Ειρ.Αθ. 726/2004
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προστασία
καταναλωτών - Καταχρηστικότητα ΓΟΣ - Τράπεζες - Δάνεια - Προμήθεια -
Διαχειριστικά έξοδα -.
Η
εφάπαξ επιβάρυνση ύψους σχεδόν 1% επί του ποσού του δανείου που επέβαλε η εναγόμενη
τράπεζα κατά τη σύναψη των δανείων στους ενάγοντες (δανειολήπτες) ως
"έξοδα χρηματοδότησης" και "έξοδα φακέλου" ή άλλως
"διαχειριστικά έξοδα" συνιστά προμήθεια, η είσπραξη της οποίας
απαγορεύεται από την ΠΔ/ΤΕ 1969/1991. Ακυρη η σχετική συμφωνία για καταβολή κατά το άρθρο 178 ΑΚ. Ο γενικός όρος συναλλαγών που προβλέπει την παραπάνω
επιβάρυνση είναι εξάλλου καταχρηστικός και κατά το άρθρο 2 ν. 2251/1994 γιατί
παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας. Υποχρέωση της εναγόμενης τράπεζας να
καταβάλει στους ενάγοντες τα χρήματα που εισέπραξε σε εφαρμογή του παραπάνω
όρου.
Αριθμός 726/2004
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Σταυροπούλου Χρυσάνθη, οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς
Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών με την παρουσία της Γραμματέως
Ελένης Ζαχοριαδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις
24 Νοεμβρίου 2003, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
Των εναγόντων: 1) Μ.Α.
του Κ. και της Μ.Α. του Ι. συζύγου του Α., κατοίκων
Αμαρουσίου Αττικής, 2) Γ.Κ. του Α. και της Χ.Θ. ταυ Θ. συζ. Γ.Κ., κατοίκων Πατρών, 3) Π.Τ.
του Δ. και της Β. κατοίκων Ζωγράφου, 4) Χ.Κ. του Θ.
και της Κ.Ε. του Β., κατοίκων Καλλιθέας, που
εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μελίνα Μουζουράκη.
Της εναγομένης: Της Ανωνύμου Τραπεζικής
Εταιρείας, με την επωνυμία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα ,
εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νικολέττα
Παπαθανασοπούλου.
Οι ενάγοντες με την από 23-12-2002 αγωγή
τους, διαδικασίας τακτικής, που κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 7044/31-12-2002,
ζήτησαν όσα αναφέρονται σ' αυτήν.
Για την προκείμενη συζήτηση της αγωγής και
μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκα και κατά τη σειρά εγγραφής
της σ' αυτό, το Δικαστήριο αφού:
Ακουσε όσα
περιέχονται στα πρακτικά.
Μελέτησε τη δικογραφία.
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994
"περί προστασίας των καταναλωτών", όπως ο νόμος αυτός ισχύει, ο,
γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που
έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονταί και
είναι άκυρο, αν έχουν ως αποτέλεσμα την διατάραξη της ισορροπίας των
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή.
Στην παρ. 7 του ως άνω άρθρου αναφέρονται ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων
που θεωρούνται άνευ ετέρου από το νόμο ως καταχρηστικοί χωρίς να χρειάζεται ως
προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του
άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως
προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του
γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα
αναφερόμενα σ' αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως
καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του
καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η
σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης
σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως
μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το
ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα , η
διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει
έναν γενικά όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε
αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης.
Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη
σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για
διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για
κατάργηση του. Οι ΓΟΣ τέλος, πρέπει, συμφωνά με την
αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των
μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 296, 1030 και 1219/2001 ΔΕΕ 11, σελ. 1112, 1125 και 1128 αντίστοιχα).
Στην κρινόμενη αγωγή οι ενάγουσες εκθέτουν
ότι με συμβάσεις στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτών και της
εναγομένης Τράπεζας , η τελευταία τους χορήγησε δάνεια ύψους 33.218 ευρώ και 80.782 ευρώ στους
πρώτους, 62,757 ευρώ στους δεύτερους, 90.975,79 ευρώ στους τρίτους και 31.694,79 ευρώ
στους τέταρτους. Ότι κατά την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων η εναγομένη τους
επέβαλε να της καταβάλουν μία επιβάρυνση που ανερχόταν σε ποσοστό 1% επί του
ποσού του κάθε δανείου, την οποία (επιβάρυνση) ονόμαζε "διαχειριστικά
έξοδα". Ότι κατά την χορήγηση των ως άνω δανείων κατέβαλαν στην εναγομένη
οι πρώτοι εξ αυτών το ποσό των 1140 ευρώ, οι δεύτεροι
το ποσό των 589,44 ευρώ, οι τρίτοι το ποσό των 671,05
ευρώ και οι τέταρτοι το ποσό των 244,84 ευρώ. "Οτι η είσπραξη από
την εναγομένη των παραπάνω ποσών ήτοι ένα τοις εκατό επί του ποσού του κάθε
δανείου που πήρε καθένας απ' αυτούς, είναι παράνομη κατά το άρθρο 1 της
1969/8-8-1991 ΠΔ/ΤΕ και παράνομα και υπαίτια η
εναγομένη τους ζημίωσε κατά τα ποσά αυτά. Ότι επιπροσθέτως ο όρος της πρόβλεψης
της παραπάνω επιβάρυνσης είναι καταχρηστικός γιατί παραβιάζει τις αρχές της
καλής πίστης και τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Ζητούν δε, να
υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει για την αποκατάσταση της υλικής ζημιάς
στους πρώτους ενάγοντες το ποσά τ ων 1.140 ευρώ,
στους δεύτερους το ποσό των 589,44 ευρώ, στους
τρίτους το ποσό των 671,05 ευρώ και στους τέταρτους
το ποσά των 244,84 ευρώ. Επίσης ζητούν να επιδικαστεί
σε καθέναν από τους ενάγοντες το ποσό των 150 ευρώ ως
χρηματική τους ικανοποίηση, ισχυριζόμενοι ότι υπέστησαν ηθική βλάβη λόγω
προσβολής της προσωπικότητας τους από την παραπάνω ενέργεια της εναγομένης, η
οποία παραβίασε την 1969/1961 ΠΔ/ΤΕ που απαγορεύει
την είσπραξη προμήθειας και χρησιμοποίησε αδιαφανή και καταχρηστικό όρο στη
χορήγηση των δανείων, με σκοπό να τον χρησιμοποιεί ως πρόσχημα για να
εισπράττει με συγκαλυμμένο τρόπο ποσά που δεν δικαιούται προκαλώντας τους
ζημιά. Ζητούν, τέλος νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να κηρυχθεί η
απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Επικουρικά ζητούν οι ενάγοντες να υποχρεωθεί η
εναγομένη να τους καταβάλει τα παραπάνω ποσά κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου
πλουτισμού εφόσον τόσο η συμφωνία για την καταβολή των διαχειριστικών εξόδων
είναι άκυρη εφόσον προσκρούε, στην ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 όσο και ο όρος που προβλέπει ότί θα
καταβάλουν στην εναγομένη ποσά 1% προκειμένου να πάρουν απ' αυτή δάνειο είναι
καταχρηστικός κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994.
Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί
ενώπιον του δικαστηρίου αυτού κατά την τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη
στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 της 1969/1991 ΠΔ/ΤΕ,
2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, 914, 297, 298, 346 ΑΚ,
907, 908 ΚΠολΔ και στη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ ως προς την επικουρική της βάση. Το αίτημα της καταβολής
χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας τους
πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, εφόσον τα επικαλούμενα πραγματικά
περιστατικά, που αφορούν μάλιστα και το σύνολο των καταναλωτών της εναγομένης,
δεν συνιστούν προσβολή κάποιου αγαθού της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής ή
κοινωνικής ατομικότητας τους. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη
να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι
έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά
υπέρ του ΤΝ, ΤΠΔΑ ( βλ. το
υπ' αριθμ. 065350/2003 έντυπο αγωγοσήμου).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων
αποδείξεως και ανταποδείξεως που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου
αυτού και από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν
αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τις από 21-6-2002 δύο
συμβάσεις στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκαν μεταξύ των πρώτων εναγόντων και
της εναγομένης τράπεζας στην Αθήνα, η τελευταία τους χορήγησε δύο
τοκοχρεολυτικά δάνεια για την αγορά κατοικίας ποσού 33.213 ευρώ
και 80,782 ευρώ αντίστοιχα. Η εξόφληση των δανείων θα
γινόταν σε 240 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και το επιτόκιο συμφωνήθηκε για
το πρώτο δάνειο σταθερό για τον πρώτο χρόνο σε 4,27 % και για το επόμενο
διάστημα δικαίωμα επιλογής σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου και για το δεύτερο
δάνειο κυμαινόμενο το οποίο κατά την στιγμή της κατάρτισης της σύμβασης
ανερχόταν σε 5,62%. Τα ποσά των ως άνω δανείων εκταμιεύτηκαν από τους πρώτους
ενάγοντες στις 25-7-2002 και την ίδια μέρα αυτοί κατέβαλαν στην εναγομένη
κατόπιν αξίωσης της για έξοδα χρηματοδότησης το ποσό των 332,18 ευρώ για τη χορήγηση του πρώτου δανείου και το ποσό των
807,82 ευρώ για τη χορήγηση του δεύτερου δανείου και
συνολικά το ποσό των 1.140 ευρώ που αντιστοιχεί σε
ποσοστό 1% επί του ύψους των δανείων αυτών, Με την από 3-7-2000 σύμβαση
στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ των δεύτερων εναγόντων και της
εναγομένης Τράπεζας στην Πάτρα, η τελευταία τους χορήγησε τοκοχρεολυτικό δάνειο
ποσού 62,757 ευρώ για την αγορά διαμερίσματος. Η
εξόφληση του δανείου θα γινόταν σε έξι ισόποσες εξαμηνιαίες τοκοχρεολυτικές
δόσεις μετά την εκταμίευση του ποσού του δανείου και το επιτόκιο συμφωνήθηκε
κυμαινόμενο το οποίο τη στιγμή της κατάρτισης της σύμβασης ανερχόταν σε 5.62%.
Το ποσά του ως άνω δανείου εκταμιεύτηκε από τους δεύτερους ενάγοντες στις
24-7-2000 και την ίδια μέρα αυτοί κατέβαλαν στην εναγόμενη κατόπιν αξίωσης της
"ως διαχειριστικά έξοδα", τα ποσό των 589,44 ευρώ
που αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 1 % επί του ύψους του δανείου αυτού. Με την
από 2-2-2000 σύμβαση στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ των τρίτων
εναγόντων και της εναγομένης Τράπεζας στην Αθήνα, η τελευταία τους χορήγησε
τοκοχρεολυτικό δάνειο ποσού 90.975,79 ευρώ για την
αγορά διαμερίσματος. Η εξόφληση του δανείου θα γινόταν σε 180 μηνιαίες
τοκοχρεολυτικές δόσεις μετά την εκταμίευση ταυ ποσού του δανείου και το
επιτόκιο συμφωνήθηκε κυμαινόμενο, το οποίο τη στιγμή της κατάρτισης ανερχόταν
σε 10.50%. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύθηκε από τους τρίτους ενάγοντες
στις 9-5-2000 και την ίδια μέρα αυτοί κατέβαλαν στην εναγομένη κατόπιν αξίωσης
της για έξοδα φακέλου, άλλως ως διαχειριστικά έξοδα το ποσό των 671,05 ευρώ.
Με την από 5-7-1999 σύμβαση στεγαστικού
δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ των τέταρτων εναγόντων και της εναγομένης
Τράπεζας στην Αθήνα, η τελευταία τους χορήγησε τοκοχρεολυτικό δάνειο ποσού
31.694,79 ευρώ για την αγορά διαμερίσματος. Η
εξόφληση του δανείου θα γινόταν σε 180 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις μετά την
εκταμίευσα του ποσού του δανείου και το επιτόκιο συμφωνήθηκε σταθερό για τα
πρώτα τρία έτη σε 8,62% και για το επόμενο χρονικό διάστημα δικαίωμα επιλογής
σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου. Το ποσό του ως άνω δανείου εκταμιεύθηκε στις
5-7-1999 από τους τέταρτους ενάγοντες και την ίδια μέρα αυτοί κατέβαλαν στην
εναγομένη κατόπιν αξίωσης της για έξοδα φακέλου το ποσό των 244.84 ευρώ.
Κατά την σύναψη των ως άνω δανείων η
εναγομένη είχε επιβάλλει στους ενάγοντες, πέρα από το επιτόκιο με το οποίο
επιβαρύνονται τα δάνεια και μια εφάπαξ επιβάρυνση που ανέρχεται σε ύψος 1% επί
του ποσού των δανείων των πρώτων εναγόντων και σε ύψος σχεδόν 1% επί των ποσών
των δανείων των λοιπών εναγόντων, την οποία η εναγομένη ονομάζει "έξοδα
χρηματοδότησης" και "έξοδα φακέλου" άλλως " διαχειριστικά
έξοδα" ποσών 1.140 ευρώ, 589,44 ευρώ, 671,05 ευρώ και 244,84 ευρώ αντίστοιχα. Η πιο πάνω επιβάρυνση συνιστά προμήθεια
της εναγομένης για τη χορήγηση των στεγαστικών δανείων, αφού φέρει όλα τα
χαρακτηριστικά της προμήθειας. Δηλαδή έχει προκαθοριστεί το ύψος της
προκαταβάλλεται εφάπαξ από τους δανειολήπτες κατά τη σύναψη των δανειακών
συμβάσεων και μάλιστα πριν από την χορήγηση σ' αυτούς του ποσού του δανείου και
είναι ανεξάρτητη από το επιτόκιο και τα άλλα έξοδα που επιβάλλονται στους
τελευταίους για τη χορήγηση του δανείου. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και την απόφαση ΕΝΠΘ/ΤΕ
524/1993, απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια των οποίων το επιτόκιο
ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα. Επομένως, η εν λόγω επιβάρυνση
είναι παράνομη, αφού αντίκειται στη διάταξη αυτή και οι σχετικές συμφωνίες
είναι άκυρες κατά το άρθρο 173 του ΑΚ. Επιπρόσθετα, η
πρόβλεψη για την επιβάρυνση αυτή, η οποία δεν περιλαμβάνεται στους έντυπους
όρους συναλλαγών αλλά ανακοινώνεται στους δανειοδοτούμενους προφορικά συνιστά
γενικό όρο συναλλαγών καθώς η σχετική πρόβλεψη έχει γίνει εκ των προτέρων, δεν
αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ισχύει για απροσδιόριστο αριθμό
καταναλωτών που συνάπτουν συμβάσεις στεγαστικών δανείων. Ελέγχεται έτσι, για
την εγκυρότητα της με βάση τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Και με
βάση αυτές τις διατάξεις ο πιο πάνω όρος είναι καταχρηστικός γιατί παραβιάζει
την αρχή της διαφάνειας και διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Δεδομένου ότι
προκαλείται σύγχυση στον τελευταίο για το τι καλύπτει ο τόκος και τι η
προμήθεια και δημιουργείται έτσι αδιαφάνεια, μη συγκρισιμότητα
με αντίστοιχες παροχές άλλων Τραπεζών και μη ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού
σε βάρος των καταναλωτών.
Περαιτέρω ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η
παραπάνω εφάπαξ επιβαλλόμενη στους ενάγοντες επιβάρυνση δεν συνίσταται σε προμήθεια
για την χορήγηση των δανείων αλλά σε διαχειριστικά έξοδα αυτών πρέπει να
απορριφθεί σαν αβάσιμος.
Έτσι με την παράνομη και υπαίτια είσπραξη
από τους πρώτους ενάγοντες του ποσού των 1.140 ευρώ,
από τους δεύτερους του ποσού των 589,44 ευρώ, από τους
τρίτους του ποσού των 671,05 ευρώ και από τους
τέταρτους του ποσού των 244.84 ευρώ . κατά την
χορήγηση των παραπάνω αναφερομένων ποσών των δανείων, η εναγομένη τους ζημίωσε
κατά τα ποσά αυτά αντίστοιχα.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η
κρινόμενη αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να
υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους πρώτους ενάγοντες το ποσό των 1140
(332,18 + 807.82) ευρώ, στους δεύτερους ενάγοντες το
ποσό των 589,44 ευρώ, στους τρίτους το ποσό των
671,05 ευρώ και στους τέταρτους το ποσό των 244,84 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την
εξόφληση. Το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να
απορριφθεί γιατί δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι οποίοι επιβάλλουν την
προσωρινή εκτελεστότητα.
Τα
δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν κατά ένα μέρος λόγω της εν μέρει νίκης
και ήττας των διαδίκων (άρθρο 178 ΚπολΔ) και να
επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος της εναγομένης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στους
πρώτους ενάγοντες το ποσό των χιλίων εκατόν σαράντα (1140) ευρώ,
στους δεύτερους ενάγοντες το ποσό των πεντακοσίων ογδόντα εννιά ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (589,44), στους τρίτους
ενάγοντες το ποσό των εξακοσίων εβδομήντα ένα ευρώ
και πέντε λεπτών (671,05) και στους τέταρτους ενάγοντες το ποσό των διακοσίων
σαράντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών
(244,84) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης ένα μέρος
των δικαστικών εξάδων των εναγόντων, το ύψος των οποίων ορίζει σε εκατόν εξήντα
(160) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε
έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του. Αθήνα, 23 Μαρτίου 2004.