ΕφΑθ 2750/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσβολή προσωπικότητας - Έκδοση υπέρ πελάτη πιστωτικής κάρτας χωρίς
τη θέλησή του -.
Προστατεύονται τα αγαθά που
συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο ή συγκροτούν τη σωματική, ψυχική και πνευματική
ατομικότητα του ατόμου, μεταξύ των οποίων η ελευθερία ανάπτυξης της
προσωπικότητας, που αναφέρεται στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους. Συνιστά
παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας η χωρίς τη θέληση του «πελάτη»
έκδοση υπέρ αυτού πιστωτικής κάρτας. Ευθύνη του προσβάλλοντος: α) είναι
αντικειμενική ως προς την αξίωση για άρση της προσβολής και β) προϋποθέτει
(πέρα από τα στοιχεία του παράνομου και της αιτιώδους συνάφειας) υπαιτιότητα ως
προς την αξίωση της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης. Έννοια παράνομης προσβολής.
Είναι αυτή που γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ' ενάσκηση δικαιώματος το οποίο είτε
είναι από την άποψη της έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται
καταχρηστικά κατ' άρθρο 281 ΑΚ.
ΚΕΙΜΕΝΟ
(Απόσπασμα)... Κατά το άρθρο 57 ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην
προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην
επαναληφθεί στο μέλλον. Κατά το άρθρο 59 ΑΚ «Στις περιπτώσεις των δύο
προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού
που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί
επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που
έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε
δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις».
Από το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι αυτές παρέχουν το
δικαίωμα απόκρουσης κάθε παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, δηλαδή των
αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική,
ψυχική και κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν
αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις - «εκφάνσεις» ή «πλευρές» - του
ενιαίου δικαιώματος επί της ίδιας προσωπικότητας, σε τρόπο ώστε η προσβολή
οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της
συνολικής έννοιας «προσωπικότητα» (βλ. Σούρλα, ΕΡΜΑΚ Εισαγ. άρθρων 67-60, αρ. 13
επ., 40 επ, ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου,
άρθρο 57, αρ. 1-3). Κυριότερες από τις ανωτέρω εκδηλώσεις της προσωπικότητας
είναι η ζωή, η υγεία και η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία για την ανάπτυξη
της προσωπικότητας του ατόμου, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 5
§1), αναφέρεται στις σχέσεις αυτού με τους άλλους ανθρώπους, περιλαμβάνει δε
μεταξύ άλλων κάθε πράξη που ανάγεται στην επαγγελματική, οικονομική,
επιστημονική δράση του ατόμου. Η κατά τα άνω παρεχόμενη προστασία του
δικαιώματος της προσωπικότητας περιλαμβάνει θετικώς μεν τη δυνατότητα του
ατόμου να μετέρχεται όλες τις εξουσίες που περικλείονται στο παραπάνω δικαίωμα
και να απολαμβάνει των αγαθών που το δικαίωμα αυτό του διασφαλίζει, αρνητικώς
δε τη δυνατότητα του ατόμου να αποκρούει κάθε παράνομη προσβολή του εν λόγω
δικαιώματος (βλ. ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου,
ό.π. αρ. 7, ΕφΑθ 6720/ 2000
ΕλλΔνη 43. 1494, ΕφΠειρ
927/1997, ΕλλΔνη 40. 1412).
Από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό μ αυτές των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι επί προσβολής
προσωπικότητας ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο
ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την ικανοποίηση της
ηθικής βλάβης απαιτείται να συντρέχει και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Για το
λόγο αυτό στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης
λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη ο ενάγων από μείωση της προσωπικότητάς
του, ο ενάγων πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει το είδος της προσβολής, την
παράνομη πράξη που την προκάλεσε, τον αιτιώδη σύνδεσμό της με αυτή και την
υπαιτιότητα του προσβάλλοντος (βλ. ΑΠ 1445/2003, ΕλλΔνη
46. 822, ΑΠ 1143/2003, ΕλλΔνη 46. 394). Παράνομη
είναι η προσβολή όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ' ενάσκηση μεν δικαιώματος,
το οποίο είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται
υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική κατά το άρθρο 281 ΑΚ
(βλ. ΕφΑθ 4351/2002, ΕλλΔνη
44. 198, ΕφΑθ 6720/ 2000, ό.π.).
Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λαμβάνονται, μεταξύ
άλλων, υπόψη, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης
της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική
κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών
(ηλικία, φύλο, ευαισθησία), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία
κ.λπ. Πάντως επισημαίνεται ότι δεν επιτρέπεται να γίνει κατάχρηση της
χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης επί προσβολών της προσωπικότητας,
ώστε ουσιαστικά να επιβάλλεται «ποινή» στον υπόχρεο με μέσα αστικού δικαίου
(βλ. ΑΠ 1445/2003, ό.π., ΕφΑθ
3346/1996, ΕλλΔνη 39. 665).
Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ένορκα στο
ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα
με την εκκαλούμενη πρακτικά, καθώς και από όλα τα
έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδεικνύονται τα
ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η τρίτη εναγομένη ΑΕ
με την επωνυμία «E.C.**», ύστερα από την αίτηση του
ενάγοντος Γ.-Δ.Σ.** χορήγησε στον τελευταίο την υπ'
αριθ. (...) πιστωτική κάρτα Ε.V.** Στους λογαριασμούς
που η τρίτη εναγομένη απέστειλε στον ενάγοντα τους μήνες Απρίλιο και Μάιο 2000
υπήρχε διπλή χρέωση της πέμπτης από τις έξι δόσεις που ο ενάγων όφειλε στην C.E.** ΕΠΕ καθώς και των τόκων και ΕΦΤΕ
που αναλογούσαν σ' αυτή. Οι λανθασμένες αυτές εγγραφές, οι οποίες διορθώθηκαν
μετά από αιτήματα του ενάγοντος από την πρώτη εναγομένη Δ.Κ.**,
υπάλληλο της τρίτης εναγομένης, οφειλόταν σε παραδρομές των υπαλλήλων της
τρίτης εναγομένης λόγω της εισαγωγής νέου μηχανογραφικού συστήματος υποστήριξης
των πιστωτικών καρτών. Η συμπεριφορά αυτή της τρίτης εναγομένης είναι αντισυμβατική, όχι όμως και αδικοπρακτική,
αφού αποδείχτηκε ότι η τελευταία δεν τηρούσε διπλά λογιστικά προγράμματα, ήτοι
το κεντρικό σύστημα στο οποίο γραφόταν οι αληθείς χρεώσεις και δεύτερο σύστημα
στο οποίο εμφάνιζε τις διπλοχρεώσεις, με σκοπό να
αποκομίζει παράνομο περιουσιακό όφελος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων με το
πρώτο σκέλος της ένδικης αγωγής. Για την τήρηση ενός μόνου
συστήματος-προγράμματος κατέθεσε κατηγορηματικά και από δική του αντίληψη ο
μάρτυρας των εναγομένων, υπάλληλος της τρίτης εναγομένης, η κατάθεσή του δε
αυτή κρίνεται πειστική, ενόψει του ότι δεν αντικρούεται από τα αποδεικτικά μέσα
που προσκόμισε και επικαλέστηκε ο ενάγων (ο μάρτυρας του ενάγοντος ουδέν
κατέθεσε περί αυτού, ο ίδιος δε ο ενάγων, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της πταισματοδίκη
Λαυρίου, κατέθεσε ότι για το θέμα των διπλοχρεώσεων
σε όλους τους κατόχους καρτών έχει προφορικές πληροφορίες, τις οποίες δεν
μπορεί να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει, επιφυλάχθηκε να προσκομίσει έγγραφα,
τέτοια, όμως, δεν προσκόμισε ούτε στο Πρωτοβάθμιο, ούτε στο παρόν Δικαστήριο).
Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο ενάγων, χολωθείς από την άνω συμπεριφορά των
οργάνων της τρίτης εναγομένης, στις 27.2.2001 ζήτησε και πέτυχε την ακύρωση και
καταστροφή της παραπάνω πιστωτικής κάρτας του. Στις 22.6.2001 η τρίτη εναγομένη
απέστειλε στον ενάγοντα νέα πιστωτική κάρτα, που είχε τον ίδιο αριθμό με την
ακυρωθείσα, χωρίς ο ενάγων να έχει υποβάλλει σχετική αίτηση. Ο ενάγων
διαμαρτυρήθηκε προς την άνω εναγομένη με το από 27.6.2001 fax
και στη συνέχεια με την από 6.7.2001 εξώδικη δήλωσή του, που επέδωσε στην άνω
εναγομένη στις 9.7.2001, δηλώνοντας συγχρόνως ότι δεν αποδέχεται την πιστωτική
αυτή κάρτα. Στις άνω διαμαρτυρίες του ενάγοντος, η τρίτη εναγομένη με την από
16.7.2001 επιστολή της του απάντησε ότι η κάρτα εκδόθηκε κατόπιν της από
27.3.2001 γραπτής παραγγελίας του, επισυνάπτοντας και το από 27.3.2001 έγγραφο,
στο οποίο αναγράφεται ότι ο Σ.Γ.** (ενάγων) δηλώνει
ότι επιθυμεί την επαναδραστηριοποίηση της κάρτας του και φέρεται να έχει
υπογραφεί από αυτόν. Όμως η υπογραφή στο ανωτέρω από 27.3.2001 έγγραφο-αίτηση
δεν έχει τεθεί από τον ενάγοντα, αλλά από υπάλληλο της τρίτης εναγομένης που
δεν διαπιστώθηκε η ταυτότητά του, η οποία (γ΄ εναγομένη) και είχε έννομο
συμφέρον για την επαναδραστηριοποίηση της κάρτας, τέθηκε δε χωρίς τη συναίνεση
ή έγκριση του τελευταίου. (...).
Τέλος αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω πράξη του προστηθέντος
υπαλλήλου της τρίτης εναγομένης είναι παράνομη, αφού έγινε χωρίς δικαίωμα, και
υπαίτια, αφού τελέστηκε με πρόθεση να αποκτήσει οικονομικά οφέλη η τρίτη
εναγομένη, είχε δε ως συνέπεια την προσβολή της οικονομικής ελευθερίας του
ενάγοντος, υπό την έννοια της επιβολής από την εναγομένη σ' αυτόν, χωρίς τη
θέλησή του, της κατοχής πιστωτικής κάρτας και αποκλεισμού κάθε δυνατότητας σ αυτόν μη κτήσεώς της. Υπέστη, λοιπόν, ο ενάγων προσβολή της
προσωπικότητας, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η
οικονομική ελευθερία αποτελεί «έκφανση» της προσωπικότητας και η προσβολή αυτής
σημαίνει και συνολική προσβολή της προσωπικότητας, γι' αυτό η τρίτη εναγομένη,
ως ευθυνόμενη για τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις των προστηθέντων
υπαλλήλων της, είναι υποχρεωμένη να αποκαταστήσει την ηθική του βλάβη.
Λαμβανομένων υπόψη του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης
(περιουσιακή ζημία δεν υπήρξε), των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της
βαρύτητας του πταίσματος των οργάνων της τρίτης εναγομένης και της περιουσιακής
και κοινωνικής κατάστασης των μερών και κυρίων του παθόντος-ενάγοντος, τη
συμπεριφορά της εναγομένης μετά την τέλεση της πράξης (ακύρωση της επανεκδοθείσας πιστωτικής κάρτας), κρίνεται ότι το ποσό της
χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται σε 10.000 ευρώ, το
οποίο είναι εύλογο. (...)