ΕφΑθ 1058/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διαζύγιο - "Λευκός" γάμος -. Αγωγή διαζυγίου για ουσιαστικά ανύπαρκτο
(λευκό) γάμο.
Γίνεται δεκτή, καθόσον η σύζυγος
παρέμενε -συνεστώτος του τρίτου γάμου της- με τον δεύτερο σύζυγό της.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ι. Η από 7.11.2005 έφεση της εναγομένης κατά της οριστικής 4385/2005
απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε την από 16.7.1997
αγωγή διαζυγίου του ενάγοντος, ήδη εφεσιβλήτου, λόγω
ισχυρού κλονισμού, κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών
διαφορών (των άρθρων 598 έως 612 ΚΠολΔ) και την έκανε δεκτή, έχει ασκηθεί
σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη. Πρέπει, επομένως, να
γίνει δεκτή τυπικά και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ειδική διαδικασία
για να κριθεί και κατ' ουσίαν.
ΙΙ. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων (δύο από κάθε πλευρά) που
περιέχονται στη 1214/2001 έκθεση του Εισηγητή Δικαστή, που ορίστηκε με την
5270/2001 μη οριστική-προδικαστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου [με
εξαίρεση τις υπεύθυνες δηλώσεις-μαρτυρίες με ημερομηνία 4.2.2001 των Γ. και
Κ.Γ., οι οποίες δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη, ούτε δηλαδή για τη συναγωγή
δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον δόθηκαν επίτηδες, κατά της πρώτης συζήτησης της
υπό κρίση αγωγής, για να χρησιμοποιηθούν στη δίκη που πρόκειται (ολ. ΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 28, 629, ΑΠ
631/2004 ΕλλΔνη 47.106)] και τα έγγραφα, που
προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση, αποδεικνύονται τα εξής: Οι διάδικοι (όντας
ηλικίας 64 ετών ο ενάγων και 55 ετών η εναγομένη) τέλεσαν την 20.7.1996 στον Αγιο Δημήτριο Αττικής νόμιμο θρησκευτικό γάμο, από τον
οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Ήταν ο δεύτερος γάμος για τον ενάγοντα (ο πρώτος
είχε λυθεί με το θάνατο της πρώτης συζύγου) και ο τρίτος για την εναγομένη (οι
προηγούμενοι γάμοι της είχαν λυθεί με διαζύγιο). Ο ενάγων δεν είχε αποκτήσει
τέκνα. Η εναγομένη από το δεύτερο γάμο της έχει αποκτήσει ένα τέκνο, τον Σ.,
που κατά την τέλεση του γάμου των διαδίκων ήταν 15 ετών. Μετά τον γάμο οι
διάδικοι εγκαταστάθηκαν στην κατοικία του ενάγοντος (συζυγική κατοικία). Εκεί
από τις πρώτες ημέρες της έγγαμης συμβίωσης παρουσιάσθηκαν προβλήματα αλλά
συμφώνησαν και πήγαν γαμήλιο ταξίδι στη νήσο Πάρο, όπου όμως οι σχέσεις τους
επιδεινώθηκαν λόγω παντελούς απουσίας προσωπικών στιγμών, αφού η εναγομένη είχε
μαζί της το γιο της καθώς και μια ανηψιά της και
απέφευγε να κάνει παρέα μ' αυτόν. Με την επιστροφή στην Αθήνα δεν ακολούθησε
τον ενάγοντα στη συζυγική κατοικία αλλά πήγε και εγκαταστάθηκε στην οικία του
δεύτερου συζύγου της στην περιοχή της Δάφνης αιτιώμενη
αορίστως τον ενάγοντα για κακή συμπεριφορά του και για δήθεν φυλαργυρία του. Στη συνέχεια ο ενάγων προσπάθησε να
αποκαταστήσει τις σχέσεις τους και προς τούτο δέχτηκε και προέβη με τα
συμβόλαια δωρεάς αιτία θανάτου της συμβολαιογράφου Αθηνών Δέσποινας Λιασίδου 1149 και 1150/5.12.1996, που έχουν νόμιμα
μεταγραφεί, στη δωρεά προς την εναγομένη της κατοικίας του στον Αγιο Δημήτριο Αττικής, ήτοι ισόγειο κατοικία 66.47 τ.μ. με
αποθήκη 6,88 τ.μ. σε οικόπεδο 169,25 τ.μ. επί της οδού Σ. αρ. ... και ενός
οικοπέδου 1051 τ.μ. με αποθήκη 40 τ.μ. στο Βασιλικό Κορινθίας και επίσης δέχτηκε
και αγόρασε (αφού εκποίησε ακίνητό του) αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις της (ο
ίδιος δεν οδηγεί) και την εξουσιοδότησε να παραλαμβάνει την επικουρική του
σύνταξη. Η εναγομένη, όμως, παρά τις παροχές αυτές του ενάγοντος, δεν θέλησε
πραγματικά να επανέλθει στη συζυγική οικία, αφού συνέχισε να αρνείται να έχει
με τον ενάγοντα συζυγικές σχέσεις. Με την κρίση αυτή του Δικαστηρίου
συμπορεύεται και το ότι και κατά τη διάρκεια που η εναγομένη δέχτηκε και
παρέμεινε για λίγο στη συζυγική οικία η συμβίωση των διαδίκων δεν ομαλοποιήθηκε
επειδή η εναγομένη συνέχισε να μην θέλει τον ενάγοντα ως σύζυγό της και
εξακολούθησε να έχει απέναντί του εξυβριστική συμπεριφορά εωσότου
επέστρεψε στην ως άνω οικία του δεύτερου συζύγου της, στην οποία συνεχίζει
μέχρι να διαμένει. Μετά ταύτα ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι μέχρι το έτος
2000 συνεχίστηκε τάχα η συμβίωσή τους δεν αποδεικνύεται. Με την κρίση αυτή του
Δικαστηρίου συμπορεύονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων, από τις οποίες
προκύπτει ότι οι διάδικοι βρέθηκαν μαζί περιστασιακά μετά την άσκηση (την
3.9.1997) της αγωγής, ήτοι το Πάσχα και τον Αύγουστο του έτους 1998 στη Ζαχάρω, το Πάσχα του 1999 στη Τζια και τον Αύγουστο του
2000 στο Βόλο, χωρίς δηλαδή να υπάρχει βούληση για αποκατάσταση της έγγαμης
συμβίωσης και μάλιστα από την πλευρά της εναγομένης για επάνοδό της στη
συζυγική οικία. Να σημειωθεί ότι η μάρτυρας αδελφή του ενάγοντος Δ.Α. δεν είναι εξαιρετέα για το λόγο που επικαλείται και
ζητά η εναγομένη, ότι προσδοκά συμφέρον από την ακύρωση των δωρεών, αφού η
ωφέλεια της μάρτυρος αυτής δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια της παρούσας δίκης,
όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 του ΚΠολΔ (ΑΠ 672/1988 ΕλλΔνη 30.757). Συνεπεία των παραπάνω γεγονότων οι σχέσεις
των διαδίκων συζύγων έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν το
πρόσωπο της εναγομένης, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης είναι
αφόρητη για τον ενάγοντα. Συνεπώς, η αγωγή είναι βάσιμη και κατ' ουσίαν και ως τέτοια πρέπει να γίνει δεκτή και
συνακόλουθα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον κατά τα άνω με την εκκαλούμενη απόφαση του δέχτηκε τα ίδια και έκανε δεκτή την
αγωγή και απάγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων λόγω ισχυρού κλονισμού (ΑΚ
1439), δεν έσφαλε, οι δε σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους η εναγομένη
υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
ΙΙΙ. Μετά τις σκέψεις αυτές και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος
έφεσης παραδεκτός και βάσιμος πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν
αβάσιμη και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον
παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, επειδή πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε
συζύγους (άρθρα 179, 183 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων
Απορρίπτει την έφεση
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα
δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.