ΕφΑθ 7890/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικηγόροι Ο.Τ.Α. - Αμοιβή δικηγόρου -.
Η μεταξύ εντολέα και δικηγόρου
συμφωνία για τη λήψη αμοιβής κατώτερης των ελαχίστων ορίων του Κώδικα περί
Δικηγόρων, ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεως της (πριν ή μετά την εκτέλεση της
συμφωνημένης εργασίας) και της μορφής υπό την οποία συνάπτεται (αφέσεως χρέους
του άρθρου 454 ΑΚ ή άλλης συμφωνίας), είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη.
Αν δεν υπάρχει συμφωνία, το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου του
ενάγοντος ορίζεται για τη σύνταξη της αγωγής σε ποσοστό 2% επί της αξίας του
αντικειμένου αυτής και για τη σύνταξη προτάσεων για την πρώτη συζήτηση της
υποθέσεως στο μισό αυτού. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται επί της πράγματος αξίας
του αντικειμένου της αγωγής κατά το χρόνο της ασκήσεως της ή, αν επακολούθησε,
συζήτηση αυτής, κατά το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζητήσεως, διότι, κατά
το χρόνο αυτό διαμορφώνεται τελικά αντικείμενό της και συνεπώς οι προϋποθέσεις
προσδιορισμού της αξίας αυτού. Ο δικηγόρος, ενόψει της φύσεως της σχέσεως αυτού μετά του εντολέα του, που είναι κατ' εξοχήν
σχέση εμπιστοσύνης, δεν δικαιούται αμοιβή για εργασίες οι οποίες α) δεν
περιλαμβάνονται, στη δοθείσα σε αυτόν εντολή και πολύ περισσότερο γι' αυτές που
ρητώς εξαιρέθηκαν από τον εντολέα ή β) δεν ήταν αναγκαίες ή ενδεδειγμένες στη
συγκεκριμένη περίπτωση για την υποστήριξη του συμφέροντος του εντολέα του,
εκτός αν αυτές έγιναν κατά συμφωνία ή ειδική εντολή εκείνου. Η 1314/21-12-2000
κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης περί «Προσδιορισμού των
ελαχίστων αμοιβών των δικηγόρων, που προβλέπονται από τις διατάξεις» , που
εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 2753/1999, με την
οποία καθορίστηκαν οι ελάχιστες αμοιβές για τις παραστάσεις των δικηγόρων
ενώπιον των δικαστηρίων για τη σύμπραξη τους σε εξώδικες ενέργειες και
συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, δεν καταργεί διατάξεις του
Κώδικα Δικηγόρων, τις αναγόμενες στον καθορισμό των ελαχίστων ορίων της
δικηγορικής αμοιβής, αλλά ο σκοπός της είναι καθαρά φορολογικός. Το ρυθμιστικό
πεδίο των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων και της βάσει αυτών εκδοθείσας ως
άνω κοινής υπουργικής αποφάσεως περιορίζεται στην ταχύτερη και αποτελεσματική
σύλληψη της φορολογικής ύλης των δικηγόρων και στην εξυπηρέτηση φορολογικών
σκοπών και δεν θίγει τις διατάξεις των άρθρων100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων.
Συνεπώς, η αμοιβή των δικηγόρων, στους οποίους ανατίθενται υποθέσεις από τους Ο.Τ.Α., δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα όρια,
που προβλέπονται από τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Aριθμός
αποφάσεως
7890/2005
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Ηλία Γιαννόπουλο, Πρόεδρο Εφετών,
Δημήτριο Φλέγκα, Εφέτη, Σοφία Τζουμερκιώτη,
Εφέτη-Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Αγγελική Δημάκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 22 Μαρτίου 2005, για να
δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Δήμου Φιλοθέης Αττικής, που
εδρεύει στη Φιλοθέη Αττικής, οδός Καλλιγά αρ. 31, και εκπροσωπείται νόμιμα, ο
οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χρήστου Βαρβαρίγου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του εφεσίβλητου: Σ. Ν. του Ι., κατοίκου Αθηνών, οδός Κ. αρ.*, ο οποίος
παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητας του ως δικηγόρου και δια της
πληρεξούσιας δικηγόρου του Γεωργίας Επισκόπου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2
ΚΠολΔ.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 7-7-2003 (αριθμός καταθέσεως
331/7·-7-2003) αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε τα
αναφερόμενα σε αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την με αριθμό 292/2004 οριστική απόφαση
του, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εναγόμενος με την από 6-12-2004 έφεση του
προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου
Δικαστηρίου με αριθμό 10414/8-12-2004 και προσδιορίσθηκε η συζήτηση της για την
ανωτέρω δικάσιμο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων και ο εφεσίβλητος κατέθεσαν εμπροθέσμως
τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο με δηλώσεις τους, κατά το
άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 6-12-2004 έφεση του εναγομένου κατά της 292/2004
οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία
των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή
εργασίας (άρθρα 678 έως 681 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες
διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη. Συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να
εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια
διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 7-7-2003 (αριθμός καταθέσεως
331/7-7-2003) αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι αρχές του έτους 2002, ο εναγόμενος
Δήμος Φιλοθέης, κατόπιν αποφάσεως της Δημαρχιακής Επιτροπής, του ανέθεσε την
εντολή να προβεί στο χειρισμό δικαστικής υποθέσεως αναφορικά με την αμφισβήτηση
εκ μέρους δημοτών του της κυριότητας αυτού επί ακινήτου κατά το τμήμα του
ακαλύπτου χώρου του περιβάλλοντος το κτίριο του Δημαρχείου-Δημοτικής Αγοράς, το
οποίο θεωρούσαν ότι φέρει το χαρακτήρα του κοινοχρήστου πράγματος και δεν
ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δήμου. Ότι σε εκτέλεση της εντολής προέβη,
στην άσκηση της από 3-6-2002 αγωγής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για
τη δικάσιμο της 17-9-2002, κατά την οποία παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις,
με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητα του Δήμου επί συνολικής
εκτάσεως 2.348 τ.μ., ευρισκόμενης εντός του οικοδομικού τετραγώνου 13α στην
περιοχή Φιλοθέης Αττικής. Ότι για τις ανωτέρω ενέργειες συμφώνησε να του
καταβληθεί αμοιβή 14.000 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε μόνο 4.000 ευρώ, η οποία
όμως υπολείπεται της νομίμου αμοιβής που δικαιούται. Ότι για την κατ' εντολή
του εναγομένου εκτέλεση των αναφερομένων δικαστικών ενεργειών, σύμφωνα με τα
ελάχιστα όρια αμοιβής που καθορίζει ο Κώδικας Δικηγόρων, δικαιούται ως αμοιβή,
με βάση την πραγματική αξία του ακινήτου και τη συνολική έκταση αυτού, το ποσό
των 79.418,44 ευρώ, άλλως, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το αντικείμενο της
αμφισβήτησης ήταν ο περιβάλλων το Δημαρχείο χώρος εκτάσεως 1.723,56 τ.μ., η
οφειλόμενη αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των 58.197,04 ευρώ. Με βάση το
ιστορικό αυτό και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 4.000 ευρώ,
ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 75.418,44 ευρώ,
άλλως το ποσό των 54.197,04 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής
έως την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη
απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και
επιδικάσθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 43.651,06 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την
επίδοση της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την ένδικη.
έφεση και ζητεί, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, την εξαφάνιση της με
σκοπό να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.
Κατά το άρθρο 92 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (κυρ. Ν.Δ. 3026/1954),
«τα της αμοιβής του δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν
μετά του εντολέως αυτού....εν ουδεμία όμως περιπτώσει
επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθρω 98 και επόμενα ελαχίστων
ορίων». Σύμφωνα δε με το εδ. β' της τελευταίας αυτής διατάξεως, που είχε
προστεθεί με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 4272/1962 και αντικαταστάθηκε με
το άρθρο 8 του Ν. 1093/1980, «πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας
αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεως της». Από τις διατάξεις αυτές,
οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του
δικηγόρου ως εργαζομένου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγορικού
λειτουργήματος ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται ότι η μεταξύ
εντολέα και δικηγόρου συμφωνία για τη λήψη αμοιβής κατώτερης των ελαχίστων
ορίων των καθορισμένων στα άρθρα 98 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων, ανεξαρτήτως
του χρόνου συνάψεως της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας)
και της μορφής υπό την οποία συνάπτεται (αφέσεως χρέους του άρθρου 454 ΑΚ ή
άλλης συμφωνίας), είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη, κατά τα άρθρα 174,
180 ΑΚ (ΑΠ 381/2001 Ελ Δνη 43. 117). Περαιτέρω, από
το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 100 παρ. 1, 2, 10 παρ. 1, 105 παρ. 1, 107
παρ 3 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, αν δεν υπάρχει συμφωνία, το ελάχιστο
όριο της αμοιβής του δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται για τη σύνταξη της αγωγής
σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου αυτής και για τη σύνταξη προτάσεων
για την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο μισό αυτού. Το ποσοστό αυτό
υπολογίζεται επί της πράγματος αξίας του αντικειμένου της αγωγής κατά το χρόνο
της ασκήσεως της ή, αν επακολούθησε, συζήτηση αυτής, κατά το χρόνο της πρώτης
στο ακροατήριο συζητήσεως, διότι, κατά το χρόνο αυτό διαμορφώνεται τελικά,
σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, αντικείμενό της και συνεπώς οι προϋποθέσεις
προσδιορισμού της αξίας αυτού (ΑΠ 837/2003 Ελ Δνη 45.
119, ΑΠ 1225/2001 Ελ Δνη 43. 118). Ακόμη, κατά τα
άρθρα 46 κα, 91 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ο δικηγόρος, ενόψει της φύσεως της
σχέσεως αυτού μετά του εντολέα του, που
είναι κατ' εξοχήν σχέση εμπιστοσύνης, δεν δικαιούται αμοιβή για εργασίες οι
οποίες α) δεν περιλαμβάνοντα, στη δοθείσα σε αυτόν εντολή και πολύ περισσότερο
γι' αυτές που ρητώς εξαιρέθηκαν από τον εντολέα, ή β) δεν ήταν αναγκαίες ή
ενδεδειγμένες στη συγκεκριμένη περίπτωση για την υποστήριξη του συμφέροντος του
εντολέα του, εκτός αν αυτές έγιναν κατά συμφωνία ή ειδική εντολή εκείνου (ΑΠ
591/2000 Ελ Δνη 41. 1603). Εξάλλου, η 1314/21-12-2000
κοινή, απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης περί «Προσδιορισμού των
ελαχίστων αμοιβών των δικηγόρων, που προβλέπονται από τις διατάξεις» (ΦΕΚ
1626/29-12-2000 τεύχος Β'), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 2 του
άρθρου 7 του Ν. 2753/1999 .«Απλοποιήσεις και 11-1999 τεύχος Α'), με την οποία
καθορίστηκαν οι ελάχιστες αμοιβές για τις παραστάσεις των δικηγόρων ενώπιον των
δικαστηρίων για τη σύμπραξη τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, όπως
προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, δεν καταργεί τις προαναφερόμενες διατάξεις του
ίδιου Κώδικα Δικηγόρων, τις αναγόμενες στον καθορισμό των ελαχίστων ορίων της
δικηγορικής αμοιβής, αλλά ο σκοπός της είναι καθαρά φορολογικός. Ετσι, το ρυθμιστικό πεδίο των ανωτέρω εξουσιοδοτικών
διατάξεων και της βάσει αυτών εκδοθείσας ως άνω κοινής υπουργικής αποφάσεως
περιορίζεται στην .ταχύτερη και αποτελεσματική σύλληψη της φορολογικής ύλης των
δικηγόρων και στην εξυπηρέτηση φορολογικών σκοπών και δεν θίγουν τις διατάξεις
των άρθρων 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων και συνεπώς η αμοιβή των δικηγόρων,
στους οποίους ανατίθενται υποθέσεις από τους Ο.Τ.Α.,
δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα όρια, που προβλέπονται από τις
διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του
εναγομένου και την ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος, που εξετάσθηκαν ενώπιον του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα επικαλούμενα και νομίμως
προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση
πρακτικά συνεδριάσεως, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και
προσκομίζουν οι διάδικοι, και τις ρητές ή συναγόμενες από τις προτάσεις τους
ομολογίες (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Με την 10/11-1-2002 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του
εναγομένου Δήμου Φιλοθέης Αττικής, που ελήφθη κατά την 1η συνεδρίαση αυτής στις
11-1-2002, αποφασίσθηκε αφ ενός η άσκηση αγωγής για αναγνώριση της κυριότητας
του εναγομένου επί του ακαλύπτου χώρου γύρω από το Δημαρχείο, λόγω της
αμφισβητήσεως από ορισμένο αριθμό περιοίκων οι οποίοι θεωρούσαν ότι έχει
κοινόχρηστο χαρακτήρα και δεν ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δήμου, και
αφετέρου ο διορισμός του ενάγοντος, δικηγόρου Αθηνών, ως πληρεξουσίου δικηγόρου
προκειμένου να ασκήσει την ανωτέρω αγωγή, να παραστεί κατά την εκδίκαση αυτής
και να προβεί σε κάθε νόμιμη·ενέργεια για την
προάσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του Δήμου. Επακολούθησε η
76/22-3-2002 απόφαση της ανωτέρω Δημαρχιακής Επιτροπής, που ελήφθη κατά την 8η
συνεδρίαση αυτής στις 22-3-2002, με την οποία εγκρίθηκε ο διορισμός του
ενάγοντος ως πληρεξουσίου δικηγόρου για να συντάξει και καταθέσει την αγωγή
ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των Γ. Ρ. και λοιπών καθώς και·
του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος για τη διατήρηση της φυσιογνωμίας της
Φιλοθέης», οι οποίοι αμφισβήτησαν την κυριότητα του Δήμου επί του περιβάλλοντος
το Δημαρχείο χώρου, να παραστεί κατά την εκδίκαση της και να προβεί σε κάθε
νόμιμη ενέργεια για τα συμφέροντα του Δήμου. Δηλαδή, τόσο με την πρώτη όσο και
με τη δεύτερη απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής, αποφασίσθηκε η ανάθεση στον
ενάγοντα δικηγόρο της ασκήσεως αναγνωριστικής αγωγής αναφορικά με τον
περιβάλλοντα το Δημαρχείο ακάλυπτο χώρο και σε εκτέλεση αυτών ο εναγόμενος του
ανέθεσε τη σχετική εντολή. Ο ενάγων ο οποίος αποδέχθηκε την εν λόγω εντολή, σε
εκτέλεση αυγής συνέταξε, υπέγραψε και κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών την από 3-6-2002 και με αριθμό καταθέσεως
76754/4567/4-6-2002 αγωγή του Δήμου Φιλοθέης κατά του σωματείου με την επωνυμία
«Σύλλογος για τη διατήρηση της φυσιογνωμίας της Φιλοθέης» και λοιπών 58 φυσικών
προσώπων, κατοίκων Φιλοθέης, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο Δήμος Φιλοθέης
είναι κύριος, νομέας και κάτοχος οικοπέδου μετά της υπάρχουσας σε αυτό
οικοδομής, εκτάσεως 2.338 τ.μ., ευρισκομένου στην περιοχή Φιλοθέης εντός του
οικοδομικού τετραγώνου 13α και έχοντος πρόσωπο επί των οδών Κ., Ρ. και Κ., υπό
την έννοια ότι αυτό ανήκει στην ιδιωτική του περιουσία και δεν φέρει το
χαρακτήρα κοινοχρήστου πράγματος, η δε αξία του εν λόγω ακινήτου μετά του
υπάρχοντος κτιρίου (Δημαρχείου-Δημοτικής Αγοράς) προσδιορίσθηκε με το δικόγραφο
της αγωγής στο ποσό των 3.054.351 ευρώ. Για τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής
ορίσθηκε δικάσιμος η 17-9-2002, ο δε ενάγων συνέταξε, υπέγραψε και κατέθεσε επ'
αυτής προτάσεις στις 27-8-2002, προσθήκη-αντίκρουση πριν τη συζήτηση στις
30-8-2002 και κατά τη συζήτηση αυτής, κατά την ορισθείσα δικάσιμο, παραστάθηκε
ως πληρεξούσιος δικηγόρος του Δήμου και κατέθεσε εντός της νόμιμης προθεσμίας
μετά τη συζήτηση την από 23-9-2002 δεύτερη προσθήκη-αντίκρουση. Επί της αγωγής
αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 7428/2002 οριστική απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ' ουσία αβάσιμη.
Για τις ανωτέρω ενέργειες του ενάγοντος συμφωνήθηκε, μετά την ανάθεση της
εντολής, να λάβε, ο πρώτος ως αμοιβή το συνολικό ποσό των 14.000 ευρώ, τους δε
σχετικούς από 19-6-2002 και 30-9-2002 πίνακες αμοιβής του, θεωρημένους στις
25-6-2002 και 30-9-2002 αντίστοιχα από το "Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών,
απέστειλε ο ενάγων στον εναγόμενο Δήμο. Ο τελευταίος κατέβαλε στον ενάγοντα ως
αμοιβή του, όπως δεν αμφισβητείται, το ποσό των 4.000 ευρώ και επειδή αρνήθηκε
να του καταβάλει το υπόλοιπο, αυτός του απέστειλε στις 26-6-2003 την με ίδια
ημερομηνία εξώδικη διαμαρτυρία- γνωστοποίηση- πρόσκληση, με την οποία τον
καλούσε να του καταβάλει το υπόλοιπο της αμοιβής εντός πέντε ημερών από της
κοινοποιήσεως, άλλως θα προβεί στη διεκδίκηση της νόμιμης αμοιβής του. Μετά την
παρέλευση της προθεσμίας αυτής, ο ενάγων συνέταξε, σε αντικατάσταση των δύο ως
άνω πινάκων, τον από 4-7-2003 πίνακα αμοιβής βάσει των προβλεπομένων από τον
Κώδικα Δικηγόρων ελαχίστων ορίων, ο οποίος θεωρήθηκε από το Δικηγορικό Σύλλογο
Αθηνών στις 4-7-2003. Όμως, η αμοιβή του ενάγοντος για την άσκηση της αγωγής
και τη σύνταξη και κατάθεση των προτάσεων θα προσδιορισθεί, κατά τα αναφερόμενα
στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1,
2 και 107 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων και όχι βάσει των προβλεπομένων από
την 1314/21-12-2000 κοινή υπουργική απόφαση ελαχίστων ορίων αμοιβής και ως εκ
τούτου η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για λήψη αμοιβής κατώτερης των ελαχίστων
ορίων των καθορισμένων στις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων,
ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεως της, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη.
Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η εντολή που εδόθη στον ενάγοντα
ήταν η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής για τον περιβάλλοντα το Δημαρχείο-Δημοτική
Αγορά ακάλυπτο χώρο, ο οποίος, όπως εκτίθεται στην ένδικη αγωγή και
συνομολογείται από τον εναγόμενο, έχει έκταση 1.723,56 τετραγωνικών μέτρων.
Όμως, η ως άνω αναγνωριστική αγωγή ασκήθηκε για το σύνολο του οικοπέδου και όχι
μόνο για τον ακάλυπτο χώρο και συνεπώς δεν δικαιούται αμοιβής για εργασίες, οι
οποίες δεν περιλαμβάνονται στη δοθείσα εντολή, γι' αυτό το ύψος της αμοιβής του
θα υπολογισθεί με βάση την πραγματική αξία της ανωτέρω εκτάσεως των 1.723,56
τ.μ. κατά το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζητήσεως της αγωγής εκείνης.
Όπως προαναφέρθηκε, με το δικόγραφο της αναγνωριστικής αγωγής η αξία της όλης οικοπεδικής εκτάσεως μετά των υπαρχόντων κτισμάτων
προσδιορίσθηκε στο ποσό των 3.054.351 ευρώ. Ήδη όμως με την ένδικη αγωγή ο
ενάγων προσδιόρισε την αξία του ακινήτου ως οικοπέδου, χωρίς την αξία των
κτισμάτων, στο συνολικό ποσό των 2.647.281,66 ευρώ, ενώ την αξία των 1.723,56
τ.μ. στο ποσό των 1.939.901,25 ευρώ, η οποία ήταν και η πραγματική αξία αυτού
κατά το χρόνο που συζητήθηκε η αγωγή, ο δε εφεσίβλητος Δήμος ουδόλως αμφισβητεί
την πραγματική αξία της εν λόγω εκτάσεως, για την οποία δόθηκε εντολή προς
άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, ούτε την πραγματική αξία της όλης εκτάσεως.
Επομένως, με βάση την ως άνω πραγματική αξία του αντικειμένου της διένεξης, ο
ενάγων για την άσκηση της αγωγής αυτής και τη σύνταξη και κατάθεση των
προτάσεων με τις προσθήκες δικαιούται να λάβει ως αμοιβή, σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1, 2 και 107 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, το ποσό
των 58.197,04 ευρώ (ήτοι 1.939.901,25 Χ 3% (2% για την αγωγή + 1% για τις
προτάσεις)} και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 4.000 ευρώ, το
οποίο δεν ζητείται με την αγωγή, απομένει υπόλοιπο 54.197,04 ευρώ. Με την εκκαλουμένη απόφαση μειώθηκε η αμοιβή, που κρίθηκε ότι
δικαιούται ο ενάγων, κατά ποσοστό 40%, κατά παραδοχή της στηριζόμενης στο άρθρο
307 παρ. 1 του Π.Δ. 410/1995 ενστάσεως του εναγομένου, το οποίο ορίζει ότι η
αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων, που διορίζονται από δήμο ή κοινότητα και
είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, μπορεί να ελαττωθεί,
με απόφαση του δικαστηρίου που δικάζει πίνακα αμοιβών τους, έως το πενήντα τοις
εκατό των κατωτάτων ορίων που ορίζονται στον Κώδικα αυτό, ύστερα από εκτίμηση
της οικονομικής καταστάσεως του δήμου ή της κοινότητας που έχει διορίσει τον
δικηγόρο. Ενόψει όμως του ότι η εκκαλουμένη απόφαση
κατά το κεφάλαιο .αυτό δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως ούτε με αντίθετη έφεση
του ενάγοντος, πρέπει η ως άνω αμοιβή του τελευταίου να μειωθεί κατά το ποσοστό
αυτό και συνεπώς ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 32.518,22 ευρώ (ήτοι 54.197,04
-40% = 32.518,22). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που
με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι η συμφωνία
των διαδίκων για λήψη αμοιβής κατώτερης των ελαχίστων ορίων των καθορισμένων
από τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων είναι άκυρη και ότι ο ενάγων
δικαιούται ελάχιστο όριο αμοιβής για τη σύνταξη της αγωγής και των προτάσεων το
προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1, 2 και 107 παρ. 1 του ως
άνω Κώδικα, ορθώς έκρινε, οι δε πρώτος και δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος
του, λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα:αντίθετα, είναι
αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ο δεύτερος λόγος κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο
προβάλλεται το παράπονο ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη
απόφαση δέχθηκε ότι η συμφωνία των διαδίκων περί αμοιβής τελούσε υπό τη
διαλυτική αίρεση της εντός ευλόγου χρόνου καταβολής της, αλυσιτελώς προβάλλεται
και πρέπει να απορριφθεί, διότι η κρίση αυτή είναι πλεοναστική, αφού η
στηρίζουσα το διατακτικό κύρια αιτιολογία είναι ότι η συμφωνία για λήψη
κατώτερης της νομίμου αμοιβής είναι άκυρη. Ο ίδιος λόγος κατά το τρίτο σκέλος
του, με τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής ασκήσεως του
δικαιώματος του ενάγοντος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι δεν προτάθηκε
στην πρωτόδικη δίκη, όπως προκύπτει από τις πρωτόδικες προτάσεις του εκκαλούντος, αλλά για πρώτη φορά με την έφεση (ΑΠ Ολ. 472/1983 ΝοΒ 32. 48, ΑΠ
1073/1985 ΕΕΔ 45. 392, ΕφΑθ
923/1987 Ελ Δνη 29. 513). Αντίθετα το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι
ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή μεγαλύτερο ποσό από το προαναφερόμενο,
προσδιορίζοντας αυτή σε ποσό που αντιστοιχεί στο 3% της πραγματικής αξίας του
όλου ακινήτου, ενώ έπρεπε να υπολογισθεί το ποσοστό αυτό (3%) επί της
πραγματικής αξίας του τμήματος του ακινήτου που περιλαμβανόταν στη δοθείσα
εντολή, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των
αποδείξεων, κατά το βάσιμο περί τούτου τρίτο λόγο της εφέσεως. Επομένως πρέπει
να γίνει δεκτή η έφεση ως και κατ' ουσία βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση
από το Δικαστήριο τούτο προς εκδίκαση (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει
εν μέρει δεκτή η από 7-7-2003 αγωγή ως και κατ' ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί
εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 32.518,22 ευρώ με το νόμιμο
τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Η δικαστική δαπάνη και των
δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολο της μεταξύ των
διαδίκων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 22 του Ν. 3693/1957, το οποίο τυγχάνει
εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 304 παρ. 1 του ΠΔ
410/1995, που ορίζει ότι οι δήμοι και οι κοινότητες έχουν όλες ανεξαιρέτως τις
ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια, που παρέχονται
στο δημόσιο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ' ουσία την έφεση.
Εξαφανίζει την 292/2004 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό τριάντα δυο
χιλιάδων πεντακοσίων δέκα οκτώ ευρώ είκοσι δύο (32.518,22) με το νόμιμο τόκο
από την επίδοση της εξόφληση.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ
των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Ιουλίου 2005 και δημοσιεύθηκε
σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι
διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29 Σεπτεμβρίου 2005.