ΔΠρΑΘ 5437/2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατάπτωση εγγυητικής επιστολής -.
Με την πράξη διοικητικού οργάνου
με την οποία διατάσσεται η κατάπτωση εγγυητικής επιστολής υπέρ του Δημοσίου (ή ν.π.δ.δ.) με την οποία (επιστολή) σκοπείται
η εξασφάλιση της εκπλήρωσης υποχρεώσεων απορρεουσών
από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου δημιουργείται διοικητική διαφορά υπαγόμενη
στα τ.δ.δ. (βλ. και ΣτΕ
3032/2008).
ΚΕΙΜΕΝΟ
... Επειδή, με την κρινόμενη
ανακοπή, για την οποία καταβλήθηκε το προσήκον
κατ' άρθρο 277 παρ. 2 περ. α' του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας παράβολο ( βλ. τα 107913/23.5.2007 και 2573231/
23.5.2007 ειδικά έντυπα είσπραξής του), ζητείται η εξαφάνιση αφενός μεν της
938/2005 απόφασης-βεβαίωσης οφειλών του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., η οποία ελήφθη κατά την 5269/ 24.10.2005
συνεδρίαση του (1ο θέμα ), με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος το
συνολικό ποσό των 113.382,00 Ευρώ από την κατάπτωση 70 εγγυητικών επιστολών που
εκδόθηκαν κατ' εντολή του και με προσωπική του ευθύνη, αφετέρου δε της 2581/
21.3.2007 ατομικής ειδοποίησης του Προέδρου του καθ' ου η ανακοπή Ταμείου με την οποία κλήθηκε ο
ανακόπτων να καταβάλει το ανωτέρω ποσό.
Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος,
διοικητικές διαφορές (ακυρωτικές ή,
κατά περίπτωση, διοικητικές διαφορές ουσίας), δεν προκαλεί κάθε μία από τις πράξεις των διοικητικών αρχών που φέρει τα εξωτερικά
γνωρίσματα μονομερούς διοικητικής πράξεως, από την οποία παράγονται έννομα αποτελέσματα,
αλλά μόνο εκείνη, η οποία, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν την δημόσια
διοικητική δράση, επιδιώκει δημόσιο σκοπό. Οι λοιπές μονομερείς πράξεις της
Διοικήσεως, όσες δηλαδή είναι αμέτοχες του λειτουργικού τούτου στοιχείου και
κινούνται σε κύκλο σχέσεων ιδιωτικού δικαίου, δημιουργούν διαφορές που ανήκουν
στην γενική, κατά το άρθρο 94 παρ.2 του Συντάγματος, δικαιοδοσία που έχουν τα
πολιτικά δικαστήρια στις περιπτώσεις προσβολής ιδιωτικών δικαιωμάτων (Α.Ε.Δ. 2/1993, 85/1991 κ.ά.), εκτός εάν ανήκουν σε
κατηγορία ιδιωτικών διαφορών η εκδίκαση των οποίων, κατά την παρ. 3 του ανωτέρω
άρθρου, έχει ανατεθεί με νόμο στα διοικητικά δικαστήρια. Ειδικότερα, αποτελεί
εκτελεστή διοικητική πράξη ή πράξη διοικητικού οργάνου, με την οποία
διατάσσεται η κατάπτωση εγγυητικής επιστολής υπέρ του Δημοσίου (ή νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου), όταν η εγγυητική επιστολή σκοπεί στην εξασφάλιση
της εκπληρώσεως υποχρεώσεων απορρεουσών από έννομη
σχέση δημοσίου δικαίου, οπότε πρόκειται για παρεπόμενη σχέση, η οποία, ως εκ
της υποκειμένης σχέσεως την οποία εξυπηρετεί, είναι
και αυτή έννομη σχέση δημοσίου δικαίου επομένως, η δήλωση του οικείου διοικητικού οργάνου που διαπιστώνει την
παράβαση των ως άνω δημοσίου δικαίου
υποχρεώσεων και διατάσσει την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, με αποτέλεσμα
την σύσταση χρηματικής οφειλής του ιδιώτη έναντι του Δημοσίου (ή νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου), δημιουργεί διοικητική διαφορά (Ολομ.
ΣτΕ 3032/2008, 3543/2003).'Όταν, όμως, με την
χορήγηση της εγγυητικής επιστολής σκοπείται η
εξασφάλιση της εκπληρώσεως και υποχρεώσεως που απορρέουν από έννομες σχέσεις ιδιωτικού
δικαίου, η δήλωση του διοικητικού οργάνου, που διαπιστώνει την παράβαση των εν
λόγω, ιδιωτικού δικαίου, υποχρεώσεων και
διατάσσει την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής υπέρ ιδιωτών,
δημιουργεί ιδιωτική διαφορά, η οποία
υπάγεται κατά το Σύνταγμα (άρθρο 94 παρ.2) στη δικαιοδοσία των πολιτικών
δικαστηρίων, δοθέντος ότι δεν έχει υπαχθεί με νόμο, κατά την παρ. 3 του ίδιου
άρθρου (94), στα διοικητικά δικαστήρια.
Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 7 του αν. ν. 440/1945 «Περί τροποποιήσεως
και συμπληρώσεως των αφορωσών το Ταμείο Συντάξεων
Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων διατάξεων»,
ορίζεται ότι: «Αι κατά τας κειμένας γενικάς ή ειδικάς διατάξεις εγγυοδοτικαί επιστολαί δια την συμμετοχήν εις
δημοπρασίας εκτελέσεως έργων ή προμηθειών του Δημοσίου παντός Υπουργείου και
πάσης αρμοδιότητος ως και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και παντός
Οργανισμού, δι' ά απαιτείται κατά νόμον
δημοπραξία δια την εκτέλεσιν
των έργων κλπ. εκδίδονται απεριορίστως και υπό του Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών
και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων. Αι εγγυοδοτικαί επιστολαί του Ταμείου τούτου γίνονται υποχρεωτικώς δεκταί έστω και αν δεν αναφέρεται τούτο εν τη διακηρύξει...».
Εξάλλου, κατά το άρθρο 7 παρ. 4 του αν.ν. 2326/1940,
όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 του ν. 915/1979 «Πάσα απαίτησις
του Ταμείου εξ οιασδήποτε αιτίας προερχομένη μετά των προσθέτων επιβαρύνσεων,
εισπράττεται βάσει των δικονομικών διατάξεων της εκάστοτε ισχυούσης δια την αναγκαστικήν είσπραξιν των
Δημοσίων Εσόδων, νομοθεσίας, εξαιρουμένου του μέτρου της προσωπικής κρατήσεως
το οποίον δύναται να επιβάλλεται μόνον εις περίπτωσιν εισπράξεως αυτής δια των
Δημοσίων Ταμείων. Τίτλον δια την τοιαύτην αναγκαστικήν είσπραξιν αποτελεί απόφασις του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.
καθορίζουσα το εισπρακτέον ποσόν εκ καθυστερουμένων
εν γένει απαιτήσεων και προσθέτων επιβαρύνσεων, την αιτίαν
της οφειλής, ως και την περίοδον εις ην ανάγεται
αύτη».
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας
προκύπτουν τα εξής: Με την εν προϊμίω 938/21.3.2007
απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.,
βεβαιώθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος το συνολικό ποσό των 113.382,00 Ευρώ,
προερχόμενο από προμήθειες, τόκους, χαρτόσημο και ΟΓΑ
70 συνολικά εγγυητικών επιστολών που εκδόθηκαν κατ' εντολή του και με προσωπική
του ευθύνη και κατέπεσαν, ενημερώθηκε, δε, για την υποχρέωσή του να καταβάλει
την εν λόγω οφειλή με την 25810/21.3.2007 ατομική ειδοποίηση. Εξάλλου, κατά των
προσβαλλόμενων αυτών πράξεων ο ανακόπτων άσκησε την κρινόμενη ανακοπή με την
οποία ζητά για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους την εξαφάνισή τους.
Επειδή, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι όπως έγινε δεκτό στη μείζονα
σκέψη της παρούσας, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ή πράξη διοικητικού
οργάνου, με την οποία διατάσσεται η κατάπτωση εγγυητικής επιστολής υπέρ του
Δημοσίου (ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου), όταν η εγγυητική επιστολή
σκοπεί στην εξασφάλιση της εκπληρώσεως
υποχρεώσεων απορρεουσών από έννομη σχέση δημοσίου
δικαίου, οπότε πρόκειται για παρεπόμενη σχέση, η οποία, ως εκ της υποκειμένης σχέσεως την οποία εξυπηρετεί, είναι και αυτή
έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, η δε
δήλωση του οικείου διοικητικού οργάνου
που διαπιστώνει την παράβαση των ως άνω δημοσίου δικαίου υποχρεώσεων και
διατάσσει την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, με αποτέλεσμα την σύσταση
χρηματικής οφειλής του ιδιώτη έναντι του Δημοσίου (ή νομικού προσώπου δημοσίου
δικαίου), δημιουργεί διοικητική διαφορά, και ότι από τα στοιχεία της
δικογραφίας δεν προκύπτει η υποκείμενη σχέση την οποία εξυπηρετεί
η κατάπτωση των αναφερόμενων στην 938/21.3.2007 απόφαση του Δ.Σ. του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., εγγυητικών επιστολών, κρίνει αναγκαία, για
την έρευνα της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου επί της κρινόμενης
διαφοράς, την αναβολή έκδοσης οριστικής απόφασης επί της ουσίας, προκειμένου
κατ' άρθρο 155 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας να προσκομισθούν από το
διάδικο Ταμείο σχετικά έγγραφα στοιχεία ή βεβαίωση, από τα οποία να προκύπτει η
υποκείμενη σχέση της έκδοσης των 70 συνολικά εγγυητικών επιστολών, λόγω της
κατάπτωσης των οποίων δημιουργήθηκε η ένδικη διαφορά, όπως ειδικότερα
αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
- Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.
-Υποχρεώνει το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. να προσκομίσει
εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της παρούσας, τα έγγραφα
εκείνα στοιχεία καθώς και σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση, από τα οποία να
προκύπτει η υποκείμενη σχέση βάσει της οποίας εκδόθηκαν οι 70 συνολικά
εγγυητικές επιστολές, από την κατάπτωση των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες
πράξεις (938/2005 απόφαση - βεβαίωση οφειλών του Διοικητικού
Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και
25810/21.3.2007 ατομική ειδοποίηση) και ακολούθως γεννήθηκε η ένδικη διαφορά.
Μετά από αυτά η υπόθεση θα εισαχθεί σε νέα δικάσιμο, για τη συζήτηση της
οποίας θα κλητευθούν να παραστούν οι διάδικοι.