ΕιρΑθ 2676/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προστασία καταναλωτών - Τράπεζες - Στεγαστικό δάνειο - Ποινή προεξόφλησης - Καταχρηστικότητα Γ.Ο.Σ. -.

 

Καταχρηστικός ο γενικός όρος συναλλαγών σύμβασης στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που προβλέπει για την περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου την καταβολή αποζημίωσης στην τράπεζα ποσού ίσου με τον τόκο ενός εξαμήνου. Υποχρεώνεται η Τράπεζα να επιστρέψει το ποσό που εισέπραξε σε εφαρμογή του όρου στους ενάγοντες δανειολήπτες.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός Αποφάσεως 2676/2004

   ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

   Αποτελούμενο από τον ειρηνοδίκη Αθηνών Θωμά - Θεόδωρο Γεωργούλα, Πρόεδρο Ειρηνοδικών, και από τη Γραμματέα Βασιλική Ιωσηφίδου .

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10/5/2004 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   Των εναγόντων: 1) Χ. Α. του Χ. κατοίκου Αθηνών και 2) Π. Μ. του Νικολάου κάτοικος Αθηνών τούς οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δημήτριος Σπυράκος.

   Της εναγομένης: Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα ως οιονεί καθολική διάδοχος της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΕΚΤΕ) λόγω συγχωνεύσεως, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταυρούλα Καραθάνου.

   Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η αγωγή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 805/2004, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

   Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγών (ΓΟΣ) στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν 2251/1994 Προστασία των καταναλωτών που ενσωμάτωσαν την Οδηγία 93/13/ ΕΟΚ της 5-4-1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24β του Ν 2741/1999 γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου στη σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Κατά δε την παρ. 7 του ιδίου πιο πάνω άρθρου, όπως και αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24 γ του Ν 2741/1999, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών που μεταξύ άλλων : α)...β)...ι α) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή ..Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, που αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, με τα αναφερόμενα σ' αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Ας σημειωθεί ότι μετά την αντικατάσταση της παρ. 6 του άρθρου 2 Ν 2251/1994 με το άρθρο 10 παρ. 24β του Ν 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (Εφ. Αθ. 6291/2000 ΔΕΕ 11(2000) 1122). Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτιολογία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Περαιτέρω όσον αφορά την ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων ΓΟΣ,που θεωρούνται, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, άνευ ετέρου καταχρηστικοί, ήτοι χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και άρα απαγορευτέοι και άκυροι θα πρέπει να λεγχθεί ότι οι όροι αυτοί αποτελούν ενδεικτικές (μεμονωμένες) νομοθετικές εξειδικεύσεις της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2, πρακτικά χρησιμότατες, διότι υπηρετούν αφενός τη νομική σαφήνεια στο βαθμό που παρέχουν ένα ασφαλέστερο προσανατολισμό και αφετέρου τη νομική ασφάλεια στο βαθμό που τα αποτελέσματα του άμεσου ελέγχου ενός ΓΟΣ γίνονται έτσι διαγνωστά και προβλέψιμα. Εντέλει κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν 2251/1994, ο οποίος περιέχει 31 περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται αυτοδικαίως καταχρηστικοί χωρίς να είναι αναγκαία οποιαδήποτε άλλη στάθμιση. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή η καταχρηστικότητα θα κριθεί με βάση τα κριτήρια της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν 2251/1994, χωρίς να αποκλείεται ο αναγκαίος συσχετισμός των ειδικών ρυθμίσεων που περιέχονται στην παρ. 7 με το θεμελιώδες γενικό αξιολογικό κριτήριο της καταχρηστικότητας που είναι η διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, και αποτελεί τον κατά την παρ. 6 βασικό άξονα της όλης ρύθμισης για την ακυρότητα των καταχρηστικών όρων, εφόσον απαιτείται για την εξειδίκευση αορίστων νομικών εννοιών και αορίστων αξιολογικών κριτηρίων που εμπεριέχονται στο νομοθετικό κείμενο επιμέρους περιπτώσεων του ενδεικτικού καταλόγου καταχρηστικών όρων της παρ. 7.Επομένως, αφού διαπιστωθεί η καταχρηστικότητα του συγκεκριμένου ΓΟΣ, έννομη συνέπεια της καταχρηστικότητας είναι η ακυρότητα. Τέλος οι ΓΟΣ, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο ορθό και σαφή. Ειδικότερα δε στις καταναλωτικές συμβάσεις ο Ν. 2251/1994 αξιώνει τα κριτήρια με τα οποία καθορίζονται οι όροι αυτών να αναφέρονται στη σύμβαση, δεδομένου ότι ο Ν. 2251/1994(άρθρο 2 παρ. 7 εδ.ια') δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος παρά μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια (ΑΠ 296/2001 Ελλ. Δικ 42,1321, ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 11,1125, ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 11,1128). Στην κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες εκθέτουν ότι κατόπιν συμβάσεως τοκοχρεολυτικού δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτών και της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία Ανώνυμος Εταιρεία Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος, στη θέση της οποίας έχει υπεισέλθει ήδη δι' απορροφήσεως η εναγομένη από 8-8-1998 και έτσι κατέστη καθολική διάδοχος αυτής, η τελευταία τους χορήγησε ενυπόθηκο στεγαστικό δάνειο ποσού 22.800.000 γεν Ιαπωνίας(JPY) ισοτίμου προς 54.150.000 δραχμών με κυμαινόμενο επιτόκιο και τους επί μέρους όρους που αναφέρονται σ' αυτή, με σκοπό τη συμπλήρωση του τιμήματος αγοράς ενός διαμερίσματος το οποίο περιήλθε στους ενάγοντες δυνάμει του με αριθμό 66143/16-2-1998 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Τ. Π.. Ότι όλοι οι όροι της δανειακής σύμβασης ήταν προδιατυπωμένοι από την εναγομένη, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συνιστούν τους γενικούς όρους με βάση τους οποίους η εναγομένη χορηγούσε δάνειο προς τους ενδιαφερομένους να συμβληθούν μαζί της για το συγκεκριμένο είδος δανείου, μεταξύ δε των οποίων (όρων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων) ήταν και εκείνος που περιλαμβάνεται

στο άρθρο 6 της δανειακής σύμβαση κατά τον οποίο: Ο οφειλέτης δικαιούται να εξοφλήσει πρόωρα ολοσχερώς το δάνειο ……Στην περίπτωση αυτή υποχρεούται ο οφειλέτης να καταβάλει στη δανείστρια για αποζημίωσή της στο δια του παρόντος συνομολογούμενο νόμισμα και ποσό ίσο με τον τόκο ενός εξαμήνου του προκαταβαλλομένου κεφαλαίου, διαφορετικά η δανείστρια δικαιούται να αποκρούσει την προσφορά. Ότι οι ενάγοντες περιήλθαν σε αδυναμία όπως ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους από το δάνειο, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκε η εναγομένη και συγχρόνως γνωστοποίησαν προς αυτήν την πρόθεση τους να πωλήσουν το αγορασθέν διαμέρισμα και να προεξοφλήσουν, με το τίμημα που θα καταβάλει ο νέος αγοραστής για την αγορά του, πλήρως το δάνειο, καθώς μάλιστα προϋπόθεση για την μεταβίβαση ήταν να γίνει η άρση της προσημείωσης υποθήκης η οποία ενεγράφη για την εξασφάλιση του δανείου από την εναγομένη. Ότι η τελευταία προκειμένου να συναινέσει στην μεταβίβαση του ακινήτου αξίωσε και έλαβε από τους ενάγοντες, εκτός των ποσών που εδικαιούτο μέχρι τότε, δηλαδή τα ποσά που αντιστοιχούσαν στο άληκτο κεφάλαιο, τους τόκους μέχρι εκείνου του χρονικού σημείου, και το ποσό των 379.565 γιεν ή το αντίστοιχο σε δραχμές κατά την ισοτιμία αυτού από 1.193.778 δραχμές και κατά το ισχύον πλέον νόμισμα των 3.503,38 Ευρώ. Ότι ο παραπάνω προδιατυπωμένος όρος, ο οποίος ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση δανείου, περί καταβολής αποζημίωσης υπέρ της εναγομένης σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής του δανείου είναι άκυρος και καταχρηστικός κατά το νόμο 2251/1994 και κατά συνέπεια η εναγομένη αξίωσε και έλαβε από τους ενάγοντες το αμέσως παραπάνω ποσό αχρεωστήτως και χωρίς να υφίσταται προς τούτο νόμιμη αιτία, αφού η εναγομένη, ούτε επικαλείται αλλά και ούτε αποδεικνύει την ύπαρξη ζημίας και σε τι συνίσταται αυτή, καθώς επίσης πώς προκύπτει το ύψος της. Ζητούν δε οι ενάγοντες, όπως το δικόγραφο της αγωγής εκτιμάται κατά τον προσήκοντα τρόπο από το δικαστήριο, να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει κατ' ισομοιρία το ποσό των 3.016,26 Ευρώ, όπως η αγωγή περιορίστηκε ως προς το τελικό αιτούμενο ποσό, λόγω καταβολής ποσού 487,12 Ευρώ από μέρους της εναγομένης, κατά τη δήλωση του πληρεξουσίου των εναγόντων που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και για το οποίο ποσό (των 487,12 Ευρώ) θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε η αγωγή (άρθρα 294,295 και 297 ΚΠολΔ), με τους νόμιμους τόκους από 18-4-2003 ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε η από 3-4-2003 ομοία αγωγή των εναγόντων κατά της εναγομένης, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκαν με δήλωσή της ενώπιον του δικαστηρίου αυτού κατά τη συζήτησή της στις 9-2-2004. Ζητούν επίσης να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου αυτού άρθρα 14 παρ 1 εδ α' και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την παρούσα τακτική διαδικασία, είναι δε και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, 174, 904 επ, 340, 345, 346 του ΑΚ, 907, 908 του ΚΠολΔ.

Επομένως, εφόσον για το αντικείμενο (ποσό) της αγωγής έχει καταβληθεί και το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις που αντιστοιχούν σ'αυτό υπέρ τρίτων (βλ. τα προσκομιζόμενα με αριθμούς 140506 και 083281 αγωγόσημα με τα κολλημένα πάνω σ' αυτά κινητά ένσημα υπέρ ΤΠΔΑ και ΤΝ), πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που νόμιμα εξετάστηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού, καθώς και από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με την από 10-4-1998 σύμβαση στεγαστικού δανείου , η οποία καταρτίστηκε μεταξύ της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμος Εταιρεία Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος", η οποία συγχωνεύτηκε δι' απορροφήσεως από 2-10-1998 (ΦΕΚ ΑΕ & ΕΠΕ 7797/2-10-1998) από την εναγόμενη "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΕ" που κατέστη έτσι καθολική διάδοχος αυτής και των εναγόντων, η πρώτη χορήγησε στους δεύτερους (ενάγοντες) δάνειο τοκοχρεολυτικό ενυπόθηκο ποσού 22.800.000 γεν Ιαπωνίας (JPY) ισοτίμου προς 54.150.000 δραχμές με κυμαινόμενο επιτόκιο με σκοπό τη συμπλήρωση του τιμήματος αγοράς ενός διαμερίσματος που βρίσκεται στον τρίτο πάνω από το ισόγειο όροφο της οικοδομής στη συμβολή των οδών Τσακάλωφ και Ηρακλείτου αριθμός 12 και το οποίο είχε περιέλθει στους ενάγοντες με το με αριθμό 66143/16-2-1998 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Τ. Π., σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στην παραπάνω από 10-4-1998 δανειακή σύμβαση. Μεταξύ των όρων που περιλαμβάνονται στην σύμβαση - οι οποίοι ήταν προδιατυπωμένοι από την εναγομένη στο σύνολό τους, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των συμβαλλομένων και συνιστούσαν ουσιαστικά τους γενικούς όρους με βάση τους οποίους η εναγομένη χορηγούσε το δάνειο προς τους ενδιαφερόμενους να συμβληθούν μαζί της για το συγκεκριμένο είδος δανείου (στεγαστικό) ήταν και οι έκτος και ενδέκατος όρος σύμφωνα με τους οποίους: Ο οφειλέτης δικαιούται να εξοφλήσει πρόωρα ολοσχερώς το δάνειο … Στην περίπτωση αυτή υποχρεούται ο οφειλέτης να καταβάλει στη δανείστρια για αποζημίωση της στο δια του παρόντος συνομολογούμενο νόμισμα και ποσό ίσο με τον τόκο ενός εξαμήνου του προκαταβαλλομένου κεφαλαίου, διαφορετικά η δανείστρια δικαιούται να αποκρούσει την προσφορά ... Σε ασφάλεια της δανείστριας για τις κατά του οφειλέτη απαιτήσεις της που προέρχονται από το προκείμενο δάνειο... Ο ... αναλαμβάνει την υποχρέωση να συναινέσει στην εγγραφή υπέρ της δανείστριας Τράπεζας προσημείωσης στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών για το ποσό των 29.640.000 JPY ... Περαιτέρω από τα ίδια όπως παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το Σεπτέμβριο του 2001 οι ενάγοντες περιήλθαν σε οικονομική αδυναμία να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους από τη δανειακή σύμβαση προς την εναγομένη, γεγονός για το οποίο ενημέρωσαν την τελευταία, γνωστοποιώντας της συγχρόνως την πρόθεση τους όπως προβούν στην πώληση του διαμερίσματος, με κύριο στόχο και σκοπό να προεξοφλήσουν ολοσχερώς το δάνειο με το τίμημα που θα τους κατέβαλε ο νέος αγοραστής, το οποίο ας σημειωθεί θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από το οφειλόμενο ποσό του δανείου προς την εναγομένη, η συγκατάθεση της οποίας (για την πώληση του διαμερίσματος) ήταν απολύτως απαραίτητη λόγω εγγραφής, όπως προαναφέρθηκε, υπέρ αυτής προσημείωσης υποθήκης επί του ακινήτου. Η εναγομένη προκειμένου να συναινέσει τόσο στη μεταβίβαση του ακινήτου από τους ενάγοντες προς το νέο αγοραστή, όσο και στην πρόωρη εξόφληση του δανείου, αξίωσε και έλαβε από τους ενάγοντες εκτός των άλλων (ληξιπρόθεσμες οφειλές, τόκους αυτών, άληκτο κεφάλαιο) και το ποσό των 379.565 γιεν Ιαπωνίας ή το αντίστοιχο σε δραχμές ποσό από 1.193.778 με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο της καταβολής και κατά το ισχύον πλέον νόμισμα των 3.503,00 Ευρώ, ως ποινή (PENALTY) λόγω πρόωρης εξόφλησης του δανείου, γεγονός το οποίο συνομολογείται και από την ίδια (εναγομένη), η οποία ισχυρίζεται ότι η είσπραξη από μέρους της του αμέσως παραπάνω ποσού σε βάρος των εναγόντων στηρίζεται σε συμβατικό όρο που περιλαμβανότανε στη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβασης δανείου και ειδικότερα στο με αριθμό 6ο άρθρο αυτής κατά το οποίο Ο οφειλέτης δικαιούται να εξοφλήσει πρόωρα ολοσχερώς το δάνειο . εφόσον δεν υπάρχει καθυστέρηση εξυπηρετήσεως του δανείου. Στην περίπτωση αυτή υποχρεούται ο οφειλέτης να καταβάλει στην δανείστρια για αποζημίωση της στο δια του παρόντος συνομολογούμενο νόμισμα και ποσό ίσο με τον τόκο ενός εξαμήνου του προκαταβαλλομένου κεφαλαίου, διαφορετικά η δανείστρια δικαιούται να αποκρούσει την προσφορά …… Από τη διατύπωση του όρου όμως αυτού σαφώς συνάγεται ότι ο εν λόγω όρος εμφανίζει αοριστία, εφόσον επιτρέπει στην προμηθεύτρια τράπεζα να εισπράττει αποζημίωση, στην περίπτωση της πρόωρης εξόφλησης του δανείου, χωρίς ωστόσο να γίνεται επίκληση της ύπαρξης ζημίας από την πρόωρη αποπληρωμή. Ειδικότερα με τον 6ο όρο της επίδικης δανειακής σύμβασης γίνεται επίκληση αποζημίωσης την οποία δικαιούται να εισπράττει η εναγομένη προμηθεύτρια τράπεζα σε περίπτωση πρόωρης ολοσχερούς εξόφλησης του δανείου το οποίο ισούται με τον τόκο ενός εξαμήνου του προκαταβαλλομένου κεφαλαίου, χωρίς συγχρόνως να γίνεται επίκληση της ζημιάς η οποία προκαλείται στην εναγομένη από την εν λόγω προεξόφληση.    Με τον παραπάνω όρο δεν εξειδικεύεται ποιο είναι σε τι επακριβώς συνίσταται και πως προκύπτει το ποσό που ορίζεται ως αποζημίωση σε βάρος του καταναλωτή. Έτσι όμως με την προαναφερόμενη αοριστία που εμφανίζει ο παραπάνω όρος, καθίσταται το τίμημα του δανείου χωρίς σπουδαίο λόγο αόριστο μια και δεν επιτρέπεται ο προσδιορισμός του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα

για τους ενάγοντες. Οι τελευταίοι (ενάγοντες) με την παραπάνω διατύπωση που έχει το άρθρο 6 της σύμβασης δεν μπορούσαν σε καμιά περίπτωση κατά

τη στιγμή της συμφωνίας με την εναγομένη να προβλέψουν το ακριβές ύψος αυτής της παροχής επιβάρυνσης και αυτό κυμαίνεται ανάλογα με το άγνωστο κατά τη συμφωνία επιστραφέν κεφάλαιο, αφού πρόκειται για τίμημα αόριστο το οποίο θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί αργότερα κατά την πρόωρη εξόφληση με υπολογισμό των συγκεκριμένων συντελεστών, πού όμως κατά τη σύναψη του δανείου ήταν άγνωστοι και απρόβλεπτοι, δηλαδή το κόστος με το οποίο καλούνται να επιβαρυνθούν οι ενάγοντες παραμένει χωρίς σπουδαίο λόγο αόριστο ενόψει του ότι το κριτήριο του καθορισμού του δεν προσδιορίζεται στη σύμβαση, όπως προεκτέθηκε, κατά τρόπο εύλογο για τους ενάγοντες. Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να τονιστεί ότι με την πρόωρη εξόφληση του δανείου η εναγομένη (τράπεζα) δύναται ευχερώς να επαναχορηγήσει το προώρως επιστραφέν ποσό στην αγορά με οποιαδήποτε μορφή πίστης, δηλαδή καταναλωτική, στεγαστική πίστη ή όποια κρίνει εκείνη περισσότερο συμφέρουσα, επίσης με κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως ήταν και το επιτόκιο του ενδίκου δανείου (βλ. σχετικά ως προς την πρόωρη εξόφληση του δανείου ΠΠρΑΘ 1119/2002 ΔΕΕ 2003, 422 με σύμφωνο σχόλιο Μάνου Ασίκη κάτω από αυτή σελ. 447, Εφ. Αθ 5253/2003 αδημ, η οποία εκδόθηκε κατ' έφεση εναντίον της αμέσως παραπάνω αποφάσεως, Ιάκωβος Βενιέρης πρόωρη εξόφληση δανείου, πρβλ και Δέλλιος Γεώργιος: τομές της σύγχρονης αρεοπαγιτικής νομολογίας στα ζητήματα του συλλογικού ελέγχου των γενικών όρων καταναλωτικών συμβάσεων Ελλ Δνη 42,1495 επ. Ύστερα από όλα αυτά ο έκτος (6ο) όρος της δανειακής σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων είναι άνευ ετέρου καταχρηστικός και επομένως ανίσχυρος, αφού σαφώς προσκρούει στη διάταξη του εδαφίου ια της παραγράφου 7 του άρθρου 2 Ν 2251/1994 και κατά συνέπεια η από μέρους της εναγομένης είσπραξη του αιτουμένου από μέρους των εναγόντων ποσού, όπως περιορίστηκε, το ύψος του οποίου δεν αμφισβητείται από την εναγομένη ακύρως και χωρίς νόμιμη αιτία εχώρησε με αποτέλεσμα να υφίσταται υποχρέωση της εναγομένης όπως επιστρέψει αυτό στους ενάγοντες. ο ισχυρισμός της εναγομένης τράπεζας ότι το ποσό που εισέπραξε από τους εναγομένους λόγω της πρόωρης αποπληρωμής του δανείου δεν συνιστά αποζημίωση αλλά αντάλλαγμα άλλης παροχής της τράπεζας το οποίο αποτελεί τμήμα της όλης οικονομίας της δανειακής σύμβασης είναι παντελώς αβάσιμος, δεδομένου ότι από τη γραμματική διατύπωση του έκτου(6ου) όρου της σύμβασης συνάγεται με σαφήνεια ότι το ποσό αυτό αφορά αποζημίωση ( «Στην περίπτωση αυτή υποχρεούται ο οφειλέτης να καταβάλει στη δανείστρια για αποζημίωση της.»). Ισχυρίζεται επίσης η εναγομένη ότι ο παραπάνω όρος είναι σύμφωνος με την οδηγία 93/13 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993. «Σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές» στην παρ. 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστεως δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών τα απορρέοντα από την σύμβαση». Η παραπάνω Οδηγία όμως καθορίζει τα ελάχιστα όρια προστασίας των καταναλωτών, όπως προκύπτει από το άρθρο 8 αυτής κατά το οποίο «τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Έτσι κάνοντας χρήση της ευχέρειας αυτής ο εθνικός νομοθέτης παρέσχε μεγαλύτερη και ευρύτερη προστασία χαρακτηρίζοντας με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.7 περ. ια' του Ν. 2251/1994 σε κάθε περίπτωση καταχρηστικό κάθε όρο πού «χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά και καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή». Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 3.016,26 Ευρώ με το νόμιμο τόκο από της 19-4-2003, επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία κοινοποιήθηκε στην εναγομένη η από 3-4-2003 και με αριθμό κατάθεσης 1939/2003 αγωγή των εναγόντων κατά της εναγομένης για την ίδια ακριβώς αιτία και το ίδιο ποσό όπως προκύπτει από την προσκομιζομένη μετ' επικλήσεως 1317Δ/18-4-2003 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου της Αθήνας Ι. Χ., καθώς επίσης και από την προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως παραπάνω αγωγή (1939/2003), από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκαν οι ενάγοντες (ΑΠ 23/2004 Ελλ Δνη 45,715). Όσον αφορά το αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής το δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν προς τούτο εξαιρετικοί λόγοι και ούτε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημιά στους ενάγοντες και γι' αυτό πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Τέλος τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν για το λόγο ότι, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 περβ΄ ΚΠολΔ).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

   Δέχεται την αγωγή.

   Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των τριών χιλιάδων δέκα έξι ευρώ και είκοσι έξι λεπτών(3.016,26) με το νόμιμο τόκο από τις 19-4-2003.

   Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 30.10.2004.