ΕιρΕλευσίνας 10/2015
Ιατρική ευθύνη - Οδοντίατρος - Παροχή οδοντιατρικών υπηρεσιών - Ιατρική αμέλεια - Αδικοπραξία - Αποζημίωση - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.
Κρίθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη-οδοντίατρος, προστηθείσα της πρώτης εναγομένης-μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε., από αμέλειά της, ήτοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να επιδείξει, την οποία θα επιδείκνυε ο μέσος συνετός ιατρός υπό τις ίδιες συνθήκες, δεν τήρησε τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της οδοντιατρικής επιστήμης, αφού κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων της παραβίασε την υποχρέωση της επιμέλειας να ενεργεί κατά τους θεμελιώδεις κανόνες της επιστήμης της, όσον αφορά την προετοιμασία των δοντιών 11, 21 και 22 της ενάγουσας για την τοποθέτηση κεραμικών όψεων, κατά την οποία τρόχισε τις επιφάνειες αυτών ως το βάθος της οδοντίνης ουσίας, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον δυνατή η συγκόλληση κεραμικών όψεων και να απαιτείται τοποθέτηση κεραμικών στεφανών για την αποκατάσταση των δοντιών της ενάγουσας, υπό την έννοια της κακής εφαρμογής της εν λόγω θεραπείας στην ασθενή, αλλά και εγκατέλειψε στη συνέχεια την ασθενή για χρονικό διάστημα πλέον του διμήνου, αφήνοντας παράλληλα τα υπό θεραπεία δόντια αυτής εκτεθειμένα στο στοματικό περιβάλλον, κατά παράβαση της αυτονόητης υποχρέωσης, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 24 του Α.Ν. 1565/1939. Από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της, που αποτελεί αδικοπραξία, η ενάγουσα υπέστη ζημία, που συνίσταται στη βλάβη της υγείας των δοντιών της, για την αποκατάσταση της οποίας χρειάστηκε να προβεί σε αποκατάσταση των δοντιών της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, εξαιτίας της προαναφερθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, υπέστη ηθική βλάβη και δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως, καθώς πέραν της βλάβης της υγείας της, από τις 21.06.2012 έως τις 30.08.2012 δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει, να εμφανισθεί στην εργασία της, στο ταχυφαγείο, το οποίο διατηρεί στην Ελευσίνα, αλλά και να κάνει θερινές διακοπές, λόγω της εμφάνισης των τριών πρόσθιων δοντιών της άνω γνάθου της. Αποδοχή εν μέρει της αγωγής.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός 10/2015
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Πηνελόπη Αϊβαλή, Ειρηνοδίκη Ελευσίνας και τη Γραμματέα Ελένη Μπέκα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27.03.2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: .. του .., κατοίκου Ελευσίνας Αττικής, οδός .. αρ. , η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεωργίου Τριαλώνη.
Των εναγομένων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΟ ΠΟΛΥΟΔΟΝΤΙΑΤΡΕΙΟ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «E. D. H.», που εδρεύει στην Ελευσίνα Αττικής, οδός . αρ. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) .., κατοίκου ομοίως, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Παναγιώτη Μιτζήθρα.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 29.11.2012 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 142/06.12.2012, προσδιορίστηκε να συζητηθεί αρχικά κατά τη δικάσιμο της 17.10.2013, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της προκείμενης και εγγράφηκε στο πινάκιο, για όσους λόγους αναφέρονται σε αυτήν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
Ακολούθησε συζήτηση, όπως αναφέρεται στα πρακτικά.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ προϋποθέσεις της υποχρέωσης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1) παράνομη πράξη ή παράλειψη, 2) υπαιτιότητα, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας του παρανόμως πράξαντος ή παραλείψαντος, 3) επέλευση ζημίας και 4) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης και της ζημίας. Εξάλλου, το ζημιογόνο γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν πρόσφορη αιτία της ζημίας, αν η ζημία ή η επέκταση της ζημίας επήλθε γιατί παρεμβλήθηκαν εν τω μεταξύ απρόβλεπτες περιστάσεις. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 ΚΠολΔ, 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου. Ακόμη, πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, που προσδίδουν τη θετική και αποθετική του ζημία (ΑΠ 1676/2001 ΕλλΔνη 45, 83). Εξάλλου, κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, «ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 687/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ∙ ΑΠ 424/2012 ΝΟΜΟΣ∙ ΑΠ 181/2011 ΝΟΜΟΣ∙ ΑΠ 1362/2007 ΕφΑΔ 2008, 62). Στην περίπτωση αυτή, ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 ΑΚ. Μάλιστα, η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σε αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 ν. 2251/1994 «για την προστασία των καταναλωτών», που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 687/2013 ό.π.∙ ΑΠ 1009/2013 ΝΟΜΟΣ∙ ΑΠ 1227/2007 ΝΟΜΟΣ).
Η συνδεόμενη προς την παροχή ιατρικών υπηρεσιών εμφάνιση βλάβης στην υγεία του ασθενούς ή η επέλευση του θανάτου του τελευταίου συνιστούν όρους θεμελιώσεως της προβαλλόμενης εκ μέρους των δικαιούχων ευθύνης καταβολής αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 299, 330, 914, 932 ΑΚ, μέσω των οποίων ιδρύεται αστική ευθύνη του ιατρού λόγω αδικοπραξίας. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα, κατά τα προεκτεθέντα, στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παροχής ιατρικών υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς μέσω της οποίας συντελείται παραβίαση εκ μέρους του ιατρού κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, των συναλλακτικών του υποχρεώσεων, οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 281, 288 ΑΚ και 24 Α.Ν. 1565/1939, συνδέονται με την άσκηση του επαγγέλματός του. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 ν. 2251/1994, που είναι εφαρμοστέα μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις ιατρικής ευθύνης λόγω αδικοπραξίας, δεδομένου ότι ο ιατρός είναι πρόσωπο, το οποίο κατά τρόπο ανεξάρτητο παρέχει τις υπηρεσίες του στον ασθενή χωρίς να υπακούει σε υποδείξεις ή τις οδηγίες του τελευταίου (AΠ 1227/2007 ΧρΙΔ 2008, 332∙ Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδοση 1999, σελ. 655 επ.∙ Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, έκδοση 2006, σελ. 203 επ,∙Καράκωστα, Η προστασία του καταναλωτή, Ν. 2251/1994, έκδοση 2002, σελ. 217 επ,∙ Φουντεδάκη, Αστική ιατρική ευθύνη, σελ. 93 επ). Με τα δεδομένα αυτά, η συγκεκριμένη διάταξη λειτουργεί ως ειδικότερος κανόνας, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελιώσεως αστικής ευθύνης, διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται από αυτόν κατά τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης με την αντιστροφή του σχετικού βάρους αποδείξεως. Η αντιστροφή αυτή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίως και στο μέγεθος της παρανομίας, διότι παραλλήλως των εννοιολογικών διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος, που δεν αμφισβητούνται και εξακολουθούν να υφίστανται, η συντελούμενη αναγκαίως προσέγγιση του ιατρικού σφάλματος από την οπτική της αμέλειας επιδρά στη συγκρότηση του περιεχομένου της τελευταίας κατά τρόπο, ώστε μέσω της χρήσεως της συγκεκριμένης έννοιας να αποτυπώνεται και η εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς (ΑΠ 1227/2007 ό.π.∙ ΕφΛαρ 216.2014 ΝΟΜΟΣ∙ Απ. Γεωργιάδη, ό.π., Γενικό Μέρος, σελ. 656-657∙ Καράκωστα, σημ. σε ΕφΑθ 4495/2002 ΔΕΕ 2004, 206-207∙ Φουντεδάκη, ό.π., σελ. 98 επ. και 335 επ.). Εξαιτίας της διαλαμβανόμενης στον προαναφερόμενο κανόνα κατανομής του βάρους αποδείξεως στην περίπτωση της ιατρικής ευθύνης λόγω αδικοπραξίας ενός ή περισσοτέρων ιατρών, ο ασθενής επιβάλλεται να αποδεικνύει εκτός από την ζημία, την παροχή προς αυτόν ιατρικών υπηρεσιών και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο κάθε ιατρός την εκ μέρους του έλλειψη εκδηλώσεως παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, την έλλειψη συνδρομής αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της τελευταίας και της ζημίας ή την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσεως ή μειώσεως της ευθύνης του (ΑΠ. 1227/2007, ό.π.∙ Απ. Γεωργιάδη, ό.π., Γενικό Μέρος, σελ. 658∙ Φουντεδάκη, ό.π., σελ. 106). Το ιατρικό σφάλμα αποτελώντας, όπως παραπάνω αναλύθηκε, την αντικειμενική και υποκειμενική, προϋπόθεση της ευθύνης του ιατρού εμφανίζεται, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, με την μορφή της εκδηλώσεως ορισμένης συμπεριφοράς χαρακτηριζόμενης ως αποκλίνουσας σε σχέση με αυτή, την οποία ο μέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας επιβάλλεται να επιδείξει υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις τηρώντας τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης σε σχέση με τους οποίους δεν υφίσταται αμφισβήτηση (ΑΠ 1337/2005 ΠοινΔικ 2006, 135,∙ΑΠ 1659/2003 ΠοινΔικ 2003, 386∙ ΕφΛαρ 216/2014 ΝΟΜΟΣ). Υπό την έννοια αυτή, στο πεδίο της διερευνήσεως της συνδρομής ιατρικού σφάλματος, συνδεόμενου με την επιλογή ορισμένης θεραπευτικής μεθόδου, η αναζήτηση και ο προσδιορισμός του ειδικότερου περιεχόμενου όσων κανόνων διαγράφουν τα εφαρμοζόμενα κριτήρια αξιολογήσεως ως παράνομης της συμπεριφοράς του ιατρού, δεν επιχειρείται μέσω της αναγωγής στο πρότυπο της ίασης του ασθενούς προσαρμοζόμενο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, διότι η κρίσιμη για την θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης διαπίστωση δεν συνδέεται με την απουσία επιτεύξεως ενός τέτοιου αποτελέσματος, αλλά με την επιβλαβή επίδραση της ελλείψεως παροχής κατάλληλης ιατρικής φροντίδας (Απ. Γεωργιάδη, ό.π., Ειδικό Μέρος, σελ. 181 και 199 επ. Φουντεδάκη, ό.π., σελ. 289 και 337 επ.). Εξάλλου, σε περίπτωση συνδρομής συμβατικής σχέσεως παροχής ιατρικών υπηρεσιών μεταξύ ιατρού και ασθενή, η συμπεριφορά στην οποία, σύμφωνα με όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν, θεμελιώνεται ιατρική ευθύνη λόγω αδικοπραξίας, αξιολογούμενη παράλληλα και ως ελλιπής ή πλημμελής εκπλήρωση της αντίστοιχης συμβατικής ενοχής, θεμελιώνει την σχετική υποχρέωση αποζημιώσεως και στις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 676 ΑΚ (Απ. Γεωργιάδη, ό.π., Ειδικό Μέρος, σελ. 179 επ. Φουντεδάκη, ό.π., σελ. 267 επ. και 337 επ.). Ειδικά στην περιοχή της ιατρικής αμέλειας, αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου που οφείλεται στη μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έχει ως συνέπεια τη μη αντίληψη και μη κοινοποίηση του κινδύνου, που απειλεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (ως επί το πλείστον η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς, εξέταση του ασθενούς, εργαστηριακές εξετάσεις, ακτινογραφίες και συμβουλή άλλων ιατρών), β) είτε ως εσφαλμένη - πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική κλπ.), διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς κατά τρόπο που παρακάμπτει τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (π.χ. μετάγγιση αίματος χωρίς έλεγχο της συμβατότητας των ομάδων αίματος, εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή συγκεκριμένα η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται κακό στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας, είτε γιατί επέλεξε μέθοδο και θεραπεία, η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, δεν ήταν για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα και δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΑΠ 2368/2005 ΠοινΔικ 2006, 664∙ ΑΠ 1569/2003 ΠοινΔικ 2004, 227∙ ΕφΛαρ 216/2014 ΝΟΜΟΣ∙. ΕφΑθ 4964/2008 ΝοΒ 2009, 523∙ ΕφΑθ 197/1988 ΑρχΝ 1989, 139, όπου και περαιτέρω παραπομπές).
Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστήσαντες, η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το προρρηθέν άρθρο 24 Α.Ν. 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης, που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 687/2013 ό.π.∙ ΑΠ 181/2011 ό.π.∙ ΑΠ 1226/2007 ΝΟΜΟΣ∙ ΑΠ 1362/2007 ό.π.).
Ακολούθως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη.
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι η δεύτερη εναγομένη είναι οδοντίατρος, με οδοντιατρείο στην Ελευσίνα, επί της οδού . αρ. , παρέχει δε τις υπηρεσίες της μέσω της πρώτης εναγομένης μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, της οποίας είναι μοναδική εταίρος και διαχειρίστρια. Ότι στα πλαίσια της δραστηριότητας των εναγομένων, η ενάγουσα είχε αναθέσει από καιρού στην πρώτη εναγομένη τη φροντίδα και υγιεινή των δοντιών της, για τα οποία φρόντιζε η δεύτερη εναγομένη, ως μοναδική οδοντίατρος, εργαζόμενη στο οδοντιατρείο της πρώτης εναγομένης. Ότι στις αρχές Μαΐου του έτους 2012, ξεκίνησε θεραπεία στο ως άνω οδοντιατρείο, περιλαμβάνουσα εμφράξεις και άλλες οδοντιατρικές πράξεις, μεταξύ των οποίων και η εξαγωγή ενός εκ των πίσω δοντιών της, προκειμένου να της τοποθετούνταν εμφύτευμα, όταν θα επουλώνονταν η πληγή. Ότι εξόφλησε πλήρως την πρώτη εναγομένη για τις μέχρι τότε πραγματοποιηθείσες οδοντιατρικές πράξεις, το κόστος δε για την τοποθέτηση του εμφυτεύμετος συμφωνήθηκε στο ποσό των 1.100,00 ευρώ. Ότι ακολούθως, όταν ζήτησε τη λεύκανση των δοντιών της, η δεύτερη εναγομένη τη συμβούλεψε ότι κάτι τέτοιο δεν ενδεικνυόταν, διότι τα πρόσθια δόντια της άνω γνάθου της είχαν σφραγίσματα και θα δημιουργούνταν διχρωμία, της αντιπρότεινε δε, για την επίτευξη καλύτερου αισθητικού αποτελέσματος, να καλύψει τις προσόψεις των τριών πρόσθιων δοντιών της άνω γνάθου με πορσελάνη, αντί κόστους 300,00 ευρώ για κάθε δόντι και συνολικά αντί 900,00 ευρώ. Ότι αφότου συμφώνησε η ενάγουσα, ξεκίνησε η διαδικασία στις 12.06.2012, με πρώτη ενέργεια το τρόχισμα και τη σμίκρυνση των επάνω εμπρόσθιων δοντιών της, προκειμένου να τοποθετηθούν στη συνέχεια οι κεραμικές όψεις, συμφώνησαν δε με τη δεύτερη εναγομένη η όλη διαδικασία να τελειώσει εντός ολίγων ημερών, διότι η ενάγουσα διατηρεί ένα μικρό ταχυφαγείο και θα της ήταν αδύνατο να εξυπηρετεί τους πελάτες της με αυτή την εμφάνιση στόματος. Ότι κατά την ως άνω ημεροχρονολογία κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη ποσό 460,00 ευρώ ως προκαταβολή και ανανέωσαν το ραντεβού για τις 21.06.2012, προκειμένου να διόρθωνε η δεύτερη εναγομένη τα τροχίσματα και να έπαιρνε μέτρα, ούτως ώστε να τοποθετούνταν οι όψεις πορσελάνης των επομένων ημερών. Ότι ακολούθως, στις 21.06.2012 οπότε και πήρε η δεύτερη εναγομένη μέτρα, κατέβαλε επιπλέον ποσό 600,00 ευρώ, με το ως άνω δε συνολικό ποσό των 1.060,00 ευρώ (και όχι 1.050,00 ευρώ, όπως αναφέρει εκ προφανούς παραδρομής) προεξόφλησε τις εργασίες για την τοποθέτηση των τριών όψεων πορσελάνης και έδωσε και ποσό 150,00 ευρώ έναντι των εργασιών τοποθέτησης του εμφυτεύματος, που ήταν σε εκκρεμότητα. Ότι η δεύτερη εναγομένη, αν και τη διαβεβαίωσε ότι θα επικοινωνούσε μαζί της εντός των επόμενων ημερών για την τοποθέτηση των όψεων πορσελάνης, εξαφανίστηκε και δεν μπορούσε να τη βρει ούτε στο τηλέφωνο, ούτε στο ιατρείο, κάποια δε στιγμή, έκλεισαν ραντεβού μέσω κάποιου γνωστού, σε άλλο οδοντιατρείο, όπου τη διαβεβαίωσε ότι την επόμενη ημέρα θα ολοκλήρωνε την τοποθέτηση των όψεων, πλην όμως εξαφανίστηκε και πάλι. Ότι κατόπιν τούτου, η ενάγουσα παρέμεινε με τα τρία πρόσθια δόντια της άνω γνάθου τροχισμένα από τις 21.06.2012 μέχρι και το τέλος Αυγούστου, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να κυκλοφορήσει, να εμφανισθεί στην επιχείρησή της ή να κάνει θερινές διακοπές και να υποστεί ψυχική ταλαιπωρία. Ότι με την από 23.08.2012 εξώδικο διαμαρτυρία της κάλεσε την πρώτη εναγομένη να ολοκληρώσει την εργασία για την οποία είχε ήδη εξοφληθεί, άλλως να της επιστρέψει τα χρήματα που της είχε καταβάλει για να απευθυνθεί σε άλλο οδοντίατρο, όπως και έπραξε εν τέλει στο τέλος Αυγούστου 2012, απευθυνόμενη στον κ. .., ο οποίος την ενημέρωσε ότι για την αποκατάσταση των δοντιών της αυτά έπρεπε πρώτα να υποστούν ενδοδοντική θεραπεία, διότι είχαν μείνει για αρκετό διάστημα τροχισμένα και ακάλυπτα και στη συνέχεια έπρεπε να τοποθετηθούν σε αυτά κεραμικές θήκες και όχι όψεις, καθώς είχαν τροχισθεί πολύ βαθιά και είχε αφαιρεθεί κατά το πλείστον η οδοντίνη ουσία. Ότι προέβη στις ανωτέρω απαραίτητες εργασίες, που ολοκληρώθηκαν στις 16.10.2012, κατέβαλε δε στον κ. για αυτές συνολικό ποσό 1.530,00 ευρώ, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο δικόγραφο. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: α) ποσό 1.050,00 ευρώ, που κατέβαλε κατά τα προαναφερθέντα για αιτία που δεν επακολούθησε, β) ποσό 1.530,00 ευρώ, που κατέβαλε για την αποκατάσταση των βλαβών του στόματός της και γ) ποσό 3.000,00 ευρώ για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά και αρμόδια καθʼ ύλην και κατά τόπο, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 14 παρ. 1 α, 25 παρ. 2 και 226 επ. ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων των άρθρων 904 επ., 914, 297, 298, 299, 330, 922, 926, 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 του Α.Ν. 1565/1039 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» και 8 του ν. 2251/1994 «για την προστασία των καταναλωτών», 176, 191 παρ. 2, 907 και 908 παρ. 1 δʼ ΚΠολΔ. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά στο υπό (α) κονδύλιο, η δεύτερη εναγομένη δεν νομιμοποιείται παθητικά, καθώς η ενάγουσα ζητά να της επιστραφεί αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι καταβλήθηκε στα πλαίσια της συμβατικής σχέσης της ενάγουσας με την πρώτη εναγομένη, για αιτία που δεν επακολούθησε και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως προς τη δεύτερη εναγομένη, ως προς το ως άνω κονδύλιο των 1.050,00 ευρώ. Συνεπώς, η αγωγή, για την οποία καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις (βλ. υπʼ αριθ. 406168, 619528 και 619529 αγωγόσημα, Σειρά Αʼ, με τα επικολληθέντα κινητά ένσημα υπέρ Ε.Τ.Α.Α.-Τ.Υ.-Π.Δ.Α. και Ε.Τ.Α.Α.-ΤΑ.Ν.) πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Οι εναγόμενες αρνήθηκαν την ένδικη αγωγή, προς απόκρουσή της δε προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι η δεύτερη εναγομένη δεν νομιμοποιείται παθητικά, διότι δεν συναλλάχθηκε με την ενάγουσα στο όνομα και για λογαριασμό της, αλλά στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης και για τον επιπλέον λόγο ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εργαζόταν ως αναπληρώτρια Διοικήτρια στο «Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας Θριάσιο» και δεν είχε την πρακτική και νομική δυνατότητα να έχει δικό της μπλοκ αποδείξεων. Το Δικαστήριο τούτο ήδη έκρινε, ερευνώντας αυτεπαγγέλτως την παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, ότι η δεύτερη εναγομένη δεν νομιμοποιείται παθητικά σε ό,τι αφορά στο υπό (α) κονδύλιο ποσού 1.050,00 ευρώ, ενώ νομιμοποιείται σε ό,τι αφορά τα υπό (β) και (γ) κονδύλια, καθώς σε σχέση με αυτά η αγωγή θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 299, 330, 922, 926 και 932 ΑΚ και στη σχέση πρόστησης μεταξύ της προστήσασας πρώτης εναγομένης και της προστηθείσας δεύτερης εξʼ αυτών. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σε ό,τι αφορά στα υπό (β) και (γ) ως άνω κονδύλια της κρινόμενης αγωγής.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας, που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των υπʼ αριθ. 219 και 220/2014 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ελευσίνας, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενες και λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευσης της ενάγουσας, κατʼ άρθρο 270 παρ. 2 εδάφιο γʼ ΚΠολΔ (με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου αυτών, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά), καθώς και από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη είναι μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με έδρα στην Ελευσίνα Αττικής, που διατηρεί οδοντιατρείο και δραστηριοποιείται στην παροχή οδοντιατρικών υπηρεσιών, ενώ η δεύτερη εναγομένη είναι μοναδική εταίρος και διαχειρίστρια αυτής. Η ενάγουσα επισκέφθηκε το οδοντιατρείο της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να φροντίσει την υγιεινή του στόματός της, ξεκίνησε δε θεραπείες με εμφράξεις και άλλες οδοντιατρικές πράξεις, οι οποίες εκτελούνταν όλες από τη δεύτερη εναγομένη, προστηθείσα της πρώτης εναγομένης, καθώς αυτή ήταν η μοναδική οδοντίατρος, που απασχολείτο στο οδοντιατρείο. Στα πλαίσια αυτά, η δεύτερη εναγομένη πραγματοποίησε εξαγωγή ενός εκ των πίσω δοντιών της ενάγουσας, προκειμένου να της τοποθετούσε εμφύτευμα μετά από εύλογο χρονικό διάστημα, οπότε θα επουλωνόταν η πληγή στο στόμα αυτής, συμφωνήθηκε δε ως αμοιβή της πρώτης εναγομένης ποσό 1.100,00 ευρώ. Αφού εξοφλήθηκε η πρώτη εναγομένη για όλες τις πραγματοποιηθείσες, μέχρι το σημείο εκείνο, οδοντιατρικές πράξεις, η ενάγουσα ενδιαφέρθηκε για τη λεύκανση των δοντιών της. Η δεύτερη εναγομένη της εξήγησε ότι δεν ενδεικνυόταν να κάνει λεύκανση, διότι τα πρόσθια δόντια της άνω γνάθου της είχαν σφραγίσματα και θα προκαλούνταν διχρωμία και ως λύση της πρότεινε, προκειμένου να έχει καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα, να καλύψει τις προσόψεις από τα τρία πρόσθια δόντια 11, 21 και 22 της άνω γνάθου με κεραμικές όψεις, αντί κόστους 300 ευρώ για κάθε δόντι και συνολικά αντί 900 ευρώ. Η ενάγουσα συμφώνησε και στις 12.06.2012 υπεβλήθη σε τρόχισμα και σμίκρυνση των δοντιών 11, 21 και 22, προκειμένου να τοποθετηθούν στη συνέχεια οι κεραμικές όψεις, κατέβαλε δε στην πρώτη εναγομένη ποσό 460,00 ευρώ ως προκαταβολή. Στο επόμενο ραντεβού, που έλαβε χώρα στις 21.06.2012, η δεύτερη εναγομένη προέβη σε διορθώσεις των τροχισμάτων και πήρε μέτρα, για τις κεραμικές όψεις, η δε ενάγουσα κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη ποσό 600,00 ευρώ και ανέμενε ειδοποίηση από την δεύτερη εναγομένη, εντός των προσεχών ημερών για την τοποθέτηση των κεραμικών όψεων. Με τις προαναφερθείσες καταβολές, συνολικού ποσού 1.060,00 ευρώ, η ενάγουσα προεξόφλησε την τοποθέτηση των κεραμικών όψεων των τριών πρόσθιων δοντιών της, το κόστος των οποίων ανερχόταν κατά τα προεκτεθέντα σε 900,00 ευρώ, το υπόλοιπο δε ποσό των 160,00 ευρώ, το κατέβαλε ως προκαταβολή για την τοποθέτηση του εμφυτεύματος, η οποία ήταν σε εκκρεμότητα. Στη συνέχεια, η δεύτερη εναγομένη εξαφανίστηκε και η ενάγουσα δεν μπορούσε να έλθει σε επικοινωνία μαζί της, ούτε στο τηλέφωνο, ούτε και στο ιατρείο της πρώτης εναγομένης. Το γεγονός ότι δεν βρισκόταν κανείς στη έδρα της πρώτης εναγομένης, οφείλεται στο ότι στις 25.06.2012 πραγματοποιήθηκε βίαιη αποβολή της πρώτης εναγομένης από το ως άνω ακίνητο το οποίο μίσθωνε και λειτουργούσε ως οδοντιατρείο. Εν τέλει, η ενάγουσα κανόνισε μέσω κοινών γνωστών της με την δεύτερη εναγομένη την πραγματοποίηση ενός ακόμα ραντεβού, που έλαβε χώρα σε οδοντιατρείο, το οποίο παρείχε στις εναγόμενες κάποιος οδοντίατρος, συνάδελφος της δεύτερης εναγομένης, προκειμένου να τις εξυπηρετήσει προσωρινά, στη συνέχεια δε κατέστη και πάλι αδύνατο για την ενάγουσα να επικοινωνήσει μαζί της. Ακολούθως, η ενάγουσα κοινοποίησε στην πρώτη εναγομένη την από 23.08.2012 εξώδικο διαμαρτυρία - πρόσκληση, με την οποία διαμαρτυρήθηκε για τη συμπεριφορά αυτής και την κάλεσε να εκπληρώσει την υποχρέωσή της, που συνίστατο στην τοποθέτηση των κεραμικών όψεων, άλλως να της επιστρέψει τα χρήματα που της είχε καταβάλει, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα απευθυνόταν σε άλλο οδοντίατρο για την οδοντιατρική της αποκατάσταση (βλ. και την υπʼ αρ. 2173γʼ/23.08.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, .., την οποία νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα). Η ενάγουσα δεν έλαβε απάντηση στην εξώδικο αυτή, άλλωστε και οι εναγόμενες ομολογούν ότι από τις αρχές Ιουλίου δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στην εκτέλεση της συγκεκριμένης ιατρικής πράξης, αρχικά διότι δεν είχαν τον απαραίτητο χώρο και εξοπλισμό, μετά τη βίαιη αποβολή της πρώτης εναγομένης από το μίσθιο - οδοντιατρείο και στη συνέχεια, αφότου λύθηκε το πρόβλημα αυτό με την παραχώρηση χώρου από συνάδελφο της δεύτερης εναγομένης, διότι ο οδοντοτεχνίτης, με τον οποίο συνεργάζονταν αρνείτο να τους παραδώσει τις παραγγελθείσες κεραμικές όψεις, καθώς ζητούσε να προεξοφληθεί για την εργασία του, παρά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, αλλά και την πρακτική που ακολουθείται σε τέτοιου είδους συναλλαγές (βλ. σελ. 6 προτάσεων εναγομένων, καθώς και την υπʼ αρ. 219/2014 ένορκη βεβαίωση, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται). Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα απευθύνθηκε στις 30.08.2012 στον χειρουργό - οδοντίατρο , προκειμένου να αποκαταστήσει τα ως άνω τρία πρόσθια δόντια της άνω γνάθου της. Κατά την κλινική εξέταση της ενάγουσας, διαπιστώθηκε ότι και τα τρία δόντια είχαν παρασκευασμένες, ήτοι τροχισμένες, την προστομιακή (πρόσθια), την κοπτική (άνω) και τις όμορες (πλαϊνές) επιφάνειές τους ως το βάθος της οδοντίνης ουσίας, είχε δηλαδή αφαιρεθεί πλήρως η αδαμαντίνη αυτών. Δοθέντος δε ότι τα δόντια ήταν ακάλυπτα από διμήνου και κατά τον έλεγχο ευαισθησίας αυτών με ρεύμα ψυχρού αέρα, η ενάγουσα αντέδρασε θετικά στα δόντια 11 και 22, δηλαδή αισθανόταν πόνο κάθε φορά που δεχόταν κάποιο ψυχρό ερέθισμα, της προτάθηκε από τον παραπάνω οδοντίατρο να προχωρήσουν σε ενδοδοντικές θεραπείες των δοντιών αυτών, διότι η έκθεσή τους στο στοματικό περιβάλλον για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ενέχει τον κίνδυνο μικροβιακής προσβολής και εκδήλωσης προβλημάτων ευαισθησίας, πόνου ή και αποστήματος στο μέλλον. Ο ίδιος οδοντίατρος της πρότεινε την τοποθέτηση τριών ναρθηκοποιημένων ολοκεραμικών στεφανών («θηκών») στα τρία δόντια, διότι η αφαιρεθείσα από τη δεύτερη εναγομένη οδοντική ουσία δεν θα επέτρεπε, σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, την αποτελεσματική συγκόλληση των κεραμικών όψεων (βλ. σχετική ιατρική βεβαίωση του χειρουργού - οδοντιάτρου, .., την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα). Η ενάγουσα συμφώνησε στο προταθέν σχέδιο θεραπείας, το οποίο εκτελέστηκε, για την ολοκλήρωσή του δε η ενάγουσα κατέβαλε τα εξής ποσά: α) ποσό 30,00 ευρώ για την αρχική επίσκεψη στον οδοντίατρο, κ. , β) ποσό 300,00 ευρώ για ενδοδοντική θεραπεία των δοντιών 11 και 22, γ) ποσό 1.200,00 ευρώ για τοποθέτηση ολοκεραμικών στεφανών στα δόντια 11, 21 και 22 (βλ. αποδείξεις με αριθμούς 1.806/30.08.2012, 1.839/20.09.2012 και 1.892/16.10.2012, τις οποίες νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα). Ενόψει των προεκτεθέντων, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη, προστηθείσα της πρώτης εναγομένης, από αμέλειά της, ήτοι από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να επιδείξει, την οποία θα επιδείκνυε ο μέσος συνετός ιατρός υπό τις ίδιες συνθήκες, δεν τήρησε τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της οδοντιατρικής επιστήμης, αφού κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων της παραβίασε την υποχρέωση της επιμέλειας να ενεργεί κατά τους θεμελιώδεις κανόνες της επιστήμης της, όσον αφορά την προετοιμασία των δοντιών 11, 21 και 22 της ενάγουσας για την τοποθέτηση κεραμικών όψεων, κατά την οποία τρόχισε τις επιφάνειες αυτών ως το βάθος της οδοντίνης ουσίας, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον δυνατή η συγκόλληση κεραμικών όψεων και να απαιτείται τοποθέτηση κεραμικών στεφανών για την αποκατάσταση των δοντιών της ενάγουσας, υπό την έννοια της κακής εφαρμογής της εν λόγω θεραπείας στην ασθενή, αλλά και εγκατέλειψε στη συνέχεια την ασθενή για χρονικό διάστημα πλέον του διμήνου, αφήνοντας παράλληλα τα υπό θεραπεία δόντια αυτής εκτεθειμένα στο στοματικό περιβάλλον, κατά παράβαση της αυτονόητης υποχρέωσης, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 24 του Α.Ν. 1565/1939. Από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της, που αποτελεί αδικοπραξία, η ενάγουσα υπέστη ζημία, που συνίσταται στη βλάβη της υγείας των δοντιών της, για την αποκατάσταση της οποίας χρειάστηκε να προβεί σε αποκατάσταση των δοντιών της και συγκεκριμένα σε ενδοδοντικές θεραπείες των δοντιών 11 και 22 και τοποθέτηση ναρθηκοποιημένων ολοκεραμικών στεφανών στα δόντια 11, 21 και 22, κατά τα προεκτεθέντα, η οποία (βλάβη της υγείας της) προκλήθηκε αιτιωδώς από την παραπάνω ενέργεια της δεύτερης εναγομένης. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγομένων, ότι δηλαδή η ανωτέρω σωματική βλάβη της ενάγουσας δεν συνδέεται αιτιωδώς με τις ιατρικές ενέργειες της ίδιας, αλλά οφείλεται σε άλλους παράγοντες, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατʼ ουσίαν, καθόσον δεν αποδείχθηκε από αυτές, που έχουν και το σχετικό βάρος απόδειξης κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων, ότι η κατάσταση των δοντιών της ενάγουσας οφείλεται στην καθυστέρησή της να αποτανθεί σε άλλο οδοντίατρο, τη στιγμή μάλιστα που αυτή προσπαθούσε εναγωνίως να ανεύρει τις εναγόμενες για να τις παρασχεθούν οι ενδεδειγμένες οδοντιατρικές υπηρεσίες, μέχρι και τις 23.08.2012. Εξάλλου, το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη αποβλήθηκε βιαίως από το μίσθιο - οδοντιατρείο και ότι ο οδοντοτεχνίτης με τον οποίο συνεργαζόταν επιθυμούσε να εξοφληθεί πλήρως, προκειμένου να της παραδώσει τις κεραμικές όψεις, οφείλεται στη δημιουργία οφειλών από αυτήν έναντι της εκμισθώτριας και του ως άνω οδοντοτεχνίτη και δεν συνιστά ανωτέρα βία. Σε κάθε δε περίπτωση, σύμφωνα και με το ως άνω άρθρο 24 Α.Ν. 1565/1939, και παρά τα εκτιθέμενα από τις εναγόμενες ανωτέρω γεγονότα, η δεύτερη εναγομένη αν και όφειλε πρωτίστως, ως ιατρός, να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική της συνδρομή στη ενάγουσα, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών, ουδόλως το έπραξε, αφού εγκατέλειψε την ενάγουσα - ασθενή της στο μέσον της θεραπείας, χωρίς να φροντίσει, έστω για την αντικατάστασή της από κάποιον συνάδελφό της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, εξαιτίας της προαναφερθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, υπέστη ηθική βλάβη και δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως, καθώς πέραν της βλάβης της υγείας της, από τις 21.06.2012 έως τις 30.08.2012 δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει, να εμφανισθεί στην εργασία της, στο ταχυφαγείο, το οποίο διατηρεί στην Ελευσίνα, αλλά και να κάνει θερινές διακοπές, λόγω της εμφάνισης των τριών πρόσθιων δοντιών της άνω γνάθου της. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω συνθήκες, το είδος, την ένταση και την έκταση της σωματικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα, την εξέλιξη της υγείας της, την ψυχική ταλαιπωρία αυτής, το βαθμό υπαιτιότητας των εναγομένων, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και τις περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίησή της, το ποσό των 1.200,00 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι εύλογο, δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως.
Περαιτέρω, οι εναγόμενες ισχυρίστηκαν, ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται να ζητεί την επιστροφή του ποσού των 1.050,00 ευρώ, αλλά ποσού 50,00 ευρώ, καθώς πέρα των επιδίκων, υπεβλήθη στις εξής οδοντιατρικές εργασίες, αξίας 1.000,00 ευρώ, τις οποίες και έχει εξοφλήσει στην πρώτη εναγομένη, με το προαναφερθέν ποσό: α) καθαρισμό αξίας 40,00 ευρώ, που πραγματοποιήθηκε στις 20.04.2012, β) εξαγωγή αξίας 50,00 ευρώ, που πραγματοποιήθηκε στις 24.04.2012, γ) έμφραξη αξίας 30,00 ευρώ, που πραγματοποιήθηκε στις 26.06.2012, δ) έμφραξη αξίας 30,00 ευρώ, που πραγματοποιήθηκε στις 30.04.2012, ε) λεύκανση δοντιών άνω και κάτω γνάθου, ως πρώτη εργασία, που πραγματοποιήθηκε στις 24.05.2012, αξίας 400,00 ευρώ, προκειμένου να τοποθετούνταν στη συνέχεια οι κεραμικές όψεις, στ) επανέλεγχος της οδοντικής κατάστασης της ενάγουσας στις 11.05.2012 και 31.05.2012, με λήψη πανοραμικών ακτινογραφιών, αξίας 300,00 ευρώ και 150,00 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά 450,00 ευρώ. Από τις υπʼ αρ. 1658/12.06.2012 και 1671/21.06.2012 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της πρώτης εναγομένης, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενες, αποδεικνύεται το αντίθετο, ήτοι ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι στις 12.06.2012 κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη ποσό 460,00 ευρώ για «προσθετική» και στις 21.06.2012 ποσό 600,00 ευρώ για «οδοντοπροσθετική», ήτοι συνολικά 1.060,00 ευρώ, εξοφλώντας τις όψεις πορσελάνης ποσού 900,00 ευρώ και δίδοντας ποσό 160,00 ευρώ ως προκαταβολή για το εμφύτευμα. Κρίνεται δε από το Δικαστήριο, ότι δεν ευσταθεί το επιχείρημα των εναγομένων ότι πρόκειται για συγκεντρωτικές αποδείξεις, περιλαμβάνουσες και άλλες ιατρικές πράξεις, πέραν των προαναφερομένων, διότι σε μια τέτοια περίπτωση, η πρώτη εναγομένη θα ανέφερε διαφορετική αιτιολογία σε αυτές, όπως άλλωστε έπραξε και στις υπʼ αρ. 1600/20.04.2012 και 1602/24.04.2012 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, όπου αναφέρει ως αιτιολογία τον «καθαρισμό» και την «εξαγωγή» του δοντιού 26. Εξάλλου, από την υπʼ αρ. Β1-2534/02.05.2012 της « . Α.Ε.» προκύπτει ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η εναγομένη υπεβλήθη σε αξονική τομογραφία άνω γνάθου σε άλλο διαγνωστικό κέντρο και όχι στην πρώτη εναγομένη. Συνεπώς, το ποσό των 1.060,00 ευρώ, καταβλήθηκε από την ενάγουσα για αιτία, που δεν επακολούθησε και ως εκ τούτου, η πρώτη εναγομένη, η οποία έγινε πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία της ενάγουσας, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια (άρθρα 904 επ. ΑΚ) και να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 1.050,00 ευρώ (όπως αιτείται - βλ. και άρθρο 106 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και: α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 1.050,00 ευρώ, το οποίο της κατέβαλε αυτή για αιτία, που δεν επακολούθησε, β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλλουν στην ενάγουσα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: i) ποσό 1.530,00 ευρώ, ως αποζημίωση και ii) ποσό 1.200,00 ευρώ για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης και συνολικά ποσό 2.730,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, πρέπει η παρούσα απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι κρίνεται ότι η καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα και να καταδικασθούν οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη αυτής (άρθρο 176 παρ. 1, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατʼ αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων πενήντα (1.050,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλλουν στην ενάγουσα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ποσό χιλίων πεντακοσίων τριάντα (1.530,00) ευρώ, ως αποζημίωση και ποσό χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της ενάγουσας και συνολικά ποσό δυο χιλιάδων επτακοσίων τριάντα (2.730,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Κηρύσσει την προκείμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
Καταδικάζει τις εναγόμενες στην καταβολή της δικαστική δαπάνης της ενάγουσας την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Ελευσίνα, στις 29.01.2015, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η Δικαστής Η Γραμματέας
Πηνελόπη Αϊβαλή Ελένη Μπέκα