ΕιρΙωαννίνων 764/2011

 

Καταχρηστικοί ΓΟΣ - Σύμβαση δανείου - Αναπροσαρμογή επιτοκίου -.

 

 

Κρίθηκαν ως καταχρηστικοί οι ΓΟΣ σε δανειακή σύμβαση, κατά το μέρος που ρυθμίζουν τη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου είναι καταχρηστικοί, γιατί εμφανίζουν αοριστία, αφού επιτρέπουν στην προμηθεύτρια τράπεζα, να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό τόκο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή πελάτη κριτήρια ειδικά και εύλογα, πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσης προς την τράπεζα. Το επιτόκιο στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων δανειακή σύμβαση θα έπρεπε να αναπροσαρμόζεται με βάση εύλογα κριτήρια, που να αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς, δηλαδή του κόστους του χρήματος για την Τράπεζα. Το ένδικο επιτόκιο κατά τη διάρκεια της σύμβασης θα έπρεπε να μεταβάλλεται κατά το ύψος και προς την κατεύθυνση μεταβολής του επιτοκίου της ΕΚΤ. Οι τόκοι που κατέβαλε ο ενάγων στην εναγόμενη τράπεζα πλέον των οφειλομένων σε αυτήν εξαιτίας της μη αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου ανέρχονται σε συγκεκριμένο ποσό, το οποίο η εναγομένη εισέπραξε στηριζόμενη σε καταχρηστικούς και άρα άκυρους ΓΟΣ και έτσι κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος χωρίς νόμιμη αιτία.

 

 

Αριθμός απόφασης 764/2011

 

 

Το Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων αποτελούμενο από τη Δικαστή Θεοδώρα Τερζοπούλου, Ειρηνοδίκη Ιωαννίνων, η οποία ορίστηκε με την 245/2011 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Ιωαννίνων και τη γραμματέα Μαριάννα Αδαμαντίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 21-11-2011 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

Του ενάγοντος : , κατοίκου Ιωαννίνων, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

 

Της εναγόμενης : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Αττικής ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Γιαννάκη.

 

Ο ενάγων με την από 16-9-2009 αγωγή του, που νόμιμα κατατέθηκε στη γραμματέα του δικαστηρίου τούτου (αριθ. έκθ. κατ. 1329/2009), ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.

 

Της αγωγής αυτής ορίστηκε δικάσιμος η σημερινή, κατά, την οποία ο αυτοπροσώπως παριστάμενος ενάγων και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγόμενης αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους, τις οποίες ανέπτυξαν και προφορικά.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγών (ΓΌΣ) στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 «προστασία των καταναλωτών», που ενσωμάτωσαν την Οδηγία 9313/ΕΟΚ της 5-4-1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Εξάλλου κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24β του Ν 2741/1999 «γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου στη σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης, ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται». Επίσης κατά την παρ. 7 του ιδίου πιο πάνω άρθρου, όπως και αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24 γ του Ν. 2741/1999, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής, είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών, που μεταξύ άλλων α)... β)... ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση...στ)... ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή... Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, που αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ. με τα αναφερόμενα σ' αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Ας σημειωθεί ότι μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 με το άρθρο 10 παρ. 24β του Ν 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι «υπέρμετρη» διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (βλ. ΕφΑθ 6291/2000 ΔΕΕ 11,1122). Περαιτέρω καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτιολογία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Επιπρόσθετα, όσον αφορά στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων ΓΟΣ, που θεωρούνται, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, άνευ ετέρου καταχρηστικοί, ήτοι χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και άρα απαγορευτέοι και άκυροι, θα πρέπει να λεχθεί ότι οι όροι αυτοί αποτελούν ενδεικτικές (μεμονωμένες) νομοθετικής εξειδικεύσεις της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2, πρακτικά χρησιμότατες, διότι υπηρετούν αφενός τη νομική σαφήνεια, στο βαθμό που παρέχουν ένα ασφαλέστερο προσανατολισμό και αφετέρου τη νομική ασφάλεια, στο βαθμό που τα αποτελέσματα του άμεσου ελέγχου ενός ΓΟΣ γίνονται έτσι διαγνωστά και προβλέψιμα. Τελικά κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ εξετάζεται σε πρώτη φάση, αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν 2251/1994, ο οποίος περιέχει 31 περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται αυτοδικαίως καταχρηστικοί, χωρίς να είναι αναγκαία οποιαδήποτε άλλη στάθμιση. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή η καταχρηστικότητα θα κριθεί με βάση τα κριτήρια της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν 2253/1994. χωρίς να αποκλείεται ο αναγκαίος συσχετισμός των ειδικών ρυθμίσεων που περιέχονται στην παρ. 7 με το θεμελιώδες γενικό αξιολογικό κριτήριο της καταχρηστικότητας, που είναι η «διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» και αποτελεί τον κατά την παρ. 6 βασικό άξονα της όλης ρύθμισης για την ακυρότητα των καταχρηστικών όρων, εφόσον απαιτείται για την εξειδίκευση αορίστων νομικών εννοιών και αορίστων αξιολογικών κριτηρίων που εμπεριέχονται στο νομοθετικό κείμενο επιμέρους περιπτώσεων του ενδεικτικού καταλόγου καταχρηστικών όρων της παρ. 7. Επομένως, αφού διαπιστωθεί η καταχρηστικότητα του συγκεκριμένου ΓΟΣ, έννομη συνέπεια της καταχρηστικότητας είναι η ακυρότητα. Τέλος οι ΓΟΣ, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο και σαφή. Ειδικότερα δε στις καταναλωτικές συμβάσεις ο Ν 2251/1994 αξιώνει τα κριτήρια με τα οποία καθορίζονται οι οροι αυτών να αναφέρονται στη σύμβαση, δεδομένου ότι ο Ν 2251/1994 (άρθρο 2 παρ. 7 εδ. ια') δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος παρά μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια (ΑΠ 296/2001 Ελ.Δνη 42. 1321, ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 11. 1125, ΑΠ 1219/2001 ΝοΒ 50. 354 (Ειρ. Αθ. 1642/2008, Ειρ. Αθ. 1540/2008, Ειρ. Αθ. 863/2008, Ειρ. Αθ. 1896/2007, Ειρ. Αθ. 3441/2007 σε ΝΟΜΟΣ).

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι με σύμβαση στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε στα Ιωάννινα στις 28-5-2001, έλαβε από την εναγόμενη δάνειο για την αποπεράτωση κατοικίας ύψους 15.000.000 δραχ, ήτοι 44.020,54 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο κατά τον 6° όρο της σύμβασης είναι ίσο με το εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων της τράπεζας, το οποίο αρχικά ήταν 6.37 %, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς 0,12%, με τη συμφωνία να αποπληρωθεί σε 120 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Ότι ειδικότερα ο οφειλέτης θα καταβάλλει τον αναλογούντα σε κάθε περίοδο εκτοκισμού τόκο, που θα υπολογίζεται σε ποσό 6,25%, προσαυξανόμενο με το περιθώριο κέρδους στον όρο II και το κατά περίπτωση ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975. Ότι με τον όρο 7 της σύμβασης ορίστηκε ότι η δανείστρια τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να μεταβάλει το επιτόκιο του ανεξόφλητου τμήματος του δανείου στο πλαίσιο των νομισματικών και πιστωτικών κανόνων, που ισχύουν κάθε φορά και να αυξομειώνει το περιθώριο κέρδους της, σε εύρος διακύμανσης, που δεν υπερβαίνει τις 3 μονάδες, με ανακοίνωση στον οφειλέτη της μεταβολής του επιτοκίου. Ότι οι όροι αυτοί είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, καθόσον το κυμαινόμενο επιτόκιο θα έπρεπε να μεταβάλλεται κατά το ύψος της μεταβολής επιτοκίου της ΕΚΤ, ενώ επίσης εμφανίζουν αοριστία, αφού επιτρέπουν στην εναγόμενη να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό τόκο, χωρίς να είναι γνωστά εκ των προτέρων στον καταναλωτή ειδικά και εύλογα κριτήρια. Ότι η εναγόμενη, μη υπολογίζοντας τις δόσεις με επιτόκιο, ανάλογα με τις διακυμάνσεις του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ, δεν απέδωσε στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου, η οποία επήλθε λόγω του επιτοκίου της ΕΚΤ, στηριζόμενη στους παραπάνω καταχρηστικούς και άκυρους όρους και κατά το χρονικό διάστημα 30-7-2001 μέχρι και 31-10-2009 ζήτησε και έλαβε τμηματικά από τον ενάγοντα τόκους συνολικού ποσού 14.443,19 ευρώ, ενώ αν οι δόσεις είχαν υπολογισθεί με αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο, ανάλογα με τις διακυμάνσεις του παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (όπως απαιτεί η καλή πίστη. λαμβανομένων υπ' όψη και των συναλλακτικών ηθών), το συνολικό ποσό που έπρεπε να είχε εισπράξει από αυτόν (ενάγοντα) για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα θα ήταν 11.082,22 ευρώ. Στη συνέχεια ιστορεί ο ενάγων ότι η εναγομένη, μη αποδίδοντας τη μείωση που είχε το κόστος του χρήματος για την ίδια, κατέστη πλουσιότερη σε βάρος του κατά το ποσό της διαφοράς των προαναφερθέντων ποσών, ήτοι κατά 3.360,97 ευρώ, που της κατέβαλε (ο ενάγων) χωρίς νόμιμη, τελικά, αιτία, δεδομένης της καταχρηστικότητας και ακυρότητας των εν λόγω προαναφερόμενων όρων (ΓΟΣ), οι οποίοι προσκρούουν στο άρθρο 2 του Ν. 2251/1994. Ζητεί μετά από αυτά ο ενάγων να αναγνωριστεί ότι είναι άκυροι λόγω της καταχρηστικότητας τους, οι παραπάνω όροι της επίμαχης δανειακής σύμβασης και να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση που θα κηρυχτεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το ποσό 3.360,97 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 παρ. 1α και 33 του ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και εφόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ στοιχεία, κρίνεται νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6, 7 περ. ε' και ια' του- Ν 2251/1994, 174, 288, 904, 345, 346 του ΑΚ, ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, 70, 907, 908 και 176 του ΚΠολΔ (απορριπτόμενου του ισχυρισμού της εναγόμενης ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός συνιστά πάντα επικουρική βάση της αγωγής και όχι την κύρια βάση -βλ. σχετ. Σταθόπουλο σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ. Εισαγ. 904-913 αρ. 28, Ειρ. Αθ. 1642/2008 σε ΝΟΜΟΣ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από την ουσιαστική της άποψη, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο δικαστικό ένσημο με τις ανάλογες υπέρ τρίτων εισφορές (βλ. τα Α 379552, 571, 174 και 229266 αγωγόσημα).

 

 

Από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη προς άμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και από τις ομολογίες τους που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρο 261 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα εξής: Με την 417/28-5-2001 σύμβαση στεγαστικού δανείου, η οποία καταρτίστηκε στα Ιωάννινα μεταξύ των διαδίκων, η εναγόμενη τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στον ενάγοντα ένα τοκοχρεολυτικό δάνειο ύψους 15.000.000 δραχμών, ήτοι 44.020,54 ευρώ, για την αποπεράτωση ιδιόκτητης κατοικίας, με τη συμφωνία να αποπληρωθεί το ποσό του δανείου σε 120 ίσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Το επιτόκιο, με βάση τον προδιατυπωμένο όρο 6 της ένδικης σύμβασης (που ήταν ίδιος σε όλες τις αντίστοιχες συμβάσεις της εναγόμενης τράπεζας), συμφωνήθηκε κυμαινόμενο ως εξής: Αρθρο 6 ΕΠΙΤΟΚΙΟ « Ο οφειλέτης θα καταβάλλει τον αναλογούντα σε κάθε περίοδο εκτοκισμού τόκο, που θα υπολογίζεται στη βάση των 360 ημερών με «επιτόκιο», το οποίο συνομολογείται κυμαινόμενο και θα ισούται με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων της δανείστριας τράπεζας, όπως ορίζεται στον όρο ιθ της παρούσας προσαυξανόμενο α) με το περιθώριο, όπως ορίζεται στον όρο 1ι της παρούσας και β) με το κατά περίπτωση ποσοστό επί τοις εκατό της εισφοράς του ν. 128/1975. Επίσης το επιτόκιο που θα ισχύει κάθε φορά θα προσαυξάνεται με τις ειδικές εισφορές, που θα επιβάλλονται από το νόμο και τις νομισματικές αρχές και πιστωτικές διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά και θα  αποτελεί το τελικό επιτόκιο, το ύψος του οποίου σήμερα αναφέρεται στον όρο 1.ια της παρούσας». Επίσης στον όρο 7 με τον τίτλο ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ ορίζεται ότι «7.1 Ρητά συμφωνείται ότι η δανείστρια τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να μεταβάλει (για το ανεξόφλητο τμήμα του δανείου) το επιτόκιο δανείου, στο πλαίσιο των νομισματικών και πιστωτικών κανόνων, που ισχύουν κάθε φορά και των συνθηκών της αγοράς, αναπροσαρμόζοντας ανάλογα τις τοκοχρεολυτικές δόσεις. Η δανείστρια τράπεζα υποχρεούται να ανακοινώσει στον οφειλέτη τη μεταβολή του επιτοκίου του στεγαστικού δανείου είτε με δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο, είτε μέσω συστημένης επιστολής, είτε με την κοινοποίηση σε αυτόν νέας ή νέων καρτελών δόσεων και υπολοίπων. 7.2 Επίσης η δανείστρια τράπεζα μπορεί να αυξομειώνει το περιθώριο με ανακοίνωση της στον οφειλέτη εντός εύρους διακύμανσης, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 3 μονάδες, αναπροσαρμοζόμενων στην περίπτωση αυτή των δόσεων. Το επιτόκιο του δανείου θα αυξομειώνεται επίσης αναλόγως σε περίπτωση αυξομείωσης της εισφοράς του ν. 128/1975, αναπροσαρμοζόμενων, ανάλογα των δόσεων. 7.3 Η γνωστοποίηση των όρων 7.1 και 7.2 αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας σύμβασης. Εάν ο οφειλέτης δεν αποδέχεται αυτές τις τροποποιήσεις και συμπληρώσεις πρέπει να καταγγείλει τη σύμβαση εγγράφως, σε διάστημα 30 ημερών.......Εννοείται ότι αν ο οφειλέτης μέσα στην ως άνω προθεσμία......δεν καταγγείλει τη σύμβαση, τεκμαίρεται ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα και στο σύνολο τους τις τροποποιήσεις αυτές». Οι παραπάνω όροι (ΓΟΣ) για την αναπροσαρμογή του επιτοκίου, όπως διαμορφώνονται από το συνδυασμό των όρων 6 και 7 της ένδικης σύμβασης, κατά το μέρος που ρυθμίζουν τη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου είναι καταχρηστικοί, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 και 7 περ. ε' και ια' του Ν 2251/1994, γιατί εμφανίζουν αοριστία, αφού επιτρέπουν στην προμηθεύτρια τράπεζα, να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό τόκο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή πελάτη κριτήρια ειδικά και εύλογα, πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσης προς την τράπεζα (βλ. ΑΠ 1219/2001 ο.π. και ΕφΑθ 5253/2003 ΧρΙΔ Δ/2004. 134). Το επιτόκιο συνεπώς στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων δανειακή σύμβαση θα έπρεπε να αναπροσαρμόζεται με βάση εύλογα κριτήρια, που να αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς, δηλαδή του κόστους του χρήματος για την Τράπεζα. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (που εκδόθηκε μετά την έκδοση της ΑΠ 1219/2001), η οποία στο Β Κεφάλαιο παρ. 2 περ. IV, ορίζει ότι η ελάχιστη ενημέρωση της Τράπεζας προς τον συναλλασσόμενο-πελάτη «σε περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο», αφορά, «το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)». Στην περίπτωση του κυμαινόμενου επιτοκίου, η τράπεζα δεν αναλαμβάνει κανένα κίνδυνο, αφού μπορεί με βάση το επιτόκιο αναφοράς να αναπροσαρμόζει το επιτόκιο του δανείου και να κρατά σταθερό το κέρδος (περιθώριο προσαύξησης του επιτοκίου αναφοράς), απεναντίας τον κίνδυνο φέρει ο δανειολήπτης, ο οποίος αντισταθμίζεται στην επιλογή του από το αντίστοιχο όφελος (μείωση του επιτοκίου), που θα έχει σε περίπτωση μείωσης του κόστους του χρήματος για την τράπεζα (βλ. Ε. Βόγλη Κυμαινόμενο Επιτόκιο εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα 2005, 9 επ., 49 επ. Δ. Σπυράκου Κριτήρια Αναπροσαρμογής του επιτοκίου στις συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, ΔΕΕ 2002. 100 επ. 1109 επ., Ι. Βενιέρη Πρόωρη Εξόφληση Δανείου έκδοση β' σελ. 66 επ.). Περαιτέρω κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης (28-5-2001), το συμφωνημένο κυμαινόμενο επιτόκιο ανερχόταν σε 6,25% και με την εισφορά του Ν 138/1975 σε 6,37%, ενώ επίσης το περιθώριο κέρδους σύμφωνα με την 2501/2002 ΠΔΤΕ ήταν 1.75%+0.12% ειδική εισφορά=1,87%. Το Επιτόκιο Πράξεων Κυρίας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (επιτόκιο της ΕΚΤ) ανερχόταν εκείνο το διάστημα, ήτοι το τέλος Ιουλίου του 2001, σε 4,25%. Επομένως, η εναγομένη διαμόρφωνε, λαμβάνοντας υπόψη το παραπάνω κριτήριο, το επιτόκιο με την προσαύξηση του επιτοκίου της ΕΚΤ με ένα περιθώριο 1,75%, ήτοι 4,25% (επιτόκιο ΕΚΤ)+1,75% (περιθώριο κέρδους)+ 0,12% (εισφορά Ν 128/1975) = 6,12% ευρώ. Συνεπώς, το ένδικο επιτόκιο κατά τη διάρκεια της σύμβασης θα έπρεπε να μεταβάλλεται κατά το ύψος και προς την κατεύθυνση μεταβολής του επιτοκίου της ΕΚΤ. Η μείωση του επιτοκίου θα έπρεπε να ισχύει από την ημέρα πληρωμής της επομένης, μετά τη μεταβολή του επιτοκίου της ΕΚΤ, τοκοχρεολυτικής δόσης του δανείου. Επομένως, το επιτόκιο του επίδικου δανείου θα έπρεπε να διακυμαίνεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης ως ακολούθως: α) Το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ κατά το χρόνο που καταρτίστηκε η επίδικη σύμβαση (Μάιος του 2001) ανερχόταν σε 4,25%. Τον ίδιο χρόνο το επιτόκιο του επίδικο» δανείου ανερχόταν σε 6,37%, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς του Ν. 128/1975 0,12%. Ωστόσο από την 28-5-2001, οπότε συμφωνήθηκε το επιτόκιο σε 6,37%, έλαβαν χώρα διαδοχικές μειώσεις του επιτοκίου (των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και έτσι η εναγομένη έπρεπε να έχει μειώσει το εφαρμοσθέν επιτόκιο από το τέλος Αυγούστου του 2001. Ειδικότερα για το διάστημα από 31-8-2001 μέχρι την 31-10-2009, ο ενάγων με βάση το επιτόκιο της ΕΚΤ έπρεπε να καταβάλλει ως επιτόκιο στην αντίδικο του για το επίδικο δάνειο τα ακόλουθα ποσά: 1) Από την 31-8-2001 μέχρι την 18-9-2001 το επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε σε 4,25%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί σε 6,12% (4,25%+1,75%+0,12%), 2) Από την 18-9-2001 μέχρι την 9-11-2001 το επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε σε 3,75%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 5.62%, 3) Από την 9-11-2001 μέχρι την 6-12-2002 το επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε σε 3,25%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 5,12%, 4) Από την 6-12-2002 μέχρι την 7-3-2003 το επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε σε 2,75%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 4,62%, 5) Από την 7-3-2003 μέχρι την 6-6-2003 το επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε σε 2,50%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 4,25%, 6) Από την 6-6-2003 μέχρι την 6-12-2005 το επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε σε 2,00%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 3,87%, 7) Από την 6-12-2005 μέχρι την 1-3-2006 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 2,25%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 4,12%, 8) Από την 1-3-2006 μέχρι την 1-6-2006 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 2,50%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί σε 4,32%, 9 ) Από την 1-6-2006 μέχρι την 1-8-2006 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 2,75%. οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 4,62%, 10) Από την 1-8-2006 μέχρι την 1-10-2006 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 3,00%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 4,87%, 11) Από την 1-10-2006 μέχρι την 1-12-2006 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 3,25%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 5,12%, 12) Από την 1-12-2006 μέχρι την 1-3-2007 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 3,50%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί σε 5,37%, 13 ) Από την 1-3-2007 μέχρι την 1-6-2007 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 3,75%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 5,62%, 14) Από την 1-6-2007 μέχρι την 1-7-2008 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 4,00%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 5,87%, 15) Από την 1-7-2008 μέχρι την 1-10-2008 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 4,25%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 6,12%, 16) Από την 1-10-2008 μέχρι την 1-11-2008 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 3,75%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί σε 5,62%, 17) Από την 1-11-2008 μέχρι την 1-12-2008 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 3,25%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί σε 5,12%. 18) Από την 1-12-2008 μέχρι την 1-1-2009 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 2,50%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 4.37%, 19) Από την 1-1-2009 μέχρι την 1-3-2009 το επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε σε 2,00%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 3,87%, 20) Από την 1-3-2009 μέχρι την 1-4-2009 το επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε σε 1,50%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 3,37%. 21) Από την 1-4-2009 μέχρι την 1-5-2009 το επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε σε 1,25%. οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί σε 3,12%, 22) Από την 1-5-2009 μέχρι την 31-10-2009 το επιτόκιο της ΕΚΤ μειώθηκε σε 1,00%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί με βάση τον παραπάνω πίνακα σε 2,87% και 22) Από την 1-5-2009 μέχρι την 31-10-2009 το επιτόκιο της ΕΚΤ διαμορφώθηκε σε 1,00%, οπότε το επιτόκιο του δανείου έπρεπε να διαμορφωθεί σε 2,87%. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο ενάγων από την αρχή της ισχύος της επίμαχης δανειοληπτικής σύμβασης κατέβαλε εμπρόθεσμα το ποσόν της μηνιαίας τοκοχρεολυτικής δόσης. Εξάλλου σύμφωνα με τον πίνακα, ο οποίος είναι καταχωρημένος στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής, στον οποίο απεικονίζονται σε χωριστές στήλες ο μήνας και η αντίστοιχη τοκοχρεολυτική δόση, που κατέβαλε ο ενάγων, το εφαρμοσθέν επιτόκιο, η δόση που κατέβαλε κάθε φορά, το ποσό που από τη δόση που κατέβαλε αντιστοιχούσε στους τόκους, το χρεολύσιο που αντιστοιχεί στη δόση την οποία κατέβαλε και το ύψος στο οποίο ανερχόταν κατά την εναγομένη το ανεξόφλητο κεφάλαιο, αποδεικνύεται ότι το συνολικό ποσό των τόκων που κατέβαλε στην εναγομένη από την αρχή του εκτοκισμού του δανείου (30-7-2001) μέχρι την 31-10-2009, ανέρχεται σε 14.443,19 ευρώ. Το ύψος του ποσού αυτού, η ορθότητα του τρόπου υπολογισμού, καθώς και τα στοιχεία του πίνακα συνομολογούνται εμμέσως πλην σαφώς από την εναγομένη, αφού δεν τα αμφισβητεί ειδικά (βλ. άρθρο 261 του ΚΠολΔ). Εξάλλου το συνολικό ποσό, το οποίο ο ενάγων θα έπρεπε να έχει καταβάλει στο ίδιο χρονικό διάστημα, αν οι δόσεις του είχαν υπολογισθεί με το ορθό επιτόκιο (όπως αυτό αναλυτικά, κατά τις διακυμάνσεις του, αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο της προκείμενης απόφασης) ανέρχεται σε 11.082,22 ευρώ. Δηλαδή, οι τόκοι που κατέβαλε ο ενάγων στην εναγομένη, πλέον των οφειλομένων σε αυτήν, εξαιτίας της μη αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου, ανέρχονται σε 3.360,97 ευρώ (14.443,19-11.082,22). Το ποσό αυτό εισέπραξε η εναγόμενη στηριζόμενη στους προαναφερόμενους καταχρηστικούς και άρα άκυρους ΓΟΣ (άρθρα 6 και της ένδικης δανειακής σύμβασης) και έτσι κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, χωρίς νόμιμη αιτία. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος με την κρινόμενη αγωγή υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, γι αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η ένσταση της εναγόμενης, να απορριφθεί ως καταχρηστικά ασκούμενη η κρινόμενη αγωγή.

 

 

Με βάση επομένως τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά πρέπει να γίνει δεκτή η δικαζόμενη αγωγή, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Το αίτημα να κηρυχτεί προσωρινά εκτελεστή η παρούσα απόφαση κατά την καταψηφιστική της διάταξη πρέπει να απορριφθεί, γιατί δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, που να επιβάλουν την προσωρινή εκτελεστότητα. Εξάλλου η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν πρόκειται να προκαλέσει σημαντική ζημιά στον ενάγοντα. Τέλος η εναγόμενη πρέπει να πληρώσει τη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου της, κατά το άρθρο 176 του Κ.Πολ.Δ.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται την αγωγή.

 

Αναγνωρίζει ότι είναι άκυροι οι με στοιχεία 6 και 7 οροί της 417/28-5-επίδικης δανειακής σύμβασης, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, κατά το τμήμα τους που καθορίζουν τον προσδιορισμό του ύψους κυμαινόμενου επιτοκίου.

 

Υποχρεώνει την εναγόμενη, να καταβάλλει στον ενάγοντα, το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων εξήντα ευρω και ενενήντα εφτά λεπτών (3.360,97 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της κοινοποίησης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

 

Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, που ορίζει σε εβδομήντα (70) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στα Ιωάννινα στις 30 Νοεμβρίου του 2011, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγόμενης.

 

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η    ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ