ΔΠρ(Ολ)Πειρ
3/2011
Παρατηρήσεις-προτάσεις
επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων «Για τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας».
Αριθμός απόφασης
3/2011
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ)
Αποτελούμενο από
την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου Αγγελική Παπαπαναγιώτου-Λέζα, Εφέτη Δ.Δ., τους
Προέδρους Πρωτοδικών Δ.Δ. 1) Αναστασία Αβραμοπούλου, 2) Ιωάννα Καραμπάτσου, 3) Ιφιγένεια Μετζελοπούλου,
4) Αικατερίνη Βασιλείου, 5) Δημήτριο Καραουλάνη, 6)
Ελευθερία-Μαρία Λούστα, 7) Αιμιλία Τσαμουρά, 8) Βασιλική Μπούρα και
9) Αυγερινή Λάσκαρη, τους Πρωτοδίκες Δ.Δ. 1) Αικατερίνη Σακελλαροπούλου,
2) Μαρία Λαζα-ρίδου, 3)
Χριστίνα Φίλη, 4) Ελένη Μαργαρίτη, 5) Ανδρέα Σταυρόπουλο, 6) Παναγιώτη Πρίνο, 7) Αναστασία Οικονόμου,
8) Φωτεινή Μουσαμά, 9) Νικούλα Μαρούλη, 10) Δήμο
Χρυσό, 11) Γεωργία Παπανικολάου, 12) Θάλεια Τούλια, 13) Σπυρίδωνα Χαλκιόπουλο,
14) Αθανάσιο Σκουρλή, 15) Μαρίνα-Αγγελική Σούπου, 16) Βασιλική Τσιρογιάννη,
17) Βασιλική Καμβασινού, 18) Μαρία Κοσμοπούλου, 19) Αρτεμησία Καλουψή, 20) Βικτωρία Σπυροπούλου,
21) Ασημούλα Τραχανά και 22) Ασημούλα-Νικολία Βέρρα.
Τα λοιπά μέλη, αν
και κλητεύθηκαν, δεν εμφανίσθηκαν γιατί είχαν κώλυμα.
Συνεδρίασε μετά από
πρόσκληση της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου, στην αίθουσα του ακροατηρίου
του, σήμερα την 20η Δεκεμβρίου 2011, ημέρα Τρίτη και ώρα 12.00΄ με την παρουσία
της Προϊσταμένης Διεύθυνσης της Γραμματείας Στυλιανής Κουγιουμτζή, με θέμα
ημερήσιας διάταξης: «Τη συζήτηση και παρατηρήσεις-προτάσεις επί του σχεδίου
νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Για τη
δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας» και ειδικότερα επί
των κεφαλαίων αυτού που αφορούν τη διοικητική δίκη και τις τροποποιήσεις στον
Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.
Αφού διαπιστώθηκε η
κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του ν. 1756/1988 (Α΄ 35) απαρτία, η Πρόεδρος του
Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης έλαβε τον λόγο και ενημέρωσε την Ολομέλεια ότι
το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έδωσε στις 14
Δεκεμβρίου το εν λόγω σχέδιο σε δημόσια διαβούλευση, η οποία θα διαρκέσει μέχρι
τις 26 Δεκεμβρίου. Οι κρίσιμες νομοθετικές αλλαγές που επιχειρούνται στη διοικητική
δίκη καθώς και στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης των Δικαστικών
Λειτουργών κατέστησαν αναγκαία τη σύγκληση της Ολομελείας του Δικαστηρίου για την
διατύπωση παρατηρήσεων και προτάσεων επί των διατάξεών του και ορίσθηκε
εισηγητής ο Πρωτοδίκης κ. Ανδρέας Σταυρόπουλος. Κατόπιν αυτών έδωσε τον λόγο
στον εισηγητή, ο οποίος ανέπτυξε προφορικά
την εισήγησή του. Ύστερα από ανταλλαγή απόψεων των μελών της, η Ολομέλεια
κατέληξε, καταρχάς, στις εξής δύο γενικότερες διαπιστώσεις.
Α) Oι σοβαρότατες
καθυστερήσεις στην επίλυση ενός τεράστιου αριθμού σωρευμένων (εκκρεμών)
διαφορών, που ολοένα διογκώνονται, στα διοικητικά δικαστήρια αποβαίνουν
εξαιρετικά επιζήμιες τόσο για τα δικαιώματα των πολιτών όσο και για το δημόσιο
συμφέρον και υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στη δικαιοσύνη. Οι
αιτίες της βραδύτητας είναι πολλές, σύνθετες, ετεροειδείς και ενεργούν
συνδυαστικά.
Οι νομοθετικές
πρωτοβουλίες, που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο της διοικητικής
δικαιοσύνης με σκοπό να επέμβουν στο
ισχύον δικονομικό πλαίσιο για να καταστήσουν τη διοικητική δίκη ορθολογικότερη,
ταχύτερη και εντέλει αποτελεσματικότερη δεν μπορούν να επιτύχουν το στόχο τους
όσο εξακολουθούν να υφίστανται οι κύριες αιτίες παραγωγής των διαφορών που
οδηγούνται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δηλαδή η πολυνομία, η κακή νομοθέτηση, η κακοδιοίκηση, η
αλόγιστη άσκηση ενδίκων μέσων από το
Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ σε ζητήματα μάλιστα
που το κύριο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί αμετακλήτως από το ΣτΕ
ή ακόμη και το ΑΕΔ.
Κρίνει αναγκαίο ο
νομοθέτης πριν προβεί σε νέες
διαρθρωτικές αλλαγές στο ισχύον δικονομικό πλαίσιο της διοικητικής δίκης, να
αξιολογεί τα μέτρα που έχουν ληφθεί με προηγούμενους νόμους, πολλώ μάλλον, αν είναι και πρόσφατα, και να αιτιολογεί
πλήρως την αναγκαιότητα των νέων νομοθετικών αλλαγών. Αλλως,
ενδέχεται, ούτε αυτές να επιτύχουν το σκοπό που επιδιώκουν.
Β) Θεωρεί ότι
οι υφιστάμενοι Δικαστικοί Κώδικες
ρυθμίζουν επαρκώς τα ουσιαστικά και θεμελιώδη ζητήματα των δικαστών όπως είναι το πειθαρχικό δίκαιο, τις προαγωγές τους, την επιθεώρηση και διάφορα
άλλα διοικητικά θέματα που συναρτώνται
άμεσα και άρρηκτα με την ορθή, δίκαιη, ταχεία και ποιοτική απονομή της
δικαιοσύνης. Τα αρμόδια για τον πειθαρχικό έλεγχο όργανα της δικαιοσύνης
οφείλουν να μην ολιγωρούν στα περιστατικά των επιλησμόνων των καθηκόντων τους
δικαστικών λειτουργών. Αρκετές από τις ρυθμίσεις, που περιλαμβάνονται στο Ε΄
μέρος του σχεδίου νόμου με τον τίτλο «Τροποποίηση του ν. 1756/1988 (Α΄ 35),
Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και
Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών» (όπως των άρθρων 90, 91, 94, 95, 106 και
107), πέραν του ότι κάποιες εξ αυτών είναι ανεφάρμοστες ή δυσχερώς εφαρμόσιμες
[όπως αυτή του άρθρου 91 του σ.ν (μισθός-δικαστικές
διακοπές)], διαπνέονται και από ένα άκρως τιμωρητικό
και εκδικητικό πνεύμα για τους
δικαστικούς λειτουργούς, τους οποίους θεωρούν εκ προοιμίου φυγόπονους και
αποκλειστικά υπαίτιους για όλα τα δομικά και συστημικά
προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική δικαιοσύνη, και όχι μόνο, δε συμβάλλουν
στην ενδυνάμωση του θεσμικού τους ρόλου
αλλά αντίθετα τον υποβαθμίζουν και τον απονευρώνουν.
Ακολούθως, η
Ολομέλεια του Δικαστηρίου ως προς τις κατ' ιδίαν ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου
αποφάσισε τα εξής:
Γ) Επί των
τροποποιήσεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
1) Διαφωνεί με τη
ρύθμιση του άρθρου 47 του σχεδίου νόμου με την οποία επιδιώκεται εκ νέου
αναδιάρθρωση της καθ' ύλην αρμοδιότητας των
διοικητικών δικαστηρίων.
Τούτο γιατί:
αα) Επιχειρείται
πριν αποτιμηθούν τα αποτελέσματα των μεταβολών που επέφερε ο ν. 3900/2010 ( Α 193) στο κεφάλαιο
αυτό. Αλλωστε στην αιτιολογική έκθεση του νόμου δεν
περιέχονται στοιχεία που να δικαιολογούν την αναδιάρθρωση των αρμοδιοτήτων και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
ββ) Λόγοι ταχύτερης
διεκπεραίωσης των εκκρεμών φορολογικών διαφορών, ενόψει του τεράστιου όγκου
τέτοιων υποθέσεων στα διοικητικά πρωτοδικεία (156.862 έναντι 8.590 στα
διοικητικά εφετεία στις 20-7-2011) επέβαλαν τη ρύθμιση του άρθρου 13 παρ. 2,
περ. β, του ν.3900/2010 σε συνδυασμό με το άρθρο 47 παρ.5 του ν. 3943/2011, με την οποία οι φορολογικές και τελωνειακές
υποθέσεις, ποσού άνω των 150.000, εκδικάζονται από
το διοικητικό εφετείο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Η εκδίκαση των υποθέσεων αυτών από το Εφετείο
ανεκκλήτως αντισταθμίζεται από το
γεγονός ότι οι υποθέσεις αυτές, που κατά κανόνα είναι σοβαρές, κρίνονται από
τριμελή σύνθεση
γγ) Από την έναρξη
ισχύος του ν.3659/2008 (Α' 77) (από 8-6-2008), σύμφωνα με τις διατάξεις του
οποίου αρμόδιο για την εκδίκαση των εφέσεων κατά αποφάσεων του μονομελούς
πρωτοδικείου ορίσθηκε το τριμελές εφετείο και όχι το τριμελές πρωτοδικείο, όπως
ίσχυε, απαλλάχθηκαν τα ήδη υπερφορτωμένα πρωτοδικεία από έναν ικανό αριθμό
εφέσεων, ετησίως (ήδη, με τον ν.3900/2010 αρμόδιο πλέον για την εκδίκαση των
εφέσεων κατά των αποφάσεων του μονομελούς πρωτοδικείου, που δημοσιεύονται από
1-1-2012 και μετά, ορίζεται το μονομελές
εφετείο).
Περαιτέρω, αφενός η
αύξηση της καθύλην αρμοδιότητας του μονομελούς
πρωτοδικείου σε 20.000 ευρώ με τον ν. 3659/2008 και αφετέρου η μεταφορά με τον
ν.3900/2010 διαφορών από το τριμελές στο μονομελές (όπως των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών με χρηματικό
περιεχόμενο) έχουν ως αποτέλεσμα οι 2 στις 3 πλέον υποθέσεις που εισάγονται στα
διοικητικά πρωτοδικεία να είναι
αρμοδιότητας του μονομελούς
πρωτοδικείου.
Η περαιτέρω επέκταση
της καθύλην αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου στις
100.000 ευρώ για όλες εν γένει τις χρηματικές διαφορές και στις 150.000 ευρώ
για τις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές είναι προβληματική αφενός
για λόγους σχετιζόμενους με τις εγγυήσεις ορθής απονομής της δικαιοσύνης, που
παρέχουν οι τριμελείς συνθέσεις, αφετέρου για λόγους πρακτικούς, στηριζόμενους
στα πραγματικά δεδομένα που ανακύπτουν από τη στελέχωση και τον τρόπο
λειτουργίας των δικαστηρίων, ενόψει και όσων προεκτέθηκαν
στην προηγούμενη σκέψη.
Η προτεινόμενη
ρύθμιση, η οποία, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, καταλαμβάνει και τις
εκκρεμείς υποθέσεις, μόνο δυσλειτουργία θα προκαλέσει στα δικαστήρια και
επιβράδυνση αντί για την ζητούμενη επιτάχυνση της διοικητικής δίκης. Η αποδοχή
της θα έχει ως αποτέλεσμα την μη εκδίκαση των υποθέσεων που έχουν ήδη
προσδιορισθεί και δεν έχουν συζητηθεί και την παραπομπή τους στο καθύλην αρμόδιο δικαστήριο, ενώ τα περιφερειακά πρωτοδικεία είναι δυνατόν να
μην μπορούν να συμπληρώσουν σύνθεση για την
εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων των μονομελών τους λόγω των
πολλών οργανικών κενών που υπάρχουν σ' αυτά. Εν κατακλείδι, επιχειρείται, εν
τοις πράγμασι, η κατάργηση των τριμελών συνθέσεων των
πρωτοδικείων πράγμα εντελώς αδικαιολόγητο.
2) Όσον αφορά το
άρθρο 48 του σ.ν (συνοπτική έκθεση δικογράφου και
ηλεκτρονική διεύθυνση), θεωρεί τη ρύθμιση της παρ. 1 αυτού θετική, καθόσον θα
συμβάλλει στην κατηγοριοποίηση των
εισαγομένων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων και στον εντοπισμό των ομοίων υποθέσεων.
Πρέπει όμως να οριστεί ότι εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις εκείνες, στις
οποίες το δικόγραφο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου υπογράφεται από δικηγόρο.
Επίσης, όσον αφορά
την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, το ορθό είναι ότι πρέπει να προστεθεί ως
παράγραφος 5 στο άρθρο 45 του ΚΔΔ, που αναφέρεται στην υπογραφή των δικογράφων
από δικηγόρο.
Ομοίως και η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού είναι θετική
διάταξη. Ωστόσο, η μη εισαγωγή του ενδίκου βοηθήματος σε δικάσιμο αφενός μπορεί
να δημιουργήσει δυσλειτουργία στο δικαστήριο, αφετέρου να παρουσιαστεί το
φαινόμενο να μην συντάσσουν την περίληψη
οι διάδικοι εκείνοι, οι οποίοι τυχόν έχουν λάβει αναστολή εκτέλεσης της
προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης. Για το λόγο αυτό, πρέπει να εξεταστεί
η θέσπιση διαφορετικής κύρωσης λόγω μη υποβολής
της προβλεπόμενης στην παρ. 1 συνοπτικής έκθεσης πχ η επιδίκαση
αυξημένης δικαστικής δαπάνης.
3) Κρίνει
θετική τη ρύθμιση του άρθρου 49 του σ.ν.
(ηλεκτρονική κατάθεση και επίδοση δικογράφου) καθόσον θα διευκολύνει αφενός το
δικηγόρο στην άσκηση του λειτουργήματός
του (δε θα απαιτείται να μεταβαίνει στο δικαστήριο για κατάθεση του δικογράφου
του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου) αφετέρου
τη λειτουργία των δικαστηρίων με την εξοικονόμηση ανθρώπινου δυναμικού
σε ότι αφορά τις επιδόσεις αποφάσεων και τις επιδόσεις των κλήσεων προς
συζήτηση, εφόσον θεωρηθεί ότι θα ισχύει ο ηλεκτρονικός τρόπος και γι' αυτές.
Στην τελευταία αυτή
περίπτωση, θα πρέπει να προστεθεί διάταξη στην παρ. 2 του άρθρου 128 του
Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με την οποία, εφόσον η επίδοση της κλήσης προς συζήτηση γίνεται
με ηλεκτρονικά μέσα, να χωρεί τρείς μήνες τουλάχιστον πριν την δικάσιμο, ώστε
αν δεν επιστραφεί στο δικαστήριο από τον παραλήπτη ηλεκτρονική απόδειξη, που
φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή και ισχύει ως έκθεση επίδοσης, να επιδοθεί
με δικαστικό επιμελητή τριάντα
(30)τουλάχιστον ημέρες πριν την δικάσιμο, διαφορετικά υφίσταται ο κίνδυνος οι
υποθέσεις να αναβάλλονται λόγω μη νόμιμης (εμπρόθεσμης) επίδοσης της κλήσης
προς συζήτηση.
4) Στην διάταξη της
παρ. 2 του άρθρου 50 του σ.ν. (δικαστικός συμβιβασμός), μεταξύ της φράσης «εφόσον
δεν έχει οριστεί δικάσιμος» και «εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις δ' και ε'
της προηγούμενης παραγράφου» πρέπει να τεθεί
η φράση «τα οποία».
5) Όσον αφορά τη
ρύθμιση του άρθρου 51 του σ.ν. (διαδικασία σε
συμβούλιο) η Ολομέλεια επισημαίνει, καταρχάς, ότι στα πλαίσια
αξιοποιήσεως ρυθμίσεων που εισήχθησαν με τους ν. 3659/2008 (άρθρο 126Α-εισαγωγή
σε συμβούλιο των προφανώς απαραδέκτων και αβασίμων) και 3900/2010 έχει συσταθεί ομάδα εργασίας στο Δικαστήριο με σκοπό τον εντοπισμό μεταξύ
των απροσδιορίστων υποθέσεων αφενός των προφανώς αβασίμων και απαραδέκτων
ενδίκων βοηθημάτων μέσων καθώς και αυτών που εισήχθησαν στο δικαστήριο
αναρμοδίως ώστε να εισαχθούν, ακολούθως, στη διαδικασία του 126Α, αφετέρου των
επαναλαμβανομένων και μαζικού χαρακτήρα
υποθέσεων για να κινηθεί, εφόσον η φύση και ο αριθμός το δικαιολογούν η
διαδικασία της πρότυπης δίκης από τη
Γενική Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
Αναφορικά με τα
προφανώς βάσιμα ένδικα βοηθήματα και μέσα, σε κάθε περίπτωση, ο σκοπός της
επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με την εισαγωγή των ενδίκων
βοηθημάτων ή μέσων, που αφορούν όμοιο ζήτημα, απευθείας στο ακροατήριο,
τηρουμένων και όλων των θεμελιωδών εγγυήσεων της δίκαιης δίκης. Η ρύθμιση
πιθανόν να καταστεί δυσχερώς εφαρμόσιμη, καθόσον πέραν του τυχόν τιθέμενου
νομικού ζητήματος, το οποίο έχει επιλυθεί, είναι δυνατόν να ανακύπτουν ζητήματα επί του πραγματικού
της υπόθεσης, που να χρήζουν διερεύνησης (πχ παραγραφή δικαιώματος, ύψος
επιδικαζόμενου ποσού σε αγωγές κ.λ.π) με αποτέλεσμα
να μην επιτυγχάνεται ο σκοπός της επιτάχυνσης, ενώ εξάλλου με την πρόβλεψη ότι
μετά τη δημοσίευση της απόφασης σε συμβούλιο, ο διάδικος κατά του οποίου
στρεφόταν το ένδικο βοήθημα ή μέσο μπορεί να ζητήσει, εντός προθεσμίας 60
ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης και, πάντως, σε χρόνο όχι μεγαλύτερο
των 18 μηνών από την έκδοσή της, την συζήτηση της στο ακροατήριο, παρατείνεται
η εκκρεμότητα των σχετικών υποθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, στην πράξη θα
αποδειχθεί η χρησιμότητα εισαγωγής της ρύθμισης, που προτείνεται με τη διάταξη
αυτού του άρθρου.
6) Θεωρεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 191 του ΚΔΔ (σύνταξη
και υπογραφή πρωτοτύπου) όπως είχαν τροποποιηθεί, πρόσφατα, με το άρθρο 32 του
ν.3900/2010, με το οποίο καθιερώνεται
υποχρέωση του δικαστή που παραδίδει το σχέδιο της απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή
να παραδίδει ομοίως και το πρωτότυπο αυτής με πλήρες το περιεχόμενο της είναι
επιτυχείς και δεν δικαιολογείται η
τροποποίηση τους, εκ νέου, με το άρθρο
52 του σ.ν.. Τα τμήματα καθαρογραφής
τουλάχιστον στα μεγάλα δικαστήρια της χώρας πρέπει να διατηρηθούν και να
προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα και τις διοικητικές πρακτικές που εισάγει η ηλεκτρονική διακυβέρνηση.
7) Θεωρεί θετικές
τις ρυθμίσεις των άρθρων 53 έως και 62
του Δ΄ κεφαλαίου του σ.ν.
για τη «δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της
διοικητικής δίκης» καθόσον εισάγονται προς συμμόρφωση με την «πιλοτική» απόφαση του ΕΔΑΔ (Αθανασίου
κλπ κατά Ελλάδας) και συστάσεις της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της
Ευρώπης.
8) Κρίνει θετική τη
ρύθμιση του άρθρου 66 (πράξεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων) με την οποία η
δικαστική προστασία κατά των πράξεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων εν γένει
χωρεί κατά τους γενικούς κανόνες του ΚΔΔ, εξασφαλίζοντας την αποτελεσματικότερη δικαστική προστασία των
θιγομένων πολιτών, καθώς και αυτή του άρθρου 67, με την οποία οι αιτήσεις ακύρωσης και οι
αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης κατά των αποφάσεων των οικείων Γενικών Γραμματέων
Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, με τις οποίες αυτοί αρνούνται να χορηγήσουν άδειες
διαμονής σε αλλοδαπούς ή να ανανεώσουν άδειες διαμονής αλλοδαπών ή ανακαλούν
τέτοιες άδειες και διατάσσουν την επιστροφή αυτών, δεν θα ασκούνται μόνο σε 7
Πρωτοδικεία, στην εδαφική περιφέρεια των οποίων εδρεύουν οι παραπάνω Γενικοί
Γραμματείς των επτά (7) αποκεντρωμένων Διοικήσεων του Κράτους, αλλά θα παρέχεται
η ευχέρεια διασποράς των υποθέσεων αυτών στο σύνολο των τριάντα (30) Διοικητικών Πρωτοδικείων της χώρας, ώστε
να εκδίδονται ταχύτερα οι δικαστικές αποφάσεις.
Εκφράζει
επιφυλάξεις για τη ρύθμιση του άρθρου 68 του σ.ν με
την οποία συστήνεται σώμα μελών
επιτροπών επιλύσεως διοικητικών αμφισβητήσεων και το κατά πόσο αυτό θα μπορέσει
να λειτουργήσει στην πράξη.
Δ) Επί των
διατάξεων περί της «τροποποίησης του Ν. 1756/1988, (Α΄35) Κώδικα Οργανισμού
Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών».
1) Διαφωνεί με τις
ρυθμίσεις του άρθρου 87 του σ.ν. (Κανονισμοί) με τις
οποίες αφενός διευρύνεται ο κύκλος των προσώπων που έχουν δικαίωμα να ζητήσουν
τη σύνταξη, συμπλήρωση, τροποποίηση ή αντικατάσταση του κανονισμού του
δικαστηρίου και αφετέρου οι κανονισμοί υποβάλλονται αμέσως στις οικείες
ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης,
τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα τον αριθμό
των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο.
Το δικαίωμα αυτό
πρέπει να επιφυλάσσεται στην ολομέλεια κάθε δικαστηρίου, η οποία έχει άμεση
άποψη για τη φύση των εισαγόμενων υποθέσεων, τη δυσκολία αυτών, καθώς και τη
λειτουργική δυνατότητα του δικαστηρίου, ενόψει και του υπηρετούντος σε αυτό
αριθμού δικαστών. Για τους λόγους
αυτούς, κρίνει ότι οι διατάξεις των
παραγράφων 4 και 7 του άρθρου 17 του Ν. 1756/1988 δεν πρέπει να τροποποιηθούν, αλλά να εξακολουθήσουν να
ισχύουν με το έως σήμερα περιεχόμενο τους.
2) Κρίνει θετική τη
ρύθμιση του άρθρου 89 (όριο ηλικίας - κωλύματα διορισμού) με την οποία
αυξάνεται το όριο ηλικίας για διορισμό
στο δικαστικό σώμα για την προσέλκυση ατόμων με εμπειρία.
3) Εκφράζει την
αντίθεσή της στη ρύθμιση της παρ. 1 του
άρθρου 90 του σ.ν. (κωλύματα εντοπιότητας) με την οποία επαναφέρονται οι διατάξεις περί
κωλυμάτων για ορισμένες πόλεις, χωρίς μάλιστα να αιτιολογούνται ειδικά οι λόγοι που δικαιολογούν αυτό. Με τις
ισχύουσες διατάξεις, που προβλέπουν την
υποχρέωση αποχής και εξαίρεσης δικαστικών λειτουργών από την εκδίκαση
υποθέσεων, για τις οποίες συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού αυτών, καθώς και
εκείνες, που αφορούν την επιθεώρηση των δικαστών, αντιμετωπίζονται επαρκώς τα
προβλήματα, που ενδεχομένως ανακύπτουν. Περαιτέρω, μετά και την
απελευθέρωση του δικηγορικού επαγγέλματος, που παρέχει τη δυνατότητα σε
δικηγόρους να ασκούν δικηγορία σε όλη την επικράτεια πρέπει να αρθεί το κώλυμα για τους δικαστικούς λειτουργούς που
υπηρετούν σε δικαστήριο ή εισαγγελία στην περιφέρεια του οποίου είναι
διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος ή συγγενής τους μέχρι δεύτερου βαθμού
τουλάχιστον για τις ίδιες πόλεις που αναφέρονται και στην παρ.4 του άρθρου 42
του ν. 1756/1988.
4) Διαφωνεί κατά
πλειοψηφία με την ρύθμιση της παρ.2 του άρθρου 90 με την οποία περιορίζεται ο
χρόνος της άδειας ανατροφής τέκνου σε 5 μήνες, από 9 μήνες, καθόσον αυτή αντίκειται στις συνταγματικές αρχές
προστασίας της μητρότητας και της οικογένειας. Επί πλέον, αντίκειται και στην
αρχή της ισότητας που επιτάσσει την ομοιόμορφη στο ζήτημα αυτό ρύθμιση της
άδειας ανατροφής τέκνου για τους δικαστικούς λειτουργούς σε σχέση με τους
δημοσίους υπαλλήλους, που απολαμβάνουν του δικαιώματος να κάνουν χρήση άδειας
ανατροφής τέκνου, διάρκειας 9 μηνών. Τούτο γιατί, παρά το γεγονός ότι οι δικαστικοί λειτουργοί τελούν σε
διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τους τελευταίους, το συγκεκριμένο δικαίωμα
από τη φύση του δεν συνάπτεται με τις συνθήκες του λειτουργήματος τους, οι
οποίες να δικαιολογούν τον περιορισμό του γι' αυτούς.
Σε κάθε περίπτωση,
σκόπιμο είναι να υπάρξει ειδική ρύθμιση, προβλέπουσα
μεγαλύτερο χρόνο άδειας ανατροφής στις περιπτώσεις πολύδυμων
κυήσεων.
5) Εκφράζει την
διαφωνία της με τις ρυθμίσεις του
άρθρου 91 του σ.ν.
(μισθός - θέματα δικαστικών διακοπών). Καταρχάς, θεωρεί ότι λανθασμένα ο
συντάκτης του σχεδίου νόμου υπολαμβάνει ότι ο δικαστικός λειτουργός τελεί σε
διακοπές τρείς μήνες δηλαδή από 1 Ιουλίου έως 16 Σεπτεμβρίου. Αληθές είναι ότι
τα δικαστήρια λειτουργούν σε θερινά
τμήματα και οι δικαστές εργάζονται να διεκπεραιώσουν πέραν των υποθέσεων που
χρεώνονται το διάστημα αυτό και τις υποθέσεις που έχουν χρεωθεί όλο το
δικαστικό έτος, οι δε διακοπές τους είναι πολύ λιγότερες απ αυτές των λοιπών εργαζομένων.
Περαιτέρω, θεωρεί
ότι, σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι που
αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και συνεπάγονται στέρηση μισθού
μπορούν να στοιχειοθετήσουν πειθαρχικά παραπτώματα, σύμφωνα με το άρθρο 107 του
Κώδικα Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, η διαπίστωση της τέλεσης των οποίων
και η επιβολή κυρώσεων στους δικαστικούς
λειτουργούς επιφυλάσσεται μόνο στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο και δεν μπορεί
να αποτελεί αντικείμενο διάταξης νόμου.
Όπως επίσης, και η
ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, πέραν του ότι είναι πρακτικά ανεφάρμοστη, σε κάθε περίπτωση, η
αδικαιολόγητη καθυστέρηση παράδοσης δικαστικών αποφάσεων και δικογραφιών μπορεί
να αποτελέσει δυσμενές στοιχείο για την
υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη του δικαστικού λειτουργού, το οποίο θα
συνεκτιμηθεί τόσο από τον εκάστοτε επιθεωρητή όσο και από το οικείο δικαστικό
συμβούλιο, που θα αποφανθεί για την προαγωγή του, καθώς και πειθαρχικό
παράπτωμα αυτού.
6) Κρίνει θετική
τη ρύθμιση του άρθρου 93 του σ.ν.
(εκπαιδευτική άδεια) με την οποία αυξάνεται το όριο ηλικίας για τη λήψη
εκπαιδευτικής άδειας στο εξωτερικό στο 55ο έτος, καθόσον το ισχύον όριο ηλικίας
του 45ου έτους δημιουργούσε δυσχέρεια σε πολλούς δικαστικούς λειτουργούς,
ιδιαίτερα εκείνους με μικρά παιδιά, να κάνουν χρήση του δικαιώματος αυτού και
να επιμορφωθούν. Επίσης, κρίνει θετικές τις ρυθμίσεις σχετικά με τον έλεγχο της
λειτουργίας και της απόδοσης της εκπαιδευτικής άδειας.
Διαφωνεί, όμως, με
την κατάργηση της δυνατότητας λήψης εκπαιδευτικής άδειας στην ημεδαπή, γεγονός
που στερεί το δικαστικό λειτουργό της δυνατότητας περαιτέρω επιμόρφωσης και
εξειδίκευσης του, χωρίς μάλιστα οικονομική επιβάρυνση. Εναπόκειται δε στο
νομοθέτη να θεσπίσει αυστηρές διατάξεις σε ότι αφορά τη χρήση του δικαιώματος
της ανωτέρω άδειας και τη δυνατότητα ανάκλησης της χορήγησής της σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών
διατάξεων.
7) Η ρύθμιση της
παρ.5 του άρθρου 94 του σ.ν (προαγωγές) για την
προαγωγή κατ απόλυτη εκλογή στους ανώτατους βαθμούς επιβραβεύει την ύπαρξη
εξαιρετικών προσόντων στο πρόσωπο των κρινόμενων προς προαγωγή στις ανωτέρω
θέσεις δικαστικών λειτουργών και κρίνεται θετική, διότι στις κορυφαίες θέσεις
της δικαιοσύνης πρέπει να υπηρετούν πρόσωπα, που διαθέτουν τα προσόντα αυτά.
Κατά τα λοιπά για τις προαγωγές στους
λοιπούς βαθμούς μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη (παρ.6) τα κριτήρια προαγωγής
είναι ασαφή και αόριστα, ενώ δεν είναι κατανοητή η ρύθμιση για εφαρμογή της αρχής της αξιοκρατίας στις
προαγωγές αυτές κατά ποσοστό 20%. Δεν νοείται ποσόστωση στην εφαρμογή του
Συντάγματος. Οι προαγωγές πρέπει να
είναι όλες αξιοκρατικές και το υπάρχον σύστημα το εξασφαλίζει αρκεί να γίνεται
σωστή επιθεώρηση και αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών.
Περαιτέρω, εκφράζει
την αντίθεσή της με την προτεινόμενη
ρύθμιση της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου και κρίνει ότι οι αναφερόμενοι ως λόγοι μη προαγωγής του
δικαστικού λειτουργού μόνο ως τυχόν πειθαρχικά παραπτώματα αυτού μπορούν να
διαπιστωθούν και ειδικότερα το παράπτωμα της περίπτωσης ε' της παρ. 2 του
άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (αδικαιολόγητη
καθυστέρηση της εκτέλεσης των υπηρεσιακών καθηκόντων) και να συνεκτιμηθούν κατά
την επικείμενη προαγωγή του. Εξάλλου, η πρόβλεψη ως λόγου μη προαγωγής
δικαστικού λειτουργού της μη δημοσίευσης απόφασης εντός 6 μηνών από τη συζήτηση
της υπόθεσης αντιφάσκει με τη ρύθμιση της προαναφερόμενης διάταξης της
περίπτωσης ε' της παρ. 2 του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών
Λειτουργών, σύμφωνα με την οποία θεωρείται ότι συντρέχει αδικαιολόγητη
καθυστέρηση της εκτέλεσης των υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού
σε περίπτωση μη δημοσίευσης της απόφασης εντός 8 μηνών από τη συζήτηση της. Για
τους ανωτέρω λόγους, πρέπει η
προτεινόμενη με τη διάταξη της παρ. αυτής ρύθμιση να απαλειφθεί.
8) Κρίνει θετική τη
ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 95 (μεταθέσεις) σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο
Δικαστικό Συμβούλιο συνεδριάζει μία φορά το χρόνο κατά το διάστημα από 20
Ιουνίου έως 10 Ιουλίου ώστε να
αποφεύγονται οι συνεχείς αλλαγές στις συνθέσεις των Δικαστηρίων κατά τη
διάρκεια του δικαστικού έτους.
Διαφωνεί κατά
πλειοψηφία με τη ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού και ζητά να
επιτρέπεται η μετάθεση δικαστικού λειτουργού μετά τη συμπλήρωση ενός (1)
δικαστικού έτους στον τόπο όπου τοποθετήθηκε, λόγω διορισμού, προαγωγής ή
μετάθεσης.
Τέλος, η
διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου
αυτού είναι πρακτικά ανεφάρμοστη, όπως είναι διατυπωμένη, διότι, όταν
αποφασίζεται η μετάθεση δικαστικού λειτουργού από το αρμόδιο δικαστικό
συμβούλιο (τέλος Ιουνίου - αρχές Ιουλίου του οικείου δικαστικού έτους), όλοι
οι δικαστικοί λειτουργοί είναι χρεωμένοι
με δικογραφίες, ακόμη και του ίδιου μήνα, με συνέπεια να καθίσταται εκ των
πραγμάτων αδύνατη η επεξεργασία τους και η έκδοση σχετικής απόφασης έως τη λήψη
της απόφασης του δικαστικού συμβουλίου.
Αποφασίστηκε στον Πειραιά την 20η Δεκεμβρίου 2011.
Η Η
Πρόεδρος του
Τριμελούς Συμβουλίου Γραμματέας
της Ολομέλειας
Αγγελική Παπαπαναγιώτου-Λέζα Στυλιανή Κουγιουμτζή
Εφέτης Δ.Δ. (Α΄/ΠΕ)