ΕφΑθ 14/2008
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσωπικό ΟΤΕ -
Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου - Ένσταση κατάχρησης δικαιώματος -
Υποχρέωση απασχόλησης ακύρως απολυθέντος - Ένσταση
εκκρεμοδικίας -.
Σύμφωνα
με την διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, η οποία αποτελεί «ισοδύναμο
νομοθετικό μέτρο» του εθνικού δικαίου για την πρόληψη και αποφυγή της
κατάχρησης, κατά τα οριζόμενα στην ρήτρα 5 της Οδηγία 1999/70/ΕΚ, η έλλειψη
ενός αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων
εργασίας ορισμένου χρόνου, έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της σύμβασης και
θεωρείται στην περίπτωση αυτή ότι έχει καταρτιστεί ενιαία σύμβαση αορίστου
χρόνου, στην οποία η απόλυση του μισθωτού δεν είναι δυνατόν να λάβει χώρα χωρίς
καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Η ένσταση της εναγομένης -
εργοδότριας περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγουσών, για το
λόγο ότι αυτές ζητούν να αναγνωρισθεί ότι η εργασιακή τους σχέση έχει το
χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, καίτοι από την υπογραφή των συμβάσεων
γνώριζαν ότι επρόκειτο να καλύψουν πρόσκαιρες ανάγκες, με αποτέλεσμα να υπάρχει
κίνδυνος «να θεσμοθετηθεί και νέα κατηγορία εργαζομένων στον ΟΤΕ» είναι ουσιαστικά αβάσιμη. Η διάταξη που επιβάλλει στον
εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση
του εργαζόμενου, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος
απολύθηκε και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Αλλά και τότε η
υποχρέωση αυτή δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας
της καταγγελίας, αλλά με τη συνδρομή των προεκτεθέντων
περιστατικών. Αβάσιμο το αίτημα των εναγουσών να υποχρεωθεί η εναγομένη, λόγω
της ακυρότητας της καταγγελίας, να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους απασχολώντας
αυτές στη θέση, που τις απασχολούσε και πριν από την καταγγελία της συμβάσεως,
εφόσον αυτές δεν επικαλούνται ούτε και αποδείχθηκε, ότι υφίστατο
συμβατική υποχρέωση της εναγομένης, να απασχολεί πραγματικά τις ενάγουσες ούτε
ότι η άρνηση της εναγομένης να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, υπερβαίνει
προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 Α.Κ, ή ότι αυτή επηρεάζει σοβαρώς την αμοιβή τους ή θίγει άλλα υλικά ή ηθικά
συμφέροντα αυτών ή ότι επιφέρει προσβολή της προσωπικότητας τους. Προϋπόθεση
προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο απολήγει σε αναστολή
εκδίκασης της επίδικης διαφοράς είναι η ύπαρξη ταυτότητας διαφοράς και
ταυτότητας προσώπων. Η ύπαρξη εκκρεμούς δίκης ενώπιον του ιδίου ή άλλου
δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο στο οποίο
εισάγεται μεταγενεστέρως η ίδια διαφορά, εφόσον τα στοιχεία που συγκροτούν την
ένσταση της εκκρεμοδικίας, όχι πάντοτε από πρωτοβουλία των διαδίκων αλλά και αν
πρόκειται για πασίδηλο ή γνωστό στο δικαστήριο γεγονός ή από τυχόν αορίστως
υποβαλλόμενη ένσταση διαδίκου.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ 14/2008
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΦΗΝΩΝ
Τμήμα 5ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Μαλλιαράκη, Πρόεδρο Εφετών, Καλλιόπη Πανά
και Σοφία Μιχαλοπούλου - Εισηγήτρια, Εφέτες, και από
τη Γραμματέα Μαρία Παπαντωνίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 2
Οκτωβρίου 2007 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:
Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ A.E.» που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται
νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ανάργυρο Μπουτσικάρη.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Π.Π.,
κατοίκου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Διαμαντή Καριώτη.
Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:
Α.Κ. του Χ., κατοίκου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο Διαμαντή Καριώτη.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την
επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε,»,
που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε
με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο Ανάργυρο Μ. Μπουτσικάρη.
Οι ενάγουσες Α.Κ. και Π.Π.
με την από 22 Μαρτίου 2005 αγωγή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που
έχει κατατεθεί με αριθμό 48420/1278/2005, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα
αναφέρονται σ' αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ.
988/2006 οριστική του απόφαση, με την οποία κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της
αγωγής ως προς την πρώτη ενάγουσα και δέχεται την αγωγή ως προς την δεύτερη
ενάγουσα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ανωτέρω διάδικοι
με τις από 20 Απριλίου 2007 (αρ. καταθ. 4120/2007)
και από 5 Οκτωβρίου 2006 (αρ. καταθ. 9272/2006)
εφέσεις τους προς το Δικαστήριο τούτο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του
οικείου πινακίου και συζητήθηκε με τους πρόσθετους λόγους που άσκησε η εταιρεία
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α,Ε. με τις
από 1η Οκτωβρίου 2007 προτάσεις της.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ανάργυρος Μπουτσικάρης, κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και
παραστάθηκα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση κατά το άρθρο 242
παρ. 2 του ΚΠολΔ. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Διαμαντής Καριώτης, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 5-10-2006 (με αριθμ. καταθ. 9272/2006) και 20-4-2007 (με αριθμ. καταθ. 4120/2007) αντίθετες εφέσεις της ΓΛ
ενάγουσας και της εναγομένης, αντίστοιχα και ήδη εκκαλούντων
κατά της με αριθμ. 988/2006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των
εργατικών διαφορών (άρθρα 663 -676 ΚΠολΔ) επί της από
22-3-2005 αγωγής του εναγουσών, ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (από τα
έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει κοινοποίηση της εκκαλουμένης
απόφασης στους εκκαλούντες ή στους εφεσίβλητους).
Επομένως, εφόσον φέρονται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος
Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 1.9, 31, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 2 591 παρ.
1, 674 παρ, 1, 663-676 ΚΠολΔ) πρέπει να γίνουν τυπικά
δεκτές οι δύο εφέσεις και να συνεκδικασθούν με τους
παραδεκτά ασκηθέντες με τις έγγραφες προτάσεις της εναγομένης και ήδη εκκαλούσης (ΟΤΕ Α.Ε.) πρόσθετους
λόγους εφέσεως (άρθρο 246 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν
παραπέρα κα τα την ίδια διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των δΓαυτΙϊ/ν1
προσβαλλόμενων λόγων (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Οι ενάγουσες με την ένδικη από 22-3-2005 (με
αρ. καταθ. 1278/2005) αγωγή τους ιστορούσαν ότι
προσλήφθηκαν από την εναγομένη κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ, 2 του ΓΚΠ/ΟΤΕ, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου
χρόνου, η οποία ανανεώθηκε έξι (6) φορές για την 1η ενάγουσα και τέσσερις (4)
φορές για την 2η ενάγουσα, προκειμένου να εργαστούν ως τεχνικός και Ε.Η,Ε. αντίστοιχα, για την κάλυψη δήθεν έκτακτων και
εποχιακών αναγκών της εταιρίας. Ότι δυνάμει τον παραπάνω συμβάσεων
απασχολήθηκαν στην εναγομένη πέραν των 22 μηνών εκάστη, δηλαδή από 2-4-2001
μέχρι 14-9-2005 και από 21-2-2001 μέχρι 14-9-2005, αντίστοιχα, οπότε η
εναγομένη μετά τη λήξη τους (συμβάσεων) έπαυσε να αποδέχεται τις προσηκόντως
προσφερόμενες υπηρεσίες τους. Πρέπει να αναφερθεί ότι η 1η εναγομένη προσλήφθηκε κατά το χρονικό
διάστημα από 5-3-2004 μέχρι 14-9-2005 από την Hellascom,
η δε 2η εναγομένη κατά τα χρονικά διαστήματα από 21-2-2004 μέχρι 24-4-2002 και
από 5-3-2004 μέχρι 14-9-2005 από ΚΕΡΓΟ ΑΤΕ και Ελλασκομ ΑΕ, αντίστοιχα, δηλαδή
φαίνεται ότι η πρόσληψη τους έγινε από άλλες επιχειρήσεις, πλην όμως ουσιαστικά
από την εναγομένη, η οποία ήταν ο φορέας απασχόλησής της - Υπηρεσία, δηλαδή η
πραγματική εργοδότρια αυτών. Ότι η πρόσληψή τους ως έκτακτο προσωπικό δεν
δικαιολογείται από τη φύση, το είδος και το σκοπό της εργασίας τους, αλλά έγινε
προς καταστρατήγηση των διατάξεων περί καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας
αορίστου χρόνου. Ότι από την αρχή της προσλήψεώς τους απασχολήθηκαν η 1η μεν ως τεχνικός στην υποστήριξη συνεργείων νέων
τηλεφωνικών συνδέσεων και βλαβών, η δε 2η ως Ε.Η.Ε.
στην διαχείριση μισθωμένων κυκλωμάτων της εναγομένης, καλύπτοντας πάγιες και
διαρκείς ανάγκες αυτής, με αποτέλεσμα οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου που
κατήρτισαν με την εναγομένη, να αποτελούν μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου, ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι συνδέονται εξ υπαρχής με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
αορίστου χρόνου από την ημεροχρονολογία που
αναγράφεται στην αγωγή για κάθε μια ενάγουσα, διαφορετικά να αναγνωριστεί ότι η
αρχική σύμβαση ορισμένου χρόνου έχει μετατραπεί σε αορίστου χρόνου από το χρόνο
της παράτασης της αρχικής διάρκειας της, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της
απόλυσης τους, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες
παραπάνω υπηρεσίες τους ως συνδεόμενες μ' αυτήν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
αορίστου χρόνου, με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα
άρνησης της να συμμορφωθεί στην απόφαση που θα εκδοθεί. Το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού
έκρινε νόμιμη την αγωγή ως στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 281 ΑΚ, άρθρα 8 Ν. 2112/1920, 5, 11 του π.δ. 81/2003, ρήτρα 2
της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, 70, 947 ΚΠολΔ στη συνέχεια
την έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως την 2η ενάγουσα ενώ ως προς την 2η
ενάγουσα κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής. Κατά της εν λόγω αποφάσεως
παραπονούνται η εναγομένη και η 1η ενάγουσα με τις κρινόμενες εφέσεις τους, οι
λόγοι των οποίων ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη
ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να
γίνει δεκτή η αγωγή και ως προς την 1η ενάγουσα, ενώ για την εναγομένη να
απορριφθεί καθ' ολοκληρίαν η αγωγή.
Με το περιεχόμενο και αίτημα που εκτέθηκαν η
αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη διότι περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που
την θεμελιώνουν σύμφωνα με τις αναλυτικά κατωτέρω αναφερόμενες διατάξεις των
άρθρων που αναλύονται στην μείζονα νομική σκέψη, β) ακριβή περιγραφή του
αντικειμένου της διαφοράς, κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων των εναγουσών με την
εναγομένη και ανανέωσή τους κατά τις αναφερόμενες στο αγωγικό
δικόγραφο ημερομηνίες, κάλυψη εκ μέρους των εναγουσών των λεπτομερώς
περιγραφομένων παγίων και διαρκών αναγκών της εναγομένης και άρνηση της
τελευταίας να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους και γ) ορισμένο αίτημα (άρθρο 216 ΚΠολΔ). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε την αγωγή ορισμένη ορθώς τις
κατωτέρω διατάξεις εφάρμοσε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την έφεση της
εναγομένης είναι αβάσιμα και απορριπτέα,
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων
648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την
π.υ.σ. 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο
38 του ΕισΝΑΚ) προκύπτει, ότι σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του με μισθό,
ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του, επί πλέον δε υπόκειται
σε νομική εξάρτηση από τον εργοδότη ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο
παροχής της εργασίας, υποχρεούμενος να ακολουθεί τις δεσμευτικές γι' αυτόν
οδηγίες του τελευταίου και υποκείμενος στον έλεγχο και την εποπτεία του (ΑΠ
1507/2004, απ 3 618/03 ΕλΔικ 45.754, ΑΠ 1273/02 ΕλΔικ 45.446, ΑΠ 219/02 ΕλΔικ
44.158, ΑΠ 704/02 ΕλΔικ 43.1656, ΑΠ 1246/00 ΔΕΝ
58.546, ΕΑ 5420/03 ΕλΔικ
45.541). Επίσης από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 AK προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει,
όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της
εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της
εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν
συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της
επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιο γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου
έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου
γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως (ΑΠ 936/04 Δεν
60.1848, ΑΠ 1618/03 ΕλΔικ 45.753, ΕΑ
2708/98 ΕλΔικ 39.907). Επομένως η διάρκεια της
συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί
συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της
σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1204/02 ΕλΔικ 44.159).
Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη
γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει
αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ, 1 ΑΚ, όταν
λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της
και καταβολή αποζημιώσεως (ΑΠ 1318/98 ΕλΔικ 44.109).
Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό, που προσέδωσαν τα
συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτεί η καλή
πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση (ΑΠ 1507/2004, ΑΠ 1618/03 ΕλΔικ 45,754, ΑΠ 926/99 ΔΕΝ 56.70, ΕΑ
7488/03 ΕλΔικ 45.862, ΕΑ
226/01 ΕλΔικ 42.785). Εξάλλου, από τις διατάξεις των
άρθρων 1 και 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, όπως έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν. 4558/1920, αρθρ,
11 α.ν. 547/1937), το οποίο ορίζει ότι «οι διατάξεις
του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική
διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως
της συμβάσεως, αλλά τέθηκε σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής
καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου», προκύπτει
ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλος συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής
διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή
το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που
ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει
τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας
των αορίστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920) ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον
καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται, ότι τότε
καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η
απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως
(ΑΠ 1618/03 ΕλΔικ, 45.754, ΑΠ 603/94 ΔΕΝ 50.1214, ΑΠ
759/03, ΕΑ 3047/99 ΕλΔικ,
41.510). Όταν, όμως, ο καθορισμός ορισμένης χρονικής διάρκειας στη σύμβαση
εργασίας υπαγορεύεται από αποχρώντα λόγο, αναγόμενο
κυρίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης του εργοδότη ή τις
ιδιαίτερες ανάγκες αυτού, η κατάρτιση αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου
χρόνου δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι έγινε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων
περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ
1807/86 ΕΕργΔ 46.335, ΑΠ 299/84 ΔΕΝ 1985.217, ΕΑ ΕλΔικ 45.232), Έτσι, η εποχική
εργασία, δηλαδή η εργασία που προκύπτει κατά συγκεκριμένη χρονική περίοδο
(εποχή έτους), είτε η εργασία αυτή προσφέρεται σε εποχική επιχείρηση είτε όχι,
αποτελεί λόγο, που δικαιολογεί αντικειμενικά τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου
χρόνου, αφού με αυτή καλύπτονται αυξημένες ανάγκες σε εργατικό δυναμικό
περιορισμένης και προβλέψιμης χρονικής διάρκειας (βλ, Δ. Ζερδελή,
Οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μετά τα πδ 81/03 και 184/04, Μελέτη στο
ΔΕΝ 61.97 επ. Γ. Λεβέντη, Σύμβαση εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου,
Μελέτη στο ΔΕΝ 56.833 επ., ΕΘ 1989/87 Αρμ. 1997/1042).
Περαιτέρω, από το άρθρο 249 παρ. 1, 3 της
Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
(πρώην άρθρο 189 παρ. 1, 3), προκύπτει σαφώς, ότι οι Οδηγίες που εκδίδουν προς
εκπλήρωση των καθηκόντων τους τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή)
αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της
Ένωσης, στο οποίο απευθύνονται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά
αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.
Έτσι, οι Οδηγίες απευθύνονται όχι απ' ευθείας στους ιδιώτες θεσπίζοντας
δικαιώματα και. υποχρεώσεις τους, αλλά μόνον προς τα κράτη - μέλη της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού μόνον αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με
τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το
κράτος - μέλος, που είναι αποδέκτης της Οδηγίας, έχει την υποχρέωση να
πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα και
τύπο, όμως, τα οποία θα επιλέξει το ίδιο (Νόμο, Προεδρικό Διάταγμα, Υπουργική
Απόφαση και εν γένει κανόνες δικαίου της εθνικής έννομης τάξης). Τα εθνικά
μέτρα προσαρμογής πρέπει να είναι αποτελεσματικά, γεγονός που σημαίνει, ότι ο
εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να αποφύγει τις κοινοτικές ρυθμίσεις με την εκπρόθεσμη
μεταφορά της οδηγίας, στη εσωτερική έννομη τάξη, Επίσης, δεν έχει την εξουσία
να μεταβάλει τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζει το κοινοτικό
δίκαιο, το οποίο υπερισχύει του εσωτερικού δικαίου, κατ' άρθρο 28 παρ. 1 του
Συντάγματος, βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις ευρωπαϊκές κοινότητες
από 1-1-1981, δυνάμει της από 28-5-1979 συνθήκης προσχωρήσεως της Ελλάδος στην
Ε.Ο.Κ., που κυρώθηκε με το ν. 945/1979 (βλ. Χ. Συνοδινό,
Εκφάνσεις της υπεροχής των Κοινοτικών Οδηγιών έναντι του εθνικού δικαίου, ΕΕμπΔικ 1997.612, ΟλΑΠ 23/1998 ΕλλΔνη 39.793, ΑΠ 1330/2000 ΕλλΔνη
43.387, ΕΑ 2388/2005, ΕΑ
6886/04 ΕΕργΔικ 2004,1410). Η αρχή της
αποτελεσματικότητας εξαρτάται από το αν οι διατάξεις της οδηγίες έχουν ή μη
σαφή, ακριβή και χωρίς προϋποθέσεις χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση, αν δηλαδή
η Οδηγία περιέχει σαφείς και ορισμένους κανόνες, που δεν έχουν μεταφερθεί στο
εθνικό δίκαιο, δεκτικούς απ ευθείας εφαρμογής, δηλαδή οι
διατάξεις της είναι χωρίς αιρέσεις, επιφυλάξεις και περιθώρια επιλογής, καθώς
και επαρκώς ακριβείς, ώστε να καθίσταται δυνατό στα εθνικά δικαστήρια να
προσδιορίσουν το ακριβές περιεχόμενο του δικαιώματος, τον δικαιούχο και τον
υπόχρεο αυτού, καθώς και τον τρόπο άσκησης του, τότε υπάρχει η δυνατότητα στους
ιδιώτες να την επικαλεστούν έναντι του κράτους, ενώ η παράλειψη του εθνικού
νομοθέτη να την εκτελέσει εμπρόθεσμα συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην
εσωτερική έννομη τάξη του παραλήπτη κράτους-μέλους, με ισχύ όμως μόνον κάθετη
έναντι αυτού και όχι οριζόντια έναντι και των ιδιωτών, η οποία (άμεση οριζόντια
ισχύς της Οδηγίας) ολοκληρώνεται με την έκδοση πράξεως, που μετατρέπει την
Οδηγία σε κανόνα εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 23/98 ΔΕΕ 1999.66, ΑΠ 1330/2000 ΕλΔικ
43,387). Στη δεύτερη περίπτωση, αν δηλαδή οι διατάξεις της Οδηγίας δεν είναι
σαφείς, επαρκείς και ανεπιφύλακτες και επομένως δεν μπορούν να εφαρμοστούν, οι
ιδιώτες μπορούν να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια και να ζητήσουν από το
κράτος-μέλας αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν, λόγω της μη μεταφοράς της
Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο του. Όμως, και στην περίπτωση αυτή, παρά το ότι οι
διατάξεις της Οδηγίας δεν έχουν επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια, η αρχή της
αποτελεσματικότητας δεν είναι ανενεργός και επιφέρει τα αποτελέσματα της μέσω
της σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας (βλ. από 3-4-2006 Εισήγηση
Αρεοπαγίτη Δημ. Λοβέρδου
στην Ολομέλεια ΑΠ στις 13-4-2006). Έτσι, από πάγια νομολογία του ΔΕΚ,
προκύπτει, ότι το εθνικό δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερμηνεύει και να
εφαρμόζει τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου υπό το φως του κειμένου και του
σκοπού της Οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει,
συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 249 παρ, 3 ΣυνθΕΚ,
και να αφήνει ανεφάρμοστες όσες διατάξεις έρχονται σε αντίθεση με το κοινοτικό
δίκαιο, ενεργώντας σύμφωνα με τις αρχές της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου
έναντι του εθνικού δικαίου και της πλήρους αποτελεσματικότητας των κοινοτικών
κανόνων (βλ. ΕΑ 2808/2005 αδημ.).
Σύμφωνα με τη ρήτρα 2 του παραρτήματος της
Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, η ως άνω οδηγία
εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου, που έχουν σύμβαση ή
σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις Σ,Σ.Ε. ή την πρακτική του κάθε κράτους μέλους. Δηλαδή
περιλαμβάνει τους απασχολούμενους τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα
(βλ, από 3-4-2006 Εισήγηση Αρεοπαγίτη Δημ. Λοβέρδου), καθώς και αυτούς που απασχολούνται με συμβάσεις
έργου, που υποκρύπτουν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Η οδηγία αυτή, κατά την
ίδια ρήτρα 2, δεν εφαρμόζεται μόνον σε σχέσεις βασικής επαγγελματικής
κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας, καθώς και σε συμβάσεις ή σχέσεις
εργασίας, που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο
υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης ένταξης και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Στο προοίμιο της συμφωνίας-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου ορίζεται,
ότι η συμφωνία αυτή εφαρμόζεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου
χρόνου, εξαιρουμένων εκείνων, που έχουν τοποθετηθεί από ένα πρακτορείο παροχής
προσωρινού προσωπικού στη διάθεση μιας επιχείρησης. Η αρχή της μη διακρίσεως,
που προβλέπεται στη Ρήτρα του Παραρτήματος της ως άνω Οδηγίας, αφορά στην ισχύ
ομοειδών ρυθμίσεων και στην εξάλειψη τυχόν διαφορών μεταξύ εργαζομένων με
συμβάσεις ορισμένου χρόνου και εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Με τη
ρήτρα 5 του παραρτήματος της ίδιας ως άνω οδηγίας, ορίζεται, ότι «1. Για να
αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών
συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη» ύστερα από
διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία,
συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν
ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο
που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων,
ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να
δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη
συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ)
τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ...». Με το
άρθρο 2 της ανωτέρω Οδηγίας επιβλήθηκε στα κράτη μέλη η υποχρέωση, να θέσουν σε
ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, που είναι
απαραίτητες για να συμμορφωθούν με αυτήν, το αργότερο μέχρι 10-7-2001 και σε
κάθε περίπτωση μέχρι τις 10-7-2002. Ήδη, από 2-4-2003, με το π.δ. 81/2003, που
εκδόθηκε προς προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην παραπάνω Οδηγία του
Συμβουλίου, η εν λόγω Οδηγία έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο. Με το άρθρο 4
του ανωτέρω π.δ, 81/2003, θεσπίστηκε η αρχή της μη
διακρίσεως, δηλαδή της μη επιτρεπόμενης δυσμενέστερης αντιμετωπίσεως των
εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου έναντι συγκρίσιμων
εργαζομένων αορίστου χρόνου, ενώ με το άρθρο 5 θεσπίστηκαν κανόνες προστασίας
των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και αποφυγής καταστρατηγήσεων σε
βάρος τους. Ειδικότερα, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ως άνω π.δ., ορίστηκε, ότι η
χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή,
αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο και ότι αντικειμενικός λόγος
υφίσταται ιδίως: 1) αν συνδέεται με τη μορφή, το είδος ή τη δραστηριότητα του
εργοδότη ή της επιχείρησης, 2) αν δικαιολογείται από ειδικούς λόγους ή ανάγκες,
εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση
(όπως π.χ. προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, εκτέλεση εργασιών παροδικού
χαρακτήρα, προσωρινή σώρευση εργασίας, εκπαίδευση ή κατάρτιση μισθωτού,
διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση, πραγματοποίηση
συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδεόμενη με συγκεκριμένο γεγονός), 3) αν
η ορισμένη διάρκεια είναι αποτέλεσμα δικαστικού συμβιβασμού, 4) αν η σύναψη
σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική
διάταξη, 5) αν η ορισμένη διάρκεια εξυπηρετεί την υποβολή σε δοκιμασία, 6) αν ο
εργαζόμενος αμείβεται από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού ή
προϋπολογισμού ν.π.δ.δ. που προορίζονται για εργασία
ορισμένου χρόνου, 7) αν η ανάγκη της εκμετάλλευσης για παροχή εργασίας
υφίσταται μόνο προσωρινά, 8) αν η ιδιομορφία της εργασιακής σχέσεις ή οι
κείμενοι στο πρόσωπο του εργαζομένου λόγοι δικαιολογούν την ορισμένη διάρκεια,
9) αν πρόκειται για διευθυντικά στελέχη ή ειδικό επιστημονικό προσωπικό, 10) αν
πρόκειται για απασχολήσεις εποχιακού χαρακτήρα ή κάλυψη εποχιακών αναγκών. Από
την προαναφερόμενη πολλαπλή και ενδεικτική απαρίθμηση της διατάξεως του άρθρου
5 παρ. 1 του π.δ. 81/2003 συνάγεται, ότι η κατάρτιση ή ανανέωση συμβάσεων
εργασίας ορισμένου χρόνου επιτρέπεται, κατ' ουσίαν,
σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία η ορισμένη διάρκεια της σύμβασης εργασίας
δικαιολογείται από όλους τους αντικειμενικούς λόγους που έχει δεχθεί η
νομολογία, εξαρτώμενους δηλαδή από το είδος ή τη φύση της παρεχόμενης εργασίας
ή από το είδος ή τις ανάγκες της επιχείρησης ή ακόμη από τις ανάγκες ή το
συμφέρον του μισθωτού (μελέτη Γ. Λεβέντη στο ΔΕΝ 56. 833). Επί πλέον, όμως, η
προαναφερόμενη διάταξη του π.δ. 81/2003 υπερβαίνει τους αντικειμενικούς λόγους,
που έχει δεχθεί η νομολογία, διευρύνοντας τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων
εργασίας ορισμένου χρόνου και αναγνωρίζοντας ως αντικειμενικούς και λόγους, οι
οποίοι από τη φύση τους δεν δικαιολογούν την κατάρτιση συμβάσεως εργασίας
ορισμένου χρόνου, όπως π.χ. όταν ο εργαζόμενος αμείβεται από πιστώσεις του
κρατικού προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού ν.π.δ.δ., ή
όταν η σύναψη της σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από οποιαδήποτε
διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη, όπως συμβαίνει με την προαναφερόμενη
διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 και 2 του ν. 2190/1994, που επιτάσσει την
απασχόληση προσωπικού από το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. για πρόσκαιρες, απρόβλεπτες και
επείγουσες ανάγκες μόνο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και απαγορεύει τη
μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν,
η ως άνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. α' του π.δ.
81/2003, κατά το μέρος της που αναγνωρίζει ως αντικειμενικούς και λόγους, που
από τη φύση τους δεν δικαιολογούν την κατάρτιση συμβάσεως εργασίας ορισμένου
χρόνου, αντίκειται στην προαναφερθείσα 1999/70 κοινοτική Οδηγία, η οποία ενσωματωθείσα με το π.δ. 81/2003 στην εσωτερική έννομη τάξη
υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου (βλ. ΕΑ 2808/2005, ΕΘρ 315/2004).
Επομένως, απλά και μόνον το γεγονός ότι διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη
απαγορεύει τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου ή τη
μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε
αορίστου χρόνου δεν αποτελεί αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια της ρήτρας 5
παρ. 1 α του Παραρτήματος της πιο πάνω Οδηγίας, που να δικαιολογεί την ανανέωση
τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και συνεπώς η αποδοχή αντίθετης άποψης
έρχεται σε αντίθεση τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα και τη φιλοσοφία της
Συμφωνίας, όπως αποτυπώνονται στο προοίμιο της (βλ. Ν. Γαβαλά,
Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου μετά το ΠΔ 81/2003,ΕΕρνΔικ 62.641 επ.).
Σημειώνεται, ότι μετά την αντικατάσταση του άρθρου 5 του πδ 81/2003, με το
άρθρο 3 του πδ 180/2004, η σύναψη σύμβασης για ορισμένου χρόνο κατ' επιταγή
διάταξης νόμου ή κανονιστικής διάταξης δεν περιλαμβάνεται πλέον στους
αντικειμενικούς λόγους. Περαιτέρω, η ελληνική νομοθεσία είχε ήδη αντιμετωπίσει
τον κίνδυνο καταστρατήγησης των διατάξεων, που ρυθμίζουν τις συμβάσεις αορίστου
χρόνου, καθόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον εργαζόμενο, με τις διατάξεις
των άρθρων 1 και 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, από τις οποίες, όπως αναφέρθηκε,
προκύπτει, ότι ο καθορισμός ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας
είναι δικαιολογημένος από τη φύση αυτής, όταν όχι μόνο η σύμβαση, ως εκ του
είδους και του σκοπού της εργασίας, έχει το χαρακτήρα σύμβασης ορισμένου χρόνου,
αλλά και όταν η διάρκεια της υπαγορεύεται από αποχρώντα
λόγο, αναγόμενο ιδίως σε ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης
(ανάγκες εργοδότη, εποχικός χαρακτήρας λειτουργίας της επιχείρησης, αβεβαιότητα
για το μέλλον αυτής κλπ). Οι ανωτέρω διατάξεις του ν, 2112/1920, σύμφωνα με τη
ρήτρα 5 της Οδηγίας 1999/70, σε κάθε περίπτωση δε ερμηνευόμενες
κατά τρόπο σύμφωνο με την Οδηγία αυτή, εφαρμόζονται από 10-7-2001 και, στις
ιδιωτικού δικαίου διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που
συνάπτονται από το Δημόσιο, τους ΟΤΑ, ΝΠΔΔ ή
επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών
αναγκών τους (βλ, από 3-4-2006 Εισήγηση Αρεοπαγίτη Δημ.
Λοβέρδου), παρά τη ρητή απαγόρευση των άρθρων 63 και
72 του πδ 410/88, 21 παρ. 2 του ν. 2190/94 και του ν. 2527/97 για σύναψη
συμβάσεων αορίστου χρόνου ή μετατροπή των ορισμένου χρόνου συμβάσεων σε
αορίστου χρόνου, αφού οι ως άνω διατάξεις καθίστανται ανεφάρμοστες ως αντίθετες
στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ της
28-6-99 (ΕΑ 2808/2005, ΕΑ
6886/04 ΕΕργΔιΚ 2004.1410, ΕΚρ
446/02 ΔΕΝ 59.1530). Επομένως, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 παρ.
3 του ν. 2112/1920, η οποία αποτελεί, οπωσδήποτε, «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο»
του εθνικού δικαίου για την πρόληψη και αποφυγή της κατάχρησης, κατά τα
οριζόμενα στην ως άνω ρήτρα 5 της προαναφερθείσας Οδηγίας, η έλλειψη ενός
αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου, έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της σύμβασης (άρθρο 1743 ΑΚ) και θεωρείται στην περίπτωση αυτή ότι έχει καταρτιστεί
ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία η απόλυση του μισθωτού δεν είναι
δυνατόν να λάβει χώρα χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ
1629/81 ΕΕργΔ 41.230, ΕΑ
6886/2004 ΕΕργΔ 2004/1410, Εφ.Θρ.
315/2004).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος
αποδείξεως στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη
πρακτικά συνεδριάσεως αυτού και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι
νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν είτε προς πλήρη απόδειξη είτε προς
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι ενάγουσες
προσλήφθηκαν από την εναγομένη η πρώτη μεν στις 2-4-2001 και η δεύτερη δε στις
21-2-2001 ως τεχνικός και Ε.Η.Ε. αντίστοιχα, με
έγγραφη σύμβαση η καθεμία, η οποία χαρακτηρίστηκε ως σύμβαση ορισμένου χρόνου
και η διάρκεια της έληγε στις 1-10-2001 και 24-4-2002, αντίστοιχα, σε εκτέλεση
σχετικής ειδικής απόφασης της Δ/νσης Διοίκησης και
Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού της εναγομένης και κατ' εφαρμογή του άρθρου 2
παρ. 2 περί πρόσληψης έκτακτου προσωπικού του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΤΕ, ο οποίος θεσπίστηκε με την από 10-6-1999 ΕΣΣΕ και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρο 7 παρ. 1 Ν.
1876/1990). Ειδικότερα στην παραπάνω διάταξη του ΓΚΠ/ΟΤΕ
που ισχύει από 10-6-1999 ορίζεται ότι «ο Οργανισμός δύναται προς κάλυψη
έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό με σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου κατά σύστημα, όρους, διαδικασία και
προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της Διοίκησης. Η σύμβαση εργασίας
απαγορεύεται να παραταθεί ή να ανανεωθεί ή να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου
χρόνου. Το προσωπικό αυτό διέπεται αποκλειστικά από τη σύμβαση εργασίας του και
την εργατική νομοθεσία, χωρίς να υπάγεται στον παρόντα Κανονισμό». Έτσι κατά
την παραπάνω σύμβαση, η πρόσληψη των εναγουσών έγινε για την κάλυψη έκτακτων
και πρόσκαιρων αναγκών της εναγομένης, χωρίς όμως να υπάρξει ειδικότερος
καθορισμός αυτών στην παραπάνω ατομική σύμβαση εργασίας των εναγουσών, ώστε να
δικαιολογείται η συνομολόγηση ορισμένης διάρκειας αυτής. Μετά την λήξη της
διάρκειας των παραπάνω συμβάσεων, αυτές ανανεώθηκαν από την εναγομένη, μετά την
πάροδο από 5-14 ημερών, αντίστοιχα έξι φορές και τέσσερις, αντίστοιχα και
συγκεκριμένα για την 1η ενάγουσα από 15-10-2001 μέχρι 31-1-2002, από 6-2-2002
μέχρι 30-4-2002 από 5-2002 μέχρι 7-1-2003 από 1-20Ο3 μέχρι 7-9-2003, από 9-2003
μέχρι £-3-2004 και από 5-3-2004 μέχρι 14-4-2005 και για την 2η ενάγουσα από 8-5-2002 μέχρι 7-1-2003, από
8-1-2003 μέχρι 7-9-2003, από 8-9-2003 μέχρι 7-3-2004 και στη συνέχεια από
5-3-2004 μέχρι 14-9-2005, οπότε η εναγομένη έπαυσε να δέχεται τις προσηκόντως
προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγουσών. Έτσι η συνολική απασχόληση αυτών
διήρκεσε πολύ πλέον των 22 μηνών. Παρά το γεγονός όμως ότι οι ενάγουσες
προσλήφθηκαν με την ειδικότητα του τεχνικού και Ε.Η.Ε.
αντίστοιχα, από την αρχή της προσλήψεως τους εκτελούσαν εξειδικευμένη εργασία
στις τεχνικές Υπηρεσίες της εναγομένης και μάλιστα απασχολήθηκαν, καθ' όλο το
προαναφερθέν χρονικό διάστημα ως τεχνικός στην υποστήριξη συνεργείων νέων
τηλεφωνικών συνδέσεων και βλαβών, έκδοση δελτίων κατασκευής νέων συνδέσεων
ταξινόμησης και διανομής τους στα συνεργεία, στατιστική απόδοση των συνεργείων
η 1η ενάγουσα και, ως Ε.Η.Ε. στην διαχείριση μισθωμένων
κυκλωμάτων (αριθμοδότηση, εντολοδότηση
νέων συνδέσεων μεταφορών και αναβαθμίσεων και οικονομική τακτοποίηση σε Hellas Com, Hellas
Pac, Ευθειών Data) η 2η
ενάγουσα, καλύπτοντας έτσι πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης.
Επρόκειτο δηλαδή για εργασίας όμοιες ακριβώς μ' αυτές που εκτελούσαν και οι
μόνιμοι υπάλληλοι της εναγομένης και οι οποίες εντάσσονταν στην καθημερινή
εργασία, που διεκπεραιώνουν οι υπάλληλοι των συνεργείων νέων τηλεφωνικών
συνδέσεων και βλαβών, καθώς και αυτών της διαχείρισης των μισθωμένων κυκλωμάτων
αντίστοιχα, για την εύρυθμη λειτουργία της εναγομένης και την εκπλήρωση της
επιχειρηματικής της δραστηριότητας. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η πρόσληψη
των εναγουσών έγινε για την κάλυψη έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών των υπηρεσιών
της που προέκυψαν από την εκτέλεση έργων σχετικών με τους Ολυμπιακούς Αγώνες,
ουδόλως αποδείχθηκε, αφού ούτε η εναγομένη επικαλέστηκε την εκτέλεση
συγκεκριμένων έργων, με τα οποία να συνδέεται η εργασία που είχε ανατεθεί στις
ενάγουσες, ούτε και αποδείχθηκε αύξηση των τηλεφωνικών συνδέσεων και βλαβών
καθώς και μισθωμένων κυκλωμάτων εξαιτίας των εκτελούμενων παραπάνω έργων.
Πρέπει να αναφερθεί ότι οι ενάγουσες απασχολήθηκαν στην εναγομένη προσφέροντας
την ίδια παραπάνω εργασία καθεμία με τις προαναφερθείσες συμβάσεις εργασίας
ορισμένου χρόνου που συνήψαν είτε απ' ευθείας με την ίδια την εναγομένη είτε με
διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου όπως από 15-10-2001 μέχρι 31-1-2001,
6-2-2002 μέχρι 30-4-2002 και από 5-3-2004 μέχρι 14-9-2005 η 1η ενάγουσα και από
21-2-2001 μέχρι 24-4-2002 και 5-3-2004 μέχρι 14-9-2005 η 2η ενάγουσα, στις
οποίες φερόταν τυπικά ως φορέας πρόσληψης τρίτη ιδιωτική εταιρία-εργολάβος με
τις επωνυμίες «ΚΕΡΓΟ ΑΤΕ», «CARDEX»,
«HELLASCQM», «ΚΕΡΓΟ ΑΤΕ»
και «HELLASCOM ΑΕ»,
αντίστοιχα, πλην όμως και στις περιπτώσεις αυτές πραγματική εργοδότρια ήταν η
εναγομένη, δεδομένου ότι οι ενάγουσες τελούσαν υπό τις οδηγίες και εντολές του
προϊσταμένου της εναγομένης στα συνεργεία νέων τηλεφωνικών συνδέσεων και
βλαβών, καθώς και διαχείρισης μισθωμένων κυκλωμάτων, εκτελώντας πάντα, μόνιμα
και σταθερά, την ίδια παραπάνω εργασία. Συνεπώς η σχέση εργασίας των εναγουσών
με την εναγομένη είχαν από 2-4-2001 και 21-2-2001 αντίστοιχα τα χαρακτηριστικά
των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού η πρόσληψη και η
απασχόληση αυτών δεν εξυπηρετούσε πρόσκαιρες και παροδικές ανάγκες της
εναγομένης αλλά πάγιες, διαρκείς και μόνιμες ανάγκες των τεχνικών υπηρεσιών
της. Ως εκ τούτου α χρονικός περιορισμός των από 2-4-2001 και 21-2-2001,
αντίστοιχα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων
και των εν συνεχεία διαδοχικών ανανεώσεων αυτών, δεν εδικαιολογείτο
από λόγους αντικειμενικούς και συγκεκριμένα από την εποχικότητα των έργων της
εναγομένης και από τη φύση των υπηρεσιών που παρείχαν σ' αυτήν οι ενάγουσες,
ούτε από τη φύση και το είδος των καλυπτομένων από την εργασία τους αναγκών της
εναγομένης, αλλά ούτε και υπαγορεύτηκε από κάποιο άλλο ειδικό λόγο αναγόμενο
στις συνθήκες λειτουργίας των υπηρεσιών της εναγομένης. Επομένως οι εν λόγω συμβάσεις
όπως ανανεώθηκαν στη συνέχεια καταρτίστηκαν προσχηματικά, με πρόθεση
καταστρατήγησης των διατάξεων του Ν. 2112/1920 ως προς τον καθορισμό ορισμένης
χρονικής διάρκειας, με συνέπεια να καθίστανται αυτές άκυρες ως προς τον χρονικό
αυτό περιορισμό της διάρκειας τους και να συνιστούν έτσι κατ' ορθό χαρακτηρισμό
τους, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνεχίζουν να
υφίστανται και μετά τη συμφωνημένη λήξη τους στις 14-9-2005 κατ' εφαρμογή της
διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/20 και της ρήτρας 5 παρ. 1 του
Παραρτήματος της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ για την αποφυγή της κατάχρησης των
διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των
απαγορεύσεων που επιβάλλει ο έχων ισχύ νόμου Κανονισμός Προσωπικού της
εναγομένης (η οποία όπως η ίδια συνομολογεί δεν υπάγεται πλέον στον δημόσιο
τομέα), ως αντίθετων προς τις διατάξεις, αλλά και προς το πνεύμα και τους
σκοπούς της παραπάνω Οδηγίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη με βάση την από
25-5-2005 ΕΣΣΕ προβλέπεται ευθέως η πρόσληψη από την
εναγομένη προσωπικού με σύναψη συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.
Ενόψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος
των εναγουσών δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη
και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, δεδομένου ότι αυτές
προσλήφθηκαν μεν σύμφωνα με τις συμβάσεις για ορισμένο χρόνο, πλην όμως τούτο
δεν εδικαιολογείτο από λόγους αντικειμενικούς και η
πρόσληψη τους έγινε, κατά τα παραπάνω, για την κάλυψη εξ αρχής πάγιων διαρκών
και μονίμων αναγκών της εναγομένης η οποία έθεσε στις συμβάσεις ορισμένη
χρονική διάρκεια αποκλειστικά και μόνον προς καταστρατήγηση τόσον της σχετικής
διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 2 του ΓΚΠ-ΟΤΕ όσον και των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί
υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων. Συνεπώς η ένσταση της
εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγουσών (άρθρο 281
Α.Κ.) για το λόγο ότι αυτές ζητούν να αναγνωρισθεί ότι η εργασιακή τους σχέση
έχει το χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, καίτοι από την
υπογραφή των συμβάσεων γνώριζαν ότι επρόκειτο να καλύψουν πρόσκαιρες ανάγκες,
με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος «να θεσμοθετηθεί και νέα κατηγορία
εργαζομένων στον ΟΤΕ» είναι ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά
το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 3198/55, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παραγρ. 4
του Ν. 2556/97, η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως, η οποία αποτελεί
διαπλαστικό δικαίωμα, που ασκείται με μονομερή δήλωση, την οποία απευθύνει το
ένα συμβαλλόμενο μέρος στο άλλο, για να του γνωρίσει την πρόθεση του, να λήξει
η μεταξύ τους συμβατική σχέση (Α.Π. 1435/02 Ελλ.Δ/νη 44.165), θεωρείται έγκυρη,
εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει
καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυομένου στο τηρούμενο για το ΙΚΑ μισθολόγιο ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος (Ε.Α.
7688/00 Ελλ.Δ/νη 43.811). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η καταγγελία της
συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού
αυτή, επί ποινή ακυρότητας (άρθρο 174 Α.Κ.), πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η
δήλωση βουλήσεως του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως πρέπει
να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου (Α.Π. 850/99 Ελλ.Δ/νη 41.399).
Δεν απαιτείται, όμως, το έγγραφο της καταγγελίας να επιδοθεί στο μισθωτό, προς
τον οποίο απευθύνεται, με δικαστικό επιμελητή, αλλά αρκεί να εγχειριστεί σ'
αυτόν, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του, Η απόδειξη της
εγχειρίσεως μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, ήτοι με
έγγραφη απόδειξη παραλαβής, ομολογία και μάρτυρες, οι οποίοι θα βεβαιώνουν την
παράδοση του εγγράφου στον υπό απόλυση μισθωτό (Α.Π. 876/04 ΔΕΝ 60.1538, Ε.Α.
7688/00 Ελλ.Δ/νη 43.811). Η καταγγελία μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή,
συναγόμενη από ορισμένη συμπεριφορά αυτού που καταγγέλλει τη σύμβαση. Σιωπηρή
καταγγελία, από την πλευρά του εργοδότη, συνιστά και η άρνηση του να δεχθεί την
εργασία, την οποία προσηκόντως του προσφέρει ο εργαζόμενος, όταν η άρνηση
συνοδεύεται από περιστάσεις, από τις οποίες αναμφίβολα προκύπτει η δήλωση του
για λύση της σύμβασης (Α.Π, 1640/03 Ελλ.Δ/νη 45.759).
Επίσης, Θα πρέπει ο εργοδότης να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό και την
αποζημίωση απολύσεως, που σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 2 του ν. 2112/1920 και 5
παρ. 1 του ν. 3198/55 υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών του απολυομένου
κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς κλήρους απασχολήσεως (Ολ.
Α.Π. 1144/93), άλλως η καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας είναι
άκυρη (Ε.Α, 7159/00 Ελλ.Δ/νη 45.549). Επομένως, στη σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου η καταγγελία ασκείται με τις προαναφερόμενες
προϋποθέσεις (εγγράφως, καταβολή αποζημιώσεως), χωρίς την τήρηση των οποίων
είναι, όπως αναφέρθηκε, άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (Α.Π. 1435/02
Ελλ.Δ/νη 44.165). Η ως άνω ακυρότητα της καταγγελίας, λόγω ελλείψεως των
προϋποθέσεων, τασσομένη υπέρ του μισθωτού, είναι σχετική και συνεπώς ο ίδιος
μπορεί να παραιτηθεί (άρθρα 156 και 361 Α.Κ.), ρητώς ή σιωπηρώς, από το
δικαίωμα του να την προβάλει, θεωρώντας την καταγγελία έγκυρη (Α.Π. 816/02 Ελλ.Δ/νη
44.970). Συνεπώς, ο εργαζόμενος έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την
καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή μισθών υπερημερίας είτε να παραιτηθεί,
όπως αναφέρθηκε, από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της, να την θεωρήσει
έγκυρη και να αξιώσει την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης (βλ, Ε.Α.
2342/03 Ελλ.Δ/νη 45.1483, Ε.Α, 7159/00 Ελλ.Δ/νη 45.548). Στη συγκεκριμένη
περίπτωση, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη στις 14-9-2005 έπαυσε να αποδέχεται τις
προσηκόντως προσφερόμενες από τις ενάγουσες υπηρεσίες, καταγγέλλοντας με αυτόν
τον τρόπο τη σύμβαση εργασίας αυτών, χωρίς να τους καταβάλει την προβλεπόμενη
από το νόμο αποζημίωση. Εν όψει, όμως, του ότι η σχέση εργασίας, που, κατά τα
ανωτέρω, συνέδεε τις ενάγουσες με την εναγομένη ήταν σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου, η ως άνω καταγγελία των ενδίκων συμβάσεων, η οποία
έγινε χωρίς να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος και χωρίς να καταβληθεί στις ενάγουσες
η νόμιμη αποζημίωση, είναι άκυρη και Θεωρείται ως μη γενομένη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653
και 656 Α.Κ, προκύπτει ότι ο εργοδότης, διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του
δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίσει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και
λειτουργία της επιχειρήσεως του για την επίτευξη των σκοπών της δεν έχει κατ'
αρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη
αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών του δεν έχει κατά τις
διατάξεις αυτές άλλες συνέπειες, εκτός από εκείνες που επέρχονται από την
υπερημερία του. Η κατ' αρχήν, όμως, νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την
εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη, όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια
που θέτει το άρθρο 281 Α.Κ. και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν εντελώς
αδικαιολόγητα επηρεάζει την αμοιβή του εργαζόμενου ή θίγει άλλα υλικά ή ηθικά
συμφέροντα αυτού για την αποδοχή των υπηρεσιών του ή επιφέρει χωρίς λόγο
προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 Α.Κ., οπότε
παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο
μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εξάλλου, η
διάταξη του άρθρου 23 παράγραφος 2 του ν. 1264/1982 που επιβάλλει στον
εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση
του εργαζόμενου, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος
απολύθηκε και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Αλλά και τότε η
υποχρέωση αυτή δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της
ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με τη συνδρομή των προεκτεθέντων
περιστατικών (Α.Π. 1615/03 ΔΕΝ 61.605, Α.Π, 1356/03
Ελλ.Δ/νη 44.749, Α.Π. 1106/2000). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγουσες
ζητούν με την αγωγή τους να υποχρεωθεί η εναγομένη, λόγω της ακυρότητας της
καταγγελίας, να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους απασχολώντας αυτές στη θέση, που
τις απασχολούσε και πριν από την καταγγελία της συμβάσεως. Όμως, αυτές δεν
επικαλούνται ούτε και αποδείχθηκε, άλλωστε, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο,
ότι υφίστατο συμβατική υποχρέωση της εναγομένης, να
απασχολεί πραγματικά τις ενάγουσες ούτε ότι η άρνηση της εναγομένης να
αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το
άρθρο 281 Α.Κ, ή ότι αυτή επηρεάζει σοβαρώς την
αμοιβή τους ή θίγει άλλα υλικά ή ηθικά συμφέροντα αυτών ή ότι επιφέρει προσβολή
της προσωπικότητας τους (βλ. Ε.A. 5408/05 αδημ.). Εν
όψει αυτών, σύμφωνα με τις ανωτέρω σκέψεις, το ως άνω αγωγικό
αίτημα των εναγουσών είναι ουσιαστικά αβάσιμο.
Τα
ίδια δεχθείσα και η εκκαλουμένη
απόφαση δεν έσφαλε ως προς την ορθή εφαρμογή του νόμου, την αξιολόγηση των
αποδείξεων και συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα-εναγομένη
με την κρινομένη από 20-4-2007 έφεση της, καθώς και τους από 1η-10-2007
προσθέτους λόγους, κρίνονται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα όπως και η
κρινομένη έφεση αυτής και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολο τους.
Κατά το άρθρο 222 Κ.Πολ.Δικ. όταν επέλθει η
εκκρεμοδικία και όσο διαρκεί αυτή, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε
δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους,
εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι
προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο απολήγει σε
αναστολή εκδίκασης της επίδικης διαφοράς είναι η ύπαρξη ταυτότητας διαφοράς και
ταυτότητας προσώπων. Ταυτότητα διαφοράς αποτελεί όπως το αντικείμενο των δύο
δικών που βαίνουν παραλλήλως υπό την έννοια της σύμπτωσης απολύτως του
δικαιώματος που κατάγεται στις παράλληλες δίκες, του αιτήματος και της
ιστορικής και νομικής αιτίας. Ταυτότητα δικαιώματος υπάρχει όταν το δικαίωμα το
οποίο κατάγεται προς διάγνωση με τη νέα αγωγή είναι το ίδιο μ' εκείνο που έχει
εισαχθεί προς διάγνωση με την προηγούμενη αγωγή. Ταυτότητα αιτημάτων υπάρχει
όταν και με τις δύο αγωγές ζητείται η διάγνωση της ίδιας έννομης σχέσης. Ο
νόμος ανάγει, βάσει των παραπάνω, σε προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητας της
διαφοράς, ως προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου την
ιστορική και νομική αιτία. Η ταυτότητα ιστορικής βάσης απαιτεί σύμπτωση των
πραγματικών περιστατικών που Θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής και στις δύο
δίκες. Αν μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών
γεγονότων των παραγωγικών του ιδίου δικαιώματος δεν στοιχειοθετείται ταυτότητα
διαφοράς. Δεν ασκούν όμως επιρροή στην παρεμβολή της ένστασης εκκρεμοδικίας
μικρές διαφοροποιήσεις στη θεμελίωση, ούτε αν στη μία αγωγή η κοινή ιστορική
βάση διατυπώνεται επικουρικώς ή διαζευκτικώς. Κατ'
απόκλιση από το προϊσχύον δικονομικό δίκαιο, κατά το οποίο η ύπαρξη εκκρεμούς
δίκης ενώπιον του ιδίου ή άλλου δικαστηρίου δεν λαμβανόταν υπόψη αυτεπαγγέλτως
από το δικαστήριο που επιλαμβανόταν της υπόθεσης μεταγενέστερης, αλλά μόνο μετά
από σχετική ένσταση, το ισχύον δίκαιο εν όψει της φύσης της ένστασης
εκκρεμοδικίας σε αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, λαμβάνεται υπόψη
και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο στο οποίο εισάγεται μεταγενεστέρως η ίδια
διαφορά, εφόσον τα στοιχεία που συγκροτούν την ένσταση της εκκρεμοδικίας, όχι
πάντοτε από πρωτοβουλία των διαδίκων αλλά και αν πρόκειται για πασίδηλο ή γνωστό
στο δικαστήριο γεγονός ή από τυχόν αορίστως υποβαλλόμενη ένσταση διαδίκου (Β. Βαθρακοκοίλη Κ.Πολ.Δικ. Ερμηνεία υπ' άρθρο 222, Α.Π. 367/89
Δ 21/851, Α.Π. 1265/84 Δ/νη 26/40). Στην προκειμένη
περίπτωση ισχυρίζεται η 1η ενάγουσα και
ήδη εκκαλούσα με την κρινομένη έφεση της ότι εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της ένδικης αγωγής της ως προς αυτήν, δεχθείσα την ένσταση εκκρεμοδικίας (άρθρα 221, 222
Κ.Πολ.Δικ.), η οποία υποβλήθηκε παραδεκτά με δήλωση της εναγομένης που καταχωρήθηκε
στα πρακτικά, καθώς και στις έγγραφες προτάσεις της, ο ισχυρισμός δε αυτός
είναι ουσιαστικά βάσιμος. Για τον λόγο αυτό της κρινομένης έφεσης πρέπει να
λεχθούν τα παρακάτω: Πράγματι η 1η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα είχε ασκήσει
ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μετά της Μ.Ν.
(μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) την από 30-4-2003 (με αριθμ. κατάθ. 72863/1807/2003) αγωγή τους, με ημερομηνία δικασίμου
την 17η-7-2003, με την ίδια ιστορική και νομική βάση και αιτήματα με την ένδικη
αγωγή και επί της αγωγής αυτής (προγενέστερης) είχε εκδοθεί η με αριθμ.
2438/2003 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε
την παραπάνω αγωγή. Από την επισκόπηση της αγωγής αυτής προκύπτει ότι η 1η νυν
ενάγουσα σ' αυτήν εκθέτει ότι είχε συνάψει κατά το έτος 2001 απευθείας με την
εναγομένη μια σύμβαση ορισμένου χρόνου που ανανεώθηκε δύο φορές στη συνέχεια.
Κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής της είχε συμπληρώσει 12 μήνες εργασίας στην
εναγομένη και ζητούσε επικαλούμενη το άρθρο 4 του Γ.Κ.Π. του ΟΤΕ να αναγνωρισθεί ότι η σύμβαση εργασίας που την συνέδεε
με την εναγομένη δεν είναι σύμβαση εργασίας εκτάκτου προσωπικού εφόσον κάλυπτε
με την εργασία της πάγιες, μόνιμες και διαρκείς ανάγκες της, να αναγνωρισθεί
ότι συνδέεται με την εναγομένη εξ υπαρχής με σύμβαση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου δοκίμου προσωπικού, άλλως και όλως επικουρικώς, να
αναγνωριστεί ότι οι αρχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας της ορισμένου χρόνου
έχουν μετατραπεί μετά την τροποποίηση - παράταση του χρόνου διάρκειας τους σε
σύμβαση δοκίμου προσωπικού, να αναγνωριστεί ότι η ματαίωση πλήρωσης της αίρεσης
για την μετατροπή της σύμβασης εργασίας δοκίμου προσωπικού σε σύμβαση μονίμου
προσωπικού, μετά την ευδόκιμη συμπλήρωση ενός έτους δοκιμασίας έγινε κακόπιστα
και καταχρηστικά από την εναγομένη και να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρία να
προβεί στις προβλεπόμενες βάσει του παραπάνω άρθρου 4 του Γ.Κ.Π.-ΟΤΕ,
ενέργειες για την ένταξη της στο μόνιμο προσωπικό της από την επομένη της λήξης
της σύμβασης της ως δόκιμου προσωπικού, Κατά τον χρόνο, όμως, άσκησης και
συζήτησης της εν λόγω από 30-4-2003 αγωγής της η 1η ενάγουσα είχε ενεργή και
λειτουργούσα εργασιακή σχέση με την εναγομένη και δεν ζητούσε την αναγνώριση
και την κήρυξη της ακυρότητας της καταγγελίας των συμβάσεων της, όπως με την
κρινόμενη αγωγή, με την οποία επιπλέον οι ενάγουσες, αναφερόμενες στις
αλλεπάλληλες συμβάσεις και ανανεώσεις των συμβάσεων τους από την αρχή της
απασχόλησης τους στην εναγομένη, είτε με απευθείας μ' αυτήν συμβάσεις είτε με
απλές εργασιακές σχέσεις μέσω συμβάσεων που συμφωνούνταν καθ' υπόδειξή της με
φερόμενους ως τρίτους εργοδότες - εργολάβους και την κατά το έτος 2005
επελθούσα καταγγελία αυτών χωρίς έγγραφο τύπο και την καταβολή της νόμιμης
αποζημίωσης, δεν ζήτησαν την εφαρμογή του Γ.Κ.Π.-ΟΤΕ
αλλά την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής και κοινοτικής νομοθεσίας ως προς
τον χαρακτηρισμό των η Εισηγήτρια συμβάσεων τους ως αορίστου χρόνου και την
ακυρότητα της καταγγελίας τους. Συνεπώς, η ιστορική και νομική βάση της ενδίκου
αγωγής είναι εντελώς διαφορετική από την από 30-4-2003 αγωγή «που επικαλείται η
εναγομένη, από το δικόγραφο της οποίας μάλιστα έχουν παραιτηθεί νομότυπα η 1η
ενάγουσα» καθώς και η ετέρα Μ.Ν. (άρθρα 294, 295, 297
ΚΠολΔ) και έτσι δεν στοιχειοθετείται ταυτότητα
διαφοράς μεταξύ των δυο αγωγών που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την
ύπαρξη εκκρεμοδικίας. Κατόπιν αυτών το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την παραπάνω ένσταση
εκκρεμοδικίας και κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της ενδίκου αγωγής ως προς την
1η ενάγουσα έσφαλε ως προς την ορθή
εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα παραπονείται η 1η ενάγουσα με τους λόγους της
έφεσης της. Γι' αυτό η έφεση της πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη
εν μέρει ως προς αυτήν (1η ενάγουσα). Στη συνέχεια πρέπει να γίνει δεκτή ως και
ουσιαστικά βάσιμη η από 5-10-2006 έφεση και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο
Δικαστήριο αυτό και εξετασθεί κατά την ουσία της πρέπει να γίνει δεκτή ως και
ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή και ως προς την 1η ενάγουσα και να αναγνωριστεί ότι η
εργασιακή σχέση που την συνδέει με την εναγομένη συνιστά μια ενιαία σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου διαρκείας και να
υποχρεωθεί η εναγομένη να απασχολεί την 1η ενάγουσα δυνάμει της σύμβασης αυτής,
στη θέση, την ειδικότητα και με τις παροχές που αντιστοιχούν εκ του νόμου μ'
αυτή την υπηρεσιακή της ένταξη και εξέλιξη.
Κατόπιν αυτών επειδή η εναγομένη και
εκκαλούσα εταιρία (ΟΤΕ Α.Ε.) ηττήθηκε, θα πρέπει να
επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών και για τους δύο
βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ' αντιμωλίαν
των διαδίκων.
Συνεκδικάζει τις
δύο εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους.
Δέχεται τυπικά τις δύο εφέσεις και τους
πρόσθετους λόγους.
Απορρίπτει κατ' ουσίαν
την από 20-4-2007 έφεση της εναγομένης εταιρίας (ΟΤΕ
Α.Ε.), καθώς και τους πρόσθετους λόγους αυτής.
Δέχεται κατ' ουσίαν
την από 5-10-2006 έφεση της 1ης ενάγουσας - εκκαλούσης.
Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλουμένη
με αριθμό 988/2006 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατ' ουσίαν.
Δέχεται την αγωγή ως προς την 1η ενάγουσα (Κ.Α.).
Αναγνωρίζει ότι η εργασιακή σχέση που
συνδέει την 1η ενάγουσα με την εναγομένη συνιστά μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου διαρκείας.
Υποχρεώνει την εναγομένη να απασχολεί την 1η
ενάγουσα δυνάμει της σύμβασης αυτής, στη θέση, την ειδικότητα και με τις
παροχές που αντιστοιχούν εκ του νόμου μ' αυτή την υπηρεσιακή της ένταξη και εξέλιξη,
λαμβανομένου υπόψη και των λοιπών τυπικών της προσόντων, επ'
απειλή χρηματικής ποινής, ύψους τριακοσίων (300) ευρώ, για κάθε ημέρα μη
συμμορφώσεως της με το διατακτικό της παρούσης αποφάσεως.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης - εκκαλούσης - εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών -
εκκαλούσης και εφεσίβλητης, αντίστοιχα και για τους
δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσόν των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20
Νοεμβρίου 2007 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους
δικηγόροι, στις 9 Ιανουαρίου 2008.