Εφ Θεσ. 278/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αδικοπραξία - Πρόστηση - Παραγωγός ασφαλίσεων - Αμοιβαία Κεφάλαια -
Υπεξαίρεση - Ένσταση 300 ΑΚ - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.
Ο παραγωγός ασφαλίσεων τελεί σε σχέση προστήσεως
με την εταιρία που του αναθέτει διάθεση αμοιβαίων κεφαλαίων στο επενδυτικό
κοινό, αφού η ανατεθείσα υπηρεσία αποσκοπεί στη διεκπεραίωση υποθέσεων αυτής
και στην εξυπηρέτηση των οικονομικών της συμφερόντων. Παράνομη ιδιοποίηση των
χρημάτων του εκκαλούντος από παραγωγό ασφαλίσεων της
εφεσίβλητης συνιστά αδικοπραξία, για την οποία ευθύνεται εις ολόκληρον και η προστήσασα αυτόν
εταιρία. Αβάσιμη ένσταση του άρθρου 300 ΑΚ, που
προβλήθηκε από την εφεσίβλητη. Η προηγούμενη ενασχόληση του πελάτη με
επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια και η αναπτυχθείσα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ
αυτού και του παραγωγού ασφαλίσεων δεν στοιχειοθετούν συντρέχουσα αμελή
συμπεριφορά του εκκαλούντος
στην επέλευση της ζημίας και ως εκ τούτου δεν υφίσταται οικείο πταίσμα αυτού,
ακόμη και αν ο εκκαλών ήταν έμπειρος στις σχετικές
συναλλαγές. Υποχρέωση της εταιρίας για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης
του ενάγοντα.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους
Δικαστές, Διανέλλο Διανελλάκη,
Πρόεδρο Εφετών, Δημήτριο - Στέφανο Βόσκα, Εισηγητή και Γεωργία Μπασιούκα, Εφέτες και τη Γραμματέα Ευαγγελία Κουκουμπή.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό
του στις 2 Δεκεμβρίου 2005 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ
- ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Β. Π. του Σ., κατοίκου Αδένδρου
Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε διά του
πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Χατζηγεωργίου (ΑΜ: 5530).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης
Εταιρίας με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ Α.Ε.», που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η
οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της
Γεωργίου Γουλιέλμου (ΑΜ: 1903).
Ο ενάγων με την υπ αριθμ.
32190/11-9-2000 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ζητούσε
ό,τι ανέφερε σ αυτήν. Το Δικαστήριο εξέδωσε την υπ αριθμ. 23212 οριστική
απόφασή του με την οποία δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή. Κατά της απόφασης
αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την υπ αριθμ.
3641/14.10.2004 έφεσή του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά
την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
των διαδίκων παραστάθηκαν και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που
κατέθεσαν.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ
ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη έφεση, η
οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 23212/2004 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει
ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να
ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής.
ΙΙ. Ο ενάγων
και ήδη εκκαλών, με την από 11-9-2000 αγωγή του
ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, καθώς και η προηγηθείσα αυτής με αριθμό
20959/2001 προδικαστική απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, είχε ισχυρισθεί ότι
από την περιγραφόμενη σ αυτήν (αγωγή) παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του Χ.
Κ. (πρώτου εναγομένου, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), προστηθέντος από τη δεύτερη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη
εταιρία, στην κατάρτιση με τρίτα πρόσωπα για λογαριασμό της, συμβάσεων που
αφορούσαν την επένδυση χρημάτων σε αμοιβαία κεφάλαια αυτής, καθώς και
ασφαλιστικών συμβάσεων, υπέστη ζημία ύψους 50.000.000 δρχ., που είναι αντίστοιχη
με το ποσό που ο ενάγων είχε εμπιστευθεί στον πιο πάνω προστηθέντα,
για να το επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια της ανωτέρω εταιρίας και αυτός το
υπεξαίρεσε. Είχε ζητήσει δε με αυτήν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σε ολόκληρο ο
καθένας και με προσωπική κράτηση του πρώτου από αυτούς, να του καταβάλουν το
παραπάνω ποσό ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που αυτός υπέστη, καθώς και το
ποσό των 5.000.000 δρχ, ως χρηματική ικανοποίηση για
την ανόρθωση της ηθικής του βλάβης, ήτοι συνολικά το ποσό των 55.000.000 δρχ.,
με το νόμιμο τόκο από 22-10-1997, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προδιαληφθείσα
προδικαστική του απόφαση, έκανε δεκτή την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο,
λόγω της ερημοδικίας του και στη συνέχεια, αφού ανέβαλε την οριστική του
απόφαση επί της κύριας αγωγής, κατά το μέρος που αυτή στρέφονταν κατά της
δεύτερης εναγομένης, καθώς και επί της συνεκδικασθείσας
με αυτήν, παρεμπίπτουσας αγωγής αυτής κατά του πρώτου εναγομένου, έταξε
αποδείξεις πάνω στα αμφισβητούμενα εκατέρωθεν πραγματικά περιστατικά. Μετά δε
τη διεξαγωγή αυτών με την προσβαλλόμενη οριστική του απόφαση, απέρριψε την
αγωγή στην ουσία της, κατά παραδοχή της ενστάσεως συντρέχοντος πταίσματος του
ενάγοντα (άρθρο 300 ΑΚ), που είχε προβάλει η δεύτερη
εναγομένη. Ήδη ο εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του,
παραπονείται κατ αυτής για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να γίνει αυτή
δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και στη συνέχεια
να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.
ΙΙΙ. Από τις
διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 17 και 18 του Ν. 1969/1991, όπως ισχύει μετά το
Π.Δ. 433/1993 και το ν. 2533/1997 (άρθρα 111 - 115 αυτού), προκύπτει ότι μεταξύ
των κινητών αξιών οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαχείρισης
χαρτοφυλακίου από σχετικές προς τούτο συνιστώμενες εταιρίες επενδύσεων, είναι
και οι τίτλοι μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων. Το συνιστώμενο δε αμοιβαίο κεφάλαιο
δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο, αλλά ομάδα περιουσίας, η οποία αποτελείται από
κινητές αξίες και μετρητά, που ανήκουν εξ αδιαιρέτου σε περισσότερα πρόσωπα και
καθίσταται, ύστερα από απόφαση της επιτροπής κεφαλαιαγοράς, αντικείμενο
διαχείρισης από ανώνυμη εταιρία που συνιστάται για το σκοπό αυτό. Εξάλλου, από
τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1, 2 και 20 παρ. 1 και 5 του ίδιου ως άνω
νόμου (1969/1991), προκύπτει ότι η περιουσία του αμοιβαίου κεφαλαίου διαιρείται
σε ισάξια μερίδια ή κλάσματα μεριδίου, η δε συμμετοχή αποδεικνύεται με
ονομαστικό τίτλο, που εκδίδεται από τη διαχειρίστρια και προσυπογράφεται από το
θεματοφύλακα, που στην περίπτωση αυτή είναι τράπεζα. Για την πώληση και την
εντεύθεν απόκτηση μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου απαιτείται: 1) γραπτή αίτηση
προς τη διαχειρίστρια, 2) αποδοχή του κανονισμού του αμοιβαίου κεφαλαίου και 3)
ολοσχερής καταβολή στο θεματοφύλακα (τράπεζα), της τιμής διάθεσης των μεριδίων.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο
κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία,
ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς
προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της άνω
διατάξεως προϋποθέτει: 1)σχέση προστήσεως, η οποία
υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να
δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση
με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος
παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος
να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ή επ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμη και
κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής (ΑΠ 959/2004, ΑΠ 1507/2005 Δημ. Νόμος). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 300 και
330 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Σε περίπτωση που έχει
προκληθεί σε κάποιον ζημία, περιουσιακή ή μη και έχει ανακύψει θέμα ευθύνης
άλλου για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, αν εκείνος που ζημιώθηκε,
παρέλειψε από αμέλεια, δηλαδή από τη μη καταβολή της επιμέλειας που απαιτείται
στις συναλλαγές, ήτοι της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου εντός του
επαγγελματικού και λοιπού κύκλου αυτού να προβεί σε θετική πράξη, την οποία
όφειλε από το νόμο ή από τη δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστεως να
επιχειρήσει και η οποία ήταν ικανή, κατ αιτιώδη συνάφεια, να αποτρέψει τη
ζημία και έτσι παρέλειψε αυτός να αποτρέψει τη ζημία, το δικαστήριο μπορεί να
μην επιδικάσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσό της (ΑΠ
1537/2002 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, από
την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίες
περιέχονται στις με αριθμό 33340/2001 και 22/2001 αντίστοιχες εισηγητικές
εκθέσεις του Εισηγητή Δικαστή και του Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου ως εντεταλμένου
δικαστή, που διορίσθηκαν με τη με αριθμό 20959/2001 προδικαστική απόφαση του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και
προσκομίζουν, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τα εξής πραγματικά
περιστατικά:
Η εναγομένη ανώνυμη εταιρία έχει ως
αποκλειστικό αντικείμενο των εργασιών της τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων
κατά τις διατάξεις των άρθρων 17 επ. του ν. 1969/1991 και των σχετικών
κανονισμών, είναι δε θυγατρική της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την
επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΓΑ», που είναι και η
κύρια μέτοχος αυτής.. Στα πλαίσια της ανωτέρω δραστηριότητάς της, η εναγομένη
διέθετε στο επενδυτικό κοινό μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, μέσω του πανελληνίου
δικτύου αντιπροσώπων και συνεργατών, που διέθετε η μητρική της εταιρία.
Ο επίσης εναγόμενος στην παραπάνω αγωγή,
Χ. Κ. (ως προς τον οποίο είχε γίνει αυτή δεκτή λόγω της ερημοδικίας του, με την
προδιαληφθείσα προδικαστική απόφαση του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου), κατά το χρονικό διάστημα από 17.6.1992 έως 26.1.1999, που
καταγγέλθηκε η σχετική σύμβαση, ήταν παραγωγός ασφαλίσεων της ανωτέρω μητρικής
εταιρίας της εναγομένης, δηλαδή είχε αναλάβει να μεσολαβεί για τη σύναψη
ασφαλιστικών συμβολαίων μεταξύ αυτής και πελατών της, έναντι συμφωνημένης
προμήθειας. Στο ίδιο διάστημα, με την προδιαληφθείσα
ιδιότητά του, είχε αναλάβει παράλληλα, όπως και τα άλλα μέλη του δικτύου της
ασφαλιστικής εταιρίας, να προωθεί και να διαθέτει στο επενδυτικό κοινό μερίδια
αμοιβαίων κεφαλαίων που διαχειριζόταν η εναγομένη έναντι προμηθείας επί του
ποσού των πωλήσεων που πραγματοποιούνταν με τη δική του μεσολάβηση. Ενόψει
αυτών, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του,
η οποία στο σημείο αυτό δεν πλήττεται, ο προδιαληφθείς
τελούσε σε σχέση προστήσεως με την εναγομένη εταιρία,
αφού η υπηρεσία που του είχε ανατεθεί εκ μέρους της αποσκοπούσε στη
διεκπεραίωση υποθέσεων αυτής και στην εξυπηρέτηση των οικονομικών της
συμφερόντων.
Μέσα στα πλαίσια της εν λόγω
δραστηριότητάς του, προσέγγισε κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1997 τον ενάγοντα
και του πρότεινε να επενδύσει χρήματα σε αμοιβαία δεφάλαια
της εναγομένης και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «ΠΙΣΤΗ». Αυτός δέχθηκε και έτσι
στις 8.9.1997 και στις 20.9.1997 μετέβησαν μαζί σε κατάστημα της Τράπεζας
Εργασίας στη Θεσσαλονίκη και ο ενάγων κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της
εναγομένης, που του υπέδειξε ο Κ., το ποσό των 24.300.000 δρχ. και το ποσό των
34.300.000 δρχ. αντίστοιχα, για την αγορά μεριδίων από το ανωτέρω αμοιβαίο
κεφάλαιο. Και στις δύο περιπτώσεις, αμέσως μετά την κατάθεση των χρημάτων, ο Κ.
έπαιρνε στα χέρια του το σχετικό αποδεικτικό κατάθεσης, λέγοντας στον ενάγοντα
ότι θα το αποστείλει στα κεντρικά γραφεία της εναγομένης και του παρέδιδε
έγγραφο σε φωτοτυπία με τα στοιχεία της εναγομένης, που τιτλοφορούνταν «ΑΙΤΗΣΗ
ΑΓΟΡΑΣ ΜΕΡΙΔΙΩΝ» και του δήλωνε ότι αυτό αποτελούσε το αποδεικτικό της αγοράς
εκ μέρους του, των μεριδίων.
Κατά μήνα Μάρτιο του έτους 1999, μετά από
μερικές εξαγορές, ο ενάγων που πίστευε, όπως τον διαβεβαίωνε ο Κ., ότι είχε επενδεδυμένο ποσό 49.580.000 δρχ. στο ανωτέρω αμοιβαίο
κεφάλαιο, του ζήτησε να το επανεπενδύσει με τον
καλύτερο για τα συμφέροντά του τρόπο. Τότε ο Κ. του δήλωσε ότι είχε διακόψει τη
συνεργασία του με την εναγομένη και του πρότεινε να επενδύσει το ποσό των
50.000.000 δρχ. σε αμοιβαία κεφάλαια της εταιρίας «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ» για ένα χρόνο, ώστε να εισπράξει κατά την εξαγορά των
μεριδίων το ποσό των 60.500.000 δρχ. Ο ενάγων δέχθηκε και για να συμπληρωθεί το
ανωτέρω ποσό, κατέβαλε στον Κ. επί πλέον το ποσό των 420.000 δρχ. Μετά από ένα
χρόνο περίπου, ήτοι στις 30.4.2000, όταν ο ενάγων του ζήτησε να προβεί σε ολική
εξαγορά των μεριδίων του και να του καταβάλει το ποσό των 60.500.000 δρχ.,
αυτός με διάφορα προσχήματα καθυστερούσε την καταβολή του, μέχρις ότου τελικά
εξαφανίσθηκε, με συνέπεια ο ενάγων να μην εισπράξει ούτε το επενδυθέν
ποσό των 50.000.000 δρχ.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο Κ., ουδέποτε
επένδυσε το χρηματικό ποσό των 58.600.000 δρχ. (24.300.000 + 34.300.000) που
του είχε εμπιστευθεί ο ενάγων σε αμοιβαία κεφάλαια της εναγομένης και ότι το
ποσό των 9.020.000 δρχ (58.600.000 - 49.580.000), που
συνολικά είχε καταβάλει στον ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο
του 1997 έως το Μάρτιο του 1999, προερχόταν προφανώς από τα χρήματα που αυτός του είχε δώσει και
όχι από υποτιθέμενες εξαγορές μεριδίων, όπως πίστευε ο ενάγων, πεισθείς στις
ψευδείς διαβεβαιώσεις του.
Με βάση τα αποδειχθέντα περιστατικά,
πλήρως προκύπτει κατά την κρίση του Δικαστηρίου, 1)ότι καταβλήθηκε πράγματι εκ
μέρους του ενάγοντος το ποσό των 58.600.000 δρχ. για την αγορά μεριδίων που
διαχειριζόταν η εναγομένη, 2) ότι το ποσό αυτό ουδέποτε εισήλθε στα ταμεία της
εναγομένης, 3) ότι από το ποσό αυτό επιστράφηκε στον ενάγοντα από τον Κ. το
ποσό των 9.020.000 δρχ, 4) ότι μεταξύ του ενάγοντος
και της εναγομένης, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση ενήργησε μέσω του
ανωτέρω προστηθέντος από αυτήν καταρτίσθηκαν στις πιο
πάνω ημερομηνίες δύο διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως μεριδίων αμοιβαίου
κεφαλαίου, για τις οποίες καταβλήθηκε το σχετικό τίμημα. Κατά συνέπεια, όφειλε
ο προδιαληφθείς, συμμορφούμενος με τις οδηγίες και
εντολές της εναγομένης, να τηρήσει την προβλεπόμενη διαδικασία για την αγορά
μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων από τον ενδιαφερόμενο επενδυτή, η οποία απαιτούσε
την εκ μέρους του προαναφερθέντος παραγωγού ασφαλίσεων - προστηθέντος,
υποβολή προς την εναγομένη πρότασης - αίτησης εξαγοράς, η οποία θα υπογραφόταν
από αυτόν και τον αιτούντα και ακολούθως την κατάθεση του διαθέσιμου από τον
ενάγοντα χρηματικού ποσού σε μετρητά, είτε στο ταμείο αυτής, είτε στους
ειδικούς λογαριασμούς που αυτή διατηρούσε στην Τράπεζα Εργασίας και στην Εθνική Τράπεζα. Η μη τήρηση
δε από αυτόν των παραπάνω υποχρεώσεών του, που απέρρεαν από τη σχέση του με την
εναγομένη και η είσπραξη των χρημάτων του ενάγοντα για δικό του λογαριασμό,
καθώς και η εν συνεχεία παράνομη ιδιοποίησή τους, έγινε κατά κατάχρηση της
υπηρεσίας που αυτή του είχε εμπιστευθεί και αποτελεί παράνομη και υπαίτια
συμπεριφορά του εν λόγω προστηθέντα, που συνιστά
αδικοπραξία σε βάρος του ενάγοντα, για την οποία ευθύνεται σε ολόκληρο και η προστήσασα αυτόν εναγομένη, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί
στη νομική σκέψη που προηγήθηκε.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων όχι
μόνο δεν γνώριζε την εν λόγω αδικοπρακτική
συμπεριφορά του προδιαληφθέντος, αλλά ακόμη και αν
γίνει δεκτό ότι ήταν έμπειρος στις σχετικές συναλλαγές, όπως η εναγομένη
ισχυρίζεται, δεν θα μπορούσε να την προβλέψει ώστε, ως μέσος συνετός άνθρωπος
να καταβάλει την επιμέλεια που απαιτείται σε τέτοιου είδους συναλλαγές και να
αποτρέψει τη ζημία αφού, αν είχε αυτή τη δυνατότητα, ασφαλώς και δεν θα του
εμπιστευόταν τα χρήματά του. Το γεγονός ότι αυτός γνώριζε το Χ. Κ. από το έτος
1993 και μέσω αυτού είχε από τότε, κατ επανάληψη επενδύσει διάφορα χρηματικά
ποσά σε αμοιβαία κεφάλαια της εναγομένης, προβαίνοντας παράλληλα και σε
αντίστοιχες εξαγορές των μεριδίων του (περιπτώσεις για τις οποίες, όπως
προέκυψε, είχε τηρηθεί από τον Χ. Κ. η προβλεπόμενη διαδικασία, χωρίς ποτέ να
δημιουργηθεί πρόβλημα στις μεταξύ τους συναλλαγές), όχι μόνο δεν αναιρεί την
πιο πάνω κρίση του δικαστηρίου περί ανυπαρξίας οποιασδήποτε αμελούς
συμπεριφοράς του ενάγοντα που να συνδέεται αιτιωδώς με την προξενηθείσα
σ αυτόν ζημία, αλλά αντίθετα την ενισχύει, αφού με τον τρόπο αυτό ο προδιαληφθείς κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του
ενάγοντα σε τέτοιο βαθμό, που ο τελευταίος ουδέποτε θα μπορούσε να υποπτευθεί,
ακόμη και αν διαπίστωνε παρατυπία στη σχετική διαδικασία, ότι ο Χ. Κ.
αποσκοπούσε στο να υπεξαιρέσει τα χρήματα που του εμπιστεύθηκε.
Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα
αναπτύχθηκαν στο τέλος της νομικής σκέψης που προηγήθηκε, εφόσον ουδεμία
συντρέχουσα αμελής συμπεριφορά βαρύνει τον ενάγοντα στην επέλευση της ζημίας
που του προξένησε η αδικοπρακτική συμπεριφορά του
προαναφερθέντος, η σχετική ένσταση της εναγομένης, που στηρίζεται στο άρθρο 300
ΑΚ πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της. Στη συνέχεια,
ενόψει του ότι το ποσό που υπεξαιρέθηκε από τον Χ. Κ., με την ιδιότητά του ως προστηθέντος της εναγομένης, ανέρχεται όπως ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη στο ποσό των 49.580.000 δρχ., δεδομένου ότι το
ποσό των 420.000 δρχ., που στη συνέχεια του παρέδωσε ο ενάγων, κατά τα προδιαληφθέντα, το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ως μεσολαβητής
για την πώληση μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου που διαχειριζόταν άλλη εταιρία, η προξενηθείσα στον ενάγοντα ζημία είναι ίση με το παραπάνω
ποσό, που αντιστοιχεί σε 145.502,50 ευρώ. Τέλος το
Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, το είδος της
προσβολής, το μέγεθος της βλάβης, το βαθμό υπαιτιότητας των διαδίκων, την
περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και τα διδάγματα της κοινής
πείρας, κρίνει ότι το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως για την ανόρθωση της
ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων πρέπει να προσδιορισθεί στο ποσό των 9.000 ευρώ.
Ενόψει αυτών το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
που έκρινε διαφορετικά και απέρριψε την αγωγή του ενάγοντα, με την παραδοχή ως
ουσιαστικά βασίμου της ενστάσεως συντρέχοντος
πταίσματος προ πρόβαλε η εναγομένη, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως
βάσιμα παραπονείται ο εκκαλών με το σχετικό λόγο της
ένδικης έφεσής του. Επομένως πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και στην ουσία της, να
εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο, να γίνει
δεκτή η αγωγή του ενάγοντα, ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος της και να
υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρία, σε ολόκληρο με το Χαρίλαο Κεραμιτζόγλου,
να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των
154.502,50 ευρώ (145.502,50 + 9.000), με το νόμιμο
τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος πρέπει η εναγομένη - εφεσίβλητη, να
καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντα - εκκαλούντα,
αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ με την παρουσία
των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την
έφεση κατά της με αριθμό 23212/2004 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την παραπάνω απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της από 11-9-2000
αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν κατά ένα μέρος της.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη εταιρία
με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ - Εταιρία Διαχειρίσεως Αμοιβαίων Κεφαλαίων
Α.Ε.», να καταβάλει στον ενάγοντα, σε ολόκληρο με το Χ. Κ., το ποσό των εκατό
πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων δύο ευρώ και
πενήντα λεπτών (154.502,50 ευρώ), με το νόμιμο τόκο
από την επίδοση της αγωγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη - εφεσίβλητη ως άνω εταιρία στη δικαστική
δαπάνη του ενάγοντα - εκκαλούντα αμφοτέρων των βαθμών
δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και
αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Ιανουαρίου 2006 και δημοσιεύθηκε σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου στο ακροατήριό του στις 3
Φεβρουαρίου 2006.