ΔΠρΑθ 13274/2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αστική ευθύνη δημοσίου - Τραυματισμός παθόντος από αστυνομικούς -.
Για τον τραυματισμό του ενάγοντος
που προξενήθηκε από αστυνομικούς κατά το χρόνο
εκτέλεσης της ανατεθειμένης σε αυτούς δημόσιας υπηρεσία και σε άμεση εσωτερική
συνάφεια με την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που η υπηρεσία αυτή συνιστά,
δημιουργείται αστική ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ως άνω ενάγοντος
για την ζημία την οποία υπέστη.
ΚΕΙΜΕΝΟ
... 1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως
αυτή αναπτύσσεται με το υπόμνημα που κατατέθηκε παραδεκτώς,
ζητείται από τον ενάγοντα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλλουν εις ολόκληρον και με το νόμιμο τόκο, αφενός το ποσό των 20.000
ευρώ, ως χρηματική αποζημίωση για την ηθική βλάβη η οποία, κατά τους
ισχυρισμούς του, του προκλήθηκε εξαιτίας των παράνομων ενεργειών του δεύτερου
και τρίτου εναγόμενου, στις οποίες αυτοί προέβησαν ως όργανα του Ελληνικού
Δημοσίου (πρώτου εναγόμενου) και αφετέρου το ποσό των 3.961,98 ευρώ, ως
αποζημίωση για την αποθετική ζημία, η οποία, όπως υποστηρίζει, του προκλήθηκε
από την ίδια αιτία.
2. Επειδή, καταρχάς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι
απαραδέκτως ενάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου
ο δεύτερος και τρίτος εναγόμενος, διότι αγωγές κατά φυσικών προσώπων ασκούνται
ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, ενώ, περαιτέρω, η αγωγή, παραδεκτώς
ασκείται κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ενόψει του ότι καταβλήθηκε και το
ανάλογο δικαστικό ένσημο (βλ. τα αρ. 136489, 310726, 107645 και 249867 Σειρά Α'
έντυπα δικαστικού ενσήμου- αγωγόσημα), πρέπει αυτή να
εκδικαστεί στην ουσία της.
3. Επειδή , με τη διάταξη του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ. (π.δ.
456/1984, Α' 164),ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των
οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει
αναταθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη
έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος ...».
Περαιτέρω, ο Αστικός Κώδικας ορίζει στο άρθρο 298 ότι: «Η αποζημίωση
περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία),
καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά
κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις
ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί»,
ενώ, στο άρθρο 932 ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την
αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη
κατά τη κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για
εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την
ελευθερία του....». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Δημόσιο ευθύνεται
σε αποζημίωση για τη ζημία που προκαλείται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο από την
έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από την μη νόμιμη παράλειψη
εκδόσεως τέτοιας πράξεως ή από μη νόμιμες υλικές ενέργειες ή μη νόμιμες
παραλείψεις οφειλομένων υλικών ενεργειών εκ μέρους των οργάνων του, στις
περιπτώσεις που αυτές προέρχονται από την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων
υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ούτε
οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου του που ενήργησε εκτός του κύκλου των
υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΣτΕ 1018/2008, 2796/2006
7μ., 1147/2005, 2146/2004, 2774/1999, 3045/1992 Ολ., ΑΕΔ 3/2004, 5/1995). Επίσης, κατά την έννοια των ανωτέρω
διατάξεων ευθύνη των παραπάνω δημόσιων νομικών προσώπων συντρέχει, τηρουμένων
και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη
διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα εκ της κειμένης εν γένει
νομοθεσίας και κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής
πίστης προσιδιάζοντα στη συγκεκριμένη περίπτωση υπηρεσία ιδιαίτερα καθήκοντα
και υποχρεώσεις (βλ. Σ.τ.Ε. 347, 4776/1997,
3102/1999, 4331/2000, 2727/2003 ). Περαιτέρω, από το άρθρο 932 του ΑΚ συνάγεται ότι, προκύπτει δυνητική ευχέρεια του
δικαστηρίου να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση με βάση τους κανόνες της
κοινής πείρας και λογικής και κατ' εκτίμηση του συγκεκριμένου πραγματικού, αφού
ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της ηθικής βλάβης, ανάμεσα σε άλλα,
το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της
αδικοπραξίας, η συνυπαιτιότητα του ζημιωθέντος, η κοινωνική και οικονομική του
κατάσταση κλπ (βλ. ΣτΕ 2100/2006, ΔΕφΑθ
3882/2003, 1655/2001 κ.ά).
4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 4 (παρ. 1) του
ν. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α 152) ο κλάδος αστυνομίας
τάξης έχει ως ειδικότερη αποστολή να εξασφαλίσει τη δημόσια ειρήνη και ευταξία
και την απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών. Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο
άρθρο 2 του π.δ. 538/1989 «Υποχρεώσεις και δικαιώματα
του αστυνομικού προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης (Α, 224), το οποίο
εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του παραπάνω νόμου , οι αστυνομικοί κατά την
εκτέλεση των καθηκόντων τους « 1. Ενεργούν με σύνεση, αυτοκυριαρχία,
σταθερότητα, αποφασιστικότητα, αμεροληψία, αντικειμενικότητα και αξιοπρέπεια.
2. Σέβονται και προστατεύουν τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών και κάθε
ατόμων που βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια. 3. Χρησιμοποιούν τα κατά το
δυνατόν ηπιότερα μέσα, αποφεύγοντας κάθε περιττή τραχύτητα, ενόχληση ή
αδικαιολόγητη φθορά ιδιοκτησίας. 4. Συμπεριφέρονται με λεπτότητα, σεμνότητα και
ευγένεια, επιδεικνύοντας πνεύμα μετριοπάθειας και επιείκειας. 5. Έχουν πάντοτε,
ως γνώμονα των ενεργειών τους την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας,
την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και τη διαφύλαξη των νομίμων
συμφερόντων των πολιτών». Εξάλλου, στο άρθρο 118 του π.δ/τος
141/1991 (ΦΕΚ 58 Α') «Αρμοδιότητες κλπ οργάνων Υπ. Δημόσιας Τάξης» ορίζεται
ότι: «1. Σε προστατευτική φύλαξη τίθενται πρόσωπα τα οποία, λόγω ηλικίας ή
ψυχικής ή πνευματικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται, είναι επικίνδυνα στη
δημόσια τάξη ή εκθέτουν τον εαυτόν τους σε κίνδυνο. 2. Σε προστατευτική φύλαξη
τίθενται, μέχρι την παράδοσή τους στους οικείους τους, ιδίως: α. Ανήλικοι, που
εκούσια ή ακούσια, έχουν εξαφανιστεί. β. Ψυχοπαθείς. γ. Μεθυσμένοι. 3. Η
προστατευτική φύλαξη δεν θεωρείται σύλληψη υπαγόμενη στις διατάξεις του κώδικα
Ποινικής Δικονομίας. 4. Τα πρόσωπα που τίθενται σε προστατευτική φύλαξη δεν
κλείνονται στο κρατητήριο, εκτός αν δεν μπορεί να αποτραπούν με άλλο τρόπο οι
κίνδυνοι που προκαλούν στον εαυτό τους ή τους άλλους. 5. Για τη θέση προσώπου
σε προστατευτική φύλαξη συντάσσεται έκθεση που υποβάλλεται στον Εισαγγελέα
πλημμελειοδικών και γίνεται σχετική εγγραφή στο βιβλίο. Αδικημάτων και
Συμβάντων. Στην έκθεση αναγράφονται εκτός των άλλων ο λόγος της προστατευτικής φύλαξης
και ο χρόνος έναρξης και λήξης αυτής», ενώ ,στο άρθρο 278 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας ορίζεται ότι: «1. ... 2. «Τα αρμόδια για τη σύλληψη όργανα ... δεν
πρέπει να μεταχειρίζονται βία παρά μόνο αν υπάρχει ανάγκη ...».
5. Επειδή, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων, οι οποίες αποβλέπουν όχι μόνο
στην προστασία του γενικού συμφέροντος, αλλά και στην προστασία των ατομικών
δικαιωμάτων των πολιτών, συνάγεται ότι οι αστυνομικές αρχές, οι οποίες έχουν ως
καθήκον τη διαφύλαξη της κοινωνικής γαλήνης και ηρεμίας, καθώς και την
προστασία των πολιτών και των δικαιωμάτων τους, οφείλουν να λαμβάνουν τα
αναγκαία και αποτελεσματικά μέτρα, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση της
αποστολής τους. Τα όργανα αυτά, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έχουν τη
διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν μεταξύ περισσοτέρων λύσεων την κατά την κρίση
τους ενδεικνυόμενη, η επιλογή τους, όμως, αυτή ελέγχεται ως προς την υπέρβαση
των άκρων ορίων ή την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας τους, εφόσον από τις
ενέργειες ή παραλείψεις τους επήλθε βλάβη στη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την
προσωπικότητα και τα λοιπά ατομικά δικαιώματα των διοικουμένων.
Ως εκ τούτου δε, η παραβίαση των διατάξεων αυτών από τα εν λόγω όργανα, με
πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας τους, μπορεί
να στοιχειοθετήσει, κατά τα προεκτεθέντα, υποχρέωση
του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του
Αστικού Κώδικος (πρβλ Σ.τ.Ε.
3919/2001).
6. Επειδή, εξάλλου, στην προκείμενη περίπτωση
, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων το απόσπασμα από το βιβλίο
συμβάντων της 16.2.2001 του Τμήματος Τροχαίας Αιγάλεω και τα από 28.7.2001 και
14.3.2002 πορίσματα Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (Ε.Δ.Ε)
που, κατόπιν σχετικής διαταγής, διενεργήθηκαν για το περιστατικό από τους
Αστυνόμους Α' του Τμήματος Τροχαίας της Ν. Ιωνίας .... αντίστοιχα, προκύπτουν
τα εξής: Στις 15-2-2001 και από ώρες 22.00 έως 06.00 το πρωί της επόμενης
ημέρας , είχε συγκροτηθεί συνεργείο ελέγχου οχημάτων στη ...στο Χαϊδάρι -
Αττικής και στο ρεύμα προς Κόρινθο, με σκοπό την αποτροπή τέλεσης αυτοσχέδιων
αγώνων και διενέργεια ελέγχων αλκοτέστ, αποτελούμενο από τον επικεφαλής αυτού ανθ/μο Στ. Στ.του Τμήματος
Τροχαίας (Τ.Τ) Αιγάλεω, τον αρχ/κα
Κ. Γ. και τους αστυφύλακες Μ. Ν.,Πρ. Αν. και Σ. Γ.
Περίπου στις 23.20' ο επικεφαλής ανθυπαστυνόμος σταμάτησε για τροχονομικό έλεγχο το με αριθμ. κυκλοφορίας ...... Ε.Δ.Χ. (ΤΑΞΙ), το οποίο οδηγούσε ο (ενάγων) , κατά τον
οποίο διαπιστώθηκε ότι οπίσθια πινακίδα κυκλοφορίας του προαναφερομένου
οχήματος ήταν δυσδιάκριτη και γι' αυτό βεβαιώθηκε σε βάρος του οδηγού του παράβαση
του άρθρου 90 του ν. 2696/99 (Κ.Ο.Κ.) που επέσυρε πρόστιμο ύψους δέκα χιλιάδων
(10.000) δραχμών. Ο ενάγων παρέλαβε την κλήση και αποχώρησε με το όχημα του από
τον τόπο του ελέγχου, όμως, αργότερα, περί την ώρα 01.10', όπως βεβαιώνεται από
τους αστυνομικούς που συγκροτούσαν το συνεργείο, αυτός οδηγώντας το παραπάνω Ε.Δ.Χ. όχημα, χωρίς συνεπιβάτες, το στάθμευσε έναντι της Λ.
Αθηνών 334 στο Χαϊδάρι στο ρεύμα προς Αθήνα ,διέσχισε βαδίζοντας το ρεύμα
κυκλοφορίας προς Αθήνα, πήδηξε πάνω από τα μεταλλικά κιγκλιδώματα της νησίδας
ασφαλείας και διασχίζοντας το άλλο ρεύμα πλησίασε προς τους αστυνομικούς, οι
οποίοι συνέχιζαν τους τροχονομικούς ελέγχους και
απευθυνόμενος προς τον Ανθ/μο Στ. είπε μεγαλοφώνως "βάλτε μου χειροπέδες, να με πάτε μέσα,
είμαι τρελαμένος, θα βρω το σπίτι σου και θα σου φέρω το παιδί μου να το
δεις". Εξαιτίας του ότι από την όλη συμπεριφορά του ενάγοντος υπήρχαν,
κατά την κρίση των αστυνομικών, ενδείξεις χρήσης oινoπvευματωδών
ποτών, κλήθηκε από τον ανθ/μο να υποβληθεί σε έλεγχο
μέθης, αλλά αυτός αρνήθηκε τον έλεγχο και έτρεξε στην μέση της Λ. Αθηνών
εκθέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό του καθώς και τους λοιπούς χρήστες της οδού και
μάλιστα κινδύνεψε να τον χτυπήσει ένα αυτοκίνητο που εκινείτο
τη στιγμή εκείνη προς Κόρινθο. Οι επόμενες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων
ήταν να τον οδηγήσουν έξω από τον δρόμο προκειμένου να τον επιβιβάσουν στο
περιπολικό αυτοκίνητο χρησιμοποιώντας την μυϊκή δύναμη των χεριών τους και να
τον μετέφεραν περί την 01.20 ώρα της 16-2-2001 στο κατάστημα του Τ. Τ. Αιγάλεω,
όπου δεσμεύτηκε με χειροπέδες στο αριστερό του χέρι από τον καναπέ, ο οποίος
βρισκόταν στον προθάλαμο του αξ/κου υπηρεσίας, ενώ,
όπως υποστηρίζουν τα αστυνομικά όργανα, αυτός κτυπούσε συνέχεια με τά χέρια του και τα πόδια του διάφορα έπιπλα (καρέκλες -
τραπέζια). Την ώρα 01.28' ο εκτελών χρέη αξ/κού
ατυχημάτων ανθ/μος Λ. Θ. προέβη σε μια πρώτη δοκιμασία
αλκοτέστ η οποία ήταν θετική σε ποσοστό αλκοόλ 0,98 mg/lit,
ενώ, δεδομένου ότι και ο δεύτερος έλεγχος αλκοτέστ στις 01.47 ώρα έδειξε 0,83 mg/lit αλκοόλ, βεβαιώθηκε νέα πταισματική
παράβαση του άρθρου 42 του ν. 2696/99 του Κ.Ο.Κ., για την οποία επιβλήθηκε
πρόστιμο σε βάρος του ενάγοντος ύψους 50.000 δρχ. Στη συνέχεια, και αφού πρώτα
διαπιστώθηκε από τα αστυνομικά όργανα ότι δεν εκκρεμούσαν σε βάρος του
ενάγοντος άλλες καταδικαστικές αποφάσεις και ούτε, άλλωστε, του απαγγέλθηκε
κάποια κατηγορία, αυτός αφέθηκε ελεύθερος στις 3:57 περίπου της 16ης.2.2001,
ενώ, ύστερα από όλα αυτά, ο ενάγων υπέβαλε αυθημερόν έγκληση κατά του ανθ/μου Στ. και του αρχ/κα Κ., η
οποία εκδικάστηκε από το Γ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Κατά τη
διαδικασία δε στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα ταυτάριθμα πρακτικά εξετάσθηκαν ως μάρτυρες ο ενάγων και η
αδελφή του, καθώς επίσης και ο αστυνομικός Θ.Λ.,
αξιωματικός υπηρεσίας κατά την προσαγωγή του ενάγοντος στο αστυνομικό τμήμα, ο
οποίος υποστήριξε ότι ο ενάγων δεν ήταν χτυπημένος όταν οι αστυνομικοί τον έφεραν
στο τμήμα και τον έδεσαν με χειροπέδες στον καναπέ, ο ίδιος ο ενάγων ήταν που γονατιστός
τραβούσε με το ένα του χέρι τον καναπέ και χτυπούσε το κεφάλι του στο τραπέζι,
ενώ οι συνάδελφοί του δεν τον άγγιξαν καθόλου. Παρά ταύτα όμως, το ποινικό
δικαστήριο με την 63836/2004 απόφασή του έκρινε ενόχους τους δύο
κατηγορούμενους για τα αδικήματα της απλής σωματικής βλάβης από κοινού και
επιπροσθέτως, τον δεύτερο και για το αδίκημα της εξύβρισης, καθώς δέχθηκε ότι
όλα ξεκίνησαν όταν ο εγκαλών (ήδη ενάγων) εκνευρίστηκε ζητώντας επίμονα από
τους αστυνομικούς να σβήσουν την κλήση και αυτοί, έχοντας υπόνοια ότι ο ενάγων
ήταν σε κατάσταση μέθης, του ζήτησαν να υποβληθεί σε αλκοτέστ και όταν αυτός
αρνήθηκε, οι κατηγορούμενοι αφού πρώτα έθεσαν χειροπέδες στον ενάγοντα, στη
συνέχεια τον έβαλαν βίαια στο περιπολικό και τόσο μέσα σ' αυτό όσο και κατά την
πορεία τους (πεζή) προς το αστυνομικό τμήμα τον χτύπησαν και οι δύο με μπουνιές
και κλωτσιές προκαλώντας του τις συγκεκριμένες κακώσεις , ενώ, εξάλλου,
απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό των κατηγορούμενων ότι ο ενάγων
αυτοτραυματίστηκε μέσα στο αστυνομικό τμήμα, με το σκεπτικό ότι δεν ήταν λογικό
τα χτυπήματα που προκλήθηκαν στον οφθαλμό του ενάγοντος , να έγιναν από τον
ίδιο κατά τη διάρκεια κράτησής του μέσα στο αστυνομικό τμήμα. Κατά της απόφασης
αυτής ασκήθηκαν εφέσεις από τους καταδικασθέντες αστυνομικούς, οι οποίες όμως
με τις αρ. 1427 και 1428/31.10.2005 διατάξεις του Εισαγγελέα Εφετών Αθήνας τέθηκαν
στο αρχείο και διατάχθηκε η μη εκτέλεση της προαναφερόμενης καταδικαστικής
απόφασης, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 1 και 2 του
ν.3346/2005. Αντιθέτως, σύμφωνα με τα πορίσματα των αστυνομικών που διενήργησαν
την ΕΔΕ, δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα των καταγγελιών
του ενάγοντος σε βάρος των αστυνομικών οργάνων για τις συγκεκριμένες πράξεις
που τους αποδίδει, καθότι η συμπεριφορά των αστυνομικών ήταν άψογη, ο δε ενάγων
τους φώναζε και τους έβριζε, ενώ, όσον αφορά στις σωματικές κακώσεις που
αναφέρονται στην ιατροδικαστική έκθεση, προκλήθηκαν προφανώς, σύμφωνα με τα
πορίσματα, στη Λ. Αθηνών όπου κατεβλήθηκε μεγάλη
προσπάθεια εκ μέρους των αστυνομικών προκειμένου να επιβιβάσουν τον ιδιώτη στο
περιπολικό για να τον μεταφέρουν στο Τ.Τ.Αιγάλεω,
καθώς και στο αστυνομικό τμήμα, όπου τα όργανα χρησιμοποίησαν την απολύτως
αναγκαία μυική δύναμη που απαιτείται προκειμένου να
συγκρατήσουν τον ενάγοντα, ο οποίος χτυπούσε με τα χέρια του και κλωτσούσε με
τα πόδια του τα διάφορα έπιπλα (καρέκλες -τραπέζια) που υπήρχαν εκεί,
αντιδρώντας με αυτόν τον τρόπο στη δέσμευσή του. Στα πλαίσια δε της ΕΔΕ, κλήθηκαν και κατέθεσαν ως μάρτυρες: 1. Ο αρχ/κας ..., ο οποίος σχετικά με την προέλευση των
τραυματισμών του ενάγοντος, ισχυρίστηκε ότι αυτός και οι άλλοι αστυνομικοί
έκαναν χρήση της μυϊκής τους δύναμης για να μεταφέρουν τον ενάγοντα στο
περιπολικό και από εκεί στο αστυνομικό τμήμα όπου και δεσμεύτηκε με χειροπέδες
στον προθάλαμο του αξιωματικού υπηρεσίας, ύστερα δε από αυτό ο ενάγων άρχισε να
χτυπάει με δύναμη τα χέρια του και το κεφάλι του στον καναπέ, στις πόρτες και
στο δάπεδο, 2. Η αδελφή του ενάγοντος, η οποία κατέθεσε ότι την 16.2.2001 και
ώρα 1:00 άφησε μόνο τον αδελφό της στο σημείο όπου οι αστυνομικοί έκαναν τον
έλεγχο προκειμένου να τους παρακαλέσει να σβήσουν την παράβαση που πρωτύτερα
είχαν βεβαιώσει σε βάρος του, την επόμενη δε ημέρα ήρθε ο αδελφός της στο σπίτι
της με εμφανή σημάδια από χτυπήματα στο αριστερό του μάτι, με γύψο στο αριστερό
του χέρι και μώλωπες στα πόδια και την κοιλιακή χώρα και 3. Ο κουνιάδος του
ενάγοντος και σύζυγος της προαναφερόμενης, ο οποίος κατέθεσε σε γενικές γραμμές
τα ίδια με τη σύζυγό του.
7. Επειδή, εξάλλου, προκειμένου να διερευνηθεί
η βασιμότητα της έγκλησης του ενάγοντος η οποία, κατά τα προαναφερόμενα, οδήγησε
στην παραπομπή των εμπλεκόμενων αστυνομικών σε δίκη, είχε διαταχθεί από την
Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, η ιατροδικαστική εξέταση του ενάγοντος , προς
τούτο δε, ο ενάγων εξετάστηκε από την ιατροδικαστή κ. ... και σύμφωνα με την
αρ. πρωτ.296/23.2.2001 ιατροδικαστική έκθεσή της « Α. Από την αντικειμενική
εξέταση (του ενάγοντος) διαπιστώθηκαν τα εξής : α) Εκχυμωτικός
μώλωπας μεγαλυτέρας διαμέτρου 1 εκ. περίπου και πέριξ
αυτού , ερυθρότητα μεγαλυτέρας διαμέτρου 3 εκ. περίπου
στη δεξιά βρεγματική χώρα, β) εκχύμωση αριστερού άνω βλεφάρου, γ) εκχύμωση αριστεράς
κογχικής χώρας, δ) υπόσφαγμα
αριστερού οφθαλμού, ε) διάσπαρτες μικροεκχυμώσεις
κυκλικού σχήματος στην πλάγια και πρόσθια τραχηλική χώρα αριστερά, στ) εκχυματικός μώλωπας με συνοδό οίδημα μεγαλυτέρας
διαμέτρου 3 εκ. περίπου σε αμφότερες τις αγκωνιαίες
χώρες και η) ταινιοειδής εκδορά εκτάσεως 6Χ3 εκ. στην πρόσθια κνημιαία χώρα αριστερά. Β. Έφερε γυψονάρθηκα
στο αριστερό αντιβράχιο. Αιτιάται διά ναυτία και έμετο. Γ. ... Δ. Οι ως άνω κακώσεις είναι διάσπαρτες και
παρέχουν την εντύπωση ότι έχουν προκληθεί ή διά
χειρών ή με πρόσκρουση των σώματος σε ανένδοτη επιφάνεια . Ε.- Εκ των κακώσεων
αυτών ο ανωτέρω θέλει νοσήσει και απόσχει της εργασίας του επί (20) ) είκοσι ημέρες
περίπου, χρόνος ενδεικτικά προβλεπόμενος, εκτός επιπλοκής τινός ή υστερογενούς
βλάβης ». Επίσης, ο ενάγων εξετάστηκε στο Νευροχειρουργικό
Τμήμα του νοσοκομείου «ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ -MΠENAΚΙO ΕΕΣ » στις 16-2-2001,
σύμφωνα δε με το αρ. 5793/19.2.2001 εκδοθέν ιατρικό πιστοποιητικό «προσήλθε (ο
ενάγων) στα εξωτερικά ιατρεία εφημερίας για αναφερόμενη κάκωση κεφαλής χωρίς
απώλεια συνειδήσεως. Η αντικειμενική νευρολογική εξέταση και ο ακτινολογικός
έλεγχος ήταν αρνητικός για Ν /Χ ευρήματα», ενώ, εξάλλου, για την εξέτασή του
στο Α' Ορθοπεδικό Τμήμα του ίδιου Νοσοκομείου, εκδόθηκε το αρ.πρωτ.5869/20.2.2001
ιατρικό πιστοποιητικό, σύμφωνα με το οποίο: «(ο ενάγων) εξετάσθηκε στα
εξωτερικά ιατρεία της Ορθοπεδικής Κλινικής στις 16.2.2001, κατόπιν αναφερόμενου
ξυλοδαρμού, παρουσιάζων κάκωση αριστεράς πηχεοκαρπικής
με ευαισθησία στην ανατομική ταμβακοθήκη, κάκωση
αριστεράς κνήμης, αριστερού αγκώνα και αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης. Ο
ασθενής αρνήθηκε ακτινολογικό αριστερού αγκώνα. Ετέθη γυψινάρθηκας
σκαφοειδούς, εδόθηκαν οδηγίες και συνεστήθη
αναρρωτική άδεια για δύο εβδομάδες ... Ο ασθενής επανεξετάσθηκε στις
20-2-2001. Κατά την κλινική εξέταση διαπιστώθηκε αιμάτωμα και ευαισθησία στον
έσω πλάγιο σύνδεσμο του αριστερού αγκώνα. Έγινε ακτινολογικός έλεγχος ο οποίος
ήταν αρνητικός για κάταγμα. Ετέθη γυψονάρθηκας βραχιοπηχεοκαρπικός
». Ακόμη, ο ενάγων την ίδια ημέρα εξετάστηκε και στο Β' Οφθαλμολογικό Τμήμα του
ίδιου νοσοκομείου, σχετικώς δε εκδόθηκε το αρ. πρωτ.5870/ 20-2-2001
πιστοποιητικό, σύμφωνα με το οποίο από την κλινική εξέτασή του «
ανευρέθησαν
εκχυμώσεις στα βλέφαρα του αριστερού οφθαλμού. Η όραση στον αριστερό οφθαλμό
ήταν 7+/10 (δεξιός οφθαλμός 10/1Ο). Η ενδοφθάλμιος
πίεση ήταν και στους δύο οφθαλμούς 16 mmΗg. Κατά την
εξέταση στην σχισμοειδή λυχνία ανευρέθη
υπόσφαγμα στον αριστερό οφθαλμό κροταφικά και στικτή
απόπτωση. Η κινητικότητα τα αντανακλαστικά ήταν φυσιολογικά ,στην δε
βυθοσκόπηση δεν υπήρξαν ευρύματα.
8. Επειδή, για τις προκληθείσες
κακώσεις του, ο ενάγων θεωρεί ως αποκλειστικά υπεύθυνο το εναγόμενο Ελληνικό
Δημόσιο, αφού αυτός προήλθε συνεπεία του ξυλοδαρμού του από όργανά του, τον
οποίο αυτά διέπραξαν κατά την μεταφορά του με το περιπολικό στο αστυνομικό
τμήμα, ενώ δηλαδή αυτά βρίσκονταν σε διατεταγμένη υπηρεσία και ενεργούσαν ως
φορείς δημόσιας εξουσίας. Πέραν δε τούτου, ο ενάγων υποστηρίζει ότι προσβλήθηκε
βάναυσα και η προσωπικότητά του, αφού, πέραν του ότι εξυβρίστηκε βαρέως από τα
αστυνομικά όργανα κατά τη στιγμή της σύλληψής του και την μεταφορά του στο
αστυνομικό τμήμα, κατά τη διάρκεια της πολύωρης και παράνομης, όπως
ισχυρίζεται, κράτησής του σ' αυτό, στερήθηκε ακόμη και της δυνατότητας
επικοινωνίας με οικείους του ή με δικηγόρο, ενώ, εξάλλου και ο τρόπος που έγινε
η κράτηση (με χειροπέδες σε χώρο εντός του αστυνομικού τμήματος και σε κοινή θέα
αστυνομικών και πολιτών), ήταν εξευτελιστικός γι' αυτόν, αφού έγινε σαν να
επρόκειτο για κάποιον σοβαρό εγκληματία. Προς απόδειξη δε των όσων υποστηρίζει,
επικαλείται την απόφαση του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που
καταδίκασε τους αστυνομικούς, καθώς και όλες τις εξετάσεις του που έγιναν στα
προαναφερόμενα Νοσοκομεία, ενώ, επιπλέον, προσκόμισε και σχετικό φωτογραφικό
υλικό, όπου απεικονίζονται διάφορες κακώσεις στην κνήμη και στον οφθαλμό του
ενάγοντος.
9. Επειδή, αντιθέτως, το εναγόμενο, με το
υπόμνημά του προβάλλει, ότι όπως προκύπτει ειδικότερα από το υπ' αρ. πρωτ. 6004/15/60-ια/14-6-2004 έγγραφο του Τμήματος Τροχαίας
Αιγάλεω, τη διενεργηθείσα έκθεση ένορκης διοικητικής εξέτασης που έκρινε ως μη ελεγκτέους πειθαρχικά τους εναγόμενους αστυνομικούς, τις
καταθέσεις των εμπλεκομένων στο αναφερόμενο στην αγωγή συμβάν και ιδίως τις από
12-6-2001 μαρτυρικές καταθέσεις, που ελήφθησαν στα πλαίσια της ΕΔΕ, των αυτοπτών μαρτύρων, καθώς
και την 22592/2001 απόφαση του Πταισματοδικείου Αιγάλεω, με την οποία ο ενάγων,
καταδικάστηκε για την οδήγηση, στις 15-2-2001, υπό την επήρεια αλκοόλ, η
συμπεριφορά των αστυνομικών ήταν άψογη τόσο κατά τη διάρκεια του τροχονομικού ελέγχου, όσο και μετά από αυτόν, καθώς και
κατά τη διάρκεια της προσωρινής κράτησής του ενάγοντος στο αστυνομικό τμήμα, η
οποία έγινε κατ' εφαρμογή των διατάξεων περί προστατευτικής φύλαξης (άρθρο 118
του πδ/τος 141/91) προκειμένου να προληφθεί
συμπεριφορά επικίνδυνη για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα, τόσο του ιδίου,
όσο και τρίτων προσώπων. Υποστηρίζει δε το εναγόμενο ότι αποκλειστική
υπαιτιότητα για το συμβάν έχει ο ενάγων, ο οποίος , όπως προκύπτει από τις
μαρτυρικές καταθέσεις που ελήφθησαν στα στάδιο της ΕΔΕ,
ήταν μεθυσμένος (θετικός και τις δύο μετρήσεις 98mg/% στην πρώτη και 83mg/% στη
δεύτερη), ενώ, εξάλλου, από τις καταθέσεις των αλλοδαπών, αλλά και των λοιπών
αστυνομικών, προκύπτει ότι ο ενάγων, ο οποίος λόγω της μέθης, ήταν σε έξαλλη
κατάσταση, ευθύνεται αποκλειστικά ο ίδιος για τους μώλωπες και τα χτυπήματα που
υπήρχαν στο σώμα του, τούτο άλλωστε επιβεβαιώνουν όλες οι μαρτυρικές καταθέσεις
και ιδίως οι καταθέσεις των αλλοδαπών, από τις οποίες προκύπτει ότι ο ενάγων
κατά τη διάρκεια της κράτησής του στο αστυνομικό τμήμα έπεφτε κάτω και χτυπούσε
τα έπιπλα. Επικουρικώς δε, υποστηρίζει, ότι σε περίπτωση που αποδειχθεί συμπεριφορά
των αστυνομικών για σωματική βλάβη, από δόλο, τότε το ίδιο δεν ευθύνεται για
αυτή, διότι η συμπεριφορά αυτή δεν συνδέεται με την άσκηση της ανατειθέμενης σ' αυτούς δημόσιας υπηρεσίας.
10. Επειδή, από την εκτίμηση των στοιχείων του
φακέλου, στα οποία περιλαμβάνονται οι καταθέσεις των μαρτύρων κατά τη
διαδικασία ενώπιον του Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και στο πλαίσιο
διεξαγωγής της ΕΔΕ, προκύπτουν, κατά την κρίση του
Δικαστηρίου, τα εξής: α) ότι ο τραυματισμός και οι εν γένει κακώσεις του
ενάγοντος προκλήθηκαν συνεπεία των χτυπημάτων που δέχθηκε από τους αστυνομικούς
κατά τη διαδικασία μεταφοράς του με το περιπολικό στο αστυνομικό τμήμα, πράγμα
που συνάγεται από το είδος των τραυματισμών του και ειδικώς αυτού στον οφθαλμό,
αφού είναι απίθανο, κατά την κοινή πείρα, όπως άλλωστε δέχθηκε και το ποινικό
δικαστήριο που καταδίκασε τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς, ένας τέτοιος
τραυματισμός να έχει προκληθεί από τον ίδιο τον παθόντα κατά τη διάρκεια της
κράτησής του με χειροπέδες ,όπως διατείνεται το εναγόμενο. Ως εκ τούτου δεν
ευσταθούν τα όσα περί άψογης συμπεριφοράς των αστυνομικών υποστηρίζει το
εναγόμενο, ενώ, αλυσιτελώς γίνεται από αυτό επίκληση της μαρτυρίας των
................., οι οποίοι κάνουν λόγο για άψογη συμπεριφορά των αστυνομικών,
αφού δεν προβάλλεται ότι ο συγκεκριμένος τραυματισμός προκλήθηκε εντός του
αστυνομικού τμήματος, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη μεταφορά του σ' αυτό,
ούτε, άλλωστε, οι παραπάνω μάρτυρες βεβαιώνουν ότι ο ενάγων δεν ήταν χτυπημένος
όταν μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα, β) Ότι, με τις ενέργειές τους αυτές, οι
οποίες προκάλεσαν στον ενάγοντα τις συγκεκριμένες σωματικές κακώσεις, οι
αστυνομικοί παραβίασαν τα ιδιαίτερα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους που
απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 1481/1984, καθότι η
συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν ήταν αναγκαία ως μέτρο, προκειμένου να επιτευχθεί
η επιδιωκόμενη σύλληψη και μεταφορά του ενάγοντος στο αστυνομικό τμήμα ή να
προληφθεί επικίνδυνη συμπεριφορά του ενάγοντος έναντι τόσο του ιδίου, όσο και
έναντι τρίτων προσώπων, όπως υποστηρίζει το εναγόμενο, ενώ, εξάλλου, τέτοιες
ενέργειες δεν δικαιολογούνται ακόμη και στην περίπτωση που ο ενάγων είχε
προηγουμένως προκαλέσει ή εξυβρίσει τους αστυνομικούς και γ) ότι τον τραυματισμό
του ενάγοντος προξένησαν οι παραπάνω αστυνομικοί, κατά το χρόνο εκτέλεσης της
ανατιθέμενης σε αυτά δημόσιας υπηρεσίας (του αστυνομικού) και σε άμεση
εσωτερική συνάφεια με την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που η υπηρεσία αυτή
συνιστά, πράγμα που σημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, την αντικειμενική ευθύνη
για τον τραυματισμό του ενάγοντος φέρει το εναγόμενο, χωρίς σ' αυτό να ασκεί
επιρροή ενδεχόμενο προσωπικό πταίσμα (δόλος) των οργάνων του και τούτο, στο
μέτρο που δεν προκύπτει από κάπου ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες των
αστυνομικών είχαν ως σκοπό όχι την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, αλλά την εξυπηρέτηση
των προσωπικών του συμφερόντων ή την επίλυση κάποιας προσωπικής τους διαφοράς.
Συνεπώς, οι ενέργειες αυτές συνιστούν παρανομία κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, για την οποία αποκλειστική υπαιτιότητα έχουν τα
όργανα του εναγόμενου, ενόψει δε και του ότι συντρέχουν και οι λοιπές
προϋποθέσεις του άρθρου αυτού (ζημία και πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ
πράξης και ζημίας), δημιουργείται ,κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αστική
ευθύνη του εναγομένου προς αποζημίωση του ενάγοντος για τη ζημία, την οποία
υπέστη, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού του ως βάσιμου, ενώ, όσα περί του
αντιθέτου προβάλλονται από το εναγόμενο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
11. Επειδή, περαιτέρω, αναφορικά με τη ζημία
που υπέστη ο ενάγων από τις παραπάνω παράνομες ενέργειες των οργάνων του
εναγόμενου Δημοσίου, αυτός, αυτός υποστηρίζει ότι ενόψει των συγκεκριμένων
κακώσεων που υπέστη, δεν μπόρεσε για πενήντα τέσσερις ημέρες να ασκήσει το
επάγγελμά του (οδηγός ταξί) και δεδομένου ότι αποκόμιζε για κάθε ημέρα εργασίας
του το ποσό των 73,37 ευρώ, ζητά ως αποζημίωση 3.961,98 ευρώ το οποίο απώλεσε
σχετικά (54 Χ 73,37 = 3.961,98 ), ενώ, προς απόδειξη των σχετικών ισχυρισμών
του, επικαλείται την αρ. 53/12.2.2009 ένορκη βεβαίωση του ... ενώπιον της
Ειρηνοδίκη Καλαμάτας, για τη λήψη της οποίας κλήθηκε το εναγόμενο να παραστεί
(βλ. την αρ. 2979Ε/4.2.2009 έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας ..., περί
επίδοσης στο εναγόμενο της από 2.2.2009 εξώδικης γνωστοποίησης μαρτύρων), με
την οποία ο παραπάνω, επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του ενάγοντος. Με δεδομένο
αυτό και λαμβανομένου επίσης υπόψη του πρωτ.5870/ 20-2-2001 πιστοποιητικού του
Β Οφθαλμολογικού Τμήματος του «ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ -MΠENAΚΙO ΕΕΣ», σύμφωνα με το
οποίο, λόγω των συγκεκριμένων κακώσεών του ο ενάγων θα απόσχει από την εργασία
του για είκοσι ημέρες (20) περίπου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων
αναγκάστηκε, για την προαναφερόμενη αιτία, να απόσχει από την εργασία του για
είκοσι ημέρες, για την καθεμία δε από αυτές έχασε 73,37 ευρώ, όπως το ποσό αυτό
προκύπτει από την παραπάνω ένορκη βεβαίωση και συνεπώς πρέπει να του
επιδικαστεί το συνολικό ποσό των 1.467,40 ευρώ (20 Χ 73,37) ως απώλεια
εισοδήματος, κατά την εν μέρει σχετική αξίωσή του και να απορριφθούν ως αβάσιμα
όσα περί αοριστίας του σχετικού κονδυλίου προβάλλονται από το εναγόμενο
Δημόσιο.
12. Επειδή, τέλος, ζητείται από τον ενάγοντα
το ποσό των 20.000 ευρώ για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία
υποστηρίζει ότι υπέστη συνεπεία των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων των οργάνων του
εναγόμενου, καθότι από αυτές προκλήθηκε σοβαρότατος τραυματισμός της υγείας του
και προσβολή της ελευθερίας, της τιμής και της υπόληψής του καθώς και ηθική
ταλαιπωρία του και όλα δε αυτά με δεδομένο ότι είναι ηλικίας σαράντα εννέα
ετών, οικογενειάρχης και δεν είχε δώσει πριν την ελάχιστη αφορμή. Στην
προκείμενη περίπτωση, ενόψει των όσων έγιναν δεκτά παραπάνω, προκύπτει ότι ο ενάγων
υπέστη πράγματι ηθική βλάβη, όπως βασίμως ισχυρίζεται, καθώς από τις ενέργειες
των οργάνων του εναγόμενου προσβλήθηκε η τιμή, η υπόληψη και η σωματική του
ακεραιότητα, ενώ, εξάλλου, υποβλήθηκε σε ψυχική και σωματική ταλαιπωρία για να
αποκαταστήσει τις κακώσεις που του δημιουργήθηκαν και επομένως, με δεδομένα
αυτά και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, τις συνθήκες τέλεσης και τη βαρύτητα της αδικοπραξίας
των αστυνομικών οργάνων, την έλλειψη συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, τις
στερήσεις στις οποίες αυτός ευλόγως υποβλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα της
αποθεραπείας του, την ηλικία του, την οικογενειακή και κοινωνική του κατάσταση,
το Δικαστήριο κρίνει, ότι ο ενάγων δικαιούται, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση,
το ποσό των 15.000 ευρώ, κατά τη μερικώς βάσιμη σχετική αξίωσή του
13. Επειδή, κατ' ακολουθίαν,
στον ενάγοντα οφείλονται συνολικά 16.467,40 ευρώ (1.467,40 + 15.000), το ποσό δε
αυτό πρέπει το εναγόμενο να του το καταβάλει εντόκως από την επίδοση προς αυτό
της κρινόμενης αγωγής, δηλαδή από τις 3.3.2004, καθότι την προηγούμενη κοινοποιήθηκε
στο εναγόμενο, με επιμέλεια του ενάγοντος, αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής (βλ.
την αρ. 5502Δ/2.3.2004 σχετική έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του
Πρωτοδικείου Αθηνών ...) και με βάση το γενικώς εκάστοτε ισχύον επιτόκιο του
τόκου υπερημερίας (ΣτΕ 1663/2009 (Ολομ.),
802/2007, 3651/2002, πρβλ. ΣτΕ 2807/2002 Ολομ.). Όμως, το αίτημα του ενάγοντος να κηρυχθεί η απόφαση
προσωρινώς εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι δεν επικαλείται ότι
συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι ούτε ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα
επιφέρει σε αυτόν ανεπανόρθωτη βλάβη, σύμφωνα με το άρθρο 80 παρ. 3 του Κ.Διοικ.Δικ. Τέλος, ενόψει της εν μέρει νίκης και εν μέρει
ήττας των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το
δικαστικό ένσημο, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους (άρθρο 275 παρ.1 εδάφιο
τρίτο του Κ.Διοικ.Δικ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αγωγή κατά το μέρος που
στρέφεται κατά των Γ. Κ. και Σ. Στ. (δεύτερου και τρίτου εναγόμενου).
Δέχεται εν μέρει την αγωγή, κατά τα λοιπά.
Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να
καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα έξι χιλιάδων τετρακοσίων
εξήντα επτά ευρώ και σαράντα λεπτών (16.467,40 ευρώ), με το γενικώς εκάστοτε ισχύον
επιτόκιο του τόκου υπερημερίας από την επίδοση προς αυτό της κρινόμενης αγωγής και
μέχρι την εξόφληση.
Απορρίπτει το αίτημα του ενάγοντος να κηρυχθεί
η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των
διαδίκων.