ΔΠρΑΘ 12204/2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εκχώρηση απαίτησης στο ΤΣΜΕΔΕ -.
Σε περίπτωση εκχώρησης στο ΤΣΜΕΔΕ κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 915/1979 και
του π.δ/τος 126/1981, απαίτησης αναδόχου από την
εκτέλεση σύμβασης που δεν πληρεί τις προϋποθέσεις για
το χαρακτηρισμό της ως διοικητικής σύμβασης, η διαφορά που αναφύεται με την εκ
μέρους του ΤΣΜΕΔΕ επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης,
κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, σε βάρος του εργολάβου
για την αναγκαστική είσπραξη της εκχωρηθείσας σ'αυτό
απαίτησης είναι ιδιωτική διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών
δικαστηρίων.
ΚΕΙΜΕΝΟ
... 1. Επειδή, η κρινόμενη υπόθεση, εισάγεται νομίμως προς συζήτηση,
κατόπιν της 7663/2008 προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου με την
οποία διατάχθηκε η συμπλήρωση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου. Ήδη, με
την κρινόμενη ανακοπή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή
παραβόλου { άρθρο 304 του π.δ. 410/1995 (Α 23) και 28
παρ.4 του ν.2579/1998(Α31)} ζητείται, καθ' ερμηνεία του δικογράφου, η
ακύρωση των 256/Συν.5311/3.4.2006 και 259/Συν.5311/3.4.2006 αποφάσεων του
Διοικητικού του Συμβουλίου του καθού Ταμείου, με τις
οποίες βεβαιώθηκαν ως έσοδά του, κατ' άρθρο 13 του ν.915/1979,
αντιστοίχως, τα ποσά των 40.957,79 ευρώ και 250.790 ευρώ, που αφορούν
εκχωρηθείσες προς το εν λόγω Ταμείο απαιτήσεις των εταιριών «.................»
και «......... Ε.Ε.» (ήδη «............. Ε.Ε») έναντι
του ανακόπτοντος δήμου από την εκτέλεση σύμβασης εκπόνησης μελέτης. Τα ως άνω
βεβαιωθέντα ποσά κλήθηκε ο ανακόπτων δήμος να καταβάλει με τις υπ' αριθμ. πρωτ.47634/28.6.2006 και 47635/28.6.2006 ατομικές ειδοποιήσεις
του καθ' ού Ταμείου.
2. Επειδή, κατά τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 217
παρ.1, 219 παρ.2 και 223 του κυρωθέντα με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (
Α-97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, άσκηση παρέμβασης επιτρέπεται μόνο στις
περιπτώσεις που η ανακοπή στρέφεται είτε κατά της έκθεσης πλειστηριασμού είτε
κατά του πίνακα κατάταξης και μόνο από τα ρητώς προσδιοριζόμενα στην διάταξη
του άρθρου 223 πρόσωπα, προς τα οποία γίνονται οι αναφερόμενες στο άρθρο 219
παρ.2 κοινοποιήσεις. Ενόψει αυτού, η ασκηθείσα από τις εταιρίες
«..................» και «.................» παρέμβαση με κατάθεση σχετικού
δικογράφου στις 11.4.2007 (ΑΚΔ3197/2007) είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
3. Επειδή, στο άρθρο 94 (παρ.1 και 2) του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά
την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ' Αναθεωρητικής
Βουλής ( Α 85), ορίζεται: «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά
διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με
την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά
δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας
δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει.». Εξάλλου, με το άρθρο 1 (παρ.2 περ. ια) του ν. 1406/1983 (Α 182) υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των
τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ άλλων,
οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά στην
είσπραξη των δημοσίων εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α90).
Περαιτέρω, ο προαναφερθείς Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας προβλέπει στο άρθρο
216 ότι: «Στις υπό τον ΠΡΩΤΟ ΤΙΤΛΟ, ρυθμίσεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ τούτου υπάγονται οι
διαφορές που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.),
είσπραξη των δημόσιων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις
ιδιωτικού δικαίου.» και στο μνημονευθέν πιο πάνω άρθρο 217 (παρ.1) ότι :
«Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διοικητικής
εκτέλεσης και ιδίως κατά α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β)
της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης
πλειστηριασμού και ε) του πίνακα κατάταξης.». Τέλος, το προαναφερθέν ν.δ. 365/1974 «Περί Κώδικος
Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» ( Α 90) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Η είσπραξις των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται
κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος. 2
» και
στο άρθρο 2 ότι: ««1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων
ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία, ... ενεργείται δε δυνάμει νομίμου τίτλου.
2.Νόμιμος τίτλος είναι : α) η κατά τους κειμένους
νόμους βεβαίωσις και ο υπό των διοικητικών ή άλλων
αρμοδίων αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και
της αιτίας δι' ην οφείλεται, β) ...».
4. Επειδή, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων που παρατίθενται
στην προηγούμενη σκέψη, συνάγεται ότι οι διαφορές που γεννώνται κατά τη
διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι διοικητικές μεν, αν η υποκείμενη
σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος του άρθρου 2 παρ.2 του ΚΕΔΕ και που αποτελεί το θεμέλιο της εκτέλεσης, είναι σχέση
δημοσίου δικαίου, ιδιωτικές δε αν η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο εν
λόγω τίτλος, είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου (πρβλ. ΑΕΔ
14/2003, 5/2003,81/2002, 23/1999, 18/1993).
5. Επειδή, εξάλλου, με τις διατάξεις του προπαρατεθέντος
άρθρου 94 παρ.1 του Συντάγματος και του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ι. του ως άνω ν.
1406/1983, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως
διοικητικές διαφορές ουσίας, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή
της νομοθεσίας περί διοικητικών συμβάσεων ήτοι οι διαφορές που ανάγονται στο
κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση διοικητικής σύμβασης καθώς και σε
οποιαδήποτε παρεπόμενη αξίωση της συμβάσεως αυτής. Κατά τα παγίως κριθέντα, η
σύμβαση είναι διοικητική εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα
συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου β) με την
σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει
αναγάγει σε δημόσιο σκοπό και γ) το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου
δικαίου είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την σύμβαση είτε
βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν
περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, χάριν
του εν λόγω σκοπού σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου, ήτοι σε
θέση μη προσιδιάζουσα στο συμβατικό δεσμό που συνάπτεται δυνάμει των διατάξεων
του ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 12/2007, 10 και 14/2003,
3/1999, 15/1992, ΣτΕ 1031/1995 Ολομ.
1886/1996, 4164/1997, 2045/1999, 1799/2003, 962/2008 1460/2009). Εξάλλου, από
τη σύμβαση περί εκπόνησης μελέτης, διεπόμενης από το ν.716/1977 ««Περί μητρώου
μελετητών και αναθέσεως και εκπονήσεως μελετών» (Α 295) δημιουργείται διοικητική
διαφορά εμπίπτουσα στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μόνο όταν αυτή
αφορά σε έργο το οποίο προορίζεται να εξυπηρετεί έναν υπό του Δημοσίου ή του
νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό, σε αντίθετη δε
περίπτωση η διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 17/1992).
6. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 16 του ν.915/1979 «Περί Τροποποιήσεως
και συμπληρώσεως της «περί Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων» νομοθεσίας» (Α 103) ορίζεται ότι: « Το πρωτον και το δεύτερον εδαφιον
της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 2724/1953
αντικαθίσταται ως εξής: « Αι κατά το εδαφιον
ε τη παραγράφου 1 του αρθρου 8 του ΑΝ 2326/1940 προβλεπόμεναι προεξοφλήσεις πιστοποιήσεων πληρωμής
εργολάβων, μετόχων του Ταμείου, προερχόμεναι εκ της
υπ' αυτών εκτελέσεως έργων ή προμηθειών του Δημοσίου, Δημων,
...καταρτίζονται εγγράφως... Δια προεδρικού διατάγματος... καθορίζεται ο τρόπος
και οι προϋποθέσεις εκχωρήσεως προς το Ταμείο του αντιτίμου της εργολαβίας, ο
τρόπος καταβολής μέρους ή ολοκλήρου της προεξοφλούμενης απαιτήσεως, το ποσοστόν της προμηθείας του Ταμείου,... ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εφαρμογήν
των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου». Κατ' επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής
διάταξης εκδόθηκε το π.δ. 126/1981 «Περί
προεξοφλήσεως παρά του ΤΣΜΕΔΕ εις εργολήπτας-
μετόχους αυτού, πιστοποιηθέντων υπέρ αυτών
λογαριασμών, εκ της εκτελέσεως Δημοσίων Έργων ή Προμηθειών» (Α 37) το οποίο
ορίζει στο άρθρο 1 ότι: « Οι μέτοχοι προκειμένου να τύχουν παρά του Ταμείου
προεξοφλήσεως απαιτήσεως των, προερχόμενης εκ της υπ' αυτών εκτελέσεως έργων ή προμηθειών του Δημοσίου, Δήμων, ... οφείλουν να εκχωρήσουν προς τούτο την τοιαύτην
απαίτησιν των, δι' υπογραφής ιδιωτικού συμφωνητικού
μεταξύ του μετόχου και του νομίμου εκπροσώπου του ταμείου. Κατά την υπογραφήν της συμβάσεως εκχωρήσεως, ο μέτοχος ... παραγγέλει δε εις τον οφειλέτην
όπως το εκχωρούμενον ποσόν καταβάλη
εις το Ταμείον. Η σύμβασις
εκχωρήσεως αναγγέλλεται νομίμως, εις τον οφειλέτην
δια κοινοποιήσεως προς αυτόν ...». Εξάλλου, στο άρθρο 13 του ίδιου
ως άνω ν. 915/1979 ορίζεται ότι: «πάσα απαίτησις του
Ταμείου εξ' οιασδήποτε αιτίας προερχόμενη μετά των προσθέτων
επιβαρύνσεων, εισπράττεται βάσει των δικονομικών διατάξεων της εκάστοτε
ισχυούσης για την αναγκαστική είσπραξη των δημοσίων εσόδων, νομοθεσίας ... Τίτλον δια την τοιαύτην
αναγκαστικήν είσπραξην
αποτελεί απόφασις του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΣΜΕΔΕ καθορίζουσα το εισπρακτέο ποσό εκ καθυστερούμενων εν
γένει απαιτήσεων και πρόσθετων επιβαρύνσεων, την αιτία της οφειλής ως και την
περίοδο εις ην ανάγεται αύτη ...».
7. Επειδή, από τα γενόμενα ερμηνευτικώς δεκτά στην 4η και την 5η σκέψη,
σε συνδυασμό και με τις παρατεθείσες στην προηγούμενη
σκέψη διατάξεις συνάγεται, ότι σε περίπτωση εκχώρησης στο ΤΣΜΕΔΕ,
κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν.915/1979 και του π.δ
126/1981, απαίτησης αναδόχου από την εκτέλεση σύμβασης, η οποία δεν πληρεί τις μνημονευθείσες πιο πάνω προϋποθέσεις για το
χαρακτηρισμό της ως διοικητικής σύμβασης, η διαφορά που αναφύεται με την, εκ
μέρους του ΤΣΜΕΔΕ, επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά
τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, σε βάρος του εργολάβου, για
την αναγκαστική είσπραξη της εκχωρηθείσας σ' αυτό, απαίτησης, είναι ιδιωτική
διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Και τούτο διότι,
στην περίπτωση αυτή, η υποκείμενη σχέση (σύμβαση έργου, εκπόνησης μελέτης κλπ)
στην οποία στηρίζεται ο τίτλος, βάσει του οποίου επισπεύδεται η διοικητική
εκτέλεση, είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, η φύση της διαφοράς δεν μεταβάλλεται
με την παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας από διοικητικά όργανα
και την είσπραξη της απαιτήσεως κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ
(Α.Ε.Δ. 8/1989, Α.Π. 410/1992, Δ.Ε.Α.
2434/1999).
8. Επειδή, τέλος, ο ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη
και άλλες διατάξεις» (Α 101) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Για την εφαρμογή των
διατάξεων του νόμου αυτού παραγωγική επένδυση θεωρείται: α.
β.
ιστ.
Η κατασκευή, επέκταση και εκσυγχρονισμός συνεδριακών κέντρων, μετά από σύμφωνη γνώμη
του ΕΟΤ και με βάση τις προδιαγραφές που θα
καθοριστούν με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Περιβάλλοντος,
Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Τουρισμού. Ιζ. ...».
Κατ' επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διάταξης εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 23908/9.4.1991 κοινή υπουργική απόφαση (Β 208) με την οποία καθορίστηκαν
οι προδιαγραφές ανέγερσης για τη δημιουργία Συνεδριακών Κέντρων για την υπαγωγή
τους στο καθεστώς κινήτρων του ν.1892/1990, στο δε άρθρο 1 περ.2.1, αυτής
ορίζεται ότι: «Συνεδριακά Κέντρα είναι στεγασμένοι χώροι συγκέντρωσης κοινού,
που καλύπτουν τις ανάγκες αμιγών συνεδριακών εκδηλώσεων ή μικτών εκδηλώσεων,
δηλαδή συνεδριακών και συναφών πολιτιστικών, κοινωνικών, εκθεσιακών, εμπορικών ή/και ψυχαγωγικών εκδηλώσεων, σε τοπικό, περιφερειακό,
εθνικό ή διεθνές επίπεδο.».
9. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου, όπως
αυτά συμπληρώθηκαν μετά την προσκομιδή των αιτηθέντων με την ανωτέρω
προδικαστική απόφαση, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ανακόπτων δήμος, ενόψει της
ανέγερσης συνεδριακού κέντρου δυναμικότητας 350 συνέδρων, σε ακίνητο
παραχωρηθέν κατά κυριότητα σε αυτόν από το Ελληνικό Δημόσιο, με την από
31.3.1993 δημόσια πρόσκληση κάλεσε, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του
προαναφερθέντος ν.716/1977, τα ενδιαφερόμενα γραφεία μελετών να εκδηλώσουν το
ενδιαφέρον τους για την εκπόνηση της μελέτης «ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ».
Ακολούθως, με την υπ' αριθμ. 98/26.7.1993 απόφαση του
Δημοτικού Συμβουλίου του ανακόπτοντος, αφού ελήφθη υπόψη η εισήγηση της οικείας
Τριμελούς Επιτροπής Ελέγχου Τυπικών Προσόντων και Αξιολόγησης των Ενδιαφερομένων
Μελετητικών Γραφείων, εγκρίθηκε, κατ' άρθρο 11 παρ. 7 του ν. 716/1977,
η ανάθεση, με απ' ευθείας επιλογή, της εκπόνησης
της ανωτέρω μελέτης στις εταιρίες «... & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΕΕ.» και «... &
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Ε.Ε.» ( ήδη «... & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Ε.Ε»)
και τον ... ως «συνεργαζόμενα Γραφεία Μελετών» ενώ στις 29.9.1993 υπεγράφη,
μεταξύ του Δημάρχου Ναυπλίου και των ανωτέρω Γραφείων Μελετών, η υπ' αριθμ. πρωτ. 2591/1993 σχετική σύμβαση
ανάθεσης της εκπόνησης πλήρους μελέτης «ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ». Σύμφωνα
δε, με το περιεχόμενό της, η εν λόγω σύμβαση διέπεται ιδίως από το ν.716/1977
και το εκτελεστικά αυτού π.δ/μα 194/1979 (Α 53) καθώς
και το ν.1418/1984 περί δημοσίων έργων (Α 23) και το εκτελεστικό αυτού π.δ/μα. 609/1985 (Α 223). Καθόσον, όμως κατά την εκτέλεση
της εν λόγω σύμβασης ο ανακόπτων δήμος (εργολάβος,) δεν εξόφλησε, μεταξύ άλλων
και τους 15ο, 17ο και 18ο πιστοποιημένους λογαριασμούς πληρωμής, οι ανωτέρω
ετερόρρυθμες εταιρίες (ανάδοχοι), με τις 34054/29.6.2001 και 55484/30.5.2003
συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ αυτών και του καθού
Ταμείου, εκχώρησαν, στο τελευταίο, κατ' επίκληση των διατάξεων του άρθρου
16 του ν 915/1979 και του π.δ. 126/1981, τις
απαιτήσεις τους από τους λογαριασμούς αυτούς, ύψους, αντιστοίχως 70.304,81 ευρώ
(15ος) και 250.790 ευρώ (17ος και 18ος). Εν συνεχεία, με την υπ' αριθμ. πρωτ. 24053/3.4.2006 εξώδικη
δήλωση-πρόσκληση το καθ' ου Ταμείο κάλεσε τον ανακόπτοντα
δήμο να καταβάλει εντός 15νθημέρου τις ανωτέρω οφειλές του, ανερχόμενες πλέον
στο ποσό των 40.957,79 ευρώ από τον 15ο λογαριασμό και στο ίδιο ποσό των
250.790 ευρώ για τον 17ο και 18ο λογαριασμό, για να αποφύγει την, σε βάρος του,
βεβαίωσή τους. Τέλος, το Διοικητικό Συμβούλιο του καθού
Ταμείου, με τις 256/Συν.5311/3.4.2006 και 259/Συν.5311/3.4.2006 αποφάσεις του, βεβαίωσε
ως έσοδα του Ταμείου, τις ανωτέρω οφειλές του ανακόπτοντος δήμου, τις οποίες
κλήθηκε αυτός να καταβάλει, αντιστοίχως με τις υπ' αριθμ. πρωτ. 47634/28.6.2006 και 47635/28.6.2006 ατομικές
ειδοποιήσεις-προσκλήσεις του καθ' ού Ταμείου.
10. Επειδή, με τα δεδομένα λαμβάνοντας υπόψη αφενός
όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 7η σκέψη της παρούσας και αφετέρου ότι η προπεριγραφείσα σύμβαση εκπόνησης μελέτης, δεν φέρει το
χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης, διότι το έργο που αυτή αφορά, ήτοι η διεπόμενη
από τις παρατεθείσες στην 8η σκέψη διατάξεις,
κατασκευή συνεδριακού κέντρου, δεν προκύπτει, ούτε από την μνημονευθείσα
διακήρυξη ούτε από την επίμαχη σύμβαση ότι σκοπεί στην εξυπηρέτηση
συγκεκριμένου, υπό του ανακόπτοντος δήμου, επιδιωκόμενου δημοσίου σκοπού, αλλά
προφανώς αποβλέπει στην εξασφάλιση της αποδοτικότερης εκμετάλλευσης της
ιδιωτικής του περιουσία, η οποία όμως δεν συνιστά δημόσιο σκοπό υπό την
εκτεθείσα στην 5η σκέψη, έννοια, το Δικαστήριο κρίνει ότι η διαφορά που αναφύεται
με την κρινόμενη ανακοπή, είναι ιδιωτική διαφορά, εμπίπτουσα στην δικαιοδοσία
των πολιτικών δικαστηρίων, καθόσον η υποκείμενη σχέση (σύμβαση εκπόνησης
μελέτης) επί της οποίας ερείδονται οι προσβαλλόμενες 256 και 259/2006 αποφάσεις
του Διοικητικού Συμβουλίου του καθού Ταμείου,
συνιστώσες, εν προκειμένω, και τον τίτλο του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου.
11. Επειδή, κατ' ακολουθία των ανωτέρω ,η κρινόμενη
ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των
διοικητικών δικαστηρίων, κατ' άρθρο 12 παρ. 2 του Κ.Διοικ. Δικ.. Τέλος, το
καταβληθέν παράβολο (σχ. τα σειρά Α 2301819 και
964119 εντυπα παραβόλου) να επιστραφεί στον
ανακόπτοντα δήμο, κατ' άρθρο 277 παρ. 11 του Κ.Διοικ. Δικ. ενώ, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί ο ίδιος από τα δικαστικά έξοδα
(άρθρο 275 παρ.1 εδ. ε' του Κ.Διοικ.Δικ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
-Απορρίπτει την ανακοπή.
-Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση.
-Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον ανακόπτοντα δήμο.
- Απαλλάσσει τον ανακόπτοντα δήμο από τα δικαστικά έξοδα.