ΕφΑθ 1935/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ακύρωση ιδιόγραφης διαθήκης -.
Διάθεση περιουσιακού στοιχείου
(μοναδικού) σε θρησκευτικό ίδρυμα με παράκαμψη αδελφών. Ψυχική ή διανοητική
διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης, σύγχυση
συνείδησης, μη ελεύθερη βούληση στο βαθμό που είναι του ομαλού ψυχικά ανθρώπου,
ήτοι δεν μπορεί να αντισταθεί σε υποβολή που προέρχεται από άλλον.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1935/2007
TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 2ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευστάθιο Τσουκαλά, Πρόεδρο Εφετών,
Νικόλαο Καραδημητρίου και Γεώργιο Παπανδρέου,
ορισθέντα με πράξη του Προέδρου Εφετών Εισηγητού, σε αντικατάσταση της αρχικής
ορισθείσας Εισηγήτριας, Εφέτες και από το Γραμματέα Ιωάννη Δαγρέ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 14 Νοεμβρίου 2006 για να
δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ........ των δύο τελευταίων ως μόνων εγγυτέρων και εξ
αδιαθέτου κληρονόμων της αποθανούσης τέταρτης (4ης) ενάγουσας ........ , το γένος
....... , και απάντων των εναγόντων ως μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων της ......
θυγατέρας ......., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
Γεωργίου Γεωργογλου.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Του Ιδρύματος με την επωνυμία «ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ
ΙΔΡΥΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ», που εδρεύει στην Αθήνα και
εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2
του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Χαραλαμπίδη, και 2) του παρεμβάντος
(υπέρ του πρώτου των αντιδίκων Υπουργού των Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντος
στην Αθήνα, - νομίμως εκπροσωπουμένου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του
άρθρου 242 παρ. 2. του ΚΠολΔ από την Δικαστική
Αντιπρόσωπο Ν.Σ.Κ. Βασιλική Παπαλόη.
Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 25
Οκτωβρίου 1989 αγωγή τους προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει
κατατεθεί με αριθμό 9029/1989, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ'αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 620/1990 απόφαση του με την
οποία διέταξε αποδείξεις, την υπ' αριθμ. 4922/2002 απόφαση του με την διέταξε
την επανάληψη της συζητήσεως και την υπ' αριθμ. 2757/2004 οριστική του απόφαση
με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Τις υπ' αριθμ. 620/1990 και 2757/2004 αποφάσεις προσέβαλαν οι εκκαλούντες με την από 29 Ιουνίου 2006 έφεση τους προς το
Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 5855/2006.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων
αναφέρθηκε στις προστάσεις που κατέθεσε. Οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι των εφεσίβλητων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και
παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δηλώσεις τους κατά το
άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Ακολούθως, δεδομένου ότι η αρχικώς ορισθείσα Εισηγήτρια Γεωργία
Θεοδωράκη διατύπωσε κώλυμα να ασκήσει τα καθήκοντα της (ως εκδούσα
την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 2757/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών), ο Πρόεδρος όρισε νέο Εισηγητή της υπόθεσης, τον μετέχοντα της
συζητήσεως αυτής στο ακροατήριο τον Εφέτη Γεώργιο Παπανδρέου.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 29/6/2006 έφεση των εναγόντων κατά της υπ' αριθμ. 2757/2004
αποφάσεως και της υπ' αριθμ. 629/1990 πράξεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών, τακτικής διαδικασίας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν
προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί
περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Οι ενάγοντες, με την από 25-10-1989 αγωγή τους (αρ. εκθ.
κατάθ. 9029/89) ισχυρίζονται ότι η αποβιώσασα στην
Αθήνα την 3-12-1988 αδελφή τους ......... , κάτοικος εν ζωή Ζωγράφου Αττικής,
άφησε την από 20-6-1988 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία είχε δοθεί προς φύλαξη
στη Συμβολαιογράφο Αθήνας ....... , η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα, με την οποία
κατέλειπε ένα διαμέρισμα της στου Ζωγράφου, όπως ειδικώτερα
περιγράφεται στην αγωγή, στο εναγόμενο Ίδρυμα. Ισχυρίζονται επίσης ότι η
διαθήκη είναι άκυρη, καθότι είναι προϊόν μη ελευθέρας βουλήσεως, λόγω του ότι η
αποβιώσασα δεν ήταν ψυχικά ισορροπημένο άτομο για τους λόγους που ειδικώτερα σ' αυτήν (αγωγή) αναφέρουν, υπέφερε από
κατάθλιψη και αρνείτο να καταφύγει σε ψυχίατρο. Ότι
ερχόταν σε επαφή με παραεκκλησιαστικούς κύκλους και οργανώσεις, των οποίων
έγινε άβουλο όργανο, έγινε θρησκόληπτη, της εγένετο
«πλύση εγκεφάλου» με σκοπό να διαθέσει τα υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία στις
οργανώσεις αυτές ή καθ' υπόδειξη αυτών όπως και για απομάκρυνση εκ των συγγενών
της .. Επί πλέον ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη διαθήκη είναι άκυρη ως
αντικείμενη στα χρηστά ήθη, καθόσον η αποβιώσασα ουδέποτε εργάσθηκε πέραν των
συνήθων οικιακών εργασιών, δεν είχε επάγγελμα και βρισκόταν συνεχώς στην ίδια
στέγη μαζί με τον πρώτο των εναγόντων αρχικώς και από τα φοιτητικά του χρόνια
στην οικία του θείου τους επί της οδού Ψυχάρη, συντηρούμενη από τον τελευταίο,
αργότερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδος στα οποία μετατίθετο
ο πρώτος των εναγόντων ως Διευθυντής Νομαρχιών και υπηρετούσε και ο δεύτερος
των εναγόντων, ο δε πρώτος ανέλαβε την συντήρηση της και την ικανοποίηση όλων
των αναγκών της, μέχρι και την συγκέντρωση σεβαστού ποσού για την προίκα της,
το οποίο αξιοποιήθηκε όπως ειδικώτερα αναγράφεται
στην αγωγή.
Ότι ο πρώτος των εναγόντων, με το εφάπαξ του, αγόρασε στο όνομα της
αποβιώσασας το περί ου ο λόγος διαμέρισμα, διότι η τελευταία ήθελε να ζει μόνη
της. Ότι και ο δεύτερος των εναγόντων, μέχρι τον Ιούλιο του 1988 που διέκοψε
κάθε σχέση μαζί τους, της προσέφερε αδελφικές φροντίδες και ειδικώς ιατρικές
(λόγω της συζύγου του ιατρού), ακόμη και δωρεάν εξοχικό κατάλυμα στο Μάτι. Ότι
η αποβιώσασα δεν είχε δικαίωμα ηθικά να διαθέσει το προαναφερθέν διαμέρισμα
κατά τον ως άνω τρόπο, διότι, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούσε δωρεά του πρώτου
των εναγόντων, φέρθηκε δε προσβλητικά και αχάριστα προς όλους τους ενάγοντες,
συντάσσοντας την ως άνω διαθήκη.
Ζητούν, λοιπόν, για τους παραπάνω λόγους, ν' αναγνωρισθεί και να
κηρυχθεί άκυρη και μη γενομένη η ως άνω ιδιόγραφη διαθήκη, επικαλούμενοι έννομο
συμφέρον προς τούτο, καθώς και ν' αναγνωρισθεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό τους
δικαίωμα επί της κληρονομιάς της και ειδικώτερα επί
του ακινήτου.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 620/1990 πράξη του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε ότι με την πρώτη βάση της αγωγής οι
ενάγοντες ζητούν την ακύρωση της προαναφερόμενης διαθήκης, λόγω ελλείψεως
συνειδήσεως των πραττομένων και αποκλεισμού της χρήσης του λογικού λόγον, πνευματικής ασθένειας της διαθέτιδας
κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αίτημα το οποίο κρίθηκε νόμιμο, ενώ το
αίτημα να κηρυχθεί άκυρη η διαθήκη ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη απορρίφθηκε ως
μη νόμιμο.
Επιπλέον, υποχρέωσε τους ενάγοντες να αποδείξουν: 1) Ότι η διαθέτιδα ήταν ανίκανη προς σύνταξη διαθήκης γιατί δεν είχε
συνείδηση των πραττομένων λόγω του ότι ήταν άτομο ευάλωτο σε παρεμβάσεις και
επηρεασμό από τρίτους και είχε υποστεί πλύση εγκεφάλου από παρεκκλησιαστικούς
κύκλους και οργανώσεις οι οποίες συστηματικά τη μετέβαλαν σε θρησκόληπτο και
άβουλο όργανο τους, της υπέβαλαν την ιδέα ότι θα έπρεπε να αφήσει τα
περιουσιακά της στοιχεία σε ιδρύματα ελεγχόμενα από αυτές και όχι σε συγγενείς
της με αποτέλεσμα να την απομονώσουν από τους συγγενείς της και τελικά να της
υποβάλουν τη σύνταξη της διαθήκης αυτής με την οποία άφησε το επίδικο
διαμέρισμα, το οποίο της είχε δωρήσει ο πρώτος των
εναγόντων, στο εναγόμενο ίδρυμα. 2) Ότι η αποβιώσασα κατά το χρόνο σύνταξης της
διαθήκης εστερείτο της χρήσεως του λογικού της λόγω
πνευματικής ασθένειας, εκδηλουμένης με
παραληρηματικές ιδέες (θρησκευτικό παραλήρημα) ξαφνικές και αδικαιολόγητες
εκρήξεις, εκδηλούμενες με μίσος και εκδίκηση σε βάρος
των συγγενών, χωρίς να υπάρχει λόγος και καταθλιπτική συνδρομή.
Α. Μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων εκδόθηκε η εκκαλουμένη
υπ' αριθμ. 2757/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε
ότι δεν αποδείχθηκε η ιστορική βάση της αγωγής, ότι δηλαδή η θανούσα ήταν άτομο
ευάλωτο σε παρεμβάσεις και επηρεασμό από τρίτους και ότι είχε υποστεί πλύση
εγκεφάλου από παραεκκλησιαστικούς κύκλους και οργανώσεις, ούτε ότι έπασχε από
πνευματική ασθένεια νεκδηλούμενη με παραληρηματικές
κρίσεις θρησκευτικού περιεχομένου και αδικαιολόγητες κρίσεις μίσους και
εκδίκηση σε βάρος των συγγενών και καταθλιπτική συνδρομή και απέρριψε ως
ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες και ζητούν για τους
αναφερόμενους στην έφεση τους λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και
εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους ως
ουσιαστικά βάσιμη.
Κατ' άρθρο 1719 παρ. 4 Α.Κ., ανίκανοι να
συντάξουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν
συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που
περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους (αρθρ. 30 ν.
2447/1996).
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, δεν έχει κάποιος συνείδηση των
πράξεων του, όταν αδυνατεί να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο αυτώκ, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη
συνειδήσεως του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου (Α.Π.
1396/2001 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1086/1986 ΝοΒ 35 - 560).
Εξάλλου έλλειψη της συνείδησης των πραττομένων υπάρχει και όταν ο διαθέτης από
θόλωση της διανοίας του από κάποιο νοσηρό ή μη αίτιο, σε βαθμό συγχύσεως,
αδυνατεί να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της πράξης που επιχειρεί,
δηλαδή της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη της
συνειδήσεως, αρκούσης της σε μεγάλο βαθμό συγχύσεως
εκείνης (συνειδήσεως), (Α.Π. 1360/2002 Ελ.Δ/νη 44 -
472).
Ο νόμος ομιλώντας για έλλειψη συνείδησης των πραττομένων ή έλλειψη
χρήσης του λογικού δεν εννοεί να αποκλείσει και περιπτώσεις στις οποίες έχει
μεν ο διαθέτης επαρκή αντίληψη για το τι πράττει συντάσσοντας τη διαθήκη του,
αλλά λόγω των προβλεπόμενων από το νόμο αιτιών (ψυχική νόσος κ.λπ.) δεν είναι η
βούληση του ελεύθερη στο βαθμό που είναι του ομαλού ψυχικά ανθρώπου, ήτοι δεν
μπορεί να αντισταθεί σε υποβολή που προέρχεται από άλλο/(Α.Π. 1091/80 ΝοΒ 29-496, Α.Π. 512/1978 ΝοΒ
27-377, Α.Π. 660/73 ΝοΒ 22-55, Α.Π. 710/1985 ΝοΒ 34-555).
Περαιτέρω κατ' άρθρο 131 Α.Κ. η δήλωση της
βούλησης είναι άκυρη αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση
των πράξεων του ή δεν είχε τη χρήση του λογικού, επειδή έπασχε από πνευματική
ασθένεια. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο σαφώς διακρινόμενες μεταξύ τους
καταστάσεις ήτοι: α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων και β) η στέρηση λόγω
πνευματικής ασθένειας της χρήσης του λογικού, καθεμία από τις οποίες όταν
υπάρχει κατά το χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας επάγεται ακυρότητα αυτής
από τις πιο πάνω καταστάσεις (Α.Π. 10867/86 ΝοΒ
35-560).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν
ενώπιον του Εισηγητή - Δικαστή και περιέχονται στην υπ' αριθμ. 1477/1990
εισηγητική έκθεση, εκτός από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων
Δημητρίου Αθανασιάδη καθόσον κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων ήταν Πρόεδρος του
Δ.Σ. του εναγομένου ιδρύματος και νόμιμος εκπρόσωπος αυτού (Ολ.
Α.Π. 1328/77 ΝοΒ 26 - 1048, Ε.Α.
6805/91 Ελ. Λ. 34-1105), σταθμιζομένης της ένορκης
κατάθεσης της πρώτης μάρτυρος των εναγόντων ως συζύγου του πρώτου ενάγοντος, η
υπ' αριθμ. 17094/1998 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που ελήφθη
στα πλαίσια άλλης δίκης και συνεπώς συνεκτιμάται με τις λοιπές αποδείξεις ως
δικαστικό τεκμήριο Α.Π. 111/91 Ελ. Δ/νη 33 - 816),
την 18202/2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών η οποία δόθηκε
μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων (αρθρ. 270 § 2, 524 § 1 Κ.Πολ.Δ.), όπως προκύπτει από τις 2637/2006 και 2642/2006
εκθέσεις επίδοσης δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθηνών .... και από όλα
ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι
αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα εξής:
Η διαθέτιδα ..........., γεννήθηκε το έτος
1926, είχε γραμματικές γνώσεις γ' τάξης δημοτικού σχολείου, δεν εργαζόταν,
παντρεύτηκε το έτος 1963 και αμέσως διαζεύκτηκε, δεν
είχε τέκνα, είχε πλησιέστερους συγγενείς τα αδέρφια της και τώρα ενάγοντες,
διέμενε με τον πρώτο ενάγοντα αδελφό της μέχρι το έτος 1970 και έκτοτε διέμενε,
μέχρι το θάνατο της την 3/12/1988, μόνη της σε ιδιόκτητο διαμέρισμα στο δεύτερο
όροφο υπό στοιχεία Β-2 πολυκατοικίας που βρίσκεται στη συμβολή των οδών *
αριθμ. * και * στο Δήμο Ζωγράφου Αττικής, επιφάνειας 73,50 μ2 αποτελούμενο από
τρία κύρια δωμάτια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους. Η διαθέτιδα
με την από 20/6/1988 ιδιόγραφη διαθήκη της, που είχε δοθεί προς φύλαξη στη
συμβολαιογράφο Αθηνών ..........., και δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμ. 65/1989
Πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καταχωρήθηκε στον τόμο 1282 και
αριθμό 65, κατά τη συνεδρίαση της 13/1/1989, κατέλιπε
το ανωτέρω διαμέρισμα στο εναγόμενο που ιδρύθηκε με την υπ' αριθμ.
40748/15-4-1987 Πράξη σύστασης ιδρύματος και εγκρίθηκε με το από 8/6/1989 Π. Δ/γμα με το οποίο εγκρίθηκε η σύσταση και κυρώθηκε ο
οργανισμός του εναγομένου κοινωφελούς ιδρύματος (ΦΕΚ
457/12-6-1989).
Το πλήρες περιεχόμενο της ανωτέρω διαθήκης έχει ως εξής : «Εγώ η ......
του ...... και της ........., που γεννήθηκα στο Βελημάχι
Αρκαδίας το έτος 1926 με πλήρη συναίσθηση των πράξεων μου, θέλω μετά το θάνατο
μου το διαμέρισμα μου στου Ζωγράφου που απέκτησα με το 15710/70 συμβόλαιο του
συμβολαιογράφου Αθηνών ........... να περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα στο
Πατριαρχικό Ίδρυμα Ορθοδόξου Ιεραποστολής ΑΠΩ Ανατολής που συστήθηκε με το υπ'
αριθμ. 40748/15-4-1987 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ...... . Δια τον
εξής σκοπό: να κτισθεί Ι. Ναός στο όνομα της Αγίας και Πανσόφου Αικατερίνης στη
μνήμη των προσφιλών μου κεκοιμημένων και φωτισμό των
ζώντων και να διαδοθεί ο λόγος του Ευαγγελίου στα πέρατα του κόσμου. Αθήνα 20
Ιουνίου 1988. Η διαθέτις ......». Η σύνταξη της
ιδιόγραφης διαθήκης την 20/6/1988 και ο θάνατος της κληρονομουμένης την
3/12/1988 έγιναν όταν αυτή ήταν ηλικίας 62 ετών. Ο θάνατος της επήλθε κατά τη
διάρκεια εξέτασης καρδιολογικής φύσεως, ενόψει του ότι αυτή έπασχε από
καρδιολογικό νόσημα.
Η διαθέτις μετά το διαζύγιο της αφοσιώθηκε
πλήρως στην εκκλησία και τη δράση της, είχε συναναστροφές με πολλούς
θρησκευτικούς κύκλους, ήταν συνδρομήτρια πολλών εκκλησιαστικών περιοδικών,
ενίσχυε οικονομικά τις εκκλησιαστικές οργανώσεις, διατηρούσε αλληλογραφία με
πρόσωπα της εκκλησίας (επίσκοπο - μοναχό) που τη συμβούλευαν και έγραφε συχνά
στίχους και προσευχές. Η διαθέτις έχουσα γραμματικές
γνώσεις τρίτης δημοτικού σχολείου, μη διαθέτουσα κοινωνική εμπειρία ως
ασχολούμενη με τα οικιακά, επηρεάστηκε από τις συναναστροφές της με τους
θρησκευτικούς κύκλους που της επέβαλαν την άποψη ότι για να κερδίσεις τη μετά
θάνατο ζωή πρέπει να είσαι τίμιος, καλός, σωστός, να βοηθάς τον πλησίον σου αλλά
και ό,τι έχεις και δεν έχεις να τα δώσεις στην οργάνωση, και μεταβλήθηκε σε
θρησκόληπτο άτομο (διακατείχετο από υπέρμετρο
θρησκευτικό ζήλο, υπερβολική αφοσίωση στη θρησκεία), προσπαθούσε να διαδόσειτις θρησκευτικές απόψεις της σε τρίτους (όπως στο
μάρτυρα των εναγόντων ....... και στη μητέρα του), χρησιμοποιούσε το σπίτι της
για ομιλίες των μελών των οργανώσεων.
Σαφείς περί των ανωτέρω είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων
ιδίως του ...., ο οποίος είναι τρίτος, φίλος και οικογενειακός ιατρός των
εναγόντων και της θανούσας αδελφής των, ο οποίος γνωρίζοντας από νεαρή ηλικία
τη θανούσα καταθέτει ότι η θανούσα του ανέφερε για συναναστροφές της με
θρησκευτικούς κύκλους και προσπαθούσε να τον επηρεάσει και έχει τη γνώμη ότι
για να συντάξει τη διαθήκη επηρεάστηκε από τους κύκλους με τους οποίους συναναστρέφετο οι οποίοι την είχαν μεταβάλει σε θρησκόληπτο
άτομο.
Εξάλλου η θανούσα έβλεπε τα πάντα με θρησκευτικό πρίσμα, αδιαφορώντας
πλήρως για τους πλησιέστερους συγγενείς της αλλά και για την ίδια προσωπικά.
Ενδεικτικό των παραπό:νω
αποτελεί το γεγονός ότι επέμενε με φορτικότητα να προβεί σε δωρεά εν ζωή του
ανωτέρω ακινήτου προς το εναγόμενο, του μοναδικού δηλαδή περιουσιακού της
στοιχείου στο οποίο και διέμενε, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες της
πράξης της αυτής, ότι δηλαδή στην ηλικία των 62 ετών αντιμετωπίζουσα
καρδιολογικής φύσεως προβλήματα υγείας θα έμενε χωρίς κατοικία και χωρίς ένα
περιουσιακό στοιχείο το οποίο θα της ήταν αναγκαίο για την αντιμετώπιση των
προβλημάτων της υγείας της. Κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης της η θανούσα
τελούσα υπό το προαναφερόμενο καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης, διακατεχόμενη
από υπέρμετρο θρησκευτικό ζήλο προέβη στην σύνταξη της ιδιόγραφης διαθήκης της
υπό το προαναφερθέν περιεχόμενο το οποίο της υποβλήθηκε καθόσον οι όροι και η
φρασεολογία που χρησιμοποιεί δεν ανταποκρίνονται στις γραμματικές της γνώσεις
αλλά προσήκουν σε άτομο ανωτάτου επιπέδου γνώσεων. Η
ούτως εκφρασθείσα βούληση της θανούσας δεν είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης της
σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και συνεπώς η διαθήκη της είναι άκυρη σύμφωνα με
τις προεκτεθείσες σκέψεις. Τα αντίθετα κρίνασα η εκκαλουμένη έσφαλε γι'
αυτό πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί
η υπόθεση, να γίνει δεκτή η πρώτη βάση της αγωγής ως νομικά και ουσιαστικά
βάσιμη (παρέλκει δε ως άνευ αντικειμένου η εξέταση της νομικής και ουσιαστικής
βασιμότητας της δεύτερης βάσης της αγωγής - ακυρότητα της διαθήκης κατ' άρθρο
179 Α.Κ.) και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ανωτέρω
διαθήκης. Το αίτημα να αναγνωρισθούν οι ενάγοντες συγκύριοι του αναφερομένου
στην διαθήκη ακινήτου πρέπει να απορριφθεί ελλείψει εννόμου συμφέροντος αυτών
ενόψει του ότι μετά την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης επέρχεται η εξ
αδιαθέτου διαδοχή και δεν αμφισβητείται η ιδιότητα των εναγόντων ως κληρονόμων
της θανούσας. Τέλος πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων και
για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που:
εφαρμόσθηκαν αρθρ. 179 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ' αριθμ.
2757/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τακτικής διαδικασίας.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή.
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει την ακυρότητα της από 20/6/1988 ιδιόγραφης διαθήκης τής κατά
την 3/12/1988 αποβιωσάσης στην Αθήνα, ......
θυγατέρας ....... , κατοίκου εν ζωή Ζωγράφου Αττικής, η οποία
δημοσιεύθηκε την 13/1/1989 με τα υπ' αριθμ. 65/1989 πρακτικά συνεδριάσεως του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και είναι εγγεγραμμένη στον τόμο 1282 και με
αριθμό 65. των βιβλίων διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς
δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2007 και δημοσιεύτηκε σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 29 Μαρτίου 2007, χωρίς να
παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.