ΕφΑθ 2024/2010

 

Δικηγόροι ΝΠΙΔ ευρύτερου δημόσιου τομέα - Διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου ορισμένου χρόνου - Σύμβαση έμμισθης εντολής - Υπερημερία εργοδότη -.

 

 

Οι διαδοχικές συμβάσεις μισθώσεως έργου ορισμένου χρόνου, που συνήψαν οι ενάγοντες δικηγόροι με το εναγόμενο νπιδ του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με αντικείμενο την παροχή νομικών συμβουλών, τη νομική συμβουλευτική και την νομική στήριξη των δράσεων και παρεμβάσεων του τελευταίου στο πλαίσιο του ιδρυτικού του σκοπού, θεωρούνται, για ένα έκαστο των εναγόντων, ως μια ενιαία σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής αορίστου χρόνου, για την οποία δεν απαιτείτο η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 18 ν. 1868/1989. Εφόσον το εναγόμενο χωρίς καταγγελία των συμβάσεων αυτών και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης έπαψε να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων, κατέστη υπερήμερο και τους οφείλει τις νόμιμες αποδοχές μαζί με τα δώρα εορτών και τα επιδόματα αδείας.

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ  2024/2010

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 5°

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωσήφ Βέλλα, Πρόεδρο Εφετών, Δήμητρα Τσουτσάνη και Χρυσούλα Λυκούδη - Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Βασιλική Παπαστεργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 28 Απριλίου 2009 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ..., Δικηγόρου Αθηνών, κατοίκου Αθηνών, 2) ..., Δικηγόρου Αθηνών, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής οι οποίες παραστάθηκαν αυτοπροσώπως με την ιδιότητα τους ως δικηγόροι με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ., 3) ..., Δικηγόρου Πειραιά κατοίκου Πειραιά, τον οποίο εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ η πληρεξούσια δικηγόρος του Φωτεινή Μηλιώνη.

 

ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΚΛΗΣΗ: ΝΠΙΔ με την επωνυμία «Κέντρο Ερευνών, για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρος της Γιάννη Κώτσο.

 

Οι ενάγοντες και ήδη καλούντες με την από 8 Φεβρουαρίου 2005 αγωγή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 26868/58/2006, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

 

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 211/2006 οριστική του απόφαση με την οποία έταξε τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

 

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι καλούντες με την από 2 Δεκεμβρίου 2007 έφεση τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 10393/2007.

 

Η αρχική συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε και έρχεται και πάλι προς συζήτηση με την από 7 Οκτωβρίου 2008 κλήση των καλούντων που έχει κατατεθεί νόμιμα με αριθμό 2242/2008 η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε με την αντέφεση που άσκησε με τις από '29 Σεπτεμβρίου 2008 προτάσεις του το ΝΠΙΔ.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση έφεση των εναγόντων κατά της υπ' αριθμ. 211/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (αρθρ. 677 - 681 ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ειδική διαδικασία συνεκδικαζόμενη με την παραδεκτώς ασκηθείσα δια των προτάσεων του εναγομένου - εφεσίβλητου αντέφεση αυτού (αρθρ. 681, 674 § 1 ΚΠολΔ).

 

 

Με την από 8-2-2005 αγωγή οι ενάγοντες δικηγόροι Αθηνών οι δύο πρώτοι και Πειραιώς ο τρίτος εκθέτουν ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων μισθώσεως έργου ορισμένου χρόνου, (που καταρτίσθηκαν στο χρονικό διάστημα από 1-3-2000 έως 2-1-2004) προσλήφθηκαν από το εναγόμενο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου του δημοσίου) με αντικείμενο την παροχή νομικών συμβουλών, τη νομική συμβουλευτική και την νομική στήριξη των δράσεων και παρεμβάσεων του τελευταίου στο πλαίσιο του ιδρυτικού του σκοπού. Ότι αυτοί παρείχαν τις σχετικές υπηρεσίες τους έναντι μηνιαίας αμοιβής και ότι οι άνω συμβάσεις αποτελούσαν στην πραγματικότητα για ένα έκαστο των εναγόντων μια ενιαία σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής αορίστου χρόνου, η οποία είχε συναφθεί εγκαίρως,       επειδή λόγω των υπηρεσιών που προσέφεραν στο εναγόμενο (νομική συμβουλευτική) δεν ήταν αναγκαία η τήρηση της διαδικασίας για την πρόσληψη εμμίσθων δικηγόρων από νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα. Ότι το εναγόμενο μετά την ημερομηνία λήξεως των άνω συμβάσεων (31-12-2004) και ενώ δεν προέβη στην καταγγελία των συμβάσεων αυτών) ούτε κατέβαλε την οφειλόμενη νόμιμη αποζημίωση τελεί σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών των εναγόντων και οφείλει σ' αυτούς τη συμφωνημένη αντιμισθία του διαστήματος από 1-1-2005 έως 31-12-2005, που ανέρχεται σε 23.562 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα, σε 17.332 ευρώ για τη δεύτερη ενάγουσα και σε 16.436 ευρώ για τον τρίτο ενάγοντα. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να τους καταβάλει τα ανωτέρω ποσά, νομιμότοκα από τότε που το κάθε επιμέρους κονδύλι έγινε απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

Με την εκκαλουμένη απόφαση η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη επειδή κρίθηκε ότι μεταξύ των εναγόντων και του εναγομένου συνήφθησαν συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου, που έληξαν με την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου, ότι ακόμα και αν θεωρηθεί ότι οι άνω συμβάσεις αποτελούσαν για τον κάθε ενάγοντα μία ενιαία σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρου αορίστου χρόνου η σύμβαση αυτή είναι άκυρη επειδή δεν τηρήθηκε κατά την πρόσληψη των εναγόντων που δεν ασχολούντο αποκλειστικά με την παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων προς το εναγόμενο αλλά και προς τρίτους η απαιτούμενη νόμιμη διαδικασία (προκήρυξη κλπ) για την πρόσληψη δικηγόρων με πάγια αντιμισθία από νομικά πρόσωπα δημοσίου τομέα, όπως το εναγόμενο.

 

 

Κατά της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου παραπονούνται οι ενάγοντες με την ένδικη έφεση και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή. Κατά της κρίσης αυτής παραπονείται και το εναγόμενο νομικό πρόσωπο με την ένδικη αντέφεση και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου η αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, άλλως ως καταχρηστική, άλλως ως αόριστη επειδή οι ενάγοντες δεν επικαλούνται στην αγωγή ότι οι ένδικες συμβάσεις είχαν κατατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 62 § 2 του ΝΔ 3026/1954 «Περί Κωδικός Δικηγόρων» στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους Αθηνών και Πειραιώς αντίστοιχα.

 

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 § 3, 4 και 5 του Κώδικα Δικηγόρων (νδ 3026/1954) είναι ασυμβίβαστη προς το δικηγορικό λειτούργημα πάσα έμμισθη υπηρεσία σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στο δικηγόρο α) η επί παγία ετησία ή μηνιαία αντιμισθία παροχή καθαρώς νομικών εργασιών είτε ως δικαστικού ή νομικού συμβούλου είτε ως δικηγόρου β) απαγορεύεται η συμφωνία περί παροχής νομικών υπηρεσιών επί παγία περιοδική αμοιβή υπό προθεσμία. Τοιαύτη υπό προθεσμία σύμβαση και προ του Κωδικός γενομένη θεωρείται ως αορίστου χρόνου, δηλαδή δεν είναι ολικά άκυρη αλλά μόνο ως προς την περιλαμβανόμενη σ' αυτή ρήτρα ότι ισχύει για ορισμένο χρόνο (πρ. βλ. αρθρ. 181 ΑΚ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι 1) η παροχή νομικών υπηρεσιών από δικηγόρο με περιοδική αμοιβή είναι επιτρεπτή και έγκυρη μόνο με τη μορφή της (σύμβασης έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου και 2) η σύμβαση έργου ως και η συμφωνία παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία για ορισμένο χρόνο αποτελούν απαγορευμένες μορφές συμβατικής απασχόλησης του δικηγόρου, τυχόν δε συναπτόμενες θεωρούνται εξ υπαρχής από την κατάρτιση τους ως συμβάσεις με το ανωτέρω αναγκαστικό περιεχόμενο, δηλαδή ως συμβάσεις έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία για αόριστο χρόνο (ΑΠ 229/2004, ΕλΔ 46, 102, ΑΠ 758/2003, ΕλΔ 45, 1626).

 

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 § 1, 38, 44, 63 § 1 - 5 και 94 του ΝΔ 3026/1954 «Περί του Κωδικός Δικηγόρων» σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 επ. και 713 επ. ΑΚ συνάγεται ότι η κατ' εξαίρεση στο δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια (ετήσια ή μηνιαία) αμοιβή, ρυθμίζεται από τον ως άνω Κώδικα Δικηγόρων και συμπληρωματικώς από τους περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμούς του ΑΚ και τους περί εντολής κανόνες αυτού, εφόσον δεν αντίκειται στο δημόσιο χαρακτήρα αυτής της σχέσεως, δεν δύναται δε η ρηθείσα παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους να αποτελέσει αντικείμενο συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, καθόσον δεν ισχύουν κατ' αρχήν επ' αυτής οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (Ολ ΑΠ 25/2002, ΕλΔ 43, 1019, ΑΠ 537/2007, Α δημ. ΝΟΜΟΣ).

 

 

Η σχετική σύμβαση για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πρέπει να είναι αορίστου χρόνου, άλλως έστω και αν συνήφθη για ορισμένο χρόνο θεωρείται ότι είναι αορίστου (ΑΠ 1379/2007 ΕλΔ 48, 1387, Αθ. Βαρυμποπιώτης, Κώδικας Περί Δικηγόρων έκδ. 2002, σελ. 132 επ.) λύνεται δε με έγγραφη καταγγελία και καταβολή αποζημιώσεως, μέχρι πλήρους καταβολής της οποίας οφείλονται (αρθρ. 63 § 5 περ. 4 και 94 ΚΔ) οι αποδοχές, η αξίωση δε καταβολής αυτών απορρέει από τη σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής και όχι από σχέση εξαρτημένης εργασίας (Ολ ΑΠ 1/1994/ΕλΔ 35, 1249 και ΕΕργΔ 54, 816, ΑΠ 537/2004, όπ.αν, ΑΠ 1379/2007, ΕλΔ 48, 1387). Όμως αν η σύμβαση εντολής είναι άκυρη από οποιονδήποτε λόγο, καθένα από τα μέρη μπορεί να θέσει τέρμα σ' αυτή, οπότε λύεται η σχέση. Ζήτημα υπερημερίας πλέον του εντολέα ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εντολοδόχου δικηγόρου και επομένως καταβολής μισθών υπερημερία δεν τίθεται διότι η υπερημερία προϋποθέτει έγκυρη σύμβαση (ΑΠ 70/2003 ΕλΔ 44, 733).

 

 

Εξάλλου η πρόσληψη δικηγόρων με πάγια αντιμισθία από νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στα άρθρα 9 ν. 1232/1982, 9 § 6 του ν. 1256/1982, 51 § 1 του ν. 1892/1990, γίνεται με επιλογή ύστερα από προκήρυξη κατά τη διαδικασία του άρθρου 11 του ν. 1649/1986, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 18 του ν. 1868/1989, οι δε προσλήψεις που γίνονται μετά τις 10-10-1989, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του ν. 1868/89, χωρίς τη διατύπωση αυτή είναι άκυρες. Εξαίρεση όμως ισχύει για τους νομικούς συμβούλους, δηλαδή τους δικηγόρους, οι οποίοι άσχετα από τον τίτλο που κατέχουν και τον χαρακτηρισμό, που τους δόθηκε κατά την πρόσληψη τους ή και μεταγενέστερα, δεν ασχολούνται κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους προς τον εντολέα τους με τη δικαστική εκπροσώπηση και το χειρισμό δικαστικών υποθέσεων αυτού έναντι τρίτων αλλά αποκλειστικά στην παροχή συμβουλών ή γνωμοδοτήσεων στον εντολέα και τα όργανα του ή και στην κατεύθυνση του χειρισμού των υποθέσεων από άλλους δικηγόρους, για τους οποίους δεν ισχύει η παραπάνω διαδικασία προσλήψεως. Στις περιπτώσεις αυτές οι δικηγόροι μπορούν να προσλαμβάνονται χωρίς τις παραπάνω διατυπώσεις (ΑΠ 229/2004, όπ. αν, ΑΠ 414/87, ΝοΒ 36, 907, Εφ Αθ. 6840/2005, ΔΕΝ 61, 1339).

Το κύρος της συμβάσεως έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών δεν θίγεται σε περίπτωση μη αναγγελίας του δικηγόρου στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο αφού η μη αναγγελία (κατάθεση) της συμβάσεως, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της συμβάσεως, αλλά επισύρει πειθαρχικές ποινές κατά του δικηγόρου (ΑΠ  145/1992, ΔΕΝ 48,  730, Εφ. Αθ. 6840/2005, Εφ. Θεσ. 3021/2001, ΔΕΝ 59, 1205).

 

 

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα και από τις παρακάτω αναφερόμενες ομολογίες των διαδίκων, που προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις τους (αρθρ. 261 ΚΠολΔ) όσον αφορά τις αποδοχές των εναγόντων την παροχή των νομικών υπηρεσιών αυτών την πρόσληψη τους χωρίς διαδικασία του άρθρου 11 του ν. 1649/86 όπως ισχύει και το δημόσιο χαρακτήρα του εναγομένου αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Το εναγόμενο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία Κέντρο Ερευνών για θέματα Ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι) ιδρύθηκε το 1994 με τη διάταξη του αρθρ. 5 του νόμου 1835/1989 όπως αντικαταστάθηκε συμπληρώθηκε με το αρθρ. 15 παρ. 1 του Ν 2266/1994 και 26 παρ. 4 του Ν. 2738/1999 και 8 του Ν 3094/2003 και λειτουργεί με έδρα την Αθήνα και παραρτήματα στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Βόλο και το Ηράκλειο υπό την εποπτεία και χρηματοδότηση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ατά τον ιδρυτικό νόμο του Κ.Ε.Θ.Ι., όπως ισχύει σήμερα με τις τροποποιήσεις και αντικαταστάσεις, βασικός σκοπός του είναι «η διεξαγωγή επιστημονικών μελετών και ερευνών για θέματα ισότητας των φύλων, καθώς και η προαγωγή της ισότητας ευκαιριών στην απασχόληση και την οικονομική ανάπτυξη με το σχεδιασμό, την εφαρμογή, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση γενικά προγραμμάτων συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, ιδίως για γυναίκες και γενικά τη διάδοση και εφαρμογή της πολιτικής ισότητας ευκαιριών και για τα δύο φύλλα». Στα πλαίσια του άνω σκοπού το Κ.Ε.Θ.Ι. μεταξύ των άλλων προσχώρησε από την ίδρυση του στη δημιουργία Κέντρου Πληροφόρησης και Συμβουλευτικής Γυναικών, την οποία στελέχωσε άμεσα με εξειδικευμένο προσωπικό από ψυχολόγους, κοινωνιολόγους κοινωνικούς λειτουργούς και δικηγόρους. Το τμήμα Νομικής Συμβουλευτικής στελεχώνονταν από δικηγόρους, που παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε καθημερινή βάση και με καθορισμένο ωράριο. Προϋπόθεση για την πρόσληψη τους ήταν η κατοχή αδείας ασκήσεως επαγγέλματος και πραγματική δικηγορική εμπειρία τουλάχιστον ενός έτους σε θέματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου (ενδεικτικά: ασφαλιστικά μέτρα μετοίκησης, προσωρινής επιμέλειας και διατροφής, διαζύγιο, διαθήκες κλπ), εργατικού δικαίου (ενδεικτικά: συμβάσεις μισθοί, ΣΣΕ, ασφαλιστικά θέματα, προστασία μητρότητας κλπ) ποινικού δικαίου (ενδεικτικά: ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική παρενόχληση, κακοποίηση κλπ), διοικητικού δικαίου (ενδεικτικά: διαδικασία νομιμοποίησης οικονομικών μεταναστριών και προσφύγων, ενστάσεις, προσφυγές, επιδόματα Κοινωνικής Πρόνοιας κλπ) καθώς και σε θέματα ισότητας των δύο φύλων. Το εναγόμενο ενόψει του επιδιωκομένου από αυτό κοινωφελούς και δημόσιου σκοπού και της στενής και άμεσης σχέσης και εξάρτησης του από τη κεντρική κρατική διοίκηση, είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με δημόσιο χαρακτήρα και εμπίπτει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετήθηκε με την παρ. 6 του αρθρ. 1 του Ν. 1256/1982, όπως ισχύει σήμερα. Τούτο συνομολογείται ρητά από το εναγόμενο (βλ. και γνωμοδότηση Φλογαϊτη). Η πρώτη και η δεύτερη ενάγουσα είναι δικηγόροι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και ο τρίτος ενάγων είναι δικηγόρος εγγεγραμμένος στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά. Αυτοί με τις ανωτέρω διαδοχικές συμβάσεις μισθώσεως έργου ορισμένου χρόνου που συνήψαν με το εναγόμενο κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2000 έως το έτος 2004 στα πλαίσια των κατωτέρω επιδοτουμένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προγραμμάτων παρείχαν στο ναγόμενο τις νομικές υπηρεσίες τους.

 

 

Ειδικότερα η πρώτη ενάγουσα ...: 31-7-2001 2) Δυνάμει της από 3-9-2001 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου, που συνήψε με το εναγόμενο εγγράφως, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της παροχής πληροφόρησης και συμβουλευτικής σε άνεργες γυναίκες στα πλαίσια του επιδοτούμενου προγράμματος «Δράσεις πληροφόρησης και συμβουλευτικής γυναικών για την απασχόληση και την κοινωνική ένταξη». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό του 1.720.000 δραχμών και η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου ήταν από 3-9-2001 μέχρι την 31-12-2001. 3) Δυνάμει της από 30-12-2001 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου, που συνήψε με το εναγόμενο εγγράφως, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της ερευνήτριας στη μελέτη «Αποτύπωση και ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών της σύγχρονης Ελληνίδας και χωρικές διαφοροποιήσεις τους - το πορτραίτο της σύγχρονης Ελληνίδας». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο στο ποσό των 600 ευρώ συνολικά και η συμφωνηθείσα διάρκεια ήταν από 1-1-2002 έως 28-2-2002. 4) Δυνάμει της από 4-3-2002 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου, που συνήψε με το εναγόμενο εγγράφως, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της συμβούλου απασχόλησης και κοινωνικής ένταξης στα πλαίσια του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Γ' Κ.Π.Σ.) και του επιδοτούμενου Προγράμματος «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση του Υπουργείου Εργασίας». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο στο ποσό των 13.487 ευρώ συνολικά και η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου ήταν από 4-3-2002 μέχρι την 31-12-2002 και με το από 23-12-2002 τροποποιητικό ιδιωτικό συμφωνητικό παρετάθη η διάρκεια του έργου μέχρι 31-3-2003 με πρόσθετη αμοιβή 6.221,56 ευρώ 5) Δυνάμει της από 7-5-2003 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου, που συνήψε με το εναγόμενο, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της συμβούλου πληροφόρησης για νομικά θέματα του «Κέντρου Εξυπηρέτησης και Πληροφόρησης Γυναικών», το οποίο λειτουργεί στο εναγόμενο στα πλαίσια του επιδοτούμενου προγράμματος «Πολιτεία» του Υπουργείου Εσωτερικών. Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 6.221,56 ευρώ και η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου μέχρι την 31-8-2003. 7) Δυνάμει της από 1-9-2003 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο εγγράφως, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της συμβούλου για θέματα που αφορούν την απασχόληση στα πλαίσια του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Γ' Κ.Π.Σ.) και του επιδοτούμενου προγράμματος «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση του Υπουργείου Εργασίας». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο στο ποσό των 6.596,43 ευρώ και η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου μέχρι την 31-12-2003. 7) Παράλληλα δυνάμει της από 1-9-2003 (δεύτερης) σύμβασης του έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο, ανέλαβε το έργο της συμβούλου πληροφόρησης στα πλαίσια του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και του επιδοτούμενου προγράμματος «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» του Υπουργείου Εσωτερικών. Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 1.694 ευρώ και η συμφωνηθείσα διάρκεια της συμβάσεως ήταν από 1-9-2003 μέχρι την 31-12-2003.  8) Δυνάμει της από 2-1-2004 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο,  ανέλαβε  και εκτέλεσε το έργο της συμβούλου για θέματα που αφορούν την απασχόληση στα πλαίσια του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και του επιδοτούμενου    προγράμματος «ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ του Υπουργείου Εργασίας». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 20.196 ευρώ και η συμφωνηθείσα διάρκεια της συμβάσεως από 2-1-2004 μέχρι την 3 1-12-2004-Περαιτέρω, η δεύτερη ενάγουσα ...: 1) Δυνάμει της από  1-10-2001 σύμβασης έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της παροχής πληροφόρησης και συμβουλευτικής σε άνεργες γυναίκες, στα πλαίσια του επιδοτούμενου προγράμματος «Δράσεις πληροφόρησης και συμβουλευτικής γυναικών για την απασχόληση και την κοινωνική ένταξη». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 600.000 δραχμών και η συμφωνηθείσα χρονική διάρκεια μέχρι την 31-12-2001. 2) Δυνάμει της από 30-12-2001, συμβάσεως, έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της ερευνήτριας στη μελέτη «Αποτύπωση και ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών της σύγχρονης Ελληνίδας και χωρικές διαφοροποιήσεις τους - το πορτραίτο της σύγχρονης Ελληνίδας». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 600 ευρώ και η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου από 1-1-2002 έως 28-2-2002 3) Δυνάμει της από 4-3-2002 σύμβασης έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της συμβούλου απασχόλησης και κοινωνικής ένταξης, στα πλαίσια του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και του επιδοτούμενου προγράμματος «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση του Υπουργείου Εργασίας». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 8.556 ευρώ και η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου μέχρι την 31-12-2002. Δυνάμει του από 23-12-2002 τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού, παρατάθηκε η διάρκεια του έργου έως την 31-3-2003. 4) Δυνάμει της από 7-5-2003 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου, που συνήψε με το εναγόμενο εγγράφως ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της συμβούλου πληροφόρησης στα πλαίσια του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και του επιδοτούμενου προγράμματος «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» του Υπουργείου Εσωτερικών. Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο στο συνολικό ποσό των 3.052,08 ευρώ και η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου μέχρι την 31-8-2003. 5) Δυνάμει της από 1-9-2003 σύμβασης έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο εγγράφως, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της συμβούλου πληροφόρησης για νομικά θέματα του «Κέντρου Εξυπηρέτησης και Πληροφόρησης Γυναικών», το οποίο λειτουργεί στο Κ.Ε.Θ.Ι. στα πλαίσια του προγράμματος «Πολιτεία» του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο στο ποσό των 1.722 ευρώ συνολικά και η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου μέχρι την 31-12-2003. 6) Δυνάμει της από 2-1-2004 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου, που συνήψε με το εναγόμενο εγγράφως, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της συμβούλου για θέματα που αφορούν την απασχόληση στα πλαίσια του επιδοτούμενου προγράμματος «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» του Υπουργείου Εσωτερικών. Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 14.856 ευρώ και η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου μέχρι την 31-12-2004. 'Τέλος, ο τρίτος ενάγων ...: 1) Δυνάμει της από 1-10-2001 συμβάσεις έργου ορισμένου χρόνου, που συνήψε εγγράφως με το εναγόμενο, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο του συμβούλου απασχόλησης και κοινωνικής ένταξης σε άνεργες γυναίκες, στα πλαίσια του επιδοτούμενου προγράμματος «Δράσεις πληροφόρησης και συμβουλευτικής γυναικών για την απασχόληση και την κοινωνική ένταξη». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 600.000 δραχμών και η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου μέχρι την 31-12-2001. 2) Δυνάμει της από 30-12-2001 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο εγγράφως, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο του ερευνητή στη μελέτη «Αποτύπωση και ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών και δημογραφικών χαρακτηριστικών της σύγχρονης Ελληνίδας και χωρικές διαφοροποιήσεις τους. Το πορτραίτο της σύγχρονης Ελληνίδας». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 600 ευρώ και η συμφωνηθείσα χρονική διάρκεια μέχρι την 28-202002. 3) Δυνάμει της από 4-3-2002 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με    το εναγόμενο εγγράφως ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο του συμβούλου απασχόλησης και κοινωνικής ένταξης, στα  πλαίσια του επιδοτούμενου προγράμματος «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση του Υπουργείου Εργασίας». Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 12.340 ευρώ και η συμφωνηθείσα χρονική διάρκεια μέχρι την 31-12-2002. Δυνάμει του από 23-12-2003 τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού, παρατάθηκε η διάρκεια του έργου έως την 31-3-2003 4) Δυνάμει της από 7-5-2003 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε εγγράφως με το εναγόμενο, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο του συμβούλου πληροφόρησης για νομικά θέματα του «Κέντρου Εξυπηρέτησης και Πληροφόρησης Γυναικών» στα πλαίσια του προγράμματος «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 4.343,36 ευρώ, η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου μέχρι την 31-8-2003. 5) Δυνάμει της από 1-9-2003 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο του συμβούλου πληροφόρησης για νομικά θέματα του «Κέντρου Εξυπηρέτησης και Πληροφόρησης Γυναικών» το οποίο λειτουργεί στο Κ.Ε.Θ.Ι., στα πλαίσια του επιδοτούμενου προγράμματος «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 1.369 ευρώ. Η καταβολή της ως άνω συμφωνηθείσας αμοιβής τελεί υπό την αίρεση της ομαλής ροής της χρηματοδότησης του προγράμματος. Η συμφωνηθείσα διάρκεια του έργου ήταν έως 31-12-2003. 6) Δυνάμει της από 1-9-2003 (δεύτερης) συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο του συμβούλου για νομικά θέματα που αφορούν την απασχόληση, στα πλαίσια του επιδοτούμενου προγράμματος «ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ» του Υπουργείου Εργασίας. Η συμφωνηθείσα αμοιβή ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 4.602,87 ευρώ και η συμφωνηθείσα χρονική διάρκεια έως την 31-12-2003. 7) Δυνάμει της από 2-1-2004 σύμβασης έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε με το εναγόμενο ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο του συμβούλου για νομικά θέματα που αφορούν την απασχόληση, στα πλαίσια του επιδοτούμενου προγράμματος «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση του Υπουργείου Εργασίας». Η συμφωνηθείσα αμοιβή του έργου ανήρχετο συνολικά στο ποσό των 14.088 ευρώ και η συμφωνηθείσα χρονική διάρκεια έως την 31-12-2004 1) δυνάμει της από 24-2-2000 συμβάσεως έργου ορισμένου χρόνου που συνήψε εγγράφως με το Αναγόμενο, ανέλαβε και εκτέλεσε το έργο της συμβούλου για τις γυναίκες που ανήκουν σε πληθυσμιακές ομάδες κοινωνικού αποκλεισμού, στα πλαίσια του επιδοτούμενου προγράμματος «Καταπολέμηση Αποκλεισμού από την αγορά εργασίας». Ως αμοιβή του έργου συμφωνήθηκε το ποσό των 7.310.000 δραχμών συνολικά. Η συμφωνηθείσα διάρκεια ήταν από 1-3-2000 έως την --- Μετά τις 31-12-2004 δεν καταρτίσθηκαν άλλες συμβάσεις των εναγόντων με το εναγόμενο. Σε όλο το διάστημα από 2000 έως το 2004 κατά τα ανωτέρω ειδικότερο αναφερόμενα οι ενάγοντες στα πλαίσια επιδοτούμενων προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προσέφεραν στο εναγόμενο τις νομικές υπηρεσίες τους με την παροχή για λογαριασμό του νομικών συμβουλών ή γνωμοδοτήσεων στις γυναίκες, που προσήρχοντο στο εναγόμενο και αυτοί δεν ασχολούνταν καθόλου με τη δικαστική εκπροσώπηση του εναγομένου και το χειρισμό δικαστικών υποθέσεων του τελευταίου. Αυτοί εισέπραξαν τη συμφωνηθείσα αμοιβή, που καταβαλλόταν υπό τη μορφή μηνιαίων αποδοχών, για τις οποίες εκδίδονταν οι προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες αποδείξεις πληρωμής. Η παροχή των άνω νομικών υπηρεσιών από τους ενάγοντες έναντι συμφωνηθείσας και καταβληθείσας αντιμισθίας (αμοιβής) συνομολογούνται από το εναγόμενο. Επίσης συνομολογείται από το εναγόμενο ότι κατά την πρόσληψη των εναγόντων απαιτείται μεν η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και η πραγματική δικηγορική εμπειρία τουλάχιστον ενός έτους σε θέματα οικογενειακού δικαίου, ισότητας φύλων κλπ, αλλά για την πρόσληψη δεν τηρήθηκε η διαδικασία (προκήρυξη κλ.π.) που ορίζεται με το άρθρο 11 του ν. 1649/86.

 

 

Από την όλη αποδεικτική διαδικασία όμως προέκυψε ότι οι ενάγοντες ασχολήθηκαν μόνο με την παροχή νομικών συμβουλών σε γυναίκες που προσέρχονταν στο εναγόμενο και δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τη δικαστική εκπροσώπηση του εναγομένου και το χειρισμό δικαστικών υποθέσεων αυτού, που δεν επιτρεπόταν άλλωστε και είχε αναληφθεί από άλλους.

 

 

Επομένως οι συμβάσεις έργου, που συνήψαν οι ενάγοντες με το εναγόμενο, θεωρούνται σύμφωνα με τις νόμιμες σκέψεις της παρούσας ως συμβάσεις έμμισθης δικηγορικής εντολής αορίστου χρόνου, για τις οποίες δεν απαιτείτο η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 18 του ν. 1868/1989 και μάλιστα δεδομένου ότι είχαν όλες παρεμφερές αντικείμενο (νομική συμβουλευτική) και συνήφθηκαν διαδοχικώς για τον κάθε ενάγοντα, πρέπει να θεωρηθούν ως ενιαία σύμβαση δικηγορικής εντολής για τον κάθε ενάγοντα και πρέπει να απορριφθούν οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εναγομένου αντεκαλούντος.

 

 

Εφόσον το εναγόμενο χωρίς καταγγελία των συμβάσεων αυτών και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης έπαψε από 31-12-2004 να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων, κατέστη υπερήμερο και οφείλει τις νόμιμες αποδοχές των εναγόντων (ως προς το ακριβές ύψος αυτών δεν προβάλλεται κάποια αμφισβήτηση από το εναγόμενο) μετά των δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας, που οφείλονται ακόμα και σε περίπτωση άκυρης έμμισθης δικηγορικής εντολής (ΑΠ 1272/2006, ΕλΔ 50, 1369).

 

 

Επομένως έπρεπε να γίνει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστική βάσιμη και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στους ενάγοντες τα αιτηθέντα ποσά νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής εφόσον δεν προκύπτει άλλη ορισμένη ημερομηνία καταβολής των ποσών αυτών. Δεν παρίσταται ως καταχρηστική η αξίωση των εναγόντων από το ότι η αγωγή ασκήθηκε, αφού προηγουμένως απορρίφθηκε η αίτηση αυτών περί υπαγωγής τους στις διατάξεις του ΠΔ 164/2004 με το υπ' αριθμ. 159/7-12-2004 πρακτικό του ΔΣ του εναγομένου ΚΕΘΙ, που επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 15/2005 απόφαση του ΑΣΕΠ. Ούτε κάποια επίδραση στην προκειμένη υπόθεση η άνω απόφαση του ΔΣ του εναγομένου για μη δυνατότητα μονιμοποίησης των εναγόντων κατά τις διατάξεις του ΠΔ 164/2004, εφόσον η κατά ρητή επιταγή των προαναφερομένων αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων συμβατική σχέση, που συνδέει τους ενάγοντες δικηγόρους με το εναγόμενο είναι χωρίς να ενδιαφέρει ο χαρακτηρισμός αυτής από τα μέρη, η σύμβαση της έμμισθης εντολής ισχύουσα για αόριστο χρόνο, που δεν χρειάζεται καμία μονιμοποίηση, ενώ το ΠΔ 164/2004 αφορά αποκλειστικά και μόνο συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις φαινομενικά άλλου τύπου (π.χ. ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου), που απλώς υποκρύπτουν σχέση εξαρτημένης εργασίας και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογή σε συμβάσεις δικηγόρων που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με πάγια περιοδικά αμοιβή και είναι αναγκαστικώς συμβάσεις έμμισθης εντολής (βλ. σχετ. από 31-1-2006 γνωμοδότηση Γ. Λεβέντη προσκομιζόμενη και Απ. Μετζητάκου - Β. Καρταλτζή - Κων/να Φουντέα Εργατικό Δίκαιο κλπ, έκδ. 2005, σελ 89 επ). Ούτε υπάρχει έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων επειδή κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου αντεκκαλούντος οι ενάγοντες όφειλαν να προσβάλουν τη μη ευνοϊκή γι' αυτούς απόφαση του ΑΣΕΠ ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον όπως προαναφέρεται η απόφαση του ΑΣΕΠ δεν ασκεί ουδεμία επίδραση στην προκειμένη αγωγή ενώ σε κάθε περίπτωση, οι ενάγοντες δεν μπορούν να στερηθούν των αγωγικών τους αξιώσεων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων (Ολ ΑΠ 490/1982). Επομένως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι σχετικοί ισχυρισμοί του.

 

 

Εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε διαφορετικά, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει αφού απορριφθεί από ουσιαστική άποψη η αντέφεση, κατά παραδοχή ως βάσιμων των σχετικών λόγων της έφεσης, να γίνει δεκτή η έφεση από ουσιαστική άποψη και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συνέχεια αφού κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση κατ' ουσία από το Δικαστήριο τούτο πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή κατά το επικουρικό αίτημα για την έναρξη της τοκοδοσίας όπως ορίζεται στο διατακτικό. Η δικαστική δαπάνη των εναγόντων και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί κατά ένα μέρος σε βάρος του εναγομένου λόγω της ήττας του και κατά το λοιπά να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων λόγω του δυσερμήνευτου των σχετικών διατάξεων (αρθρ. 183, 176, 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και την αντέφεση, που ασκήθηκε με τις προτάσεις του εφεσίβλητου κατά της υπ' αριθμ. 211/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Δέχεται την έφεση και την αντέφεση από τυπική άποψη.

 

Απορρίπτει την αντέφεση από ουσιαστική άποψη.

 

Δέχεται την έφεση από ουσιαστική άποψη.

 

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

 

Κρατεί και δικάζει κατ' ουσία την υπόθεση.

 

Δέχεται την αγωγή.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει α) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα δύο (23.562) ευρώ β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των δεκαεφτά χιλιάδων τριακοσίων τριάντα δύο (17.332) ευρώ και γ) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα έξι (16.436) ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής.

 

Καταδικάζει το εναγόμενο στην καταβολή ενός μέρους της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε πεντακόσια πενήντα (550) ευρώ και συμψηφίζει τη λοιπή δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2010 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι, στις Απριλίου 2010.