ΕιρΚαβάλας 161/2012
Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Μηδενικές μηνιαίες
καταβολές - Σχέδιο διευθέτησης οφειλών - Εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας
κατοικίας -.
Κρίθηκε ότι καθώς
το καθαρό εισόδημα της οφειλέτιδας αιτούσας είναι
ανεπαρκές για την κάλυψη των μηνιαίων στοιχειωδών βιοτικών αναγκών της και
ενόψει και της αδυναμίας της να βρει εργασία, θα πρέπει οι μηνιαίες καταβολές
να ορισθούν μηδενικές. Ορισμός νέας δικασίμου για να εξετάσει το δικαστήριο αν
μετά την πάροδο έτους από την έκδοση της παρούσας απόφασης επέλθει θετική
μεταβολή της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης της αιτούσας. Το δικαστήριο δεν
δεσμεύεται από το περιλαμβανόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης των οφειλών.
Κρίθηκε ότι υπό τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της αιτούσας, η κύρια κατοικία
της θα πρέπει να εξαιρεθεί χωρίς ταυτόχρονα να υποχρεωθεί να ικανοποιήσει τους
πιστωτές της με την καταβολή χρηματικού ποσού.
Αριθμός 161/2012
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ
ΚΑΒΑΛΑΣ
Συγκροτήθηκε από
τον Ειρηνοδίκη Αναστάσιο Δοματζόγλου που ορίσθηκε με
πράξη της διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Καβάλας, παρουσία και της Γραμματέως
Δέσποινας Αποστολίδου.
Συνεδρίασε δημόσια
στο ακροατήριό του στην Καβάλα στις 14/12/2011, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
Της αιτούσας: ........
Των καθ΄ων η αίτηση:
...............
Αντικείμενο δίκης:
Η από 8/8/2011 αίτηση δικαστικής ρύθμισης και απαλλαγής από τα χρέη Ν.
3869/2010, Εκουσίας δικαιοδοσίας, με αριθμό κατάθεσης
Εκ. 78/8.8.11, για τη συζήτηση της οποίας ορίσθηκε η δικάσιμος που αναφέρεται
στην αρχή.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Σύμφωνα
με το άρθρο 236 του ΚΠολΔ, όπως αυτό
αντικαταστάθηκε με το άρθ. 22 παρ.5 του Ν. 3994/2011, «Ο δικαστής που διευθύνει
τη συζήτηση πρέπει να φροντίζει ... τα πρόσωπα που μετέχουν στη συζήτηση ... να
συμπληρώνουν τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν ελλιπώς και αορίστως με προφορική
δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και γενικά να παρέχουν τις αναγκαίες
διασαφήσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας των προβαλλόμενων ισχυρισμών». Το
ως άνω άρθρο ισχύει και στην διαδικασία της εκουσίας
δικαιοδοσίας, αφού προσαρμόζεται στη διαδικασία αυτή και δεν αντιτίθεται στις
διατάξεις που την ρυθμίζουν ( άρθ.741 του του ΚΠολΔ). Ειδικότερα κατά την διάταξη του άρθ. 751 του ΚΠολΔ "Μεταβολή της αίτησης επιτρέπεται με άδεια του
δικαστή, εφόσον κατά την κρίση του δεν βλάπτονται συμφέροντα εκείνων που
μετέχουν στη δίκη ή τρίτων". Επομένως στην εκουσία
δικαιοδοσία ο αιτών δύναται ελεύθερα να συμπληρώνει και διορθώνει τους
ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση κατά την συζήτηση και καταχώρησή της στα πρακτικά
(άρθ. 238 και 256 του ΚΠολΔ) αρκεί η διόρθωση να μην
είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να προκαλείται μεταβολή της αιτήσεως, οπότε στην
περίπτωση αυτή, για να είναι επιτρεπτή η μεταβολή θα πρέπει να γίνεται με την
άδεια του δικαστή κατά το μέτρο που η μεταβολή δεν βλάπτει συμφέροντα των
συμμετεχόντων στη δίκη ή τρίτων. ʼλλωστε στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου
το αντικείμενο της υποθέσεως εξαντλείται στη λήψη του αιτούμενου ρυθμιστικού
μέτρου, δίχως δεσμευτική διάγνωση κάποιας εριζόμενης
έννομης σχέσης, είναι επιτρεπτή η προβολή και νέων πραγματικών ισχυρισμών ώσπου
να καταστεί η υπόθεση ώριμη για την έκδοση οριστικής απόφασης (άρθ.745 του ΚΠολΔ). Επομένως στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και η παράλειψη
αναφοράς γεγονότων που συνιστούν τις προϋποθέσεις του ζητούμενου ρυθμιστικού
μέτρου, δεν προκαλούν το απαράδεκτο της αιτήσεως. Στις υποθέσεις εκούσιας
δικαιοδοσίας αφενός εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα (άρθ. 744 και 759 παρ. 3
του ΚΠολΔ) και αφετέρου δεν ισχύει το συγκεντρωτικό σύστημα (άρθ. 745
και 765 του ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει
περιθώριο ανάλογης εφαρμογής του άρθ. 224 του ΚΠολΔ.
Τέλος κατά την διάταξη του άρθ. 8 παρ. 3 του Ν. 3869/2010 ο αιτών "Οφείλει
επίσης να γνωστοποιεί μέσα σε ένα μήνα στη γραμματεία του δικαστηρίου κάθε
μεταβολή κατοικίας ή εργασίας, αλλαγή εργοδότη, καθώς και κάθε αξιόλογη
βελτίωση των εισοδημάτων του ή των περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να
ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου
4.". Η θεσμοθετημένη αυτή υποχρέωση του αιτούντος ισχύει τόσο πριν όσο και
μετά από την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο και επομένως η διαδικασία
του Ν 3869/10, είναι πρόδηλο ότι παρακολουθεί τις μεταβολές της ζώσας
κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας του αιτούντος, η οποία ενδιαφέρει
προκειμένου να ληφθεί υπόψη στην τελική διαμόρφωση της ρυθμίσεως και εκ του
λόγου τούτου, όχι μόνο δεν εμποδίζονται δικονομικώς αλλά επιβάλλεται να
αποτυπωθούν είτε με δήλωση εκτός είτε με δήλωση στο ακροατήριο έστω και εάν
αυτό σημαίνει μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αίτησεως.
Υπό το προαναφερθέν ρυθμιστικό περιβάλλον η μεταβολή (συμπλήρωση, διόρθωση ή
και διαγραφή) των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στην αίτηση για τις οφειλές τα
περιουσιακά στοιχεία, την κοινωνική κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη,
όχι μόνον είναι επιτρεπτή, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλεται.
Με την υπό κρίση
αίτηση, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και συμπληρώθηκε κατά τα αναφερθέντα
στην μείζονα σκέψη, η αιτούσα ζητά με βάση τις διατάξεις του Ν. 3869/2010
"Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες
διατάξεις" να ρυθμισθούν οι οφειλές προς τους αναφερομένους πιστωτές της
σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που προτείνει, διότι στερείται πτωχευτικής
ικανότητος και να απαλλαγεί από τις οφειλές της, ενώ στην αίτησή της αυτή περιλαμβάνει α) την κατάσταση της περιουσίας
της και των κάθε φύσης εισοδημάτων της β) την κατάσταση των πιστωτών της και
των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης
οφειλών, εκθέτοντας ταυτόχρονα ότι είναι άνεργη. Η αίτηση με παραπάνω
περιεχόμενο και αίτημα, αρμοδίως καθ΄ ύλην και κατά
τόπο εισάγεται να δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο, (περίοδος 1η, άρθ. 3 Ν.
του 3869/2010), κατά την εκουσία δικαιοδοσία (άρθ. 1 περ. β του ΚΠολΔ
σε συνδ. με περίοδο 2η, άρθ. 3 του Ν.3869/2010 και αρθ. 739 επ. ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις
διατάξεις των άρθ. 1 επ. του Ν. 3869/2010,
πλην του αιτήματος να απαλλαγεί η αιτούσα από το υπόλοιπο των οφειλών
της, διότι ασκείται πρόωρα και χωρίς να πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις και για τον λόγο
αυτό θα πρέπει το εν λόγω αίτημα να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Ειδικότερα κατά
το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν 3869/2010, το αίτημα απαλλαγής από κάθε υπόλοιπο
οφειλής αποτελεί αντικείμενο μεταγενέστερης αιτήσεως του οφειλέτη-αιτούντος, η
οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση από αυτόν όλων των
υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του
αρθ.4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Η αίτηση για απαλλαγή από υπόλοιπα χρεών
κοινοποιείται στους πιστωτές, (άρθ. 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010) και επ΄αυτής το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση, με την οποία
πιστοποιεί την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των οφειλών. ʼλλωστε εν προκειμένω δεν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 69 του ΚΠολΔ ώστε
να θεωρηθεί ότι η πρόωρη δικαστική προστασία ζητείται επιτρεπτώς.
Περαιτέρω για το παραδεκτό της αιτήσεως τηρήθηκε η επιβαλλόμενη προδικασία των αρθ. 2, 5 παρ. 1 και 7 παρ.
1 του Ν. 3869/2010 και προσκομίσθηκαν
εμπρόθεσμα τα προβλεπόμενα έγγραφα, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2, του άρθ. 4
του Ν. 3869/2010, ειδικότερα α) τηρήθηκε, με τη διαμεσολάβηση της Ενώσεως
Καταναλωτών Καβάλας, η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος
απέτυχε, όπως βεβαιώνεται από την διαμεσολαβήτρια
ένωση με την, από 8-8-2011 βεβαίωση, η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα (άρθ. 4 παρ.
2, περ. α του Ν. 3869/2010) στην γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7-9-2011, β)
κατατέθηκε εμπρόθεσμα (άρθ. 4 παρ. 2, περ. β του Ν. 3869/2010) στις 7-9-2011
στην γραμματεία του Δικαστηρίου, η από 8-8-2011 υπεύθυνη δήλωση της αιτούσης,
αφενός για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας, των εισοδημάτων της, των πιστωτών
και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και αφετέρου για το ότι
ο αιτούσα δεν έχει προβεί σε μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων
της την τελευταία τριετία και γ) απέτυχε ο κατ άρθ. 5 παρ.
1 και 7 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 δικαστικός συμβιβασμός, δοθέντος ότι δεν έχει
γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών από τις ‘ετέχουσες
στη δίκη πιστώτριες ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες (βλ. για την α΄ πιστώτρια, τις
από 5-10-11 παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στις 10-10-11, για την β΄ πιστώτριας,
τις από 4-10-11 παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στις 4-10-11 και για την γ΄
πιστώτριας, τις από 7-10-11 παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στις 7-10-11 ). Επίσης
από την, κατ
άρθ. 13 του Ν. 3869/2010, αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, διαπιστώθηκε ότι
για την αιτούσα δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση ρύθμισης οφειλών του ούτε έχει εκδοθεί
απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές του (βλ. το υπ΄αριθ.
148γ/2011 έγγραφο του Ειρηνοδικείου Αθηνών, Τμήματος Εκουσίας
Δικαιοδοσίας). Η αιτούσα κατά την έναρξη της συζητήσεως υπέβαλε πρόταση
εκκαθαρίσεως ζητώντας να εξαιρεθεί η πρώτη κατοικία της που ευρίσκεται στην οδό
... στην Καβάλα, σε παλαιά οικοδομής έτους 1910, εμβαδού 54 τ.μ. πλέον 25 τμ
βοηθητικών χώρων πλήρους κυριότητος της αξίας 40.000 . Το αίτημα αυτό παραδεκτά υποβάλλεται το πρώτον κατά
την συζήτηση, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους πιστωτές της αιτούσης,
διότι κατ
άρθ. 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 δεν
επιβάλλεται υποχρέωση στον αιτούντα να
περιλαμβάνει στην αίτησή του το αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του κατά
τον χρόνο καταθέσεώς της στο Ειρηνοδικείο, ενώ και από την γραμματική ερμηνεία
του άρθ.9 παρ.2 του αυτού νόμου, κατά το οποίο ορίζεται ότι "Ο οφειλέτης
μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης ζητώντας να εξαιρεθεί από
την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως
κύρια κατοικία του ..." συνάγεται ότι δεν καθορίζεται πριν από την
συζήτηση, κάποιο δικονομικό στάδιο κατά το οποίο θα πρέπει να υποβάλλεται το εν
λόγω αίτημα, αλλά ο οφειλέτης δύναται να
το υποβάλλει στο Δικαστήριο μέχρι το πέρας της συζητήσεως στο ακροατήριο.
ʼλλωστε θέμα ρευστοποίησης
της περιουσίας του αιτούντα και εκκαθαρίσεως, τίθεται μόνον εφόσον ο προηγηθείς δικαστικός
συμβιβασμός αποβεί άκαρπος, οπότε και είναι λογικό να επιτρέπεται ο αιτών να
υποβάλλει πρόταση εκκαθαρίσεως, στο αμέσως επόμενο στάδιο που είναι αυτό της
συζητήσεως. Πρέπει επομένως, η υπο κρίση αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ
ουσίαν. Οι πιστώτριες της αιτούσης δια δηλώσεως του
πληρεξουσίου της δικηγόρου εκάστη, που έγινε στο ακροατήριο κατά την συζήτηση,
στα ταυτάριθμα της παρούσης πρακτικά και εξειδικεύθηκε στις έγγραφες προτάσεις
που κατατέθηκαν κατά την συζήτηση, αρνήθηκαν την αίτηση και 1] η β΄και γ΄ πιστώτριες ισχυρίσθηκαν ότι η αιτούσα περιήλθε με
δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, ένσταση
η οποία είναι νόμιμη (άρθ. 1 του Ν. 3869/2010) και θα εξετασθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν και 2] η β΄πιστώτρια
ισχυρίσθηκε ότι καταχρηστικώς ασκεί το δικαίωμά της η αιτούσα. Ο ισχυρισμός
αυτός αποτελεί την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (αρθ. 281
του ΑΚ) η οποία θα εξετασθεί περαιτέρω κατουσίαν.
Από την ένορκη
κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η
οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, χρήσιμα
και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και από τις ομολογίες που συνάγονται
από το σύνολο των ισχυρισμών των μερών, αποδείχθηκαν τα παρακάτω ουσιώδη
πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα γεννήθηκε το έτος 1961, είναι χήρα από τα 25
της χρόνια και έχει δύο ενήλικα τέκνα. Το μοναδικό της εισόδημα σήμερα, είναι
μία μηνιαία σύνταξη από το Ι.Κ.Α. ύψους
προ κρατήσεων 620,63 και μετά την
αφαίρεση των κρατήσεων 420,63 ευρώ, που θεμελιώνεται σε συνταξιοδοτικό
δικαίωμα του αποβιώσαντος συζύγου της. Η θυγατέρα της δεν εργάζεται, είναι
έγγαμη, κατοικεί στην Αθήνα και είναι μητέρα ανηλίκου και δεν δύναται να την
βοηθά οικονομικά. Ο υιός της κατοικεί μαζί της στην Καβάλα, αλλά εργάζεται
περιστασιακά ως εργάτης, την βοηθά ελάχιστα
οικονομικά και τούτο όταν έχει εργασία, ενώ δεν διαθέτει άλλα
εισοδήματα. Η αιτούσα εργάζονταν ως υπάλληλος σε εμπορικό κατάστημα λαμβάνοντας
μισθό 650 , αλλά απολύθηκε
τον Ιανουάριο του έτους 2009. Μέχρι την
απόλυσή της εκτός του μισθού της λάμβανε και την ως άνω σύνταξη από το ΙΚΑ.
Μετά την απόλυσή της λάμβανε επίδομα ανεργίας περί τα 450 και την ως άνω σύνταξή της, αλλά από το τέλος του
θέρους 2009 δεν το εισπράττει διότι δεν το δικαιούται. Έτσι λόγω της επελθούσης
πλέον οικονομικής αδυναμίας της, από το τέλος του θέρους 2009, άρχισε να
δυσκολεύεται να πληρώνει τις οφειλές της. Έκτοτε τα εισοδήματά της ήταν
μικρότερα από τις ανάγκες διαβιώσεώς της και τις οφειλές της, αλλά προσπάθησε
φιλότιμα και ατελέσφορα να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις,
βγάζοντας χρήματα από την μία πιστωτική κάρτα προκειμένου να πληρώνει την άλλη
και προσπαθώντας να βρει εργασία. Όμως οι ελπίδες της διαψεύσθηκαν και η
προσπάθεια να ορθοποδήσει οικονομικά απέτυχε λόγω των πενιχρών εισοδημάτων της
και της μη εύρεσης εργασίας, προσπάθεια η οποία δεν ευδοκίμησε λόγω της ηλικίας
της και της γενικότερης οικονομικής κρίσης, εξ αιτίας της οποίας μειώθηκε
δραματικά η προσφορά εργασίας. Αποτέλεσμα ήταν περίπου από το θέρος του 2010 να
παύσει πλέον τις καταβολές στις πιστώτριες τράπεζες. Το κόστος της στοιχειώδους
διαβιώσεως της αιτούσης εκτιμάται στο ποσό των 560 μηνιαίως, το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητείται από τις
πιστώτριες. Η αιτούσα ζει με πολλές στερήσεις, ενώ και τα ενδύματά της, τα
λαμβάνει από εθελούσια προσφορά τρίτων. Συνεπώς υπό τα ως άνω περιστατικά,
αποδεικνύεται ότι η αιτούσα έχει πτωχευτική ικανότητα και έχει περιέλθει, χωρίς
δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρηματικών οφειλών της. Ο ισχυρισμός ότι
η αιτούσα περιήλθε σε αδυναμία πληρωμής με δόλο
διότι ενώ ήταν άνεργη προκάλεσε υπερχρέωσή της που λόγω της ελλείψεως
εισοδημάτων δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της, αφενός δεν
αποδείχθηκε και αφετέρου δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την
ανάληψη δανειακής υποχρεώσεως, της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά
απαιτείται και η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους
πιστωτές, με πραγματικά περιστατικά τα οποία θα πρέπει να επικαλούνται και να
αποδεικνύουν οι πιστωτές, πράγμα που εν προκειμένω δεν έγινε. Ακόμη αποδείχθηκε
ότι οι οφειλές της αιτούσας είναι οι εξής:
1] Προς την "Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ" α) από την υπ΄αριθ. ... σύμβαση πιστωτικής κάρτας, που καταρτίσθηκε
προ ετών, το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε 13.201,77 ,β) από την υπ΄αριθ.
... σύμβαση πιστωτικής κάρτας, που καταρτίσθηκε προ ετών, το οφειλόμενο ποσό
ανέρχεται σε 7.545,68 , γ) από την υπ΄αριθ. ... σύμβαση καταναλωτικού δανείου που καταρτίσθηκε
στις 11-6-2007, το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε 2.682,17.
2] Προς την
"ΑΛΦΑ Τράπεζα ΑΕ" α) από την υπ΄αριθ.
4509034689975008 σύμβαση πιστωτικής κάρτας το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε
8.133 , β) από την υπ΄αριθ. 5100990613384007 σύμβαση πιστωτικής κάρτας το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε 7.524 , γ) από την υπ΄αριθ. ...
σύμβαση πιστωτικής κάρτας το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε 7.443 . Όλες οι ως άνω συμβάσεις συνάφθηκαν σε χρόνο
προγενέστερο, του τελευταίου έτους πριν
την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας κατά την παρ. 1 του άρθ.
4 του Ν. 3869/2010. 3] Προς την "Τράπεζα
ΕFG Eurobank
Ergasias Ανώνυμη Εταιρία" α) από την υπ΄
αριθ. ... σύμβαση πιστωτικής κάρτας το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε 6.106,03 β) από την υπ΄ αριθ. ... σύμβαση πιστωτικής κάρτας το
οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε 9.008,22 . Όλες οι ως άνω
συμβάσεις συνάφθηκαν σε χρόνο προγενέστερο, του
τελευταίου έτους πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της
διαδικασίας κατά την παρ. 1 του άρθ. 4 του Ν. 3869/2010. Επομένως το συνολικό
ύψος των οφειλών της αιτούσας ανέρχεται στο ποσό των 61.643,87 . Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το προτεινόμενο από την
αιτούσα σχέδιο ρύθμισης των οφειλών της, δεν έγινε δεκτό από τις ως άνω
πιστώτριες και συνεπώς με όσα έγιναν δεκτά
πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κατ άρθ. 8 επ.
του Ν. 3869/2010 ρύθμιση των οφειλών της από το Δικαστήριο, μη υπαρχουσών
αμφισβητουμένων απαιτήσεων. Κατά το άρθ. 8 παρ 5 του Ν. 3869/2010 "Σε
περιπτώσεις που εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς
υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την
κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ίδιας
τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού
ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι
νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων
καταβολών". Εν προκειμένω το Δικαστήριο κρίνει ότι το καθαρό εισόδημα της οφειλέτιδος αιτούσης, εκ 420,63 μηνιαίως είναι ανεπαρκές για την κάλυψη των μηνιαίων
στοιχειωδών βιοτικών αναγκών της εκ 560 και συνεπώς ενόψει
και της αδυναμίας της από το 2009 μέχρι σήμερα να βρει εργασία, θα πρέπει οι
μηνιαίες καταβολές να ορισθούν μηδενικές. Όμως το Δικαστήριο ταυτόχρονα θα
ορίσει, νέα δικάσιμο, για να εξετάσει την περίπτωση επαναπροσδιορισμού των
μηνιαίων καταβολών, εάν μετά την πάροδο έτους από την έκδοση της παρούσης
επέλθει θετική μεταβολή της κοινωνικοοικονομικής καταστάσεως της αιτούσης. Να
σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από το περιλαμβανόμενο στην υπό
κρίση αίτηση σχέδιο διευθέτησης των οφειλών, δηλαδή από την πρόταση προς τους
πιστωτές που θα αποτελέσει κυρίως την
βάση της προσπάθειας του κατ
άρθ. 7 του Ν. 3869/2010 δικαστικού συμβιβασμού. Το σχέδιο διευθέτησης δεν
αποτελεί αίτημα, ώστε κατ΄ άρθ. 106 του ΚΠολΔ να
δεσμεύει το Δικαστήριο, αφού εν προκειμένω το αίτημα συνίσταται στην κατά την
κρίση του Δικαστηρίου ρύθμιση των οφειλών του αιτούντος (άρθ. 1 παρ. 1, άρθ. 4
παρ. 1 και άρθ. 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010), το οποίο τελεί υπό την αίρεση της
αποτυχίας του δικαστικού συμβιβασμού και της μη υποκαταστάσεως της έλλειψης
συγκατάθεσης πιστωτών, οπότε πληρωθέντων των αιρέσεων το Δικαστήριο υποχρεούται
να εκδώσει ανάλογη απόφαση και δεν δικαιούται να προχωρήσει στην ρύθμιση κατά
τους σκοπούς και τους όρους του Ν. 3869/2010. Η αιτούσα αποδεδείχθηκε ότι έχει:
α) κατά πλήρη κυριότητα ένα οικόπεδο στα Διαβατά Θεσσαλονίκης εκτάσεως 193,60
τμ, που αποτελεί διαιρετό τμήμα μείζονος αγρού, ως τούτος ειδικότερα
περιγράφεται στο υπ΄αριθ. .../9-11-1984 συμβολαίου
του συμβολαιογράφου Καβάλας ..., νομίμως μεταγεγραμμένου
στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο ... με α.α. ..., β) κατά πλήρη κυριότητα ποσοστό 5/80 εξ
αδιαιρέτου ενός αγρού στο Περιγιάλι Καβάλας, πρώην "Καρά Ορμάν",
ολικής εκτάσεως 4.004,37 τ.μ., ως τούτος ειδικότερα περιγράφεται στο ως άνω υπ΄αριθ. .../9-11-1984 συμβόλαιο. γ) κατά πλήρη κυριότητα
ποσοστό 8,33 % εξ
αδιαιρέτου από ένα οικόπεδο στα Λιμενάρια της Θάσου
εκτάσεως 90,46 τ.μ. με οικοδομή και δ) κατά πλήρη κυριότητα ποσοστό 50% εξ΄
αδιαιρέτου, ενός διαμερίσματος 87,30 τ.μ.
που ευρίσκεται στο πρώτο όροφο παλαιάς μονορόφου
μετισογείου
οικίας, κατασκευής έτους 1910, επί της οδού ... στην Καβάλα, ως τούτος
ειδικότερα περιγράφεται στο ως άνω υπ΄αριθ.
13351/9-11-1984 συμβόλαιο, η εμπορική αξία του μεριδίου του ακινήτου αυτού
εκτιμάται περί τα 30.000 και συνεπώς δεν
υπερβαίνει το κατ΄ άρθ. 1 παρ. 1 και 2
του Ν. 1078/1980 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 21 του Ν. 3842/2010,
προβλεπόμενο όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, που ανέρχεται σε
250.000,00 ευρώ προσαυξημένο κατά 50% (άρθ. 9, παρ. 2, εδ.
α του Ν. 3869/2010). Το διαμέρισμα αυτό της οδού ... αποτελεί την κύρια
κατοικία της αιτούσας και επειδή η τελευταία υπέβαλε στο Δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης ζητώντας να εξαιρεθεί από
την εκποίηση, θα πρέπει να εξαιρεθεί από την ρευστοποίηση που θα διαταχθεί, το
ακίνητο αυτό. Το Δικαστήριο κρίνει ότι υπό τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες
της αιτούσης, η κύρια κατοικία της θα πρέπει να εξαιρεθεί χωρίς ταυτόχρονα να
υποχρεωθεί να ικανοποιήσει τους πιστωτές με την καταβολή χρηματικού ποσού, κατ
άρθ. 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010. Ειδικότερα, τούτο επιβάλλεται στην συγκεκριμένη
περίπτωση, ενόψη της αποδεδειγμένης πραγματικής
αδυναμίας της αιτούσης να επιβιώσει με την πενιχρή σύνταξη που λαμβάνει, σε
συνδυασμό με την αδυναμία εξεύρεσης εργασίας λόγω της γενικότερης οικονομικής
κρίσης και της ηλικίας της και τον σκοπό της επανένταξης του υπερχρεωμένου
πολίτη στην οικονο‘ική και κοινωνική ζωή, τον οποίο
υπηρετεί ο Ν. 3869/2010 (βλ. αιτιολογική έκθεση), ο οποίος θα είναι αδύνατον να
εκπληρωθεί, εάν αφαιρεθεί και άλλο ποσό από το ήδη ανεπαρκές, εισόδημα της
αιτούσης. Απόκειται στην ευχέρεια του Δικαστηρίου να καθορίσει το ποσοστό επί
της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, που θα πρέπει ο
τελευταίος να πληρώσει ως αντίτιμο της διατήρησης της κατοικίας του. Η ευχέρεια
αυτή μπορεί να φθάσει, μέχρι και την μηδενική καταβολή σε περίπτωση που είναι
αδύνατη η όποια καταβολή χωρίς την υποβάθμιση του ανεκτού ορίου διαβιώσεως,
όπως εν προκειμένω, της αιτούσης, αφού το άρθρο το άρθ. 9 του Ν 3869/2010,
ορίζει μόνον το ανώτατο όριο ("... μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο
ογδόντα πέντε τοις εκατό ...") του ποσοστού καταβολής, επιτρέποντας έτσι
στο Δικαστήριο να εξειδικεύσει κατά περίπτωση, ενώ ταυτόχρονα παρέχεται το
νομοθετικό έρεισμα για τον ορισμό ακόμη και μηδενικής καταβολής. Ο νόμος στην
μεν περίπτωση της παρ. 5 του άρθ. 8 του Ν. 3869/2010 επιτρέπει ρητά τις
μηδενικές καταβολές, στην δε περίπτωση της παρ. 9 δεν τις επιτρέπει άμεσα, αλλά
έμμεσα, με το να θέτει μόνον το ανώτατο όριο του ποσοστού καταβολής. Το επιτρεπτό
μηδενικής καταβολής και κατά την εφαρμογή του άρθ. 9 του ως άνω νόμου,
προκύπτει, ασχέτως της μη αναφοράς του και από την ερμηνεία της διατάξεως αυτής
κατά τις γενικές αρχές του δικαίου. Ειδικότερα η κατ άρθ. 2 παρ.
1 του Συντάγματος, πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται και να
προστατεύει την αξία του ανθρώπου, θέτει ως όριο της πολιτειακής πράξης, όπως
είναι και η δικαστική απόφαση, την διατήρηση εκείνων των συνθηκών διαβιώσεως
του πολίτη που θα του επιτρέπουν να ζει με αξιοπρέπεια, ενώ εάν το Δικαστήριο
στερήσει αυτήν την δυνατότητα στην αιτούσα τότε προκρίνει έναντι της αξίας του
ανθρώπου, την ικανοποίηση περιουσιακών δικαιωμάτων, σε αντίθεση με την ως άνω
θεμελιώδη συνταγματική διάταξη που πρέπει να διαπνέει το δίκαιο και την ερμηνεία
του. Επειδή τέλος υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία της αιτούσης η οποία είναι απαραίτητη για την ικανοποίηση
των πιστωτών, θα πρέπει να ορισθεί εκκαθαριστής. Όμως ενόψη
του ορισμού νέας δικασίμου για την διερεύνηση της περιπτώσεως
επαναπροσδιορισμού των δόσεων, η διαδικασία ρευστοποίησης θα πρέπει να
ξεκινήσει και να ρυθμισθεί με την οριστική περί τούτων απόφαση του Δικαστηρίου,
προκειμένου να συγκεκριμενοποιηθεί εάν οι πιστωτές θα ικανοποιηθούν μόνον από
το προϊόν της εκποιήσεως των λοιπών,
πλην της κύριας κατοικίας, ακινήτων της αιτούσης ή εάν θα ικανοποιηθούν και με
καταβολή δόσεων, ώστε να είναι εφικτός και ο περαιτέρω προσδιορισμός του ποσού
που εκάστη των πιστωτριών θα δικαιούται να λάβει από την εκκαθάριση, αφού εάν
καταβληθεί ένα μέρος των οφειλομένων με δόσεις, τούτο θα πρέπει να απομειώσει ανάλογα το ποσό που θα δικαιούται να εισπράξει
κάθε πιστώτρια από την εκποίηση.
Κατ ακολουθίαν, αφού
ορισθούν μηδενικές μηνιαίες καταβολές και εξαιρεθεί η κύρια κατοικία της
αιτούσης, θα πρέπει κατ΄ άρθ. 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010 να ορισθεί νέα δικάσιμος για την διερεύνηση
περιπτώσεως επαναπροσδιορισμού των μηνιαίων μηδενικών καταβολών, ενώ τέλος
επειδή, πρόκειται για μη οριστική απόφαση δεν θα πρέπει να περιληφθεί διάταξη
για δικαστικά έξοδα, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν στην μείζονα περί τούτου
σκέψη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία
των διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ μηδενικές
μηνιαίες καταβολές προς όλους τους πιστωτές μέχρις διερευνήσεως περιπτώσεως
επαναπροσδιορισμού των μηνιαίων μηδενικών καταβολών, για τον οποίο ορίζει νέα
δικάσιμο, την 23η Ιανουαρίου 2013, ημέρα Τετάρτη και ώρα 11:00 στο ακροατήριο
του Δικαστηρίου τούτου.
ΕΞΑΙΡΕΙ της
εκποιήσεως την κύρια κατοικία της αιτούσης, δηλαδή το διαμέρισμα εμβαδού 87,30
τ.μ. που ευρίσκεται στο πρώτο όροφο παλαιάς
μονωρόφου μετ΄ισογείου
οικίας, κατασκευής έτους 1910, επί της οδού ... στην Καβάλα.
ΚΡΙΘΗΚΕ,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Καβάλα στις 30/4/2012, σε έκτακτη και
δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των
πληρεξουσίων τους.
Ο
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
ΔΟΜΑΤΖΟΓΛΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ