα τυγχάνει, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, η περί παραγραφής της
επίδικης απαίτησης της ενάγουσας ένσταση που ο πρώτος των εναγομένων πρότεινε
κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του δικαστηρίου και περιλαμβάνεται
και στις από 5-2-2008 και εμπρόθεσμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του (βλέπε
και όσα σχετικά με το θέμα της παραγραφής της απαίτησης του εντολοδόχου
δικηγόρου για την αμοιβή και τις δαπάνες του αναφέρονται αναλυτικά στην
προηγηθείσα νομική σκέψη). Από την άλλη μεριά απορριπτέο τυγχάνει και το κατά
τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου υποβληθέν από
το πρώτο των εναγομένων αίτημα για αναβολή, κατά τη διάταξη του άρθρου 250 του
Κ.Πολ.Δικ., της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η
ποινική δίκη αναφορικά με τα από αυτόν επικαλούμενα ποινικά αδικήματα της
πλαστογράφησης της συνταχθείσας κάτω από το δικόγραφο της κατατεθείσας στη
γραμματεία του Εφετείου της Αθήνας και από 29-6-2001 έφεσης σχετικής έκθεσης
κατάθεσής της, φέρουσας τον αριθμό 6126/2001, καθώς και της υφαρπαγής από
μέρους της ενάγουσας ψευδούς βεβαίωσης, σχετιζομένης
της υφαρπαγής αυτής με το από 8-2-2008 και υπ'
αριθμόν 3502/2008 πιστοποιητικό του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου της
Αθήνας, με το οποίο πιστοποιητικό ο τελευταίος βεβαιώνει ότι έχει ασκηθεί η ως
άνω έφεση κατά της υπ' αριθμόν 3778/1998 οριστικής
απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας, καθ' όσον, πέρα από το γεγονός
ότι, ενόψει των προεκτεθέντων και παρά τα αντίθετα
από τον πρώτο των εναγομένων υποστηριζόμενα, η άσκηση ή μη της εν λόγω έφεσης
ουδεμία ασκεί επιρροή στην έναρξη και επομένως και στη συμπλήρωση της
παραγραφής της ένδικης απαίτησης της ενάγουσας δικηγόρου, αυτός κανένα δεν
επικαλείται, αλλά ούτε και προσκομίζει, αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να
προκύπτει η άσκηση ποινικής δίωξης και άρα και η ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής
αγωγής, αφορώσας στα προαναφερόμενα ποινικά
αδικήματα, μη συντρεχουσών, κατά συνέπεια, εν
προκειμένω, κατά τα επίσης αναλυτικά εκτιθέμενα για το θέμα τούτο στην
προηγηθείσα νομική σκέψη, των προϋποθέσεων εφαρμογής της από τον πρώτο των
εναγομένων επικαλούμενης διάταξης του άρθρου 250 του Κ.Πολ.Δικ.
Κατ' ακολουθίαν,
λοιπόν, όλων όσων προεκτέθηκαν, πρέπει η υπό κρίση
αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή από το δικαστήριο και ως κατ' ουσίαν
βάσιμη και να υποχρεωθεί ο πρώτος των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα,
για τις προαναφερόμενες αιτίες, το ποσό των 1299,88 ευρώ και τούτο με το νόμιμο
τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής αυτής μέχρι την πλήρη εξόφλησή
του. Επίσης, πρέπει η παρούσα απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς
ολόκληρο το ως άνω ποσό, γιατί η επιβράδυνση στην εκτέλεσή της μπορεί, κατά την
κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρει στην ενάγουσα σημαντική ζημία (άρθρα: 907
και 908 § 1 του Κ.Πολ.Δικ.). Τέλος, λόγω του ότι η κάθε πλευρά μερικά νικά και
μερικά ηττάται, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων να κατανεμηθούν ανάλογα
με την έκταση της νίκης και της ήττας του καθενός, κατά τα ειδικότερα στο
διατακτικό οριζόμενα (άρθρο 178 § 1 του Κ.Πολ.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Δικάζει τους διαδίκους κατ' αντιμωλίαν.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ότι πρέπει να
απορριφθεί.
Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αγωγή.
Υποχρεώνει τον πρώτο των εναγομένων να
καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων διακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και
ογδόντα οκτώ λεπτών (1299,88) και τούτο με το νόμιμο τόκο από την επομένη της
επίδοσης της κρινόμενης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφλησή του.
Κηρύσσει την παρούσα απόφαση προσωρινά
εκτελεστή, κατά την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της
διάταξη.
Και
Επιβάλλει σε βάρος του πρώτου των εναγομένων
μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, που ορίζει στο ποσό των εκατό είκοσι
τεσσάρων (124) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη
Νίκαια, στις 11.12.2008, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του
Δικαστηρίου με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.