ΕιρΙωαν 132/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσωπικό Κεντρικής Υπηρεσίας Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης - Προσωπικό μονάδων κοινωνικής φροντίδας - Επίδομα ειδικής
απασχόλησης 200 Ε - Αρχή ισότητας - Αρχή αναλογικότητας - Δικαίωμα παροχής
έννομης προστασίας - Τόκος υπερημερίας - Τόκος ιδιωτών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων
παρ. 1 άρθρου 7 Ν.Δ. 496/1974 -.
Με την διάταξη του άρθρου 35 του
ν. 3329/2005 θεσπίσθηκε νέα παροχή επιδοματικού χαρακτήρα, η οποία χορηγήθηκε
στο σύνολο αδιακρίτως του προσωπικού του υπηρετούντος στην Κεντρική Υπηρεσία
του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (τακτικό προσωπικό και
μετακλητοί υπάλληλοι) και στους αποσπασμένους σ' αυτή, ανεξάρτητα από τη σχέση
εργασίας που το συνέδεε με το Δημόσιο, την ειδικότητα και τον κλάδο απασχόλησης
του, αποβλέπουσα, κατά συνέπεια, ουσιαστικά στην αύξηση του εισοδήματος του
συγκεκριμένου μόνο προσωπικού, χωρίς τούτο να υπαγορεύεται και να επιβάλλεται
από λόγους γενικότερου κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος. Ειδικότερη μορφή
της αρχής της ισότητας αποτελεί η μισθολογική ισότητα δημοσίου λειτουργού ή
υπαλλήλου που δημιουργεί αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα ίσης μισθολογικής
μεταχειρίσεως. Η ρύθμιση επιδοματικού χαρακτήρα που εισήγαγε η ως άνω διάταξη,
καθιερώνει δυσμενή μεταχείριση, ανεπίτρεπτη μισθολογική διάκριση και
αντισυνταγματική ρύθμιση σε βάρος του προσωπικού των μονάδων κοινωνικής
φροντίδας, στο οποίο εντάσσονται και οι ενάγοντες. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ.
1 του ν.δ/τος 496/74 που ορίζει ότι, ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε
οφειλής ν.π.δ.δ. ορίζεται σε ποσοστό 6% ετησίως, δεν
μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, ως αντικείμενος στην αρχή της
αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2 παρ. 3α και β, 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς
συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αφού θεσπίζει προνομιακή
μεταχείριση σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους τους, χωρίς τούτο να
δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Διαδικασία Εργατικών Διαφορών
Αριθμός 132/2007
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Ιωαννίνων Βαρσάμω
Σ. Σαρακατσάvου που διορίστηκε με την υπ' αριθμ.
393/2006 πράξη του Προέδρου πρωτοδικών Ιωαννίνων και τη Γραμματέα Χριστίνα Δρίμζια.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 15-12-2006 για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: α) Θ. Μ. του Λ. β) Κ. Γ-Π, γ) Ν. Μ. του Ε. και δ) Μ. Μ.
Τ., κατοίκων Ιωαννίνων, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου
τους Μάνθου Παργανά,
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ΝΠΔΔ με την επωνυμία Κέντρο Παιδικής Μέριμνας Θηλέων
Ιωαννίνων «ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ» που εδρεύει στα Ιωάννινα και
εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Μόσχο, β) ΝΠΔΔ με την επωνυμία Παιδόπολη
Ιωαννίνων «Η ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ» που εδρεύει στα Ιωάννινα και εκπροσωπείται νόμιμα το
οποίο δεν εκπροσωπήθηκε και γ) ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Διοίκηση Υγειονομικής
Περιφέρειας Ηπείρου» (ΔΥ.ΠΕ Ηπείρου) που εδρεύει στα
Ιωάννινα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια
δικηγόρο του Μαρία Πανούση.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 10-4-2006 αγωγή τους, η οποία
κατατέθηκε νομότυπα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και καταχωρήθηκε στα
οικεία βιβλία με αύξ. αριθμ. 738/2006, ορίστηκε δε επ' αυτής δικάσιμος μετά από
νόμιμη αναβολή η στην αρχή της παρούσας αναφερομένη.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης που εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου
πινακίου, εμφανίστηκαν» ο ι διάδικοι όπως σημειώνεται ανωτέρω, και οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς
τους, ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις γραπτές προτάσεις που
κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 69 παρ.1 εδ.α' ΚΠολΔ επιτρέπεται
να ζητηθεί δικαστική προστασία και αν η παροχή, που δεν εξαρτάται από
αντιπαροχή, συνδέεται με την επέλευση χρονικού σημείου, προτού επέλθει το
χρονικό αυτό σημείο. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, αν η παροχή είναι
εξαρτημένη από αντιπαροχή, όπως συμβαίνει στην εργασιακή σύμβαση, κατά την οποία
ο μισθωτός για να λάβει το μισθό του ή άλλη απολαβή, πρέπει να παρέχει την
εργασία του (αρθ. 648 παρ.1 ΑΚ) , δεν χωρεί έννομη προστασία, αν δεν συντρέχουν
τα περιστατικά που θεμελιώνουν την έννομη σχέση της εργασιακής σύμβασης, ούτε
με την μορφή αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 639/1990 Δνη
31.317). Όπως παγίως έχει κριθεί (ΣτΕ 1507/1989, ΟλΑΠ
1104/1986), με το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες
είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων
έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, που δεσμεύει τον
κοινό νομοθέτη επιβάλλοντας του, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοιες σχέσεις,
καταστάσεις ή κατηγορίες προσώπων, να μη νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο,
εισάγοντας εξαιρέσεις ή κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από
λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από
τα δικαστήρια, μέσα στο κύκλο της δικαιοδοσίας τους. Κατά πάγια επίσης
νομολογία (ΟλΑΠ 1104/1986, 1411/1984, ΣτΕ 157/1989
κ.ά.), αν με διάταξη νόμου γίνει δικαιολογημένη Φύλλο της υπ αριθμ. /3(2/2007
απόφασης του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων ειδική ρύθμιση υπέρ ορισμένης κατηγορίας
προσώπων και εξαιρεθεί από την ειδική αυτή ρύθμιση, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή
διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος
δικαιολογητικός λόγος ευμενούς μεταχείρισης, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή
διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση της
συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους σε
βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση η διάταξη που ισχύει για την
κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, και τούτο διότι, μόνο με
τον τρόπο αυτό αίρεται η κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 26, 73 επ.
και 87 επ. του Συντάγματος - με τα οποία θεσπίζεται η διάκριση των εξουσιών -
δημιουργούμενη ανισότητα. Όλα αυτά ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά
μισθό, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή δημοσίου λειτουργού ή υπαλλήλου, παροχές για
τις οποίες το άρθρο 80 παρ.1 του Συντάγματος ορίζει ότι δεν εγγράφονται στον
προϋπολογισμό του Κράτους, ούτε χορηγούνται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο,
διότι και τότε εφαρμόζεται η αρχή της ισότητας που προστατεύει θεμελιώδες
ατομικό δικαίωμα των Ελλήνων, χωρίς να παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η
αρχή της διάκρισης των εξουσιών που θεσπίζεται, με τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και
87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται,
σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 2, 93 παρ.4 και 120 παρ.2 του Συντάγματος, να
ασκήσουν έλεγχο του έργου της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη της
την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην
εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση. Επίσης, με το άρθρο 1 του
Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων των
Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ν.δ. 537/74 και σύμφωνα με το άρθρο 28 του
Συντάγματος έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, κατοχυρώνεται ο
σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για
λόγους δημόσιας, ωφέλειας. Στην κατά τα ανωτέρω έννοια της περιουσίας
περιλαμβάνονται και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα άρα και τα
περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και δη οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις,
είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες
κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον, πριν
από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να
ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/19.98 Αρμεν. 1999, τόμος 40 σελ. 46). Περαιτέρω, με το άρθρο 6
του π.δ/τος 95/2000 (ΦΕΚ Α' 76), ορίστηκε η βασική διάρθρωση των Υπηρεσιών του
Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι οποίες διακρίνονται σε
Κεντρική Υπηρεσία και σε αποκεντρωμένες Υπηρεσίες. Με το νόμο 3329/2005 «Εθνικό
Σύστημα Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ α' 81),
ανασυγκροτήθηκε η περιφερειακή διάρθρωση του ΕΣΥ. Με το άρθρο 1 παρ. 2 του
νόμου αυτού, ορίστηκε ότι στην έδρα κάθε Υγειονομικής Περιφέρειας συνιστάται
ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Δ.Υ.ΠΕ»
που συμπληρώνεται από το όνομα της οικείας περιφέρειας. Με το άρθρο 35 του
ιδίου νόμου, ορίστηκε ότι στο προσωπικό που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του
Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και στους αποσπασμένους σε
αυτή και στο μετακλητό προσωπικό, χορηγείται μηνιαίο επίδομα ειδικής
απασχόλησης που ανέρχεται στο ποσό των 200 ευρώ για το χρονικό διάστημα από
1-1-2005 και εφεξής.
Στην υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι με την ειδικότητα που
αναφέρεται για τον καθένα τους σ' αυτή, εργάζονται με σχέση ιδιωτικού δικαίου
αορίστου χρόνου στο α' εναγόμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Κέντρο Παιδικής Μέριμνας
Θηλέων Ιωαννίνων ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ», από το οποίο και
μισθοδοτούνται, ως αποσπασμένοι υπάλληλοι από το β' εναγόμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία
«Παιδόπολη Ιωαννίνων Η ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ» δυνάμει της υπ'
αριθμ. Δ3/7831/5-10-2005 απόφασης του Διοικητή της ΔΥ.ΠΕ
Ηπείρου, ήτοι του γ' εναγομένου ΝΠΔΔ στην αγωγή..Ότι,
τα εναγόμενα διέπονται από τις διατάξεις του ν.δ/τος 2592/53 (ΦΕΚ 254/Α/53),
όπως ισχύουν σήμερα και από τις διατάξεις για το Ε.Σ.Υ. Ότι, με το ν. 3106/2003
τα Ν.Π.Δ.Δ. και οι υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Κοινωνικής Φροντίδας,
μεταξύ των οποίων και τα δύο πρώτα εναγόμενα, μετατράπηκαν σε υπηρεσίες του
Περιφερειακού Συστήματος Υγείας και Πρόνοιας (Πε.Σ.Υ.Π.)
στην περιφέρεια του οποίου λειτουργούν, και αναφέρονται πλέον ως μονάδες
κοινωνικής φροντίδας, το δε προσωπικό των φορέων που αναφέρονται στην παρ. 2
του άρθρου αυτού διατηρεί τους κλάδους και τις θέσεις που κατέχει κατά τη
δημοσίευση του νόμου αυτού, οι οποίες μετατρέπονται αυτοδίκαια σε οργανικές
θέσεις αντίστοιχου κλάδου, κατηγορίας και ειδικότητας των μονάδων κοινωνικής
φροντίδας του οικείου Πε.Σ.Υ.Π. με την ίδια σχέση
εργασίας. Ότι, με το ν. 3329/2005 ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι ως άνω μονάδες
κοινωνικής φροντίδας μετατρέπονται σε Ν.Π.Δ.Δ. που υπόκεινται στον έλεγχο και
την εποπτεία του Διοικητή της οικείας Υγειονομικής Περιφέρειας και διέπονται
από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Ότι, ενώ με το άρθρο 35 του ν. 3329/2005,
προβλέπεται η χορήγηση μηνιαίου επιδόματος ειδικής απασχόλησης ποσού 200 ευρώ
για το προσωπικό που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και στους αποσπασμένους σε αυτή και το μετακλητό
προσωπικό, τα εναγόμενα δεν τους έχουν καταβάλλει από 1-1-2005 μέχρι και
31-12-2005 το εν λόγω επίδομα που ανέρχεται στο ποσό των 2.800 ευρώ για τον
καθένα τους, όπως οφείλουν από το νόμο, το Πρώτο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, τις αρχές της ισότητας και ίσης μεταχείρισης, άλλως
των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ (ως
αποζημίωση από την αδικοπρακτική ευθύνη των οικείων
διοικητικών οργάνων), σε κάθε δε περίπτωση βάσει των άρθρων 904 επ. ΑΚ, εφόσον
ως εργαζόμενοι σε μονάδα κοινωνικής φροντίδας έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους
συναδέλφους τους που εργάζονται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας
και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και δικαιούνται να λάβουν το ανωτέρω επίδομα που
λαμβάνουν οι συνάδελφοι τους, οι οποίοι παρέχουν την ίδια εργασία στην Κεντρική
Υπηρεσία του Υπουργείου υπό τις ίδιες και καλύτερες μάλιστα συνθήκες εργασίας,
κατά τα λεπτομερώς στην αγωγή εκτιθέμενα. Για τους λόγους αυτούς ζητούν, να
υποχρεωθούν τα εναγόμενα, εις ολόκληρον το καθένα, να καταβάλλουν σε έκαστο το
ανωτέρω ποσό των 2.800 ευρώ, νομιμότοκα από την πάροδο
κάθε μήνα μέσα στον οποίο γεννήθηκαν οι σχετικές αξιώσεις τους, ειδάλλως από
την επίδοση της παρούσας, με τον γενικό τόκο υπερημερίας, άλλως με τον ισχύοντα
τόκο υπερημερίας του Δημοσίου, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να
τους καταβάλλουν από 1-1-2006 και εφεξής το μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης
των 200 ευρώ, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και να καταδικαστούν τα
αντίδικα στην δικαστική δαπάνη τους.
Η κρινόμενη αγωγή, αρμοδίως καθ' ύλην και κατά
τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 παρ. 1, 25 παρ.2, 663
και 664 του ΚΠολΔ), το οποίο έχει τη σχετική προς τούτο δικαιοδοσία (βλ. ΟλΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42.381, ΑΠ
873/2002 Δνη 44.1321, ΕφΛαρ
47/2002 Δνη 44. 1408), μη απαιτουμένης εν προκειμένω
της καταβολής δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε από τη διάταξη του
άρθρου 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997, για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία
των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ. Είναι δε νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη
στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας και σε εκείνες
των άρθρων 648 επ., 346 ΑΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, μη εφαρμοζόμενης εν
προκειμένω της διάταξης του άρθρου 909 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την κήρυξη της
προσωρινής εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου, που με ειδική διάταξη έχουν τα προνόμια του Δημοσίου (Β. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ τομ. Ε' σελ. 164), αφού από το άρθρο 8
του ν. 2592/1953, τα νοσηλευτικά ιδρύματα, όπως τα εναγόμενα που διέπονται από
τις διατάξεις του νόμου αυτού, απολαμβάνουν μόνο φορολογικών απαλλαγών,
δασμολογικής ατέλειας και απαλλαγών από τα τέλη χαρτοσήμου. Επίσης το
παρεπόμενο αίτημα της επιδίκασης του γενικού νομίμου τόκου υπερημερίας επί των
αιτουμένων ποσών, είναι νόμιμο, όχι από την πάροδο κάθε μηνός εντός του οποίου
γεννήθηκαν οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων, αλλά από την επίδοση της αγωγής,
διότι, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 21 του Κώδικα νόμων δικών του
Δημοσίου, 7 παρ.2 του ν.δ/τος 496/74 «Περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.»,
340, 341, 345 και 346 ΑΚ, τόκοι οφείλονται πάντοτε από την επίδοση της (καταψηφιστικής) αγωγής που συνιστά όχληση για εκπλήρωση της
οφειλής. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του ν.δ/τος 496/74 που ορίζει ότι, ο
νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής ν.π.δ.δ.
ορίζεται σε ποσοστό 6% ετησίως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, ως
αντικείμενος στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του
Συντάγματος, 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2 παρ. 3α και
β, 14 παρ.1 και 26 του Διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά
δικαιώματα, αφού θεσπίζει προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τους ιδιώτες
αντιδίκους τους, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος
(ΣτΕ 3651/2002). Ακόμη, απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει η όλως επικουρική βάση
της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (αρθ. 904 επ. ΑΚ) , διότι, η αγωγή
του αδικαιολόγητου πλουτισμού δύναται να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι
προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (αγωγή επιβοηθητικής
φύσεως), αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για έλλειψη
νόμιμης αιτίας (ΑΠ 1322/96 Δνη 38.1044, ΕφΑθ 838/2001 Δνη 42,1417).
Επομένως, ενόψει του ότι η βάση αυτή θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά
περιστατικά με την κύρια βάση της αγωγή από τη σύμβαση (βλ. ΠολΠρΚαλαμ
28/2001 Αρμ 2002.1757), οι διατάξεις του
αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν εφαρμόζονται, αφού η σχέση από την οποία είναι
δυνατόν να προέλθει πλουτισμός στηρίζεται σε έγκυρη σύμβαση, ουδόλως δε
προβάλλεται ισχυρισμός από τους ενάγοντες περί ακυρότητας αυτής ή λόγος από τον
οποίο να προκύπτει ότι οι υπηρεσίες τους παρασχέθηκαν άνευ νομίμου αιτίας.
Τέλος, απορριπτέο είναι και το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στην μείζονα σκέψη, αφού αφορά καταδίκη σε παροχή που εξαρτάται από
αντιπαροχή, οπότε για να λάβουν οι μισθωτοί την αιτούμενη αμοιβή τους πρέπει να
έχουν παράσχει την εργασία τους. Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η
αγωγή, θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Από τα έγγραφα που προσκομίζουν
και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, τις ομολογίες που συνάγονται από αυτά και
τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Οι εναγόμενοι προσλήφθηκαν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
αορίστου χρόνου από τον Εθνικό Οργανισμό Προνοίας και τοποθετήθηκαν στην
υπηρεσία του ήδη Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Παιδόπολη
Ιωαννίνων «Η ΑΓΙΑ EΛENH» (β' εναγόμενο), στις
13-10-1994 ο πρώτος με την ειδικότητα του ΔΕ οδηγού, στις 1-3-1985 η δεύτερη με
την ειδικότητα της ΥΕ Β' βοηθού μαγείρου, στις
14-7-1955 η τρίτη με την ειδικότητα της ΥΕ πλύντριας
ειδών ιματισμού και στις 1-3-1985 η τέταρτη με την ειδικότητα της ΥΕ Β' καθαρίστριας (βλ. τα υπ' αριθμ. πρωτ.
10731/14-12-2006 πιστοποιητικά υπηρεσιακών μεταβολών της ΔΥ.ΠΕ
Ηπείρου, σε συνδυασμό με τα υπ' αριθμ. πρωτ. Φ/Τ/Δ1/700, Φ/Τ/Δ1/701 και
Φ/Τ/Δ1/699 από 22-9-2005 και Φ/Τ/Δ1/677 από 21-9-2005 έγγραφα της Παιδόπολης Ιωαννίνων). Στην Παιδόπολη
Ιωαννίνων « Η ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ » εργάστηκαν με την πιο πάνω ο καθένας ειδικότητα
μέχρι τις 20-9-2005, οπότε με την υπ' αριθμ. Δ.3/7370/20-9-2005 απόφαση του
Διοικητή της ΔΥ.ΠΕ Ηπείρου (γ' εναγόμενο)
αποσπάστηκαν στο α' εναγόμενο ήδη Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Κέντρο Παιδικής
Μέριμνας Θηλέων Ιωαννίνων «ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ», στο οποίο
παρέχουν μέχρι και σήμερα τις υπηρεσίες τους με το ίδιο εργασιακό καθεστώς. Η Παιδόπολη «Η ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ» Ιωαννίνων και το Κέντρο Παιδικής
Μέριμνας Θηλέων Ιωαννίνων «ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ», συστήθηκαν
και λειτουργούσαν δυνάμει των διατάξεων του ν.δ/τος 572/1970 (ΦΕΚ 125 Α') το
πρώτο και των β. δ./29.11.1922 (ΦΕΚ 257 Α') και Β.Δ,.
273/1973 (ΦΕΚ 81 Α') το δεύτερο, ως υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Κοινωνικής
Φροντίδας (Ε.Ο.Κ.Φ.). Με το άρθρο 1 του ν. 3106/2003,
τα Ν.Π.Δ.Δ. και οι υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Κοινωνικής Φροντίδας (Ε.Ο.Κ.Φ.), μεταξύ των οποίων και τα α' και β' εναγόμενα,
μετατράπηκαν σε υπηρεσίες του Περιφερειακού Συστήματος Υγείας και Πρόνοιας (Πε.Σ.Υ.Π.), στην περιφέρεια του οποίου λειτουργούν. Με τις
υπ' αριθμ. Π1β/Γ.Π.οικ.61948 και Π1β/Γ.Π.οικ. 61960 (ΦΕΚ Β' 865/1.7.2003)
αποφάσεις του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας ορίστηκε αντίστοιχα για το Κέντρο
Παιδικής Μέριμνας Θηλέων Ιωαννίνων «ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ» και
την Παιδόπολη «Η ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ» Ιωαννίνων, ότι από
1-9-2003 θα λειτουργούν ως αποκεντρωμένες μονάδες παροχής υπηρεσιών κοινωνικής
φροντίδας του Πε.Σ.Υ.Π. Ηπείρου, με διοικητική και
οικονομική αυτοτέλεια. Ακόμη, σύμφωνα με το ν. 3106/2003, το Πε.Σ.Υ.Π. υπεισήλθε αυτοδικαίως στα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις των μονάδων κοινωνικής φροντίδας από την ημέρα έναρξης της
λειτουργίας τους ως αποκεντρωμένων μονάδων αυτού, ενώ το προσωπικό των φορέων
που αναφέρονται στην παρ. 2 του' άρθρου αυτού διατηρεί τους κλάδους και τις
θέσεις που κατέχει κατά* τη δημοσίευση του νόμου αυτού, οι οποίες μετατρέπονται
αυτοδίκαια σε οργανικές θέσεις αντίστοιχου κλάδου, κατηγορίας και ειδικότητας
των μονάδων κοινωνικής φροντίδας του οικείου (Πε.Σ.Υ.Π.)
με την ίδια σχέση εργασίας. Περαιτέρω, με το άρθρο 14 του ν. 3329/2005 (ΦΕΚ ʼ' 81/2005) με έναρξη ισχύος την
3η-5-2005, οι ως άνω μονάδες κοινωνικής φροντίδας που είχαν μετατραπεί σε
αποκεντρωμένες μονάδες του Πε.Σ.Υ.Π. (άρα και η Παιδόπολη «Η ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ» Ιωαννίνων και το Κέντρο Παιδικής
Μέριμνας Θηλέων Ιωαννίνων «ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ»),
μετατράπηκαν σε Ν.Π.Δ.Δ. που υπόκεινται στον έλεγχο και την εποπτεία του
Διοικητή της οικείας Υγειονομικής Περιφέρειας, διέπονται από τις διατάξεις του
νόμου αυτού, έχουν δικό τους προϋπολογισμό, πρωτόκολλο, σφραγίδα, αρχείο και
αριθμό φορολογικού μητρώου, ενώ η έναρξη λειτουργίας του Κέντρου Παιδικής
Μέριμνας Θηλέων Ιωαννίνων ως Ν.Π.Δ.Δ., προβλέφθηκε με την υπ' αριθμ.
Π3/Φ.ΝΟΜ/ΓΠοικ.45162 (ΦΕΚ Β' 604/5-5-2005) απόφαση του Υπουργού Υγείας και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Ωστόσο, με το άρθρο 1 του π.δ/τος 132/4-7-2006 (ΦΕΚ
143/13-7-2006) το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Παιδόπολη
Ιωαννίνων «Η ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ», καταργήθηκε, και με το άρθρο 3 του π.δ/τος αυτού, στα
δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της υπεισήλθε η ΔΥ.ΠΕ
Ηπείρου. Αρα, η τελευταία, ως ειδική διάδοχος του
καταργηθέντος νομικού προσώπου, συνεχίζει τις δίκες που το αφορούν και
παρίσταται για λογαριασμό αυτού και όχι για ίδιο λογαριασμό, όπως φέρεται με
την αγωγή. Έτσι, επειδή οι ενάγοντες μέχρι τις 20-9-2005 που αποσπάστηκαν στο
α' εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Κέντρο Παιδικής Μέριμνας Θηλέων Ιωαννίνων
«ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ», παρείχαν τις υπηρεσίες τους στην Παιδόπολη Ιωαννίνων, αυτή ήταν υπόχρεη απέναντι τους για
την ικανοποίηση των πάσης φύσεως αξιώσεων τους από τις επίδικες εργασιακές
συμβάσεις. Με την κατάργηση όμως της Παιδόπολης, η
υποχρέωση αυτή βαρύνει το γ' εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. της ΔΥ.ΠΕ
Ηπείρου, ως ειδικού διαδόχου αυτής, ενώ για το χρονικό διάστημα από 20-9-2005
και μέχρι την άσκηση της αγωγής, στην καταβολή των οποιωνδήποτε παροχών προς
αυτούς υποχρεούται το α' εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., εφόσον οι ενάγοντες μισθοδοτούνται
από αυτό, σύμφωνα με την αγωγή, γεγονός που και το τελευταίο δεν αρνήθηκε.
Περαιτέρω, οι ενάγοντες, με την αγωγή τους, όπως αυτή αναπτύσσεται και με τις
έγγραφες προτάσεις τους, ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι μολονότι ασκούν τα
ίδια καθήκοντα, υπό τις ίδιες και δυσμενέστερες ακόμη συνθήκες, με τους
συναδέλφους τους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης (όρθρο 6 του π.δ/τος 95/2000), δεν τους καταβλήθηκε το ειδικό
μηνιαίο επίδομα των 200 ευρώ του άρθρου 35 του ν. 3329/2005, όπως το άρθρο
εκτίθεται στη μείζονα σκέψη, για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως
31-12-2005, κατά παράβαση πρωτίστως της αρχής της ισότητας και της ίσης
μεταχείρισης των πολιτών. Με την προαναφερόμενη διάταξη, όπως συνάγεται ευθέως
από το περιεχόμενο της, θεσπίσθηκε νέα παροχή επιδοματικού χαρακτήρα, η οποία
χορηγήθηκε στο σύνολο αδιακρίτως του προσωπικού του υπηρετούντος στην Κεντρική
Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (τακτικό προσωπικό
και μετακλητοί υπάλληλοι) και στους αποσπασμένους σ' αυτή, ανεξάρτητα από τη
σχέση εργασίας που το συνέδεε με το Δημόσιο, την ειδικότητα και τον κλάδο
απασχόλησης του, αποβλέπουσα, κατά συνέπεια, ουσιαστικά στην αύξηση του
εισοδήματος του συγκεκριμένου μόνο προσωπικού, χωρίς τούτο να υπαγορεύεται και
να επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος.
Τούτο διότι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ότι μόνο το προσωπικό της Κεντρικής
Υπηρεσίας του Υπουργείου και δη το σύνολο αυτού αδιακρίτως,: αντιμετώπισε αυξημένο φόρτο
εργασίας και αυξημένες ευθύνες μετά τις αλλαγές στο Ε.Σ.Υ., με την κατάργηση
των Πε.Σ.Υ.Π., την δημιουργία των ΔΥ.ΠΕ
και την αναμόρφωση των νοσοκομείων σε Ν.Π.Δ.Δ., ή ότι όλοι ανεξαιρέτως οι
εργαζόμενοι στην Κεντρική Υπηρεσία έχουν αναλάβει συντονιστικό και επιτελικό
ρόλο αναφορικά με τις δραστηριότητες των ανωτέρω εποπτευόμενων φορέων, ή ότι η
αλλαγή του συστήματος προμηθειών των νοσοκομείων συνεπάγεται φόρτο εργασίας και
ευθύνες για όλους τους υπαλλήλους συλλήβδην, λόγοι που, κατά την εισηγητική
έκθεση του νόμου 3329/2005 αποτέλεσαν την προσχηματική δικαιολογική
βάση για την χορήγηση από αυτόν της παραπάνω νέας παροχής (μηνιαίου επιδόματος)
στο εν λόγω προσωπικό και μόνο. Εξάλλου, όταν καταργήθηκαν τα Πε.Σ.Υ.Π. με το ν. 3329/2005, αντικαταστάθηκαν από τις ΔΥ.ΠΕ., οι οποίες ανέλαβαν τις ίδιες υποχρεώσεις, τα ίδια
καθήκοντα και τον ίδιο λειτουργικό ρόλο με τα προηγούμενα, ενώ η γεωγραφική
κατανομή όλων των εποπτευομένων Ν.Π.Δ.Δ. στον χώρο της Υγείας (ήτοι νοσοκομεία,
μονάδες κοινωνικής φροντίδας κ.λ.π.) παραμένει η ίδια, παρά την μετονομασία των
Πε.Σ.Υ.Π. σε ΔΥ.ΠΕ. (ν.
3106/2003 και 3329/2005). Αντιθέτως, οι ως άνω επιχειρούμενες αλλαγές στον χώρο
της Υγείας, επηρέασαν κυρίως το προσωπικό των νοσοκομείων και των μονάδων
κοινωνικής φροντίδας, το οποίο βρίσκεται στην «πρώτη γραμμή του πυρός», αφού
εκτελεί τα καθήκοντα του με ελλείψεις προσωπικού και κάτω από ιδιαίτερες
εργασιακές συνθήκες, τόσο από φύσεως απασχόλησης τους (επαφή με ασθενείς,
ωράριο εργασίας), όσο και εργασιακού περιβάλλοντος (έκθεση σε μικρόβια,
φάρμακα, ακτινοβολία κ.ά.), ώστε θα μπορούσε να πει κανείς, ότι αυτές (συνθήκες
εργασίας) είναι τουλάχιστον ταυτόσημες και ανάλογες, αν όχι επαχθέστερες, με
εκείνες των συναδέλφων τους στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου και ότι τα
καθήκοντα τους δεν υπολείπονται σε σοβαρότητα και σπουδαιότητα από τα καθήκοντα
των τελευταίων. Εξάλλου, η νομική, λειτουργική και περιουσιακή ανεξαρτητοποίηση
των νοσηλευτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν πλέον ως Ν.Π.Δ.Δ., επέφερε σημαντική
αύξηση στις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των διοικητικών και οικονομικών
υπαλλήλων των νοσοκομείων και των μονάδων κοινωνικής φροντίδας, αφού
επωμίστηκαν μεγαλύτερο έργο ως προς την μισθοδοσία του προσωπικού, την
διεκπεραίωση των ζητημάτων που αφορούν το ιατρικό και. νοσηλευτικό προσωπικό,
την κατάρτιση του προϋπολογισμού, την προμήθεια εξωσυμβατικού
υλικού κ.λ.π.. Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω και τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν
και ερμηνεύθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και δεδομένου ότι, ειδικότερη
μορφή της αρχής της ισότητας αποτελεί η μισθολογική ισότητα δημοσίου λειτουργού
ή υπαλλήλου που δημιουργεί αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα ίσης μισθολογικής
μεταχειρίσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ως άνω ρύθμιση επιδοματικού χαρακτήρα
που εισήγαγε το άρθρο 35 του ν. 3329/2005, καθιερώνει δυσμενή μεταχείριση,
ανεπίτρεπτη μισθολογική διάκριση και αντισυνταγματική ρύθμιση σε βάρος του
προσωπικού των μονάδων κοινωνικής φροντίδας, στο οποίο εντάσσονται και οι
ενάγοντες. Ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη ότι συνέτρεχαν και για τους ενάγοντες
οι ίδιοι λόγοι για την χορήγηση και σ' αυτούς του ειδικού επιδόματος των 200
ευρώ το μήνα (το οποίο σημειωτέον προστίθεται στο βασικό μισθό κατά την αγωγή),
κρίνει ότι, για να αποκατασταθεί η συνταγματική αρχή της ισότητας, το επίδομα
τούτο πρέπει να χορηγηθεί και στους ενάγοντες. Έτσι, αυτοί δικαιούνται να
λάβουν, για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 31-12-2005, συνολικό
ποσό 2.800 ευρώ έκαστος (14 μήνες Χ 200 ευρώ). Από το συνολικό αυτό ποσό, το γ'
εναγόμενο η ΔΥ.ΠΕ Ηπείρου οφείλει να καταβάλλει σε
καθένα τους, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής
τους, το μερικότερο ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο επίμαχο
επίδομα ειδικής απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 μέχρι
20-9-2005, ενώ για την καταβολή του αντίστοιχου στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα
από 20-9-2005 έως 31-12-2005 επιδόματος που ανέρχεται σε 800 ευρώ, η αγωγή
πρέπει να απορριφθεί ως προς το γ' εναγόμενο ως ουσία αβάσιμη, σύμφωνα με τα
ανωτέρω αναφερόμενα, αφού για το ποσό αυτό η υποχρέωση καταβολής βαρύνει το α'
εναγόμενο νομικό πρόσωπο, από το οποίο μισθοδοτούνταν το χρόνο εκείνο οι
ενάγοντες, ως προς το οποίο αντιστοίχως η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία
αβάσιμη για το πρώτο χρονικό διάστημα (από 1-1-2005 έως 20-9-2005). Επίσης, το
Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα επιφέρει σημαντική ζημία
στους ενάγοντες, για το λόγο αυτό πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η
απόφαση για όλους. Τέλος, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγούν
τα εναγόμενα από τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων κατ εφαρμογή του άρθρου
275 παρ.1 εδ.ε' Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει το πρώτο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Κέντρο Παιδικής
Μέριμνας Θηλέων Ιωαννίνων «ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ» να καταβάλλει
στον καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 800 ευρώ, νομιμοτόκως
από την επίδοση της αγωγής.
Υποχρεώνει το τρίτο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Διοίκηση
Υγειονομικής Περιφέρειας Ηπείρου (ΔΥ.ΠΕ. Ηπείρου) να
καταβάλλει σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 2.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για όλο το ποσό που τα ως άνω
εναγόμενα οφείλουν σε καθέναν από τους ενάγοντες.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στα Ιωάννινα στις 28-2-2007 σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του.