ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ κ.α. ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ της 27.7.2006

(Αριθμ. Προσφυγής: 36998/02)

 

Επιμέλεια: Βασίλη Χειρδάρη - Σπυρ. Γλεντζή

 

       Πρόεδρος: Λ. Λουκαίδης

         Δικαστές: Χ. Ροζάκης, F. Tulkens, E. Steiner, K. Hajtyev, D. Spielmann, S.E. E. Jebens

       Δικηγόροι: Τ. Σιγάλα και Ε. Τσάντη - Β. Κυριαζόπουλος (Σύμβουλο ΝΣΚ) και Ι. Μπακόπουλος, (πάρεδρο ΝΣΚ).

 

 

       1. Αναιρετικοί λόγοι και δίκαιη δίκη. Νομολογιακή αντιμετώπιση παραδεκτού αναιρετικού λόγου. Τυπολατρική ερμηνεία από Αρειο Πάγο και δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης στα Δικαστήρια. Εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στους λόγους παραδεκτού των αναιρετικών λόγων. Παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη υπό την έκφανση της πρόσβασης σε Δικαστήριο και καταδίκη της Ελλάδος

       Η απόρριψη από τον Α.Π. ως αορίστων των αναιρετικών λόγων επειδή οι αναιρεσείοντες δεν εξιστορούσαν στην αίτηση αναίρεσης όσα είχε δεχτεί επί της ουσίας το Εφετείο, δηλαδή τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η κρίση του δικαστηρίου αυτού, ενώ αντίθετα αυτοί παρουσίασαν περιληπτικά στην αίτηση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τα τελικά συμπεράσματα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς τα νομικά και πραγματικά περιστατικά της δίκης, καθώς και την άποψή τους για την ερμηνεία των εν ισχύ διατάξεων και τα γεγονότα της υπόθεσης, αποτελεί μία προσέγγιση υπερβολικά προσηλωμένη στους τύπους (φορμαλιστική), που εμπόδισε τους αναιρεσείοντες να εξετασθεί η ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών τους. Ο κανόνας αυτός, που εφάρμοσε ο Αρειος Πάγος για να αποφανθεί ως προς το παραδεκτό των αναιρετικών λόγων, αποτελεί νομολογιακή κατασκευή, δεν απορρέει από συγκεκριμένη δικονομική διάταξη και δημιουργεί νομολογιακά πρόσθετη προϋπόθεση για το παραδεκτό που σχετίζεται με την αοριστία των αναιρετικών λόγων που δεν στηρίζεται στο νόμο.

       Όταν οι λόγοι αναιρέσεως αφορούν την ερμηνεία νομοθετικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη παράθεση των πραγματικών γεγονότων, όπως τα έχει δεχτεί το Εφετείο, για να ασκήσει ο ΑΠ το νομικό του έλεγχο. Το αυτό συμβαίνει επίσης όταν ο ανώτατος δικαστής έχει την ευχέρεια να συμβουλευθεί με ευκολία το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (εφόσον υπάρχει στην δικογραφία) και να εξακριβώσει την ακρίβεια του γεγονότος που περιλαμβάνεται στην αναίρεση .

       Οι τυχόν περιορισμοί στην άσκηση ενδίκων μέσων δεν μπορούν να παρεμποδίζουν την ελευθερία πρόσβασης του αιτούντος στο Δικαστήριο κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε το δικαίωμα σε δικαστήριο να βλάπτεται ουσιωδώς

         Η υπερβολικά προσηλωμένη ερμηνεία στους τύπους της (τυπικής ) νομιμότητας από το δικαστήριο εμποδίζει την εξέταση ως προς την ουσία του ενδίκου βοηθήματος που ασκήθηκε. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξασφαλίζεται στους διαδίκους δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης στα δικαστήρια σχετικά με αποφάσεις που αφορούν «δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως».

        Το ΕΔΔΑ εκτιμά ότι στην επίδικη διαφορά ο περιορισμός που επιβλήθηκε στο δικαίωμα πρόσβασης των προσφευγόντων σε δικαστήριο δεν ήταν σε αναλογία με το σκοπό προστασίας της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης.

       Σχετικές διατάξεις: ΕΣΔΑ άρθρο 6 παρ.1, ΚΠολΔ 118 § 4, 566 § 1, 577 § 3 και 578 .

         2.- Εύλογος χρόνος διεξαγωγής αστικής δίκης. Πότε αρχίζει η χρονική περίοδος για τον εύλογο χρόνο. Κριτήρια για την εύλογη διάρκεια της διαδικασίας. Μη διαπίστωση παραβίασης.

         Η χρονική περίοδος αρχίζει με την άσκηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.. Η χρονική διάρκεια των 5 ετών και 11 μηνών σε αστική δίκη πέντε βαθμών δικαιοδοσίας (Πρωτοδικείο, Εφετείο, Α.Π., μετ΄ αναίρεση Εφετείο και Α.Π.), όπως στην προκείμενη περίπτωση, δεν είναι υπερβολική και η δικαιοσύνη «δεν αποδόθηκε με καθυστέρηση τέτοια ώστε να θιγεί η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία της»

       Κριτήρια για την εύλογη διάρκεια της διαδικασίας είναι:

       α) η πολυπλοκότητα της υπόθεσης,

       β) η συμπεριφορά του προσφεύγοντος και των αρμοδίων αρχών,

       γ) το είδος του αντικειμένου της διαφοράς,

       δ) οι γενικές συνθήκες της υπόθεσης

       Σχετική διάταξη: ΕΣΔΑ άρθρο 6 παρ.1.

         3.- Προϋποθέσεις επιδίκασης εξόδων και δικαστικής δαπάνης. Απορρίπτει αίτημα επιδίκασης εξόδων και δικαστικής δαπάνης.

         Για να επιδικασθούν έξοδα και δικαστική δαπάνη πρέπει να αποδεικνύεται :

       α) η πραγμάτωσή τους, β) η αναγκαιότητα αυτών και γ) ο εύλογος χαρακτήρας του αιτουμένου ύψους τους.

       Στην προκειμένη περίπτωση οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν καμία απόδειξη για τα έξοδα στα οποία υπεβλήθησαν ούτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε ενώπιον του ΕΔΔΑ.

 

       ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

       «.......ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ

       Ι. ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

       4. Οι προσφεύγοντες είναι πρώην υπάλληλοι στην ΕΥΔΑΠ.

       5. Την 30η Απριλίου 1996 η προαναφερόμενη επιχείρηση έλυσε τις συμβάσεις εργασίας, επικαλούμενη ότι οι υπάλληλοι αυτοί είχαν συμπληρώσει το προβλεπόμενο όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότησή τους. Ειδικότερα, η ΕΥΔΑΠ διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν συμπληρώσει το 58ο έτος ηλικίας, καθώς και 35 έτη ενεργούς προϋπηρεσίας.

       6. Την 29η Ιουλίου οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αίτημα την ακύρωση της συνταξιοδότησής τους και την επαναπρόσληψη στην επιχείρηση. Επικαλέστηκαν περισσότερους λόγους για την υποστήριξη του αιτήματός τους, μεταξύ άλλων ότι θα έπρεπε να συνταξιοδοτηθούν με τη συμπλήρωση του 65ου έτους ηλικίας.

       7. Στις 19 Ιουνίου 1997 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την αγωγή των εναγόντων (απόφαση υπ’ αριθ. 1768/1997).

       8. Στις 10 Νοεμβρίου 1997 η ΕΥΔΑΠ άσκησε έφεση.

       9. Στις 9 Φεβρουαρίου 1999 το Εφετείο Αθηνών επικύρωσε την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου κάνοντας δεκτό ότι οι προσφεύγοντες θα έπρεπε να συνταξιοδοτηθούν στην ηλικία των 65 και όχι των 58 ετών.

       10. Την 22η Απριλίου 1999 η ΕΥΔΑΠ άσκησε αναίρεση. Πρόβαλε ένα μοναδικό λόγο αναιρέσεως ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση του νόμου που έπρεπε να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση.

       11. Την 18η Ιανουαρίου 2000 ο Αρειος Πάγος έκανε δεκτή την αίτηση αναιρέσεως και παρέπεμψε την υπόθεση προς επανεκδίκαση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Πιο συγκεκριμένα, το Ακυρωτικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι το Εφετείο δεν είχε εφαρμόσει την ισχύουσα στην επίδικη περίπτωση διάταξη. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Εφετείο εφάρμοσε νόμο που είχε καταργηθεί με νεότερη διάταξη, η οποία προέβλεπε τη συνταξιοδότηση κατόπιν 35ετούς προϋπηρεσίας (απόφαση υπ’ αριθ. 93/2000).

       12. Την 18η Σεπτεμβρίου 2000 το Εφετείο Αθηνών απέρριψε την αγωγή των προσφευγόντων (απόφαση υπ’ αριθ.7401/2000).

       13. Την 4η Δεκεμβρίου 2000 οι προσφεύγοντες, εκπροσωπούμενοι από δικηγόρο, άσκησαν έφεση κατά της υπ’ αριθ. 7401/2000 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση αναιρέσεως, αποτελούμενη από 50 σελίδες, είχε την ακόλουθη δομή: στο πρώτο μέρος, τιτλοφορούμενο «ιστορικό», οι προσφεύγοντες εξιστορούσαν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και την εξέλιξή της ενώπιον των εθνικά δικαστηρίων. Ειδικότερα, ανέφεραν ότι κατά το χρόνο συνταξιοδότησής τους είχαν συμπληρώσει το 58ο έτος ηλικίας και 35ετή προϋπηρεσία. Στο δεύτερο μέρος, με τον τίτλο «το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης», παρουσίαζαν τους λόγους για τους οποίους το Εφετείο είχε απορρίψει την αγωγή τους. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της αίτησης οι προσφεύγοντες πρόβαλλαν εννέα λόγους αναιρέσεως. Οι πέντε πρώτοι λόγοι στρέφονταν, αφενός κατά της ερμηνείας του νόμου, στην οποία προέβη το Εφετείο ενόψει των συμπερασμάτων (: δια ταύτα) της απόφασης υπ’ αριθ. 93/2000 του Αρείου Πάγου. Αφετέρου, με τους λόγους αυτούς επιδιωκόταν να θεμελιωθεί η άποψη ότι το Εφετείο είχε προχωρήσει σε εσφαλμένη εκτίμηση ως προς τη νομοθετική διάταξη που διείπε τη συνταξιοδότησή τους. Πιο συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι η εφαρμοζόμενη από το Εφετείο διάταξη ήταν σε αντίθεση με άλλες νομοθετικές ή συνταγματικές διατάξεις, καθώς και με το Πρώτο Πρωτόκολλο. Οι υπόλοιποι λόγοι στρέφονταν κατά της αιτιολογίας της προσβαλλομένης, καθώς και εναντίον του τρόπου διεξαγωγής των αποδείξεων από το Εφετείο. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν συνημμένη στην αίτηση αναιρέσεως.

       14. Την 9η Απριλίου 2002 ο Αρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση. Οι πέντε πρώτοι προβαλλόμενοι λόγοι κηρύχθηκαν απαράδεκτοι με την αιτιολογία ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν προσδιορίσει στην αίτησή τους τα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία το Εφετείο απέρριψε την έφεση.

       Ειδικότερα, ο Αρειος Πάγος έκρινε ως ακολούθως:

       «Σύμφωνα με τα άρθρα 118 § 4, 566 § 1, 577 § 3 και 578 ΚΠολΔ, όταν η αγωγή κρίνεται βάσιμη ή αβάσιμη, δεν αρκεί να εκθέτει ο αναιρεσείων στην αίτησή του τη δική του άποψη για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τις διατάξεις των οποίων προβάλλεται η παραβίαση, την ερμηνεία που αποδίδει σε αυτές ο αιτών και το καθ’ υπόθεση εσφαλμένο διατακτικό της απόφασης. Θα πρέπει, επιπλέον, να εκτίθενται κατά τρόπο πλήρη και με σαφήνεια όσα το κατώτερο δικαστήριο δέχθηκε επί της ουσίας, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία το δικαστήριο αυτό διαμόρφωσε το συμπέρασμά του ως προς την ουσία της υπόθεσης. Σε αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αναιρέσεως δεν είναι βάσιμοι, καθώς αυτοί δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο της αίτησης αναίρεσης (...). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες δεν εξιστορούσαν στην αίτηση αναίρεσης όσα είχε δεχτεί επί της ουσίας το Εφετείο, δηλαδή τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η υποτιθέμενα εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου αντίθετα, (οι αναιρεσείοντες) παρουσιάζουν περιληπτικά στην αίτηση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τα τελικά συμπεράσματα του [κατώτερου] δικαστηρίου ως προς τα νομικά και πραγματικά περιστατικά της δίκης, καθώς και την άποψή τους για την ερμηνεία των εν ισχύ διατάξεων και τα γεγονότα της υπόθεσης. Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν και να κριθούν νομικά βάσιμοι οι παραπάνω λόγοι, όπως αυτοί αναφέρονται στην αίτηση, και ότι πρέπει να απορριφθούν ως αόριστοι.»

       15. Οι υπόλοιποι λόγοι απορρίφθηκαν είτε ως απαράδεκτοι είτε ως αβάσιμοι (απόφαση υπ’ αριθ. 657/2002 ).

 

       ΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

       16. Οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι οι ακόλουθες : Αρθρο 118 «Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν (...) 4) το αντικείμενο του δικογράφου, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο (...)»

       Αρθρο 566 § 1 «Το έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 και 120, να αναφέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους της αναίρεσης, [αίτηση για την αναίρεση], ολική ή εν μέρει της προσβαλλόμενης απόφασης και αίτηση για την ουσία της υπόθεσης.»

       Αρθρο 577 § 3 «Αν ο Αρειος Πάγος κρίνει νόμιμη και παραδεκτή την αναίρεση, εξετάζει το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της»

       Αρθρο 578 «Αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Αρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση (...)»

       17. Σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει ποια είναι η ουσιαστική διάταξη που παραβιάστηκε, σε τι συνίσταται το νομικό σφάλμα, με άλλα λόγια σε ποιο σημείο εντοπίζεται η παραβίαση ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή της επίμαχης διάταξης, καθώς επίσης να περιέχει έκθεση των γεγονότων με βάση τα οποία το Εφετείο απέρριψε την έφεση ( ΑΠ 372/2002 και 388/2002).

 

       ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

       Ι. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

       Α. ΣΕ Ο, ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

       18. Οι προσφεύγοντες παραπονιούνται ότι η απόρριψη από τον Αρειο Πάγο ορισμένων από τους λόγους αναίρεσης για λόγους τυπικούς παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως αυτό προβλέπεται από το άρθρο 6 §§ 1 και 2 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο θα εξετάσει αυτόν τον ισχυρισμό μόνο υπό τη σκοπιά του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, που είναι η μοναδική διάταξη εφαρμοστέα στην περίπτωση αυτή. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι : «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως (...) εντός λογικής προθεσμίας, υπό δικαστηρίου (...) το οποίον θα αποφασίσει (...) επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως (...)»

       1. Επί του παραδεκτού

       19. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το αίτημα δεν είναι εκδήλως αβάσιμο κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης. Εξάλλου, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το αίτημα δεν προσκρούει σε κανένα άλλο λόγο απαραδέκτου. Επομένως κρίνει ότι το αίτημα είναι παραδεκτό.

       2. Επί της ουσίας

       α. Ισχυρισμοί των διαδίκων

       20. Η Κυβέρνηση επιβεβαιώνει ότι ο Αρειος Πάγος δεν αποτελεί τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας. Η αρμοδιότητά του δε συνίσταται στον επανεξέταση των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης αλλά στην αξιολόγηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι, στην παρούσα υπόθεση, ο Αρειος Πάγος απλά και μόνο εφάρμοσε την πάγια νομολογία του ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης αναιρέσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτή τη νομολογία, αν η έφεση απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη, μετά τη διεξαγωγή αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο απαιτεί να αναπτύξει ο ενδιαφερόμενος στην αίτησή του τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όπως αυτά είχαν γίνει δεκτά από το κατώτερο δικαστήριο. Για την κυβέρνηση, αυτή η έκθεση [των περιστατικών] είναι απαραίτητη προκειμένου να μπορέσει στη συνέχεια ο Αρειος Πάγος να ασκήσει τον έλεγχο ως προς την ερμηνεία του κανόνα δικαίου από το κατώτερο δικαστήριο.

       21. Η Κυβέρνηση θεωρεί δικαιολογημένο το γεγονός ότι ο αναιρεσείων υποχρεούται να παρουσιάσει τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά έγιναν δεκτά από το Εφετείο κατόπιν εκτίμησης των αποδείξεων. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Αρειος Πάγος θα ήταν υποχρεωμένος να ερευνήσει ο ίδιος τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης που οδήγησαν στην εσφαλμένη ερμηνεία του εθνικού δικαίου από το Εφετείο.

       22. Σε κάθε περίπτωση, η Κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα ότι, ακόμα και αν οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης είχαν κηρυχθεί παραδεκτοί, θα είχαν απορριφθεί. Και τούτο διότι, στην υπ’ αριθ. 93/2000 απόφασή του, ο Αρειος Πάγος είχε ήδη ερμηνεύσει τις διατάξεις που αμφισβητούνταν με τους πέντε πρώτους λόγους αναιρέσεως. Κατά συνέπεια, ο Αρειος Πάγος θα τους είχε εκ νέου απορρίψει, καθώς θα είχε υιοθετήσει και πάλι τον ίδιο συλλογισμό.

       23. Οι προσφεύγοντες ανταπαντούν ότι με τους πέντε πρώτους λόγους αναίρεσης δεν αμφισβητούσαν την εκτίμηση από το Εφετείο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης σε συσχετισμό με τις εφαρμοσθείσες διατάξεις. Αντίθετα, τα αιτήματά τους στόχευαν ευθέως τον τρόπο με τον οποίο το Εφετείο ερμήνευσε το εφαρμοστέο δίκαιο. Συνεπώς, η παράθεση στο δικόγραφο της αναίρεσης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης όπως αυτά έγιναν δεκτά από το Εφετείο δεν ήταν απαραίτητη για την εξέταση των πέντε πρώτων αναιρετικών λόγων. Σε κάθε περίπτωση, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι στο αναιρετικό δικόγραφο εξιστορούσαν τόσο τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης όσο και την αιτιολογία της απόφασης του Εφετείου, ώστε να είναι δυνατό για τον Αρειο Πάγο να ασκήσει το νομικό έλεγχο.

       β. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

       i. Γενικές αρχές

       24. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει την πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία δεν έχει σκοπό να υποκαταστήσει τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα. Η ερμηνεία της εσωτερικής νομοθεσίας ανήκει κατά κύριο λόγο στις εθνικές αρχές και κατεξοχήν στα δικαστήρια (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Garcia Manibardo κατά Ισπανίας, αρ. 38695/97, § 36, CEDH 2000-ΙΙ). Εξάλλου, το «δικαίωμα σε δικαστήριο», του οποίου ιδιαίτερη πτυχή αποτελεί το δικαίωμα πρόσβασης, δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε έμμεσους περιορισμούς, κυρίως ως προς τις προϋποθέσεις παραδεκτού μιας προσφυγής, διότι προαπαιτεί λόγω της ίδιας του της φύσης μία ρύθμιση από το Κράτος, το οποίο διαθέτει ως προς αυτό το σημείο ένα περιθώριο ελεύθερης εκτίμησης. Πάντως, αυτοί οι περιορισμοί δεν μπορούν να παρεμποδίζουν την ελευθερία πρόσβασης ενός αιτούντος κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε το δικαίωμα σε δικαστήριο να βλάπτεται ουσιωδώς. Εντέλει, οι περιορισμοί δεν είναι σύμφωνοι με το άρθρο 6 § 1 παρά μόνο εάν εξυπηρετούν δικαιολογημένο σκοπό και αν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μέσα και τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Edificationes March Gallego S.A. κατά Ισπανίας, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1998, Recueil des arrêts et décisions 1998-I, p. 290, § 34). Πράγματι, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο παραβιάζεται όταν η εθνική ρύθμιση δεν εξυπηρετεί πλέον τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, αλλά αποτελεί ένα είδος εμποδίου για τον αιτούντα ως προς να κριθεί στην ουσία της η διαφορά από το αρμόδιο δικαστήριο.

       25. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επιπλέον ότι το άρθρο 6 της Σύμβασης δεν επιβάλλει στα συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργήσουν εφετεία ή ακυρωτικά δικαστήρια ( βλ. κυρίως Delcourt κατά Βελγίου, απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1970, série A no 11, pp. 13-15, §§ 25-26). Εντούτοις, στην περίπτωση που τέτοια δικαστήρια υφίστανται, πρέπει να πληρούνται οι εγγυήσεις του άρθρου 6, κυρίως δε να εξασφαλίζεται για τους διαδίκους δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης στα δικαστήρια σχετικά με αποφάσεις που αφορούν «δικαιώματα και υποχρεώσεις τους αστικής φύσεως» ( βλ. μεταξύ άλλων, Brualla Gómez de la Torre κατά Ισπανίας, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 1997, Recueil 1997-VIII, p. 2956, § 37). Εξάλλου, η συμφωνία των προβλεπόμενων από την εσωτερική νομοθεσία περιορισμών με το κατοχυρωμένο από το άρθρο 6 της Σύμβασης δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό αμφισβήτηση διαδικασίας και πρέπει να ληφθεί υπόψη η δίκη που διεξάγεται στην εσωτερική έννομη τάξη στην ολότητά της και να εκτιμηθεί ο ρόλος που διαδραματίζει το Ανώτατο δικαστήριο, καθώς οι προϋποθέσεις του παραδεκτού για την άσκηση αίτησης αναίρεσης μπορούν να είναι πιο αυστηρές από ό, τι για την άσκηση έφεσης (Khalfaoui κατά Γαλλίας, αρ. 34791/97, CEDH 1999-IX).

       26. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, τέλος, ότι η ρύθμιση σχετικά με τα τυπικά στοιχεία που απαιτούνται για την άσκηση ενός βοηθήματος αποβλέπει να εξασφαλίσει τη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης και, ιδιαίτερα, το σεβασμό της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Πάντως, πρέπει οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να αναμένουν ότι οι κανόνες θα εφαρμοστούν (Miragall Escolano κ.α. κατά Ισπανίας αρ. 38366/97 § 33, CEDH 2000-I).

       27. Μέχρι σήμερα διαπιστώνεται σε πολλές περιπτώσεις ότι η εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια των τυπικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την άσκηση ενός ένδικου βοηθήματος είναι δυνατό να οδηγήσει σε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Αυτό συμβαίνει όταν η υπερβολικά προσηλωμένη στους τύπους ερμηνεία της (τυπικής ) νομιμότητας από το δικαστήριο εμποδίζει εκ των πραγμάτων την εξέταση ως προς την ουσία του βοηθήματος που άσκησε ο ενδιαφερόμενος (Bĕleš κ.α. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας). Με αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο έχει ήδη κάνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού για την άσκηση αίτησης αναίρεσης μπορούν να είναι πιο αυστηρές από ό, τι για την άσκηση έφεσης (Bĕleš κ.α. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας , όπως παραπάνω...).

ιι. Εφαρμογή των προαναφερόμενων αρχών στη συγκεκριμένη υπόθεση

       28. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαστήριο καλείται να εξετάσει εάν ο λόγος για τον οποίο ο Αρειος Πάγος απέρριψε τους πρώτους λόγους αναιρέσεως, στέρησε στην πράξη από τους προσφεύγοντες το δικαίωμα να κριθεί η υπόθεσή ως προς την ουσία. Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο θα εστιάσει στην αναλογικότητα του περιορισμού σε σχέση με την ανάγκη ασφάλειας δικαίου και χρηστής απονομής της δικαιοσύνης.

       29. Καταρχήν, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο κανόνας, που εφάρμοσε ο Αρειος Πάγος για να αποφανθεί ως προς το παραδεκτό των αναιρετικών λόγων, αποτελεί νομολογιακή κατασκευή. Δεν απορρέει από συγκεκριμένη δικονομική διάταξη αλλά, αντιθέτως, από το συνδυασμό τεσσάρων άρθρων του ΚΠολΔ. Εν ολίγοις, το Ανώτατο Δικαστήριο δημιουργεί στο ζήτημα αυτό μια προϋπόθεση για το παραδεκτό που σχετίζεται με την αοριστία των αναιρετικών λόγων.

       30. Ούτως ή άλλως αυτός ο νομολογιακός κανόνας είναι, σε γενικές γραμμές, σύμφωνος με την ανάγκη ασφάλειας δικαίου και χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Όταν ο αναιρεσείων προσάπτει στο Εφετείο εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης σε σχέση με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, φαίνεται δικαιολογημένο να απαιτείται από αυτόν να εκθέσει στην αίτησή του τα σχετικά περιστατικά, όπως αυτά είχαν γίνει δεκτά από το Εφετείο. Στην αντίθετη περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο δε θα μπορούσε με κανένα τρόπο να ασκήσει τον ακυρωτικό έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης. Θα ήταν υποχρεωμένο να επαναφέρει τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και να τα ερμηνεύσει το ίδιο σε συνάρτηση με τον κανόνα δικαίου που εφάρμοσε το Εφετείο. Συνεπώς, αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι αποδεκτό διότι θα αντιστοιχούσε με υποχρέωση του Ανώτατου Δικαστηρίου να διατυπώσει αυτό το ίδιο τους λόγους αναιρέσεως, τους οποίους θα καλείτο στη συνέχεια και να εξετάσει. Εν τέλει, ο νομολογιακός κανόνας που εφαρμόζεται στην περίσταση αυτή είναι σύμφωνος με τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζει το Ακυρωτικό Δικαστήριο, του οποίου ο έλεγχος περιορίζεται στην εφαρμογή του νόμου ( βλ. ως προς αυτό, Brechos κατά Ελλάδος., αρ. 7632/04, 11 Απριλίου 2006).

       31. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αίτηση αναιρέσεως των προσφευγόντων επέβαλλε στο Ακυρωτικό Δικαστήριο την υποχρέωση να επανεκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δύο παράμετροι πρέπει να ληφθούν υπόψη.

       Πρώτον, οι πέντε πρώτοι λόγοι αναίρεσης αφορούσαν αποκλειστικώς την ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόστηκαν από το Εφετείο στην εν λόγω περίπτωση. Ειδικότερα, με αυτούς τους αναιρετικούς λόγους οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι η ερμηνεία που υιοθέτησε το Εφετείο ήταν αντίθετη σε διάφορους κανόνες νομοθετικής, συνταγματικής και διεθνούς φύσεως. Κατά συνέπεια, η ταυτόχρονη παράθεση των πραγματικών γεγονότων, όπως τα είχε δεχτεί το Εφετείο, δεν ήταν απαραίτητη προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να ασκήσει το νομικό του έλεγχο.

       32. Δεύτερον, το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα καθοριστικά πραγματικά περιστατικά για την εξέταση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν ήταν εξαιρετικά σύνθετα. Πράγματι, συνοψίζονταν σε ένα στοιχείο : οι προσφεύγοντες είχαν συνταξιοδοτηθεί στην ηλικία των 58 ετών και έχοντας συμπληρώσει 35ετή υπηρεσία. Κατά τα λεγόμενα των προσφευγόντων, θα έπρεπε να συνταξιοδοτηθούν στην ηλικία των 65 ετών. Όμως, όπως προέκυπτε με σαφήνεια από το πρώτο μέρος του αναιρετικού δικογράφου, οι προσφεύγοντες συνταξιοδοτήθηκαν σε ηλικία 58 ετών και μετά από 35ετή υπηρεσία. Σε κάθε περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου ήταν συνημμένη στην αίτηση αναίρεσης. Ο ανώτατος δικαστής είχε, λοιπόν, την ευχέρεια να συμβουλευθεί με ευκολία το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και να εξακριβώσει την ακρίβεια του μοναδικού γεγονότος που περιλαμβανόταν στην αναιρετική αίτηση.

       33. Με αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο εκτιμά ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όπως έγιναν δεκτά από το Εφετείο, ήταν εν γνώσει των ανώτατων δικαστών. Η κήρυξη του απαραδέκτου των αναιρετικών λόγων με την αιτιολογία ότι οι προσφεύγοντες «δεν είχαν εκθέσει στην αίτηση αναίρεσης όσα είχε δεχτεί το Εφετείο επί της ουσίας», αποτελεί μία προσέγγιση υπερβολικά προσηλωμένη στους τύπους [: φορμαλιστική], που τους εμπόδισε από το να εξετάσει ο Αρειος Πάγος την ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών τους (βλ. στην ίδια κατεύθυνση, Bĕleš κ.α. κατά Δημοκρατίας της Τσεχίας ...).

       34. Έχοντας υπόψη τις παραπάνω σκέψεις, το Δικαστήριο εκτιμά ότι στην επίδικη διαφορά ο περιορισμός που επιβλήθηκε στο δικαίωμα πρόσβασης των προσφευγόντων σε δικαστήριο δεν ήταν σε αναλογία με το σκοπό προστασίας της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης.

       35. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης αναφορικά με το δικαίωμα των προσφευγόντων να έχουν πρόσβαση σε δικαστήριο.

 

       Β. Ο, ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

       36. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η διάρκεια της διαδικασίας ήταν ασυμβίβαστη με την αρχή της «εύλογης προθεσμίας», που προβλέπεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.

       37. Η χρονική περίοδος που θα ληφθεί υπόψη αρχίζει την 29η Ιουλίου 1996, με την άσκηση αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και ολοκληρώνεται την 9η Απριλίου 2002, με την έκδοση της απόφασης υπ’ αριθ. 657/2002 του Αρείου Πάγου. Διήρκησε, λοιπόν, περίπου 5 χρόνια και 11 μήνες για πέντε βαθμούς δικαιοδοσίας.

       Ως προς το παραδεκτό

       38. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μας διαδικασίας εκτιμάται σύμφωνα με τις συνθήκες της υπόθεσης και λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που έχουν καθιερωθεί από την νομολογία του, και ειδικότερα της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος και εκείνης των αρμοδίων αρχών, καθώς και του αντικειμένου της διαφοράς για τους ενδιαφερόμενους (βλέπε, μεταξύ πολλών άλλων, Frydlender κατά Γαλλίας [GC], αρ. 30979/96, § 43, CEDH 2000-VII).

       39. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του πάνω στο ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο εκτιμά ότι μία περίοδος 5 ετών και 11 μηνών δεν είναι υπερβολική για πέντε βαθμούς δικαιοδοσίας (βλ. mutandis mutandis, Μοσχόπουλος κατά Ελλάδος , αρ. 43858/02, της 15ης Ιανουαρίου 2004). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι εν προκειμένω η δικαιοσύνη «δεν αποδόθηκε με καθυστέρηση τέτοια ώστε να θιγεί η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία της» ( Katte Klitsche de la Grange κατά Ιταλίας, της 27ης Οκτωβρίου 1994, série A no 293-B, p. 39, § 61).

       40. Συνεπάγεται ότι αυτή η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη με την έννοια του άρθρου 35 §§ 3 και 4 της Σύμβασης.

 

       ΙΙ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 13 ΤΗΣ

ΣΥΜΒΑΣΗΣ

       41. Οι προσφεύγοντες παραπονιούνται διότι η απόρριψη από τον Αρειο Πάγο κάποιων από τους πέντε πρώτους λόγους αναίρεσης θίγει το δικαίωμά τους σε πραγματική προσφυγή. Επικαλείται το άρθρο 13 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 § 1 της Σύμβασης και 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι προσφεύγοντες δε θεμελιώνουν με κανένα τρόπο το αίτημά τους από τη σκοπιά του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Θα εξετάσει επομένως το αίτημά τους μόνο από την πλευρά του άρθρου 13, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 § 1 της Σύμβασης. Το άρθρο 13 έχει ως εξής : «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των».

       Α. Επί του παραδεκτού

       42. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως αβάσιμη με την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης. Σημειώνει εξάλλου ότι αυτή δεν προσκρούει σε κανέναν άλλο λόγο απαραδέκτου.

       Β. Επί της ουσίας

       43. Λαμβάνοντας υπόψη την διαπίστωση που αναγράφεται στην πιο πάνω παράγραφο 35, το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαίο να εισέλθει επιπροσθέτως στο πεδίο του άρθρου 13. Οι απαιτήσεις του τελευταίου είναι πράγματι λιγότερο αυστηρές από εκείνες του άρθρου 6 $ 1 και εν προκειμένω απορροφούνται από την εν λόγω διαπίστωση (βλ. μεταξύ άλλων, Spοrrong et Lőnnroth κατά Σουηδίας, της 23ης Σεπτεμβρίου 1982, série αρ. A 52, p. 32, § 88).

 

       ΙΙΙ. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

       44. Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης «Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της και εάν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλομένου Μέρους επιτρέπει την ατελή μόνον επανόρθωση των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο επιδικάζει στον ζημιωθέντα διάδικο, εφόσον συντρέχει λόγος, μία δίκαιη ικανοποίηση.»

       Α. Ζημία

       45. Ως προς την υλική ζημία, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η μόνη αποτελεσματική επανόρθωση στην περίπτωσή τους θα ήταν η επανεισαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου, ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει στην ουσία τα αιτήματά τους. Ως προς την ηθική βλάβη, οι προσφεύγοντες αξιώνουν το ποσό των 30.000 ευρώ για καθένα από αυτούς.

       46. Η Κυβέρνηση εκτιμά ότι η διαπίστωση της παραβίασης θα συνιστούσε καθεαυτή επαρκή δίκαιη ικανοποίηση.

       47. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι εν προκειμένω η μόνη βάση για την παροχή δίκαιης ικανοποίησης εδράζεται στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες στερήθηκαν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

       48. Σχετικά με το αίτημα για επανεισαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι προσφεύγοντες δεν προσδιορίζουν εάν αυτό είναι επί του παρόντος ένα μέτρο επιτρεπτό από το ελληνικό σύστημα (a contrario, Claes et autres κατά Βελγίου αρ. 46825/99 της 2 Ιουνίου 2005). Συνεπώς, η επανεισαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν μπορεί να θεωρηθεί εν προκειμένω αποτελεσματική αποκατάσταση της υλικής ζημίας με την έννοια του άρθρου 41 της Σύμβασης. Επομένως, αυτό το αίτημα των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

       49. Ως προς την ηθική βλάβη, το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι προσφεύγοντες έχουν προδήλως υποστεί ζημία λόγω της παραβίασης του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Αποφαινόμενο κατά δίκαιη κρίση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 41 της Σύμβασης, το Δικαστήριο επιδικάζει σε καθένα από αυτούς 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη, πλέον οποιουδήποτε ποσού που μπορεί να οφείλεται για τον φόρο.

       Β. Έξοδα και δικαστική δαπάνη

       50. Οι προσφεύγοντες ζητούν επίσης το συνολικό ποσό των 3.000 Ευρώ για τα έξοδα και τη δικαστική δαπάνη στα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και 5.000 Ευρώ για τα έξοδα και την δικαστική δαπάνη ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν προσκομίζουν καμία απόδειξη ή πιστοποιητικό αμοιβής.

       51. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων δεν είναι βάσιμοι.

       52. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένας προσφεύγων δεν μπορεί να επιτύχει την επιδίκαση των εξόδων και της δικαστικής δαπάνης παρά μόνο στο μέτρο που αποδεικνύεται η πραγματικότητα, η αναγκαιότητα και ο εύλογος χαρακτήρας του ύψους τους (Ιατρίδης κατά Ελλάδας (δίκαιη ικανοποίηση) [GC], αρ. 31107/96, § 54, CEDH 2000-XI).Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι προσφεύγοντες δεν προσκομίζουν καμία απόδειξη για τα έξοδα στα οποία υπεβλήθησαν ούτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου. Επομένως, οι ισχυρισμοί τους πρέπει να απορριφθούν.

       ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ

       1. Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή ως προς τις αιτιάσεις τις ελκόμενες από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και απαράδεκτη κατά τα λοιπά.

       2. Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

       3. Αποφαίνεται ότι δεν είναι απαραίτητο να τοποθετηθεί επιπλέον και επί του άρθρου 13 της Σύμβασης.

       4. Αποφαίνεται

       α) ότι το εναγόμενο Κράτος οφείλει να καταβάλει σε καθένα από τους προσφεύγοντες, μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί τελεσίδικη σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, 5.000 Ευρώ (πέντε χιλιάδες Ευρώ) για ηθική βλάβη, πλέον οποιουδήποτε ποσού που μπορεί να οφείλεται για τον φόρο,

       β) από τη λήξη της προθεσμίας αυτής και μέχρι την καταβολή, το ποσό αυτό θα προσαυξηθεί με τόκους υπολογιζόμενους με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο θα ισχύει κατά την εν λόγω περίοδο, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες.

       γ) Απορρίπτει το αίτημα δίκαιης αποζημίωσης κατά τα λοιπά. ......»

 

 

       ΣΧΟΛΙΟ

      

       1. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θεωρεί ως αδυναμία πρόσβασης στο Δικαστήριο την οικονομική αδυναμία, την φυσική αδυναμία, την νομική αδυναμία, την αδυναμία λόγω παραγραφής και την αδυναμία πρόσβασης σε Εφετεία και Αναιρετικά Δικαστήρια. Η παρουσιαζομένη απόφαση ανήκει στην τελευταία μορφή.

       Η νομολογία για την αδυναμία πρόσβασης του ΕΔΔΑ είναι ιδιαίτερα πλούσια. Να σημειωθεί ότι την ημέρα που δημοσιεύτηκε η ανωτέρω απόφαση του ΕΔΔΑ, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου δημοσίευσε άλλες έξη αποφάσεις για το ίδιο θέμα της πρόσβασης σε Δικαστήριο και μόνον η μία ήταν απορριπτική.

       2.-Δεν είναι η πρώτη φορά που καταδικάζεται η χώρα μας γιατί παρεμποδίζεται η πρόσβαση σε Δικαστήριο για καθαρά φορμαλιστικούς λόγους. Στην απόφαση του ΕΔΔΑ «Σωτήρης και Νίκος Κούτρας Α.Τ.Τ.Ε.Ε.» κατά Ελλάδος της 16.11.2000, καταδικάσθηκε η Ελλάδα γιατί το ΣτΕ απέρριψε την Αίτηση ακυρώσεως της προσφεύγουσας εταιρίας με το αιτιολογικό ότι ελλείπει από την οικεία πράξη κατάθεσης ο αριθμός πρωτοκόλλου. Επίσης στην απόφαση Σκονδριάνος κατά Ελλάδος της 18.12.2003 αναγκάσθηκε η χώρα μας να αλλάξει την νομοθεσία της, μετά την καταδίκη της, γιατί ο Α.Π. επέμενε να εφαρμόζει το τότε άρθρο 508 παρ. 1 ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο έπρεπε ο καταδικασθείς για να ασκήσει την Αίτηση Αναιρέσεως να υποβάλει τον εαυτό του πρώτα σε εκτέλεση, δηλαδή είτε να φυλακισθεί είτε να πληρώσει την ποινή του ολόκληρη εάν αυτή εμετατρέπετο.

       Η χώρα μας καταδικάσθηκε για παραβίαση της πρόσβασης στα Δικαστήρια και στην απόφαση της κ. Πλατάκου κατά Ελλάδος της 11.1.2001, όπου από λάθος του δικαστικού επιμελητή της κοινοποιήθηκε εκπρόθεσμα στο Δημόσιο η Αίτηση προς το Εφετείο Ναυπλίου για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος για απαλλοτρίωση ακινήτου. Η προσφεύγουσα υπέβαλε στο Εφετείο αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση υποστηρίζοντας ότι το λάθος του δικαστικού επιμελητή συνιστούσε ανωτέρα βία. Το Εφετείο απέρριψε την Αίτηση και το αυτό έκανε και ο Α.Π. μετά την ασκηθείσα αναίρεση. Το ΕΔΔΑ αναφέρει στην απόφασή του ότι το Εφετείο Ναυπλίου τιμώρησε την προσφεύγουσα για ένα λάθος που έγινε κατά την κοινοποίηση της Αίτησης και για το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί η ίδια υπεύθυνη. Η ευθύνη ανήκει στον Δικαστικό επιμελητή που είναι δημόσιο όργανο κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του. Η υπόθεση αυτή προσιδιάζει με την εδώ παρουσιαζομένη απόφαση Ευσταθίου γιατί ο Α.Π. δεν έκανε δεκτή την Αναίρεση της Πλατάκου με την αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αναφέρει στην Αίτησή της τα στοιχεία που απεδείκνυαν το λάθος το Δικαστικού επιμελητή. Το ΕΔΔΑ όμως παρατήρησε ότι η αναιρεσείουσα το είχε αναφέρει στο δικόγραφο που υπέβαλε στον πρώτο βαθμό και κατέθεσε στη συνέχεια, έστω και εκ των υστέρων, και ένορκη βεβαίωση του δικ. Επιμελητή που ανεγνώριζε το λάθος του. Τέλος το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια ανελαστική και άτεγκτη εφαρμογή της τυπολατρίας των δικαστικών διαδικασιών. Πέραν αυτού το ΕΔΔΑ αναφέρει στην απόφασή του ότι η προσφεύγουσα βρέθηκε σε αδιέξοδο αφού τόσο το Εφετείο όσο και ο Α.Π. δεν εξέτασαν το αίτημά της επί της ουσίας και ότι στην έννοια της δίκαιης δίκης ενυπάρχει και η υποχρέωση των δικαστηρίων να παρέχουν την λογική δυνατότητα σε κάθε διάδικο να υποστηρίξει τις θέσεις του.

       Το ΕΔΔΑ επαναλαμβάνει στην παρουσιαζομένη απόφαση την πάγια νομολογία του που συνοψίζεται στα εξής:

       α) το ΕΔΔΑ δεν υποκαθιστά τα εθνικά δικαστήρια, ούτε είναι ένα υπερεθνικό ακυρωτικό δικαστήριο,

       β) Η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας ανήκει κατ΄ εξοχήν σ΄ αυτά,

       γ) το δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε περιορισμούς κυρίως ως προς τους όρους του παραδεκτού, οι οποίοι μπορεί να γίνονται αυστηρότεροι στην περίπτωση της αναίρεσης, όμως οι περιορισμοί αυτοί :

       ι) δεν μπορούν να παρεμποδίζουν την ελευθερία πρόσβασης στα Δικαστήρια κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε να βλάπτεται ουσιωδώς το δικαίωμα σε δικαστήριο,

       ιι) πρέπει να εξυπηρετούν αποδεδειγμένο δικαιολογημένο σκοπό και

       ιιι) πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μέσα και τον επιδιωκόμενο σκοπό

       δ) Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να θεσπίζουν εφετεία ή ακυρωτικά δικαστήρια, εάν όμως έχουν θεσπισθεί πρέπει να πληρούνται οι εγγυήσεις του άρθρου 6, κυρίως δε να εξασφαλίζεται για τους διαδίκους δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης στα δικαστήρια αυτά.

       Το ΕΔΔΑ είναι σαφές όταν αντιμετωπίζει υποθέσεις που αφορούν πρόσβαση σε Δικαστήριο, η βασική δε αρχή που διέπει την φιλοσοφία των αποφάσεών του είναι η ότι η πρόσβαση σε δικαστικό όργανο πρέπει να αποτελεί ουσιαστικό και όχι καθαρά τυπικό δικαίωμα.

       Δυστυχώς υπάρχει στην νομολογία των δικαστηρίων μας μία προσήλωση σε φορμαλιστικές αρχές και μερικές φορές μία εμμονή σε άκρατη τυπικότητα. Αυτό όταν έχει ως αποτέλεσμα να προσβάλλεται ο πυρήνας του δικαιώματος, δεν γίνεται αποδεκτό από το ΕΔΔΑ, που το θεωρεί παραβίαση της δίκαιης δίκης στην οποία περιέχεται και το βασικό δικαίωμα της πρόσβασης σε Δικαστήριο. Δεν είναι δυνατόν η ενδεχομένως προβληματική άσκηση ενός δικαιώματος, έστω και εξ υπαιτιότητος του ασκούντος αυτό, να έχει ως αποτέλεσμα την κατάλυση και την ακύρωσή του. Το κράτος και τα Δικαστήρια πρέπει να παρέχουν την δυνατότητα στον πολίτη να μπορεί να ακούγεται ουσιαστικά από τα αρμόδια Δικαστήρια εξασφαλίζοντάς του πρόσβαση όχι σε μία τυπική παρουσία αλλά στην έκθεση ενώπιον των Δικαστηρίων των ουσιαστικών του επιχειρημάτων τόσο στις αστικές υποθέσεις όσο και στις ποινικές ή τις πειθαρχικές διαδικασίες. Στα πλαίσια του προστατευτικού πεδίου του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ εντάσσεται και η υποχρέωση των δικαστηρίων να απαντούν αιτιολογημένα σε όλους τους ισχυρισμούς των διαδίκων. Έτσι ολοκληρώνεται η πραγμάτωση της ουσιαστικής πρόσβασης σε Δικαστήριο που δικάζει δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως είτε το βάσιμο της κατηγορίας ποινική φύσεως.

       Πολύ σημαντική είναι η παραπάνω παρουσιαζομένη απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Ευσταθίου, που σε συνδυασμό με την πρώτη απόφαση κατά Ελλάδος (υποθ. Κουίδης) της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εφαρμόζει το ΔΣΑΠΔ θέτει εν αμφιβόλω την συμβατότητα πολλών αποφάσεων κυρίως του Α.Π. με τις διεθνείς συνθήκες, οι οποίες ως γνωστόν υπερισχύουν της κοινής νομοθεσίας σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Σ.

       Ελπίζω ότι και οι δύο αυτές αποφάσεις των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων θα σηματοδοτήσουν στροφή της ακυρωτικής νομολογίας για πληρέστερη διασφάλιση των ουσιαστικών δικαιωμάτων των διαδίκων, ελαχιστοποιώντας την παραδοσιακή φορμαλιστική αντιμετώπισή τους. Εξ άλλου πρέπει να γίνει συνείδηση όλων μας ότι τα δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, το ΔΣΑΠΔ και οι άλλες διεθνείς συμβάσεις διασφαλίζουν το minimum προστασίας των αναγνωριζομένων δικαιωμάτων και δεν είναι δυνατόν τα ίδια τα Δικαστήρια να προβαίνουν σε περαιτέρω μείωση του κατωτέρου προστατευτικού ορίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΕΙΡΔΑΡΗΣ