ΕφΑθ 4848/2003

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Γιατροί ΙΚΑ - Ειδική σύμβαση εργασίας - Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας -

 

Οι γιατροί που προσλαμβάνονται στο Ι.Κ.Α. μετά την ισχύ του Ν. 2150/1993 την 16.6.1993 κατ' άρθρο 20 και δεν υπόκεινται στις εξαιρέσεις των παραγράφων 3 και 4 παρ. β' του άρθρου 18 του ιδίου νόμου, καθώς και εκείνοι που υπηρετούσαν στο Ι.Κ.Α. κατά την έναρξη εφαρμογής του ιδίου νόμου, συνδεόμενοι με αυτό με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του Ν.Δ. 1204/1972, οι οποίοι εξομοιώθηκαν μισθολογικά με τους μονίμους θεραπευτές γιατρούς αυτού, συνδέονται με το Ι.Κ.Α. με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Και τούτο διότι παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ορισμένο τόπο και χρόνο υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των οργάνων του Ι.Κ.Α., ο δε χρόνος υπηρεσίας τους στο Ιδρυμα αυτό υπολογίζεται για τη μισθολογική τους εξέλιξη, ο χαρακτήρας δε αυτός της συμβάσεως δεν αλλάζει από την τυχόν ανάπτυξη κάποιας πρωτοβουλίας ως προς τον τρόπο εκτελέσεως της εργασίας τους.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αναστάσιο Περίδη, Πρόεδρο Εφετών, Κωνσταντίνο Παπασταματίου-Εισηγητή, Νικόλαο Δαύρο, Εφέτες και από τη Γραμματέα Μαρία Παπαντωνίου.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 18 Μαρτίου 2003 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) - 102) ...

   ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ) με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ" (Ι.Κ.Α), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Παπαδάκη.

   Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 10 Απριλίου 2002 αγωγή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 1752/2002, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

   Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμό 2227/2002 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή.

   Την απόφαση αυτή προσέβαλα οι ενάγοντες-εκκαλούντες με την από 20 Δεκεμβρίου 2002 έφεση τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 826/2003.

   Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

   Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

   Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2227/2002 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 - 676 ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και με τις νόμιμες διατυπώσεις. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

   Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την ένδικη αγωγή των ισχυρίστηκαν ότι είναι γιατροί και προσλήφθηκαν από το εναγόμενο ίδρυμα (Ι.Κ.Α.) κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 με ειδικές συμβάσεις έργου αορίστου χρόνου, πλην όμως απασχολούνται στα καταστήματα του Ι.Κ.Α. με καθήκοντα και αρμοδιότητες όπως οι μόνιμοι θεραπευτές του Ι.Κ.Α. προς κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών τούτου. Ζήτησαν δε να αναγνωρισθεί ότι συνδέονται με το εναγόμενο ίδρυμα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.

   Με την εκκαλουμένη απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η αγωγή και ήδη οι εκκαλούντες με τους, στην έφεση τους λόγους ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους,

   Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 8 παρ. 1 και 9 του ν.δ. 1204/1972 "περί του τρόπου παροχής ιατρικών φροντίδων υπό του Ι.Κ.Α. κ.λ.π." προκύπτει ότι οι ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές), που δικαιούνται κατά τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. οι εις τούτο ασφαλισμένοι, πραγματοποιούνται από θεράποντα ιατρό της ελεύθερης εκλογής του ασφαλισμένου από κατάλογο καταρτιζόμενο από το ίδρυμα ο οποίος περιλαμβάνει ιατρούς που ασκούν νομίμως το επάγγελμα τους, ειδικότητας παθολόγου ή γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα, ως και από ιατρούς ειδικοτήτων. Ως τέτοιοι νοούνται και οι οδοντίατροι, οι εργαστηριακοί, καθώς επίσης οι θεραπευτές ιατροί του ιδρύματος, οι παθολόγοι γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα και παιδίατροι, μη παρέχοντες ιατρικές φροντίδες θεράποντος ιατρού υπό την έννοια των άρθρων 2-6 του αυτού ν. δ/τος. Κατά το άρθρο 5 του ως άνω ν. δ/τος η σχέση των θεραπόντων ιατρών με το Ι.Κ.Α., μη συνιστώσα σχέση ή σύμβαση εργασίας, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του νόμου αυτού, δεν κωλύονται δε να παρέχουν ιατρικές φροντίδες ελευθέρως και εις πρόσωπα μη δικαιούμενα παροχών ασθενείας από to Ι.Κ.Α, και δεν αποτελούν προσωπικό αυτού, και ο χρόνος παροχής απ' αυτούς ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος παροχής κατ' αυτούς ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού στο ίδρυμα. Αντίθετα, κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του αυτού ν. δ/τος, οι ιατροί ειδικοτήτων και εργαστηρίων καθώς και οι κατ' άρθρο 9 αυτού ιατροί θεραπευτές παθολόγοι και παιδίατροι, συνδέονται με το Ι.Κ.Α., με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Περαιτέρω κατά το άρθρο 10 του αυτού ν. δ/τος, εφόσον οι τοπικές συνθήκες ή έτεροι σοβαροί λόγοι δεν καθιστούν δυνατή την εφαρμογή των άρθρων 2, 8 και 9 του ν. δ/τος αυτού, επιτρέπεται η σύναψη ειδικών συμβάσεων με θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων για αόριστο χρόνο με αμοιβή τούτου οριζόμενη είτε αναλόγως του αριθμού των δικαιούχων, είτε άλλως πως και δυναμένων να καταγγελθούν εκατέρωθεν οποτεδήποτε μετά μηνιαία προειδοποίηση, οι οποίες συμβάσεις, μη συνιστώσες σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας, διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του αυτού ν. δ/τος σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτού. Εξ άλλου το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 που έχει τον ειδικότερο τίτλο "ρύθμιση μισθολογικών θεμάτων Ι.Κ.Α. με σύμβαση κ.λ.π." ορίζει: Στον αριθ. 1, ότι οι υπηρετούντες στο Ι.Κ.Α. γιατροί με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές γιατρούς του Ιδρύματος. Ο χρόνος υπηρεσίας τους στο Ι.Κ.Α. υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξη τους. Στην παραγρ. 2, ότι οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, της πάσης φύσεως άδειες, το ωράριο εργασίας τις τοποθετήσεις - μετακινήσεις - αποσπάσεις - μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα που ισχύουν για τους μόνιμους γιατρούς του Ι.Κ.Α. στο εξής θα ισχύουν και για τους γιατρούς, όπως αυτοί αναφέρονται στην παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου. Στην παραγρ. 3, ότι στις παραπάνω ρυθμίσεις δεν υπάγονται: α) οι με ειδική σύμβαση γιατροί οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου, β) οι με ειδική σύμβαση γιατροί των οποίων η μηνιαία αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές που προκύπτουν από τη ρύθμιση της παραγρ. 1 του παρόντος, εκτός αν με αίτηση τους επιλέξουν τη ρύθμιση αυτή. Για τους γιατρούς των περιπτώσεων α και β εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του ν.δ. 1204/1972. Τέλος η παραγρ. 4 του αυτού άρθρου ορίζει ότι για τους προσλαμβανομένους στο εξής στο Ι.Κ.Α. γιατρούς σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.δ. 1204/1972, θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού. Κατά εξαίρεση σε ειδικές περιπτώσεις όπως προσλήψεις γιατρών για κάλυψη αναγκών σε προβληματικές, άγονες και, παραμεθόριες περιοχές ή για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες όπου δεν υπάρχει προσφορά ενδιαφερομένων για πρόσληψη γιατρών, θα ισχύουν ως προς το εργασιακό καθεστώς και τον καθορισμό της αποζημιώσεως οι διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν.δ. 1204/1972, Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι γιατροί που προσλαμβάνονται στο Ι.Κ.Α. μετά την ισχύ του ν. 2150/1993 την 16.6.1993 (ημερομηνία δημοσιεύσεως στο ΦΕΚ Α' 98) κατ' άρθρο 20 αυτού και δεν υπόκεινται στις εξαιρέσεις των παραγράφων 3 και 4 παρ. β του άρθρου 18 του ιδίου νόμου, καθώς και εκείνοι που υπηρετούσαν στο Ι.Κ.Α. κατά την έναρξη εφαρμογής του ιδίου νόμου, συνδεόμενοι με αυτό με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του ν.δ. 1204/1972, οι οποίοι εξομοιώθηκαν μισθολογικά με τους μονίμους θεραπευτές γιατρούς αυτού (αρθρ. 18 παρ. 1), συνδέονται με το Ι.Κ.Α. με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Και τούτο διότι παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ορισμένο τόπο και χρόνο υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των οργάνων του Ι.Κ.Α., ο δε χρόνος υπηρεσίας τους στο Ιδρυμα αυτό υπολογίζεται για τη μισθολογική τους εξέλιξη, ο χαρακτήρας δε αυτός της συμβάσεως δεν αλλάζει από την τυχόν ανάπτυξη κάποιας πρωτοβουλίας ως προς τον τρόπο εκτελέσεως της εργασίας τους (βλ. ΑΠ. 517/2003 αδημ.).

   Στην προκειμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, δεν λαμβάνεται υπόψη η με αριθμό 10725/2002 ένορκη βεβαίωση του Ειρηνοδικείου Αθηνών καθόσον δεν προκύπτει προηγούμενη κλήτευση του εναγομένου κατ' άρθρου 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Όλοι οι ενάγοντες είναι γιατροί που έχουν προσληφθεί στο Ι.Κ.Α., από το 1985 μέχρι 2.2.1999, για τις ανάγκες των υγειονομικών μονάδων αυτού με ειδικές συμβάσεις αορίστου χρόνου κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 ν.δ. 1204/1972 και 18 του ν. 2150/1993 και με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του ν.δ. 1204/72 και ν. 2970/97 αποδοχές, δεν υπάγονται δε στις εξαιρέσεις των παραγράφων 3α και β και 4 περ. β του ν. 2150/1993, δηλαδή δεν κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου, δεν λαμβάνουν μηνιαία αποζημίωση μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές των μονίμων θεραπευτών του Ι.Κ.Α. και δεν έχουν προσληφθεί για κάλυψη αναγκών σε προβληματικές, άγονες και παραμεθόριες περιοχές. Παρέχουν τις υπηρεσίες τους ανάλογα με την ειδικότητα τους στους ασφαλισμένους του Ι.Κ.Α., υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των αρμοδίων οργάνων αυτού, και λαμβάνουν τις ίδιες αποδοχές και έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους μονίμους γιατρούς από 16.6.1993, δηλαδή ωράριο εργασίας, τοποθετήσεις, μετακινήσεις, άδειες και γενικά παρέχουν την εργασία τους κάτω από τις ίδιες συνθήκες εργασίας.

   Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά συντρέχουν, από τη δημοσίευση του νόμου 2150/1993 (16.6.1993). οι κατά τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του ν 765/1993, που κυρώθηκε με την 324/1996 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 32 του Εισ.Ν.Α.Κ., προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθούν οι συμβάσεις των εναγόντων ως τοιαύτες εξαρτημένες εργασίας αορίστου χρόνου.

   Έσφαλε επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη, και δεκτού γενομένου του λόγου της έφεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη. Μετά ταύτα αφού κρατηθεί η υπόθεση και ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 16.6.1993 (για όσους προσλήφθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή). Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν λόγω του ιδιαίτερα δυσχερούς της ερμηνείας των ως άνω εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.

   Δέχεται τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση.

   Εξαφανίζει την εκκαλουμένη 2227/2002 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

   Κρατεί την υπόθεση.

   Δικάζοντας την αγωγή.

   Δέχεται αυτή εν μέρει.

   Αναγνωρίζει ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 16.6.1993 για όσους προσλήφθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή. Και

   Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2003 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 10 Ιουνίου 2003, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.