ΔΠρΑθ 19058/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Επίδομα 176 ευρώ σε νοσοκομειακούς υπαλλήλους -.

 

Mε δεδομένο ότι στους ενάγοντες, (μόνιμοι υπάλληλοι του εναγόμενου Νοσοκομείου), καταβάλλονταν τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 7 και 134 του ν. 2470/1997 και ακολούθως του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 3205/2003 νοσοκομειακό επίδομα και επίδομα τροφής, η μη επέκταση της χορήγησης της προβλεπομένης από το άρθρο 14 παρ. 2 και 3 του ν. 3016/2002 παροχής και στους ενάγοντες, ως υπηρετούντες στο εναγόμενο Νοσοκομείο και υπαγόμενους στις διατάξεις των ν. 2470/97 και 3205/2003, δεν είναι αδικαιολόγητη, ούτε αντίθετη στη συνταγματική αρχή της ισότητας, δικαιολογείται δε από λόγους δημοσίου συμφέροντος.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Επειδή με την κρινόμενη αγωγή, κατά το καταψηφιστικό αυτής αίτημα, όπως αυτό περιορίσθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγόντων κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης (βλ. σχετικά τα πρακτικά της από 23.9.2009 δημόσιας συνεδρίασης, αρ. πιν.33), αλλά και το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο Νοσοκομείο να καταβάλει σε κάθε έναν από τους ενάγοντες, μόνιμους υπαλλήλους αυτού, το ποσό των 40,00 Ευρώ, για το οποίο κατά νόμο δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου∙ περαιτέρω, κατά το αναγνωριστικό αυτής αίτημα, ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει σε κάθε έναν από τους ενάγοντες το υπόλοιπο ποσό των 6.780,00 Ευρώ, νομιμοτόκως, κηρυσσομένης προσωρινά εκτελεστής της αποφάσεως που θα εκδοθεί, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά ανάμεσα στις αποδοχές που έλαβαν και σε αυτές που θα λάμβαναν αν συνυπολογιζόταν στις ληφθείσες αποδοχές τους η ειδική μηνιαία παροχή που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3016/2002 και το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, παρανόμως και κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, δεν τους χορηγήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.12.2004. ’λλως, οι ενάγοντες ζητούν να τους καταβληθεί το ανωτέρω ποσό ως αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 και 106 του Εισ.Νόμ.Α.Κ, για την αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας που κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν, από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του εναγόμενου να τους καταβάλει το ποσό αυτό. Το παρόν Δικαστήριο είναι αρμόδιο για τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, η οποία ασκείται από τους παραδεκτώς ομοδικούντες ενάγοντες, δεδομένου ότι στηρίζουν τις αγωγικές τους αξιώσεις στην ίδια νομική και πραγματική βάση, είναι, δε, κατά την άποψη που επικράτησε, τυπικώς παραδεκτή και για τον λόγο αυτόν πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Κατά την άποψη όμως του Προέδρου του παρόντος Δικαστηρίου, Χρίστου Γ. Χουτόπουλου, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη δεδομένου ότι το δικόγραφο αυτής παρουσιάζει τυπικές πλημμέλειες οι οποίες άγουν σε ακυρότητά του. Ειδικότερα, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η κρινόμενη αγωγή, παρ' ότι φέρεται ότι ασκείται από τους αναφερόμενους παραπάνω ενάγοντες, ωστόσο, για κανέναν από αυτούς δεν αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής το πατρώνυμο και η διεύθυνσή του, ούτε εξάλλου τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από κάποιο άλλο στοιχείο του δικογράφου (άρθρο 45 παρ. 1 περ. γ' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), με αποτέλεσμα το τελευταίο, κατ' αυτεπάγγελτη εξέταση του Δικαστηρίου (άρθρο 35 του Κώδ.Διοικ.Δικ.), να καθίσταται άκυρο ελλείψει ουσιωδών στοιχείων του (άρθρο 46 του ιδίου Κώδικα), καθώς προκαλείται αμφιβολία και σύγχυση ως προς την ταυτότητα των προσώπων που ασκούν το ένδικο βοήθημα, καθισταμένης έτσι αδύνατης όχι μόνο της διαπίστωσης τυχόν επάλληλης άσκησης ενδίκων βοηθημάτων από τα ίδια φυσικά πρόσωπα, αλλά και της εκτέλεσης της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 2426/1990, 117/2004), για τον λόγο, δε, αυτόν καθίσταται απαράδεκτη η κρινόμενη αγωγή.

Επειδή, στο άρθρο 14 του ν. 3016/2002 (Α' 110), ορίζεται ότι: «1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του, κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 (Α' 180) και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) Οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή. β) Οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγηση τους. 5. . . 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002».

Επειδή, κατ' εφαρμογή της παραπάνω εξουσιοδοτικής διάταξης και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με διάφορους κλάδους υπαλλήλων, εκδόθηκαν πολλές κοινές υπουργικές αποφάσεις (κ.υ.α.), με τις οποίες επεκτάθηκε η χορήγηση της ανωτέρω παροχής του άρθρου 14 παρ. 2 και 3 του ν. 3016/2002 σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων του δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. Ειδικότερα, η ανωτέρω παροχή χορηγήθηκε, μεταξύ άλλων: 1. Με την κ.υ.α. 2/41890/0022/2002 (Β' 1266/7-8-2002), σε όλους τους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής ’μυνας (πλην των υπαλλήλων των στρατιωτικών νοσοκομείων), μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/1997, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. 2. Με την κ.υ.α. 2/36962/0022/2002 (Β' 1038/7-8-2002), σε όλους τους υπαλλήλους των Επιμελητηρίων και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων, καθώς και στους υπαλλήλους της Πανελλήνιας Έκθεσης Λαμίας, μόνιμους και με (Σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/1997, όπως και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. 3. Με την κ.υ.α, 2/40326/0022/2002 (Β' 1242/23-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού, στους υπαλλήλους της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, της Εθνικής Πινακοθήκης Μουσείου Αλ. Σούτσου, του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και του Προπαρασκευαστικού Επαγγελματικού Σχολείου Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. 4. Με την κ.υ.α. 2/30370/0022 (ΦΕΚ Β'827/25-6-2003) σε όλους τους μόνιμους και στους με ειδική σύμβαση αορίστου χρόνου γιατρούς και οδοντιάτρους του ΓΧΑ που αμείβονται με τις διατάξεις του ν. 2470/97. 5. Με την κ.υ.α. 2/39096/0022/12-7-2002 (Β' 930/23-7-2003) σε όλους τους διοικητικούς υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ., που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 6. Με την κ.υ.α. 2/41831/0022/2002 (Β' 1021/5-8-2002) σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Ανάπτυξης η διαφορά που προέκυπτε μεταξύ του πέραν του κινήτρου απόδοσης ποσού και του ποσού των 176 ευρώ που προβλέπεται από το άρθρο 14 του ν. 3016/17-5-2002. 7. Με την κ.υ.α. 2/38835/0022/2002 (Β' 1266/27-9-2002) σε όλους τους πολιτικούς υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ., που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εθνικής ’μυνας (πλην των υπαλλήλων του ΝΙΜΤΣ), καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. 8. Με την κ.υ.α. 2/42357/0022/2002 (Β1 1266/27-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού (Γ.Γ.Α.Ε.), μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. 9. Με την κ.υ.α. 2/73012/0022/2002 (ΒΤ 1610/30-12-2002) σε όλους τους υπαλλήλους του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και των Λιμενικών Ταμείων της χώρας, (Ν.Π.Δ.Δ.), που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. 10. Με την κ.υ.α. 2/39104/0022/2002 (Β' 1266/27-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (Ε.Ε.Α.Ε.) μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. 11. Με την κ.υ.α. 2/32685/0022/2002 (Β' 1266/27-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ. που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης. 12. Με την κ.υ.α. 2/41490/0022/2002 (Β' 1038/7-8-2002) σε όλους τους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (Ε.Σ.Υ.Ε.). 13. Με την κ.υ.α. 2/41491/0022/2002 (Β' 1038/7-8-2002) σε όλους τους υπαλλήλους της Προεδρίας της Δημοκρατίας, μετακλητούς και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. 14. Με την κ.υ.α. 2/44212/0022/2002 (Β' 1266/27-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς και σ' όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ., τους αποσπασμένους από Νοσηλευτικά Ιδρύματα που υπηρετούν στο εν λόγω Υπουργείο ή σε άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η απόσπαση τους. 15.  Με την κ.υ.α. 2/48595/0022/2002 (Β' 1240/23-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους (μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/97) των ν.π.δ.δ., που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Τουρισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης. 16. Με την κ.υ.α. 2/45797/0022/2002 (Β' 1240/23-9-2002) σε όλους τους διοικητικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στους διοικητικούς υπαλλήλους των Πανεπιστημίων και Τ.Ε.Ι. και του Ειδικού Τεχνικού Εργαστηριακού Προσωπικού (Ε.Τ.Ε.Π.) των Α.Ε.Ι. και του Ειδικού Τεχνικού Προσωπικού (Ε.Τ.Π.) και Τεχνικών Εργαστηρίων των Τ.Ε.Ι., στους διοικητικούς υπαλλήλους της Ακαδημίας Αθηνών, στους διοικητικούς υπαλλήλους της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδας και των λοιπών Δημόσιων Βιβλιοθηκών, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. 17. Με την κ.υ.α. 2/45941/0022/2002 (Β' 1315/9-10-2002) σε όλους τους υπαλλήλους του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, (ΚΕ.Δ.Α.Κ.), καθώς και σε όλους τους αποσπασμένους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. 18. Με την κ.υ.α. 2/48886/0022/2002 (Β' 1320/10-10-2002) σε όλους τους λαϊκούς - εκκλησιαστικούς υπαλλήλους. 19. Με την κ.υ.α. 2/2414/0022/2003 (Β' 145/] 2-2-2003) σε όλους τους υπαλλήλους του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), ν.π.δ.δ., που εποπτεύεται από την Γενική Γραμματεία Τουρισμού. 20. Με την κ.υ.α. 2/35486/0022/2003 (Β1 1081/4-8-2003), η οποία συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμ. 2/55350/0022 (Β' 1731/24-11-2003), σε όλους τους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ. που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/97. 21. Με την κ.υ.α. 2/67759/0022/2003 (Β' 1907/22-12-2003) στο μόνιμο προσωπικό των Λιμενικών Ταμείων της χώρας (Ν.Π.Δ.Δ.), που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. 22. Με την κ.υ.α. 2/56933/0022/2003 (Β' 1550/17-10-2003) σε όλο το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου του Ταμείου Λαϊκών Αγορών. 23. Με την κ.υ.α. 2/50765/0022/2003 (Β' 1550/17-10-2003) σε όλο το μόνιμο προσωπικό του Ταμείου Λαϊκών Αγορών. 24. Με την κ.υ.α. 2/34608/0022/2003 (Β' 335/20-3-2003) σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών. 25. Με την κ.υ.α. 2/5513/0022/2003 (Β1 205/24-2-2003) σε όλους τους υπαλλήλους του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.). 26. Με την κ.υ.α. 2/40196/0022/2002 (Β1 1254/25-9-2002) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ. του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, 27. Με την κ.υ.α. 2/70691/0022/2003 (Β' 45/22-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Αττικής. 28. Με την κ.υ.α. 2/638/0022/2003 (Β1 45/22-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης. 29. Με την κ.υ.α. 2/559/0022/2003 (Β' 45/22-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ, τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Θεσσαλίας. 30. Με την κ.υ.α. 2/556/0022/2003 (Β' 45/22-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων. 31. Με την κ.υ.α. 2/637/0022/2003 (Β' 45/22-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. 32. Με την κ.υ.α. 2/639/0022/2003 (Β' 45/22-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. 33. Με την κ.υ.α. 2/635/0022/2003 (Β' 45/22-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. 34. Με την κ.υ.α. 2/633/0022/2003 (Β' 45/22-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Πελοποννήσου. 35. Με την κ.υ.α. 2/74420/0022/2003 (Β' 9/13-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Κρήτης. 36. Με την κ.υ.α. 2/75900/0022/2003 (Β' 2/9-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. 37. Με την κ.υ.α. 2/72995/0022/2003 (Β1 2/9-1-2003) σε όλους τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία εποπτεύονται από την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου. 38. Με τις 3831 και 4126/2002 (Β' 768/20-6-2002) αποφάσεις του Προέδρου της Βουλής σε όλους τους υπαλλήλους της Βουλής. 39. Με την κ.υ.α. 2/61184/0022/2002 (Β' 1424/11-11-2002) στους υπαλλήλους του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού και της Γενικής Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου. 40. Με την κ.υ.α. 2/58319/0022/2002 (Β1 1424/11-11-2002) στους υπαλλήλους του Πολιτικού Γραφείου του Υπουργού Επικρατείας. 41. Με την κ.υ.α. 2/65937/0022/2002 (Β' 1582/18-12-2002) στο ιατρικό προσωπικό του Οίκου Ναύτου που αμείβεται με τις διατάξεις του Ν. 2470/1997. 42. Με την κ.υ.α. 2/66892/0022/2002 (Β' 1534/09-12-2002) στους αποσπασμένους υπαλλήλους ή τοποθετημένους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. στην Γενική Γραμματεία Τουρισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης. 43. Με την κ.υ.α. 2/47883/0022/2002 (Β' 1202/16-9-2002) στους υπαλλήλους των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. 44. Με την κ.υ.α. 2/40098/0022/2002 (Β' 1266/27-9-2002) στους υπαλλήλους του Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ. 45. Με την κ.υ.α. 2/75901/0022/2003 (Β' 2/9-1-2003) στους υπαλλήλους Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. 46. Με την κ.υ.α. 2/38636/0022/2002 (Β' 1266/27-09-2002) στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών. 47. Με την κ.υ.α. 2/42529/0022/2002 (Β' 1128/29-8-2002) στους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. 48. Με την κ.υ.α. 2/63384/0022/2002 (Β1 1498/29-11-2002) στους λαϊκούς υπαλλήλους του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. 49. Με την κ.υ.α. 2/4118/0022/2002. (Β' 1498/29-11-2002) στους υπαλλήλους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. 50. Με την κ.υ.α. 2/39093/0022/2002 (Β' 1239/23-09-2002) στους υπαλλήλους του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων. 51. Με την κ.υ.α. 2/40101/0022/2002 (Β' 98 8/31-7-2002) στους υπαλλήλους του Υπουργείου Αιγαίου. 52. Με την κ.υ.α. 2/31813/0022/2002 (Β' 1266/27-9-2002) στους υπαλλήλους του Υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης. 53. Με την κ.υ.α. 2/74132/0022/2003 (Β1 185/19.2.2002) σε όλους τους σπουδαστές της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. 54. Με την κ.υ.α. 2/33217/0022 ΦΕΚ Β' 798/27-6-2002 στο προσωπικό του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Ακολούθως, το ως άνω άρθρο 14 του ν. 3016/2002 και όλες οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του καταργήθηκαν με το άρθρο 28 του ν. 3205/2003 "Μισθολογικά λειτουργών, υπαλλήλων δημοσίου κ.λ.π." (Α' 1 297), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατ' άρθρο 56 αυτού, από 1-1-2004 και στο άρθρο 24 του οποίου ορίστηκε ότι: "1. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις του Μέρους Α' του νόμου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι κατά την 31.1.2003, η τυχόν διαφορά διατηρείται ως προσωπική μέχρι την κάλυψη της από οποιαδήποτε αύξηση των νέων αποδοχών. Για τον υπολογισμό της τυχόν προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά της επόμενης παραγράφου και της οικογενειακής παροχής. 2. Ειδικότερα, ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με κοινές υπουργικές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του καμιά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (Α' 110) ως ειδική παροχή διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης, ή από αύξηση κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του παρόντος νόμου. Οι ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Μετά την 31.12.2003 δεν καταβάλλεται σωρευτικά η ως άνω προσωπική διαφορά μαζί με οποιαδήποτε πρόσθετη μισθολογική παροχή που συμψηφιζόταν με αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 και τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις".

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας οι ενάγοντες υπηρετούσαν, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.12.2004, στο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ-ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ», ως μόνιμοι υπάλληλοι (βλ. την από 21.9.2009 βεβαίωση της Υποδιευθύντριας Διοικητικού), και δεν λάμβαναν, κατά τους μη αμφισβητούμενους από το εναγόμενο ισχυρισμούς τους, την προβλεπόμενη από το άρθρο 14 του ν. 3016/2002 ειδική παροχή. Με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς την ανωτέρω ειδική παροχή, ύψους 6.000,00 Ευρώ, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να καταβάλει σε κάθε έναν το υπόλοιπο ποσό των 820,00 Ευρώ, προβάλλοντας ότι δικαιούνται την παροχή αυτή, κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας, που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η θεσπισθείσα με την ανωτέρω διάταξη παροχή προσέλαβε, κατά τους ισχυρισμούς τους, τον χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, κατόπιν της καταβολής της σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., με αποκλειστικό κριτήριο την υπαγωγή αυτών στις διατάξεις του ν. 2470/1997, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της ή των δικαιούχων της οι ειδικότερες συνθήκες εργασίας ή η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων. Ειδικότερα, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η ανωτέρω ειδική παροχή χορηγήθηκε, ενδεικτικώς με τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις στους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και στους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ. που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας καθώς και με την κ.υ.α. 2/41890/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1266), στους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής ’μυνας, με την κ.υ.α. 2/36962/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1266), στους υπαλλήλους των Επιμελητηρίων και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων, που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2081/1992, με την κ.υ.α. 2/40326/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1242) στους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και των δημοσίων υπηρεσιών που εποπτεύονται από αυτό, με την κ.υ.α. 2/38835/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1266) στους πολιτικούς υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ., που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εθνικής ’μυνας, με την κ.υ.α. 2/42357/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1266), στους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, στους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας με την κ.υ.α. 2/41491/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1266), στους υπαλλήλους της Προεδρίας της Δημοκρατίας με την κ.υ.α 2/61184/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1424), στους υπαλλήλους του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού και της Γενικής Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου, με την κ.υ.α. 2/58319/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1424), στους υπαλλήλους του Πολιτικού Γραφείου του Υπουργού Επικρατείας με την κ.υ.α. 2/40098/0022/2002 (ΦΕΚ Β" 1266), στους υπαλλήλους του Υπουργείου Τύπου και Μ.Μ.Ε., με την κ.υ.α. 2/42529/0022/2002 (ΦΕΚ   Β' 1266), στους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης με την κ.υ.α. 2/40101/0022/2002 (ΦΕΚ Β' 1266), στους υπαλλήλους του Υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης, και με την κ.υ.α. 2/38636/0022/2002 (ΦΕΚ Β.' 1266), στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και σε πολλές άλλες (συνολικώς άνω των 60, κατά τον σχετικό ισχυρισμό τους) κατηγορίες υπαλλήλων. Περαιτέρω, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, παρά το γεγονός της υπαγωγής τους, ως μονίμων υπαλλήλων του εναγόμενου Νοσοκομείου, στις διατάξεις του ν. 2470/1997 και, ακολούθως, σε αυτές του ν. 3205/2003, και της μη καταβολής σε αυτούς πρόσθετων παροχών, οι οποίες θα μπορούσαν από τη φύση τους ή το σκοπό τους να συμψηφισθούν με την επίδικη παροχή, και δεδομένου ότι (πάντοτε κατά τους ισχυρισμούς τους), το χορηγούμενο νοσοκομειακό επίδομα και το επίδομα τροφής δεν αποτελούν πρόσθετες παροχές, κατά την έννοια του νόμου, αφού πρόκειται για πρόσθετες αμοιβές των δικαιούχων λόγω των εργασιακών ιδιαιτεροτήτων του προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, η ένδικη παροχή παρανόμως δεν τους καταβλήθηκε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Για τον λόγο αυτόν, επικαλούμενοι τις διατάξεις της 2/67190/0022/20.11.2002 εγκυκλίου του Υπουργείου Οικονομικών, και ύστερα από τον κατά τα προαναφερόμενα περιορισμό του αιτήματός τους σε καταψηφιστικό μόνο για 40 Ευρώ (του οποίου επιδιώκουν την καταβολή) οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Νοσοκομείου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, ως διαφορά αποδοχών, με το νόμιμο τόκο, το υπόλοιπο ποσό των 6.780,00 Ευρώ, λόγω μη καταβολής σε αυτούς της ένδικης παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, χρονικού διαστήματος από 1.1.2002 έως 31.12.2004 (88 ευρώ Χ 6,5 μήνες [από 1.1.2002 έως 30.6.2002 + επίδομα δώρου Πάσχα] + 176 ευρώ Χ 7,5 μήνες [από 1.7.2002 έως 31.12.2002 + επίδομα δώρου Χριστουγέννων και επίδομα αδείας] + 176 ευρώ Χ 28 μήνες [από 1.1.2003 έως 31.12.2004 + επιδόματα αδείας και δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων]). ’λλως, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι τα ως άνω ποσά τους οφείλονται (κατ' επικουρική βάση), κατ' εφαρμογή των περί αδικοπραξίας διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Εξάλλου, το εναγόμενο Νοσοκομείο με το υπόμνημα που κατέθεσε προς αντίκρουση της κρινόμενης αγωγής, προβάλλει ότι νομίμως δεν χορηγήθηκε η επίδικη παροχή στους αντιδίκους του, διότι ουδέποτε εκδόθηκε, κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, σχετική υπουργική απόφαση, ενώ δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με τους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στους οποίους δόθηκε η ένδικη παροχή, ώστε να παραβιάζεται η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας.

Επειδή, από τα ανωτέρω αναφερόμενα διαπιστώνεται ότι με τις παρατιθέμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, καθώς και των 2/44212/011/2002 και 2/35486/00122/2003 κοινών υπουργικών αποφάσεων, επιδιώκεται με την χορήγηση της επίδικης παροχής η εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών των υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές για  τον λόγο, δε, αυτόν, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 14, παρέχεται στους εκάστοτε Υπουργούς η αρμοδιότητα, με κοινές αποφάσεις τους, να ορίζουν, κατά την κρίση τους, τον κύκλο των προσώπων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, αφού ληφθούν υπόψη, για τη χορήγηση ή μη της παροχής, το  συνολικό ποσό των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και των τυχόν λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, ώστε να ορισθούν οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση της ίδιας ως άνω παροχής∙ και μάλιστα ορίζεται ρητώς ότι εάν ήδη χορηγούνται σε κάποιους από τους υπαλλήλους αυτούς οποιεσδήποτε άλλες πρόσθετες μισθολογικές παροχές, αυτές συνυπολογίζονται και χορηγείται σε αυτούς μόνο η επιπλέον (μέχρι των 176 Ευρώ) διαφορά, ενώ  ειδικότερα ως προς τους Ο.Τ.Α και τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ ρητώς προβλέπεται ότι οι παροχές αυτές περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. Επίσης,  σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η χορήγηση της επίδικης ειδικής παροχής δεν απέβλεψε στην κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο αύξηση των καταβαλλόμενων σε όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ αποδοχών, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν και υποστηρίζουν οι ενάγοντες, αλλά αποκλειστικά στην επίτευξη του ως άνω συγκεκριμένου αποτελέσματος, δηλαδή την εξομάλυνση των μισθολογικών διαφορών, διαφόρων (πλείστων όσων τελικώς) κατηγοριών χαμηλόμισθων υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ, και αφού για την χορήγησή της ελήφθησαν υπόψη οι ειδικές συνθήκες των τελευταίων και ρητώς αποκλείσθηκαν εκείνοι από αυτούς που ήδη λαμβάνουν άλλες πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι το καταβαλλόμενο ήδη σε αυτούς νοσοκομειακό επίδομα ως ειδικό και χορηγούμενο σε αυτούς λόγω των ειδικών συνθηκών εργασίας τους, δεν αποτελεί παροχή ομοειδή προς την ένδικη των 176 Ευρώ μηνιαίως και κωλύεται δήθεν ο προς αυτή συμψηφισμός, είναι νόμω αβάσιμος∙ καθ' όσον ρητώς ορίζεται με την προπαρατιθέμενη διάταξη βάσει της οποίας αυτή χορηγήθηκε (και ειδικότερα της παραγράφου 3 του οικείου άρθρου 14) ότι, το αντίστοιχο ποσό των 176 Ευρώ συμψηφίζεται προς «οιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές». Όπως είναι εξ' ορισμού και το εν λόγω νοσοκομειακό επίδομα, για το οποίο από καμία διάταξη δεν προκύπτει λόγος εξαίρεσής τους από τον συμψηφισμό προς την ένδικη παροχή (είτε με συσχέτιση προς προβλεπόμενα από τις διατάξεις περί ενιαίου μισθολογίου τακτικά επιδόματα, είτε άλλως πως). Πέραν δε των προαναφερόμενων, εν πάση περιπτώσει, δεν εξειδικεύεται με την κρινόμενη αγωγή και δεν αποδεικνύεται το ύψος των αποδοχών των εναγόντων και οι τυχόν επιμέρους πρόσθετες παροχές αυτών, αλλά οι διάδικοι αυτοί αρκούνται στην αόριστη και γενική αναφορά στο δικόγραφο ότι τελούσαν, κατά το επίδικο διάστημα, υπό όμοιες συνθήκες με αυτές των λοιπών υπαλλήλων του Ελληνικού Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ, στους οποίους χορηγήθηκε η ειδική παροχή, χωρίς περαιτέρω  διευκρίνιση των αποδοχών που  ελάμβαναν, ώστε να κριθεί, εάν πρόκειται για ουσιωδώς  όμοιες κατηγορίες προσώπων. Τέλος, η επίκληση από τους ενάγοντες, των οριζόμενων στην 2/67190/0022/20.11.2002 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, είναι αλυσιτελής, διότι, κατά το Σύνταγμα, οι εγκύκλιοι δεν αποτελούν πηγή δικαίου (Σ. άρθρα 70-77, 42-44. 48 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρο 26) και οποιαδήποτε κι αν είναι η έννοια των αναφερόμενων σε αυτή διευκρινίσεων για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, δεν χωρεί «εφαρμογή» αυτής προς επέκταση της χορήγησης της επίδικης παροχής στους υπαλλήλους των  νοσοκομείων. Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων και δεδομένου ότι στους ενάγοντες καταβάλλονταν- όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται από αυτούς- τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 7 και 134 του ν. 2470/1997 και, ακολούθως του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 3205/2003 νοσοκομειακό επίδομα και επίδομα τροφής, ήτοι πρόσθετες μισθολογικές παροχές, λόγω της καταβολής των οποίων αναιρείται  ο δικαιολογητικός λόγος της χορήγησης της ως άνω παροχής στους εν λόγω διαδίκους, το Δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι, η μη επέκταση της χορήγησης, της προαναφερόμενης παροχής και στους ενάγοντες, ως υπηρετούντες στο εναγόμενο Νοσοκομείο και υπαγόμενους στις διατάξεις του ν. 2470/1997 και, ακολούθως, του ν. 3205/2003, δεν είναι αδικαιολόγητη, αλλά δικαιολογείται  από λόγους δημοσίου συμφέροντος και, συνεπώς, δεν είναι αντίθετη στη συνταγματική αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1, επομένως δε ορθώς και νομίμως δεν χορηγήθηκε η ειδική παροχή στους ενάγοντες. Συνακολούθως, και ως προς την προβαλλόμενης επικουρική αποζημιωτική βάση της κρινόμενης αγωγής, κατά την επικρατούσα άποψη του Δικαστηρίου, εφ' όσον οι ενάγοντες δεν δικαιούνται να λάβουν την επίδικη παροχή, παρέπεται ότι, τα όργανα του εναγόμενου, κατά την μη καταβολή της εν λόγω ειδικής παροχής, δεν υπέπεσαν σε παρανομία, τα δε  περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τους ενάγοντες είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα και δεν συντρέχει δικαίωμα αποζημίωσής τους. Κατά την  άποψη όμως της Πρωτοδίκη, Νεκταρίας Γιακουμάκη, η ένδικη παροχή χορηγήθηκε πράγματι με πολλές κοινές υπουργικές αποφάσεις σε ετερόκλιτες κατηγορίες υπαλλήλων, αδιακρίτως της φύσεως και των συνθηκών της παρεχόμενης από αυτούς εργασίας (βλ. ΑΠ 93/2009). Ενόψει, όμως, του ότι οι προεκτεθείσες υπουργικές αποφάσεις περιλαμβάνουν, απαρεγκλίτως, την ίδια ρύθμιση περί συμψηφισμού της χορηγούμενης παροχής με τις κάθε είδους πρόσθετες απολαβές, που λαμβάνουν οι συγκεκριμένες κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, εκ της ανομοιομορφίας και του μεγάλου αριθμού των κατηγοριών των δικαιούχων και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί παραβίαση της αρχής της ισότητας λόγω της μη καταβολής σε όλες τις κατηγορίες των υπαλλήλων τοι ποσού των 176 Ευρώ, καθόσον η χορήγηση αυτού στηρίζεται, κατά την επιλογή του νομοθέτη, την οποία ακολούθησε και η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, σε διαφορετικό κριτήριο, ήτοι αυτό της καταστάσεως του χαμηλόμισθου υπαλλήλου, που δεν αποκλείεται να απαντάται και σε διαφορετικές κατηγορίες μισθωτών του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ και των Ο.Τ.Α.  Ωστόσο, εάν το προαναφερθέν μισθολογικό κριτήριο των χαμηλών αποδοχών του υπαλλήλου δεν εφαρμόσθηκε για τη χορήγηση της ένδικης παροχή σε κάποια άλλη κατηγορία υπαλλήλων, παρόλο που και αυτή πληροί την ίδια προϋπόθεση, υφίσταται ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Ειδικότερα, τέτοια παραβίαση υφίσταται στην περίπτωση που η διοίκηση παρέλειψε να χορηγήσει την επίμαχη παροχή σε μια κατηγορία υπαλλήλων, που δεν λαμβάνουν πρόσθετες απολαβές ανώτερες των 176 Ευρώ μηνιαίως, διότι με την επέκταση της χορηγήσεως της παροχής αυτής σε ευρύτατο κύκλο χαμηλόμισθων απασχολούμενων στο Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ και στους Ο.Τ.Α, κατέστη κανόνας η χορήγηση της παροχής σε μεγάλο μέρος των ως άνω υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες, κατά τα προδιαληφθέντα, απολαβές συμψηφιστέες με την ειδική παροχή. Επομένως, η εξαίρεση της εν λόγω κατηγορίας χαμηλόμισθων υπαλλήλων από τη λήψη της παροχής, στερούμενη αιτιολογικού ερείσματος, συνιστά αδικαιολόγητα άνιση μεταχείρισή τους έναντι των άλλων χαμηλόμισθων υπαλλήλων, που κρίθηκαν δικαιούχοι αυτής. Η άνιση δε και αδικαιολόγητα δυσμενής μεταχείριση διατηρήθηκε για την εν λόγω κατηγορία των υπαλλήλων και υπό την ισχύ του Ν. 3205/2003, διότι ναι μεν με την παρ. 1 του άρθρου 28 αυτού καταργήθηκαν από 1.1.2004 και εφεξής όλες οι εκδοθείσες κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 κοινές υπουργικές αποφάσεις, η παροχή αυτή, όμως, αφενός διατηρήθηκε (μειούμενη από κάθε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής, ή αποζημιώσεως, ή αύξηση κινήτρου αποδόσεως) ως προσωπική διαφορά δυνάμει του άρθρου 24 παρ. 2 του ιδίου νόμου για όλους του υπαλλήλους, στους οποίους είχε χορηγηθεί με τις ανωτέρω Κ.Υ.Α και συνέχισε να τους καταβάλλεται προσαυξάνοντας τις αποδοχές τους, αλλά και αφετέρου με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν. 3336/2005 (Φ.Ε.Κ. 96 Α') η ίδια παροχή χορηγήθηκε, από 1.1.2005, και σε όσους διορίστηκαν ή μετατάχθηκαν, από 1.1.2004, σε υπηρεσίες, στους υπαλλήλους των οποίων ήδη αυτή χορηγείται. Συνεπώς, προς αποκατάσταση της παραβιάσεως της αρχής της ισότητας, επιβάλλεται να εφαρμοσθεί και στην προαναφερθείσα κατηγορία χαμηλόμισθων υπαλλήλων, εις βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει και για τις κατηγορίες των μισθωτών υπέρ των οποίων θεσπίσθηκε η ειδική ρύθμιση. Εξάλλου, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι στις απολαβές που συμψηφίζονται με την εν λόγω ειδική παροχή, περιλαμβάνονται οι πρόσθετες μισθολογικές παροχές (εκτός αυτών που χορηγούνται για υπερωριακή εργασία ή λόγω συμμετοχής σε συλλογικά όργανα), που λαμβάνουν όλοι οι υπάλληλοι κάθε συγκεκριμένης κατηγορίας έναντι της συνήθους απασχολήσεώς τους εντός του νομίμου ωραρίου της εργασίας τους υπό οποιαδήποτε ονομασία και αν τους χορηγούνται (π.χ ως αποζημίωση), όχι, όμως, και τα τακτικά επιδόματα που προβλέπονται από το εκάστοτε ισχύον μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 8 του Ν. 24760/1997 και ήδη Ν. 3205/2003) για ορισμένη κατηγορία αυτών. Και τούτο, διότι τα επιδόματα αυτά χορηγήθηκαν από το νομοθέτη για σκοπό άλλο από αυτόν της αυξήσεως των αποδοχών των συγκεκριμένων υπαλλήλων, και, ειδικότερα, για το σκοπό της απαλύνσεως των εξαιρετικά επιβαρυντικών συνθηκών, υπό τις οποίες οι κατηγορίες αυτές τελούν λόγω του είδους της παρεχόμενης εργασίας, ώστε, ως τέτοιες, οι παροχές αυτές δεν είναι επιδεκτικές συμψηφισμού με την παροχή των 176 Ευρώ, η οποία αποσκοπεί, όπως προεκτέθηκε, στην αύξηση του μισθού των χαμηλόμισθων υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ 498/2004). Το αντίθετο θα καταστρατηγούσε την αρχή της ισότητας, αφού θα εξομοίωνε αυθαίρετα κατηγορίες υπαλλήλων, που παρέχουν την εργασία τους υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες (βλ. Δ.Εφ.Θεσσ. 1132/2008). Επομένως, κατά την άποψη αυτή, το επίδομα τροφής και το νοσοκομειακό επίδομα δεν συμψηφίζονται προς την ένδικη παροχή των 176 Ευρώ, ως αμέσως συναρτώμενα προς το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης από τους ενάγοντες εργασίας.

Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ενώ κατ' εκτίμηση των περιστάσεων πρέπει να απαλλαγεί ο ηττηθείς διάδικος από τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας)

   ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

   Απορρίπτει την αγωγή.

   Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Νοσοκομείου.