ΔΠρΙωαν. 115/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υπάλληλοι
Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών και
Νομαρχιακών Αυτ/σεων - Πρακτική εξέταση
υποψηφίων οδηγών - Επίδομα 176 Ευρώ - Προσωπική διαφορά - Αμοιβή υπερωριακής
εργασίας - Ειδική μηνιαία παροχή άρθρου 14 ν. 3016/2002 ποσού 126 Ευρώ -
Επίδομα λόγω ειδικών συνθηκών εργασίας ποσού 50 Ευρώ - Αρχή ισότητας -
Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 4 Κ.Υ.A.
2/47883/002/16.9.2002 -.
Η μηνιαία ειδική αμοιβή, που χορηγήθηκε από 1/1/2000
στους υπαλλήλους του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών και των Νομαρχιακών Αυτ/σεων, που εκτελούν το έργο της πρακτικής εξέτασης
υποψηφίων οδηγών αποτελεί κατ' αποκοπή υπερωριακή αμοιβή. Με την
2/47883/002/16.9.2002 Κ.Υ.Α. χορηγήθηκε στους
υπαλλήλους των Νομαρχιακών Αυτ/σεων μηνιαία ειδική
παροχή του άρθρου 14 ν. 3016/2002 ύψους 126 ευρώ (δοθέντος ότι στους ίδιους
υπαλλήλους είχε ήδη χορηγηθεί επίδομα 50 ευρώ λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών
εργασίας τους). Με το άρθρο 4 δε της απόφασης αυτής ορίστηκε ότι η εν λόγω
παροχή συμψηφίζεται με οποιεσδήποτε άλλες παροχές, καθώς και με τη μηνιαία
αμοιβή που λαμβάνουν οι εξεταστές υποψηφίων οδηγών. Η θεσπιζόμενη με την
τελευταία αυτή απόφαση παροχή συνιστά, λόγω της επέκτασης της και μάλιστα σε
σύντομο χρονικό διάστημα, στο σύνολο σχεδόν των κατηγοριών των δημοσίων
υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ. και ΟΤΑ, και μη συναρτώμενη με ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας, ευθεία και
γενική αύξηση των αποδοχών των υπαλλήλων στους οποίους αυτή χορηγήθηκε. Λόγω
της φύσεως των ως άνω παροχών (υπερωριακή αμοιβή η πρώτη - γενική μισθολογική
παροχή για εργασία εντός του νομίμου ωραρίου η δεύτερη -) ο προβλεπόμενος
συμψηφισμός αυτών εισάγει άνιση μεταχείριση των υπερωριακώς απασχολουμένων ως
άνω υπαλλήλων έναντι των λοιπόν συναδέλφων τους. Πρόκειται για αδικαιολόγητη
εξαίρεση των ως άνω υπερωριακώς απασχολουμένων υπαλλήλων από το γενικό κανόνα
της προσαύξησης των αποδοχών του συνόλου σχεδόν των υπαλλήλων του Δημοσίου,
ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, μη συντρέχοντος λόγου δημοσίου συμφέροντος προς τούτο και επομένως,
η διάταξη του άρθρου 4 της Κ.Υ.A.
2/47883/002/16.9.2002 καθίσταται ανεφάρμοστη λόγω της αντίθεσης της στη
θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Ποσά που
καταβάλλονται ως ειδική παροχή και του άρθρου 49 του Ν. 2956/2001 (όπως αυτό
τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 14 του Ν 3016/2002 και της
παραγράφου 4 του άρθρου 12 του Ν. 3050/2002), διατηρούνται ως προσωπική
διαφορά.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός
115/2006
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Τμήμα 1ο Τριμελές
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριο του, στα Ιωάννινα, στις 8 Φεβρουαρίου 2005, ημέρα Τρίτη
και ώρα 10.00', με δικαστές τους Κων/νο Παππά, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ.,
Δήμητρα Μπάνια - Εισηγήτρια - Πρωτοδίκη Δ.Δ, Σοφία Πελεκούδα, Πρωτοδίκη Δ.Δ και γραμματέα
την Ευαγγελία Φωτίου, δικαστική υπάλληλο,
για να
δικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 28-9-2004,
των: 1) Α.
Τ., 2) Ε. Δ., 3) Α. Δ., 4) Α. Μ. και 5) Χ. Χ., κατοίκων Ιωαννίνων, οι οποίοι
παραστάθηκαν βία του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Φίλιππα Πανταζή.
κατά της
Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων, που εκπροσωπείται από το Νομάρχη
Ιωαννίνων, για τον οποίο παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Δημήτριος Στάθης.
Κατά τη
συζήτηση οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα
αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη
συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κρίση
του είναι η εξής:
1. Επειδή,
με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες μόνιμοι υπάλληλοι της Νομαρχιακής
Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων, που υπηρετούν στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών και
Επικοινωνιών, ζητούν: 1) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου ν. π. δ. δ.
να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, και εντόκως από την καθυστέρηση κάθε δόσης,
από τον Μάιο έως και τον Δεκέμβριο του 2003, το ποσό των 176 ευρώ μηνιαίως, που
αντιστοιχεί στην ειδική αμοιβή του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, άλλως που
αντιστοιχία κατά μεν τα ποσό των 50 ευρώ στο επίδομα ειδικής απασχόλησης
υπαλλήλων Ν.Α. του άρθρου 30 παρ. 5 του ν. 2768/1999
κατά δε το ποσό των 126 κυρώ στη διαφορά της ειδικής
αμοιβής των 176 ευρώ και του προαναφερθέντος επιδόματος των 50 ευρώ, και 2) να
αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να τους καταβάλει από 1-1-2004 και
εφεξής, εντόκως από την καθυστέρηση κάθε δόσης, το επίδομα ειδικής απασχόλησης
των 50 ευρώ του άρθρου 8 παρ. 17 του ν. 3205/2001 καθώς και το ποσό των 126 ευ
ρω της προσωπικής διαφοράς, για τις περιπτώσεις που δεν συμμετείχαν στο έργο
εξέτασης των υποψηφίων οδηγών ή τη διαφορά μεταξύ του ποσού των 126 ευρώ και
της (μικρότερης του εν λόγω ποσού) αποζημίωσης που λαμβάνουν για τη συμμετοχή
τους στο έργο εξέτασης υποψηφίων οδηγών για το οποίο βαρύνεται ο ειδικός
λογαριασμός του Υπουργείου Μεταφορών.
2. Επειδή,
στο άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ Α'82) ορίζεται, ότι: «1 Υπάγονται στη
δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές
ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σε αυτή. 2. Στις διαφορές αυτές
περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που
αφορά: α)... θ) Τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού εv γένει του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι
οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου (όπως η περίπτωση
αυτή αντικαταστάθηκε με τo άρθρο 29 παρ. 3 του ν.
2721/1999-ΦΕΚ Α' 112-). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως διοικητικές
διαφορές ουσίας, που γεννιούνται κατά την εφαρμογή της πιο πάνω νομοθεσίας,
θεωρούνται εκείνες οι οποίες αναφέρονται μόνο στις αποδοχές του προσωπικού που
συνδέεται με το δημόσιο, ν.π.δ.δ. κλπ με σύμβαση
δημοσίου δικαίου, ενώ οι διαφορές περί τις αποδοχές των συνδεομένων με
ιδιωτικού δικαίου σύμβαση μισθωτών αποτελούν ιδιωτικές διαφορές, η επίλυση των
οποίων ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια.
3. Επειδή,
εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπηρεσιακή βεβαίωση της
εναγόμενης Ν.Α., η πέμπτη ενάγουσα, Χ. (κατά τη
βεβαίωση Χ.) Χ., υπηρετεί, σ' αυτή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου,
Επομένως, η ένδικη διαφορά, καθ' όσον την αφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των
πολιτικών δικαστηρίων και για το λόγο αυτό η κρινόμενη αγωγή κατά το μέρος αυτό
πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
4. Επειδή,
περαιτέρω, κατά την έννοια της ίδιας παραπάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 περ
0' του ν 1406/1983, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, που γεννιούνται κατά την
εφαρμογή της πιο πάνω νομοθεσίας, θεωρούνται τόσο εκείνες οι οποίες αφορούν σε
δεδουλευμένες αποδοχές των υπαλλήλων, δηλαδή αποδοχές αναφερόμενες σε ορισμένο
παρελθόν χρονικό διάστημα, για τη διεκδίκηση των οποίων εγείρεται από τον
δικαιούμενο είτε ευθεία αγωγή αποδοχών είτε αποζημιωτική
αγωγή βάσει των άρθρων 105-106 του Εισ.Ν.ΑΚ,, όσο και
εκείνες που αναφέρονται στην ενεστώσα μισθολογική
κατάσταση του ανωτέρω προσωπικού, οι οποίες μετατράπηκαν από ακυρωτικές σε
ουσιαστικές και δικάζονται από τα διοικητικά πρωτοδικεία ως προσφυγές ουσίας.
5. Επειδή,
υπό τα δεδομένα αυτά, το κρινόμενο δικόγραφο κατά το μέρος με το οποίο ζητείται
να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου ν.π.δ.δ.
να καταβάλει στους ενάγοντες την επίδικη παροχή για τον μετά την έγερση της
αγωγής χρόνο (από 29/9/2004 και εφεξής) αποτελεί προσφυγή ουσίας και ως τέτοιο
πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
6. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν.
2717/1999) ορίζει στο άρθρο 63 παρ. 1 του ότι «Mε την
επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του κώδικα, οι εκτελεστές
ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά
νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή», στο άρθρο 68 ότι «1.
Το δικόγραφο της προσφυγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπουν οι διατάξεις
του άρθρου 45, πρέπει ακόμη: α) να μνημονεύει με ακρίβεια: 1. Την προσβαλλόμενη
πράξη ή παράλειψη ... 2... 4 Η αόριστη μνεία ατό δικόγραφο ότι προσβάλλεται και
κάθε- συναφής πράξη ή παράλειψη δεν υποχρεώνει το δικαστήριο, εφόσον δεν
συντρέχει η περίπτωση της παρ. 7 του άρθρου 63, να ερευνήσει και ως προς τούτο
την υπόθεση» και, στο άρθρο 79 παρ. 1 ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την
προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στο. όρια, της
προσφυγής, τα, οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημα της ...».
7. Επειδή,
εν προκειμένω, με το κρινόμενο δικόγραφο, κατά το μέρος που αυτό αποτελεί κατά
τ' ανωτέρω προσφυγή, δεν προσβάλλεται συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη των
οργάνων του αναγόμενου ν.π.δ.δ., με τις οποίες είτε
εκδηλώθηκε η τυχόν άρνηση του τελευταίου να καταβάλει στους ενάγοντες την
επίμαχη παροχή για το μέλλον είτε απορρίφθηκε σχετικό αίτημα τους, ώστε δια της
προσφυγής να επιδιωχθεί η ακύρωση ή τροποποίηση αυτών και η διαμόρφωση μετά από
σχετικό έλεγχο από το Δικαστήριο του ουσιαστικού περιεχομένου του
αμφισβητούμενου δικαιώματος. Η έλλειψη δε αυτή καθιστά την κρινόμενη προσφυγή
εντελώς αόριστη καν ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και για το λόγο αυτό
απορριπτέα, Ακολούθως, το ίδιο δικόγραφο εξεταζόμενο ως αγωγή κατά τo μέρος που αναφέρεται, στο από 1/5/2003 μέχρι 28/9/2004
χρονικό διάστημα, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
8. Επειδή,
κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο κατατέθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο των εναγόντων δήλωση, που καταχωρήθηκε στα οικεία πρακτικά συζήτησης,
με το εξής περιεχόμενο «Διευκρινίζεται το τρίτο αίτημα έτσι ώστε να ζητείται με
αυτό να αναγνωρισθεί ότι η Ν.Α.), υποχρεούται να
καταβάλει το ποσό των 126 ευρώ μηνιαίως ανεξάρτητα από την καταβολή του
αντίστοιχου ποσού, που καταβάλλεται, ως υπερωριακή απασχόληση, για τη συμμετοχή
των εναγόντων στις εξετάσεις των υποψηφίων οδηγών αυτοκινήτων (για απόκτηση
άδειας ικανότητας οδηγήσεως)». Το αίτημα δε αυτό, όπως διαμορφώθηκε. με την εν
λόγω δήλωση, περιλαμβάνεται και στο κατατεθέν υπόμνημα των εναγόντων, με το
οποίο επαναδιατυπώνονται τα αιτήματα της αγωγής.
Πλην, όμως η δήλωση αυτή δεν έχει «διευκρινιστικό» χαρακτήρα, αλλά συνιστά
μεταβολή ? διεύρυνση του δευτέρου αιτήματος της αγωγής, που αφορά στο χρονικό
διάστημα από 1/1/2004 έως 28/9/2004, η οποία κατά το άρθρο 75 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. είναι απαράδεκτη, Κατά τα λοιπά η αγωγή εφόσον
ασκήθηκε νομότυπα και παραδεκτά πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί
στην ουσία.
9. Επειδή,
στο άρθρο 14 του ν. 3016/2002 (Α' 11), όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργηση του
με το άρθρο 28 ν 3205/2003, ορίζεται ότι: «1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών
Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και
του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών
συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν.
2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α') και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών,
συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001. 2. Mε
όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να
επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και στο λοιπό
προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
(Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου)
13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3.
Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που
υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να
χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά
το προσωπικό των Ο Τ. Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. περιορίζονται
στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις
προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές
υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) Οι δικαιούχοι των παροχών και
το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το
συνολικό ποσό των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών,
επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή. β) Οι όροι, οι προϋποθέσεις
και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο
χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης γ) Κάθε
άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για το χορήγηση τους 5... 6. Οι διατάξεις του άρθρου
αυτού ισχύουν από 1.1.2002 ».
10.
Επειδή, κατ' εφαρμογή της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης και, αφού είχαν
προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες ταυ Δημοσίου με τους εκάστοτε κλάδους
υπάλληλων, εκδόθηκε σωρεία κοινών υπουργικών αποφάσεων, με τις οποίες
χορηγήθηκε η ανωτέρω χρηματική παροχή, ύψους 176 ευρώ, σε όλες σχεδόν τις
κατηγορίες υπαλλήλων του δημοσίου, των ν.π.δ.δ και
των ΟΤΑ Συγκεκριμένα: 1. Με την Κ.Υ.Α.
2/41890/0022/2002 (ΦΕΚ 11' 1266/7-8-2002) σε όλους τους πολιτικούς υπαλλήλους
του Υπουργείου Εθνικής Αμυνας (πλην των υπαλλήλων των
στρατιωτικών νοσοκομείων), μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/97, καθώς και σε
όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ
2. Με την Κ. Υ. Α. 2/36962/0022 (ΦΕΚ Β 1038 07-8-2002) σε όλους τους υπαλλήλους
των Επιμελητηρίων και της Κεντρικής Ενωσης
Επιμελητηρίων, καθώς και στους υπαλλήλους της Πανελλήνιας Έκθεσης Λαμίας,
μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σε όλους τους αποσπασμένους
ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟTA ή λοιπά ΝΠΔΔ
3. Με την Κ Υ Α. 2/40326/0022 (ΦΕΚ Β' 1242/23-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους
του Υπουργείου Πολιτισμού, στους υπαλλήλους της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, της
Κρατικής Ορχήστρας Θεσ/νίκης, της Εθνικής Πινακοθήκης
Μουσείου Αλ. Σούτσου, του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής
Τέχνης και του Προπαρασκευαστικού Επαγγελματικού Σχολείου Καλών Τεχνών Πανόρμου
Τήνου, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους
τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ 4. Με
την Κ.Υ.Α. 2/41289/0022/25-7-2002 ΦΕΚ Β'
1278/1-10-2002) σε όλους τους υπαλλήλους των Περιφερειών, μόνιμους και με
σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή
τοποθετημένους από άλλο. Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ, 5. Mε
την Κ.Υ.Α. 2/39096/0022/12-7-2002(ΦΕΚ Β' 930/23-7-2003)
σε όλους τους διοικητικούς Υπαλλήλους των ΝΠΔΔ, που υπάγονται στην αρμοδιότητα
του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 6. Με την Κ.Υ.Α.
2/41831/0022/2002 (ΦΕΚ Β? 1021/5-8-2002) Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών
Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης χορηγήθηκε σε όλους τους υπαλλήλους
του Υπουργείου Ανάπτυξης η διαφορά που προέκυπτε μεταξύ του πέραν του κινήτρου
απόδοσης ποσού και του ποσού των 176 ευρώ που προβλέπεται από. το άρθρο 14 του
Μ. 3016/17.5,2002. 7. Με την Κ.Υ.Α. 2/38835/0022/2002
(ΦΕΚ Β? 1266/27-9-2002) σε όλους τους πολιτικούς υπαλλήλους των ΝΠΔΔ, που
εποπτεύονται από το Υπουργείο Εθνικής Αμυνας (πλην
των υπαλλήλων του ΝΙΜΤΣ), καθώς και σε όλους τους
αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ η λοιπά ΝΠΔΔ. 8. Με την
Κ. Υ. Α. 2/42357/0022/2002(ΦΕΚ Β' 1266/27-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους της
Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού (ΓΓΑΕ),
μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους τους
αποσπασμένους η τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ. 9. Με την ΚΥΑ 2/73012/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1610/30-12-2002) σε όλους
τους υπαλλήλους του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος ΚΑΙ ΤΩΝ Λιμενικών Ταμείων
της χώρας, (ΝΠΔΔ), που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. 10. Mε την Κ.Υ.Α.
2/39104/0022/2002(ΦΕΚ Β' 1266/27-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους της Ελληνικής
Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (EEA-Ε). μόνιμους και με
σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή
τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ, 11. Με. την Κ.Υ.Α. 2/32685/0022/2002(ΦΕΚ Β' 1266/27-9-2002) σε όλους
τους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία ?Ερευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης. 12. Με
την Κ.Υ.Α 2/41490/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1038/7-8-2002) σε
άλους τους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Εθνικής
Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ). 13. Με την Κ.Υ Α. 2/41491/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1038/7-8-2002) σε όλους
τους υπαλλήλους της Προεδρίας της Δημοκρατίας, μετακλητούς και με σύμβαση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου, 14. Mε την Κ. Υ. Α.
2/44212/0022 (ΦΕΚ Β? 1266/27-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου
Υγείας και Πρόνοιας, μόνιμους και. με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς
και σ« όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή
ΝΠΔΔ τους αποσπασμένους από Νοσηλευτική Ιδρύματα που υπηρετούν στο εν λόγω
Υπουργείο ή σε άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ και λοιπά ΝΠΔΔ και για όσο χρονικό διάστημα
διαρκεί η απόσπαση τους. 15. Με την Κ.Υ.Α,
2/48595/0022(ΦΕΚ Β' 1240/23-09-02) σε όλους τους υπαλλήλους (μόνιμους και με
σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις
διατάξεις του ν. 2470/97) των νπδδ, που εποπτεύοντα
από τη Γενική Γραμματεία Τουρισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης 16. Με την Κ Υ Α.
2/45797/0022(ΦΕΚ Β' 1240/23-9-2002) σε όλους τους Διοικητικούς Υπαλλήλους του
Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στους διοικητικούς υπαλλήλους των
Πανεπιστημίων και ΤΕΙ και του Ειδικού Τεχνικού
Εργαστηριακού Προσωπικού (ΕΤΕ11) των ΑΕΙ και του Ειδικού Τεχνικού Προσωπικού (ΕΤΠ) και Τεχνικών Εργαστηρίων των ΤΕΙ,
ατούς διοικητικούς υπαλλήλους της Ακαδημίας Αθηνών, στους Διοικητικούς
υπαλλήλους της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδας και των λοιπών Δημοσίων Βιβλιοθηκών,
μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, 17. Mε
την Κ.Υ.Α 2/45941/0022 (ΦΕΚ Β' 1315/9-10-2002) σε
όλους τους υπαλλήλους του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (ΚεΔΑΚ), καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή
τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ. 18. Με την Κ.Υ.Α. 2/48886/0022 (ΦΕΚ Β? 1320/10-10-2002) σε όλους τους
λαϊκούς-εκκλησιαστικούς υπαλλήλους. 19. Με την Κ.Υ.Α.
2/2414/0022 (ΦΕΚ. Β 145/12-2-2003) σε όλους τους υπαλλήλους του Ελληνικού
Οργανισμού Τουρισμού (EOT), νπδδ,
που εποπτεύεται από την Γενική Γραμματεία Τουρισμού. 20. Με την Κ.Υ.Α. 2/30370/0022 (ΦΕΚ Β'827/25-6-2003) σε όλους τους
μόνιμους καν στους με ειδική σύμβαση αορίστου χρόνου γιατρούς και οδοντιάτρους
του ΙΚΑ, που αμείβονται με τις διατάξεις του ν. 2470/97. 21. Με την Κ.Υ.Α 2/35486/0022 (ΦΕΚ Β' 1081/4-8-2003), η οποία
συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμ. 2/55.150/0022 (ΦΕΚ Β 1731/24.11.2003) Κοινή
Υπουργική Απόφαση σε όλους τους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που εποπτεύονται από το
Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, μόνιμους και με σύμβαση Εργασίας ιδιωτικού
δικαίου, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/97. 22.
Mε την Κ. Υ. Α. 2/67759/0022/2003(ΦΕΚ Β?
1907/22-12-2003 στο μόνιμο προσωπικό των Λιμενικών Ταμείων της χώρας (ΝΠΔΔ),
που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. 23. Με την ΚΥΑ 2/56933/0022/2003 (ΦΕΚ Β? 1550/17-10-2003) σε όλο το
προσωπικό ιδιωτικού δικαίου του Ταμείου Λαϊκών Αγορών. 24. Mε
την ΚΥΑ 2/50765/0022/2003 (ΦΕΚ Β' 1550/17-10-2003) σε
όλο το μόνιμο προσωπικό του Ταμείου Λαϊκών Αγορών, 25. Mε
την ΚΥΑ 2/34608/0022/2003 (ΦΕΚ Β' 335/20-3-2003) σε
όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Mεταφορών και
Επικοινωνιών. 26. Με την ΚΥΑ 2/5515/0022/2003 (ΦΕΚ Β'
205/24-2-2003 σε όλους του υπαλλήλους των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων. 27. Mε την υπ' αριθμ. ΚΥΑ
2/5513/0022/2003(ΦΕΚ Β' 205/24-2-2003 σε όλους του υπαλλήλους του Οργανισμού
Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.). 28. Mε την ΚΥΑ 2/74132/0022/2003 (ΦΕΚ
Β' 185/19-2-2002) σε όλους τους Σπουδαστές της Εθνικής Σχολής Δημόσιας
Διοίκησης. 29. Με την ΚΥΑ 2/70691/0022/2003 (ΦΕΚ Β'
45/22-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ τα οποία εποπτεύονται από την
Περιφέρεια Αττικής 30. Mε τηνΚΥΑ
2/638/0022/2003 (ΦΕΚ 45/22-1-2003) χορηγήθηκε σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα
οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Μακεδονίας - Θράκης. 31. Με την ΚΥΑ 2/559/0022/2003 (ΦΕΚ 45/22-1-2003) σε όλους τους
υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Θεσσαλίας 32. Με την ΚΥΑ 2/556/0022/2003 (ΦΕΚ 45/22-1-2003) σε όλους τους
υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων. 33. Με
την υπ' αριθμ. ΚΥΑ 2/637/0022/2001 (ΦΕΚ 45/22-1-2003}
χορηγήθηκα σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την
Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. 34. Με την ΚΥΑ
2/639/0022/2003(ΦΕΚ 45/22-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία,
εποπτεύονται από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. 35. Mε
την ΚΥΑ 2/635/0022/2003 (ΦΕΚ 45/22-1-2003) χορηγήθηκε
σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Δυτικής
Μακεδονίας. 36. Mε. την υπ'αριθμ.
ΚΥΑ 2/633/0022/2003
(ΦΕΚ 45/22-1-2003) χορηγήθηκε σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία
εποπτεύονται από την Περιφέρεια Πελοποννήσου. 37. Με την ΚΥΑ
2/7442θ/0022/2003(ΦΕΚ 9/13-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία
εποπτεύονται από την Περιφέρεια Κρήτης. 38. Mε την ΚΥΑ 2/75900/0022/2003 (ΦΕΚ 2/9-1-2003) σε, όλους τους
υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία υποπτεύονται από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. 39.
Με την ΚΥΑ 2/72995/0022/2003 (ΦΕΚ 2/9-1-2003) σε
όλους τους υπαλλήλους ΝΠΔΔ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Νοτίου
Αιγαίου. 40. Με τις 3831/2002 και 4126 (ΦΕΚ Β' 768/20-6-2002) αποφάσεις του
Προέδρου της Βουλής χορηγήθηκε σε όλους τους υπαλλήλους της Βουλής. 41. Mε την Κ.Υ.Α. 2/61184/0022 (ΦΕΚ
Β' 1424/11.11 2002) στους υπαλλήλους του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού
και της Γενικής Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου. 42. Με την Κ Υ.Α. 2/58319/0022 (ΦΕΚ Β' 1424/11.11.2002) στους υπαλλήλους
του Πολιτικού Γραφείου του Υπουργού Επικρατείας. 43. Με την Κ.Υ.Α
2/65937/0022 (ΦΕΚ Β? 1582/18.12.2002) στο ιατρικό προσωπικό του Οίκου Ναύτου που αμείβεται με τις διατάξεις του Ν. 2470/1997. 44.
Με την Κ. Υ. Α. 2/66892/0022 (ΦΕΚ Β 1534/09.12.2002) στους αποσπασμένους
υπαλλήλους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ στην Γενική
Γραμματεία Τουρισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης. 45. Mε
την Κ.Υ.Α. 2/41490/0022 (ΦΕΚ Β' 1038/07.08.2002)
στους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της
Ελλάδος (Γ Γ. ΕΣΥΗ), 46. με
την Κ. Υ. Α. 2/40098/0022 (1) ΦΕΚ Β' 1266/27.9.2002 στους υπαλλήλους του
Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ. 47. Με την Κ.Υ.Α.
2/39104/0022 (ΦΕΚ Β' 1266/27.09.2002) στους υπαλλήλους της Ελληνικής Επιτροπής
Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΗ). 48. Με την Κ Υ.Α. 2/36962/0022 (ΦΕΚ Β' 1266/27.09.2002) στους υπαλλήλους
των Επιμελητηρίων και της Κεντρικής Ενωσης
Επιμελητηρίων (K.E Ε,) που
υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 2081/92 και της Πανελλήνιας Εκθεσης
Λαμίας. 49. Με την Κ.Υ.Α. Αριθ. 2/41890/0022 (ΦΕΚ Β'
1266/27.09.2002) στους Πολιτικούς Υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Αμυνας. 50. Mε την Κ.Υ.Α. 2/42529/0022 (ΦΕΚ Β' 1128/29-8-2002) στους
πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. 51. Με την Κ.Υ.Α. 2/63384/0022 ΦΕΚ Β' 1498/29/11/2002 στους λαϊκούς
υπαλλήλους του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. 52. Mε την Κ.Υ.Α. 2/4118/0022 ΦΕΚ Β'
1498/29/11/2002 στους υπαλλήλους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. 53. Με την Κ.Υ.Α. 2/39093/0022 ΦΕΚ Β? 1239/23.09.2002 στους υπαλλήλους
του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων. 54. Με την Κ.Υ.Α.
2/41491/0022 (ΦΕΚ Β' 1038/07 08.2002) στους υπαλλήλους της Προεδρίας της
Δημοκρατίας. 55. Με την Κ.Υ.Α. 2/40101/0022 (ΦΕΚ Β'
988/31-7-2002) στους υπαλλήλους του Υπουργείου Αιγαίου. 56. Με την Κ.Υ.Α. 2/31813/0022 ΦΕΚ Β' 1266/27.9 2002 στους υπαλλήλους
του Υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης. 57. Mε την Κ.Υ.Α. 2/33217/0022 ΦΕΚ Β' 798/27.06.2002 στο προσωπικό του
Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου
11.
Επειδή, ειδικότερα, με την υπ' αριθμ. 2/47883/002/16.9.2002 (ΦΕΚ Β' 1202) κοινή
απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης, η οποία, εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της πιο πάνω
διάταξης του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, ορίστηκε ότι: «1. Χορηγείται μηνιαία
ειδική παροχή στους υπαλλήλους των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, που δεν είναι
δικαιούχοι άλλου αντίστοιχου ή μεγαλύτερου ποσού από επίδομα ή αποζημίωση από
ειδικό λογαριασμό άλλου φορέα, με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων της αριθμ.
50908/31-7-2002 ΚΥΑ, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις
διατάξεις του Ν, 2470/1997. 2. Το ύψος της ειδικής παροχής είναι ισόποσο με τη
διαφορά του επιδόματος των 50 ΕΥΡΩ της παρ. 5 του άρθρου 30 του Ν 2768/99. το
οποίο εξακολουθεί να καταβάλλεται, με το ποσό των 176 ΕΥΡΩ και χορηγείται κατά
το ήμισυ (50%) από 1.1.2002 και το σύνολο αυτής (100%), από 1.7.2002, 3. Η
ειδική παροχή της παραγράφου 1 της παρούσας, καταβάλλεται και στους
αποσπασμένους από άλλα Υπουργεία, ΟΓΑ ή λοιπά ΝΠΔΔ,
στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, στο ύψος των 176 ΕΥΡΩ και χορηγείται κατά το
ίδιο ποσοστό όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 της παρούσας. 4. Η ειδική παροχή
συμψηφίζεται με οποιεσδήποτε άλλες παροχές, επιδόματα και αποζημιώσεις, εκτός
των καταβαλλομένων από συμμετοχή σε. συλλογικά όργανα αποζημιώσεων, που
λαμβάνουν οι δικαιούχοι αυτής, ανεξάρτητα από την πηγή που καταβάλλονται, καθώς
και με την μηνιαία αμοιβή που προβλέπεται από την 2/8 1 283/0022/24.11.99 κοινή
υπουργική απόφαση, όπως αναπροσαρμόσθηκε με την 2/31564/0022/3.7.2002 όμοια
Επίσης, στην περίπτωση των υπαλλήλων των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που είναι
δικαιούχοι, εκτός του επιδόματος της παρ. 5 του άρθρου 30 του Ν. 2768/99 και
επιδομάτων ή αποζημιώσεων από ειδικούς λογαριασμούς άλλων φορέων, εφόσον το
άθροισμα αυτών υπολείπεται της ειδικής παροχής όπως καθορίζεται στην παράγραφο
2 της παρούσας, καταβάλλεται η εκάστοτε προκύπτουσα διαφορά μέχρι την εξίσωση
τους με τα κατά τα ανώτερω οριζόμενο ποσό των 126
ΕΥΡΩ. 5. ?Οσοι υπάλληλοι είναι αποσπασμένοι εντός ή
εκτός των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και λαμβάνουν αντίστοιχα επιδόματα ή
αποζημιώσεις με οποιαδήποτε μορφή, τα οποία αθροιστικώς υπερβαίνουν το ποσό της
ειδικής παροχής, δεν δικαιούνται αυτή. Σε περίπτωση που τα εν λόγω επιδόματα
και αποζημιώσεις υπολείπονται της ειδικής παροχής της παραγράφου 2 της
παρούσας: τότε καταβάλλεται η εκάστοτε προκύπτουσα σχετική διαφορά 6. Η κατά τα ως άνω χορηγούμενη ειδική παροχή
δεν καταβάλλεται για όσο διάστημα οι υπάλληλοι τελούν σε άδεια άνευ αποδοχών
και σε κάθε άλλη ειδική άδεια πλην των Θεσμοθετημένων αδειών (κανονικές,
εκπαιδευτικές, κύησης και λοχείας κλπ), σε διαθεσιμότητα ή αργία και σε αναρρωτική
άδεια πλην αυτής που χορηγείται από Δημόσια Νοσοκομεία, τα Κέντρα Υγείας του
Δημοσίου, τις Πανεπιστημιακές κλινικές, τους νοσηλευτικούς σχηματισμούς του ΙΚΑ
και τις ιδιωτικές κλινικές, εφόσον έχει προηγηθεί νοσηλεία σε αυτές που
αποδεικνύεται, από σχετικά παραστατικά (εισαγωγή, εξιτήριο κ.λ.π..). 7 .Η
ειδική παροχή της παραγράφου 1 δεν περικόπτεται για όσο χρονικό διάστημα οι
υπάλληλοι απουσιάζουν λόγω συνδικαλιστικών υποχρεώσεων ή λόγω άσκησης
καθηκόντων Προέδρων, Δημοτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων ή Προέδρων Νομαρχιακών
Επιτροπών των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. 8. Η ειδική αυτή παροχή, σύμφωνα και
με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 του σκεπτικού της παρούσας, υπόκειται στις
συνήθεις κράτησης των επιδομάτων, Επίσης, συ ν εντέλλεται μ»; τις μηνιαίες αποδοχές
των υπαλλήλων, 9...».
12.
Επειδή, εξάλλου, με την 2/81283/0022/15.12.1999 (ΦΕΚ Β'2164) απόφαση των
Υπουργών Οικονομικών και μεταφορών και Επικοινωνιών, που ισχύει από 1/1/2000,
προβλέφθηκε. ότι: «1. Καθορίζουμε την μηνιαία ειδική, κατ' αποκοπή, αμοιβή των
υπαλλήλων του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών και των Νομαρχιακών Αυτ/σεων, που εκτελούν, βάσει των σχετικών διατάξεων και
αποφάσεων, το έργο της πρακτικής εξέτασης των υποψηφίων οδηγών καθώς και το
βοηθητικό έργο των εξετάσεων αυτών σε εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) δρχ. για
τους εξεταστές και σε ογδόντα χιλιάδες (80.000) δρχ. για τους βοηθούς
Εξετάσεων, υπό τους εξής όρους και προϋποθέσεις: α. Το έργο της πρακτικής
εξέτασης και το βοηθητικό έργο πραγματοποιείται μετά τη λήξη του κανονικού ωραρίου
εργασίας των υπηρεσιών, β Το οριζόμενο μ κ την παρούσα απόφαση ποσό
καταβάλλεται υπό τον όρο ότι, ο αριθμός α) των συμμετοχών κάθε υπαλλήλου, στην
πρακτική εξέταση, δεν θα είναι μικρότερος των 3 μηνιαίως και β) των ωρών
συμμετοχής κάθε υπαλλήλου στα συνεργεία εκτέλεσης του βοηθητικού έργου δεν θα
είναι μικρότερος των 20 ωρών μηνιαίως. Σε περίπτωση μικρότερου αριθμού
συμμετοχών τα παραπάνω ποσά περιορίζονται αναλόγως ... γ. ... δ. Στους
δικαιούχους της κατά τα ανωτέρω οριζόμενης κατ' αποκοπή αμοιβής, καμία άλλη
δαπάνη για υπερωριακή αποζημίωση καταβάλλεται ούτε αναγνωρίζεται σε βάρος του
ειδικού λογ/σμού του ΝΔ 638/70. 2...». Στη συνέχεια
με την 2/31564/0022/9-7-2002 (ΦΕΚ Β' 859) όμοια απόφαση ορίστηκε ότι.: «1.
Αναπροσαρμόζουμε, σε υλοποίηση των διαλαμβανόμενων στο άρθρο 1 της ειδικής
συλλογικής συμφωνίας που αναγράφεται παραπάνω, την μηνιαία ειδική κατ' αποκοπή
αμοιβή που καθορίσθηκα με την αναγραφόμενη στον αρ. 2 του σκεπτικού της
παρούσας απόφασης Κ.Υ.Α. 2/81283/0022/24.11.1999, από
352,16 ευρώ (120,000 δρχ.) σε 410,86 ευρώ (140.000 δρχ
)για τους εξεταστές υποψηφίων οδηγών και από 2.34,78 ευρώ (80.000 δρχ.) σε
264,12 ευρώ (90.000 δρχ.) για τους βοηθούς εξεταστών. 2. Η αναπροσαρμογή αυτή
θα ισχύει σε ποσοστό 50% από 1.1.2002 και κατά το υπόλοιπο 50% από 1.7.2002.
3...».
13.
Επειδή, η μηνιαία ειδική αμοιβή, που χορηγήθηκε από 1/1/2000 στους υπαλλήλους
του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών και των Νομαρχιακών Αυτ/σεων, που εκτελούν το έργο της πρακτικής εξέτασης
υποψηφίων οδηγών αποτελεί κατ' αποκοπή υπερωριακή αμοιβή ενόψει του ότι το εν
λόγω έργο πραγματοποιείται μετά τη λήξη του κανονικού ωραρίου των υπηρεσιών και
δεν καταβάλλεται σ' αυτούς καμία άλλη παροχή για υπερωριακή απασχόληση.
Ακολούθως, με την προεκτεθείσα 2/47883/002/16.9.2002 Κ.Υ.Α. χορηγήθηκε στους υπαλλήλους των Νομαρχιακών Αυτ/σεων η ένδικη μηνιαία ειδική παροχή του άρθρου 14 ν.
3016/2002 ύψους 126 ευρώ (δοθέντος ότι στους ίδιους υπαλλήλους είχε ήδη
χορηγηθεί επίδομα 50 ευρώ λόγοι των ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας τους). Με το
άρθρο 4 δε της απόφασης αυτής ορίστηκε ότι η εν λόγω παροχή συμψηφίζεται με
οποιεσδήποτε άλλες παροχές, καθώς και με τη μηνιαία αμοιβή που λαμβάνουν οι
εξεταστές υποψηφίων οδηγών. Η θεσπιζόμενη με την τελευταία αυτή απόφαση παροχή
συνιστά, λόγω της επέκτασης της και μάλιστα σε, σύντομο χρονικό διάστημα
(κυρίους εντός του έτους 2002), με τις προαναφερθείσες υπουργικές αποφάσεις,
στο σύνολο σχεδόν των κατηγοριών των δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ. και ΟΤΑ, και μη συναρτώμενη
με ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας, ευθεία και γενική αύξηση των αποδοχών των
υπαλλήλων στους οποίους αυτή χορηγήθηκα (πρβλ. ΣτΕ 1519/1095, 1726/2001,
454/2002, 828/2002 κ.ά.). Λόγω της φύσεως, επομένως, των ως άνω παροχών
(υπερωριακή αμοιβή η πρώτη- γενική μισθολογική παροχή για εργασία εντός του
νομίμου (ωραρίου η δεύτερη-) ο προβλεπόμενος συμψηφισμός αυτών εισάγει άνιση
μεταχείριση των υπερωριακώς απασχολουμένων ως άνω υπαλλήλων έναντι των λοιπόν
συναδέλφων τους. Και τούτο συμβαίνει διότι στους πρώτους δεν χορηγείται η
γενική μισθολογική παροχή, με μόνο κριτήριο ότι προσφέρουν αμειβόμενη
υπερωριακή εργασία, κριτήριο, όμως, το οποίο δεν είναι αντικειμενικό, διότι δεν
συνδέεται αιτιωδώς με το ουσιαστικό περιεχόμενο της ρύθμισης, αφού οι παροχές
αυτές χορηγούνται για διαφορετικές μη συνδεόμενες μεταξύ τους αιτίες.
Πρόκειται, επομένως, για αδικαιολόγητη εξαίρεση των ως άνω υπερωριακώς
απασχολουμένων υπαλλήλων από το γενικό κανόνα της προσαύξησης των αποδοχών του
συνόλου σχεδόν των υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, μη συντρέχοντος λόγου
δημοσίου συμφέροντος προς τούτο. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε στο
προδήλως άτοπο αποτέλεσμα, οι υπάλληλοι της ίδιας υπηρεσίας να λαμβάνουν τελικά
διαφορετικές αποδοχές για την ίδια εργασία που παρέχουν στα πλαίσια του ίδιου
ωραρίου. Επομένως, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 της Κ.Υ.A.
2/47883/002/ 16.9.2002 καθίσταται ανεφάρμοστη λόγω της αντίθεσης της στη
θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας.
14.
Επειδή, επακολούθησε ο ν. 3205/2003 «Μισθολογικά λειτουργών, υπαλλήλων δημοσίου
κλπ» (ΦΕΚ Α '297), που άρχισε να ισχύει κατά το άρθρο 56 από 1.1.2004, ο οποίος
στο άρθρο 24 ορίζει ότι: «1. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων
του Μέρους Α.' του νόμου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες
από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι, τους κατά την 31.12.2003, η τυχόν διαφορά
διατηρείται ως προσωπική μέχρι την κάλυψη της από οποιαδήποτε αύξηση των νέων
αποδοχών. Για τον υπολογισμό της τυχόν προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνονται
υπόψη τα ποσά της επόμενης παραγράφου και της οικογενειακής παροχής. 2.
Ειδικότερα, ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου,
σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών,
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου
Υπουργού που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ
110 Α') ως ειδική παροχή και του άρθρου 49 του Ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α), όπως
αυτό τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 14 του Ν 3016/2002 και της παραγράφου
4 του άρθρου 12 του Ν. 3050/2002 (ΦΕΚ 214 Α), διατηρούνται ως προσωπική διαφορά
μειούμενη οπό οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή
αποζημίωσης ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του παρόντος
νόμου. Οι ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη
ισχύος του παρόντος νόμου. Μετά την 31.12.2003, δεν καταβάλλεται σωρευτικά η ως
άνω προσωπική διαφορά μαζί με οποιαδήποτε πρόσθετη μισθολογική παροχή που
συμψηφιζόταν με αυτή σύμφωνα με ης διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 και
τις κατ? εξουσιοδότησης αυτού εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις....»
15. Επειδή
στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής:
Οι ενάγοντες (εκτός της 5ης από αυτούς) είναι, μόνιμοι εν ενεργεία υπάλληλοι
της εναγόμενης Νομαρχιακής Αυτ/σης και υπηρετούν στη
Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών, αμειβόμενοι με βάση τις διατάξεις του ν.
2470/1997. Ακόμη αυτοί, σύμφωνα με την υπ' αρ. πρωτ. 9471/7-1-2005
προσκομιζόμενη έκθεση της καθ'ης "Ν.Α., καθώς και την 126/10-1-2005 βεβαίωση της εκκαθαρίστριας του Τμήματος Μισθοδοσίας, λάμβαναν καθ' όλο
το κρίσιμο διάστημα το επίδομα ειδικής απασχόλησης, ποσού 50 ευρώ, το οποίο
είχε χορηγηθεί από 1.1.2000 με το άρθρο 30 του ν. 2768/1999 σε όλους τους υπαλλήλους
που κατέχουν οργανικές θέσεις και υπηρετούν στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις
και, επιπλέον, τη διαφορά της μηνιαίας ειδικής παροχής που χορηγήθηκε, κατ'
εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του πιο άνω ν. 3016/2002, με την προεκτεθείσα 2/47883/0022/169.2002 Κ.Υ.Α.
ποσού 126 ευρώ, οι μεν 2ος και 4η από αυτούς μέχρι την 30/4/2003 και οι δε 1ος
και 3ος από αυτούς μέχρι την 30/11/2003. Έκτοτε, η καθ' ης Ν.Α.
έπαψε να τους καταβάλει την εν λόγω μηνιαία ειδική αποζημίωση (125 ευρώ), διότι
αυτή συμψηφίζεται, κατά το άρθρο 4 της ίδιας ως άνω Κ.Υ.A.
(2/47883/0022/ 16.9.2002) με την ειδική κατ' αποκοπή αμοιβή που χορηγείται
στους ενάγοντες, ως εκτελούντες το έργο της πρακτικής εξέτασης των υποψηφίων
οδηγών ή το βοηθητικό έργο αυτών με βάση τις προεκτεθείσες
Κ. Υ. Α. 2164/15-12-1999 και 2/31564/9-7-2002. Με την κρινόμενη αγωγή οι
εναγόντες ισχυρίζονται ότι η περικοπή από τα όργανα της εναγόμενης Ν.Α. της ένδικης παροχής, που έχει στην πραγματικότητα τον
χαρακτήρα προσαύξησης των αποδοχών των υπαλλήλων που τη λαμβάνουν και
συνυπολογίζεται για τη σύνταξη τους, είναι αδικαιολόγητη και παράνομη, καθόσον
αυτή δεν μπορεί να συμψηφισθεί με την αμοιβή που λαμβάνουν ως εξεταστές
υποψηφίων οδηγών, η οποία αποτελεί αποζημίωση από συμμετοχή σε συλλογικά όργανα
(επιτροπή εξετάσεων), υπερωριακά προσφερόμενη. Ειδικότερα, οι ενάγοντες
ισχυρίζονται ότι για το μέχρι την 31-12-2003 διάστημα δικαιούνται την ειδική
αμοιβή των 50 ευρώ, που αποτελεί το ειδικό επίδομα απασχόλησης, καθώς και το
ποσό των 126 ευρώ μηνιαίους, το οποίο ισούται με τη διαφορά του παραπάνω
επιδόματος και της ειδικής παροχής των 176 ευρώ του άρθρου 14 του ν. 3016/2002
και ότι η μη χορήγηση των εν λόγο ποσών συνιστά άνιση μεταχείριση αυτών με τους
λοιπούς υπαλλήλους της εναγόμενης Ν. Α. και ότι για το από 1-1-2004 και εφεξής
διάστημα, κατά το οποίο η ένδικη παροχή των 126 ευρώ διατηρήθηκε ως προσωπική
διαφορά, δικαιούνται το επίδομα των 50 ευρώ, καθώς και το ποσό των 126 ευρώ της
προσωπικής διαφοράς για τις περιπτώσεις που δεν συμμετείχαν στο έργο εξέτασης
των υποψηφίων οδηγών ή επικουρικά τη διαφορά μεταξύ του ποσού των 126 ευρώ και
της αποζημίωσης για τη συμμετοχή τους στο παραπάνω έργο, για το οποίο βαρύνεται
ο ειδικός λογαριασμός του Υπουργείου Μεταφορών.
16.
Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει τον ότι σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη
1311 σκέψη της παρούσας, κατά τα οποία η διάταξη του άρθρου 4 της Κ.Υ.Α 2/47883/002/16 9.2002, καθίσταται ανεφάρμοστη λόγω
της αντίθεσης της στη θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της
ισότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα των εναγόντων για καταβολή της
ένδικης παροχής για το μέχρι την 31/12/2003 διάστημα είναι κατ' αρχήν νόμιμο. Δεδομένου, όμως, ότι σ'
αυτούς ήδη καταβαλλόταν το προβλεπόμενο από το άρθρο 30 παρ. 5 του ν. 2768/99
επίδομα λόγω ειδικών συνθηκών εργασίας, ποσού 50 ευρώ μηνιαίους και στον 1ο (Α.
Τ.) και 3ο (Α. Δ.) από αυτούς καταβαλλόταν επίσης, μέχρι την 30/11/2003, και το
ποσό των 126 ευρώ μηνιαίως ως ειδική παροχή του άρθρου 14 ν. 3016/2002, όπως
αυτό βεβαιώνεται από την Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Οικονομικών της εναγόμενης Ν.Α., πρέπει να τους επιδικασθεί το ποσό των 126 ευρώ)
μηνιαίος στους 2° και 4η από αυτούς για το χρονικό διάστημα από 1/5/2003 έως
31/12/2003 ήτοι, συνολικά, το ποσό των 1008 (8 μήνεςΧ126Ε) ευρώ και στον 1ο και
3ο από αυτούς για το χρονικό διάστημα
από 1/12 έως 31/12/2003 ήτοι, συνολικά, το ποσό των 126 (1 μήνας Χ 126 Ε.)
ευρώ. Περαιτέρω, όσον αφορά το αίτημα των εναγόντων για επιδίκαση της ένδικης
παροχής κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2004 έως 28/9/2004 (ημερομηνία άσκησης
της αγωγής), το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ενάγοντες δεν αποδεικνύουν
εάν κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα συμμετείχαν στην εξέταση των
υποψηφίων οδηγών και αν έλαβαν ή όχι για την εκτέλεση του έργου αυτού και σε
ποιο ύψος την προβλεπόμενη κατ' αποκοπή υπερωριακή αμοιβή ώστε να τους
καταβληθεί το ποσό των 126 ευρώ μηνιαίως ως προσωπική διαφορά, όπως αυτοί
ζητούν με την αγωγή τους χωρίς το Δικαστήριο να μπορεί να εξέλθει των ορίων
αυτής, ούτε προσδιορίζουν σαφώς το σχετικό αίτημα τους, όπως απαιτείται κατά το
άρθρο 73 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. στην περίπτωση της αγωγής,
προκειμένου το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αναγνωρίσει την αντίστοιχη αξίωση
τους σε βάρος του αναγόμενου ν.π.δ.δ κρίνει ότι το
συγκεκριμένο αίτημα είναι αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης και ως εκ
τούτοι) απορριπτέο.
17.
Επειδή, ύστερα από αυτά, πρέπει το κρινόμενο δικόγραφο κατά το μέρος που
αποτελεί αγωγή και αναφέρεται στο από 1/5/2003 μέχρι 28/9/2004 χρονικό διάστημα
να απορριφθεί ως προς 5η από τους ενάγοντες και να γίνει εν μέρει δεκτό ως προς
τους υπόλοιπους, για τους οποίους πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της
εναγόμενης Ν. Α. να καταβάλλει σε καθέναν από τους 2ο και 4η το ποσό των 1008 ευρώ και, σε καθέναν
από τους 1ο και 3° το ποσό των 126 ευρώ, νομιμότοκα
από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση Κατά το μέρος δε που αποτελεί
προσφυγή ουσίας και αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από 29/9/2004 και εφεξής να
απορριφθεί. Τέλος, πρέπει κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 275 παρ. 1 εδ.
β' και ε' του Κ.Δ.Δ. να συμψηφισθεί η δικαστική
δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει
την αγωγή ως προς την ενάγουσα Χ. Χ. (5η
).
Δέχεται εν
μέρει την αγωγή ως προς τους λοιπούς.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της Νομαρχιακής Αυτ/σης
Ιωαννίνων να καταβάλει σε καθέναν από τους Ε. Δ. (2ο ) και Α. Μ. (4η) το ποσό
των χιλίων οκτώ (1008) ευρώ και στ καθέναν από τους Α. Τ.(1ο) και Α. Δ. (3°) το
ποσό των εκατόν είκοσι έξι (126) ευρώ, νομιμοτόκως
από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Απορρίπτει
την προσφυγή.
Συμψηφίζει
τα δικαστικά έξοδα.
Η διάσκεψη
έγινε στα Ιωάννινα στις 15-9-2005.
Ενόψει
προαγωγής του μετάσχοντος στη συζήτηση και διάσκεψη Προέδρου, Κων/νου Παππά και μετάθεσης της εισηγήτριας και αρχαιότερης
δικαστή, Δήμητρας Μπάνια υπογράφει το τρίτο μέλος της σύνθεσης:
ΣΟΦΙΑ ΠΕΛΕΚΟΥΔΑ
Η
δημοσίευση της απόφασης έγινε στον ίδιο τόπο, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου
στις 31-3-2006, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων, με τη
συμμετοχή στη σύνθεση, ως Προέδρου, του Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ.,
Γεωργίου Καφφέ και ως τρίτου μέλους του Πρωτοδίκη Δ.
Δ., Παναγιώτη Τσόγκα, (άρθρο 194 παρ. 3 Κ.Διοκ.Δικ.).