ΔΠρΑθ
12187/2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επιταγή προς εκτέλεση για μη
νόμιμο υπολογισμό αποδοχών -.
Με την 12187/2009 απόφαση του ΔΠΑ
κρίθηκε ότι με την επισπευδόμενη εκτέλεση σε βάρος
Νοσοκομείου με βάση τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση
διοικητικού δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκε νομιμότοκα
αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 - 106 ΕισΝΑΚ για μη
νόμιμο υπολογισμό αποδοχών μονίμου υπαλλήλου αναφύεται διοικητική διαφορά
ουσίας υπαγόμενη στα τ.δ.δ. Με την ίδια απόφαση
κρίθηκε περαιτέρω ότι νόμιμα στην ως άνω αποζημίωση λήφθηκε υπόψη επιτόκιο
υπερημερίας και νόμιμο επιτόκιο υψηλότερο του προβλεπόμενου από τη διάταξη του
άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 επιτοκίου 6% (βλ.
και ΣτΕ 781/2009 και Ολομ. ΣτΕ 1663/2009).
ΚΕΙΜΕΝΟ
1. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, το ανακόπτον νοσοκομείο
ζητά την ακύρωση της από 18.6.2007 επιταγής προς εκτέλεση που έχει
συνταχθεί κάτω από το αντίγραφο του 22/2007 πρώτου εκτελεστού
απογράφου της 3065/1994 τελεσίδικης καταψηφιστικής
απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία
απόφαση, το ανακόπτον υποχρεώθηκε να καταβάλει, νομιμοτόκως,
στον καθού η παρούσα Σπυρίδωνα Μπίρμπα,
μόνιμο υπάλληλο του, ως αποζημίωση κατ' άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ
το ποσό των 1.959.380 δρχ. (5.750,20 ευρώ) για τη ζημιά που υπέστη
από το μη νόμιμο υπολογισμό «της προσωπικής διαφοράς»
των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα από 1.7.1987
έως 28.2.1991.
2. Επειδή, στο άρθρο 94 του Συντάγματος ορίζεται: «1. Στο
Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι
διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του
Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές
διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει.».
Περαιτέρω ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (Α 97) Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας ορίζει στο άρθρο 199 ότι: «1.Οι τελεσίδικες, οι
ανέκκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές
αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την
άσκηση αγωγής, αποτελούν εκτελεστό τίτλο κατά το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται σε
αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 918 του ίδιου Κώδικα. Οι παραπομπές
γίνονται στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτές εκάστοτε
ισχύουν. 2. Ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης
των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών
αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι
εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. 3
».
Περαιτέρω, ο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζει στο άρθρο 924
ότι: «Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε
εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, αντιγράφου του απογράφου με
επιταγή για εκτέλεση
» στο δε άρθρο 933 ότι: «1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του
οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι
οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή ...2
».
3. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες
συνταγματικές διατάξεις συνάγεται ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την
υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά
δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών, με την
επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στα διοικητικά δικαστήρια
και το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποκλείει δε από τον
κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει
διαφορές, οι οποίες είναι διοικητικές, ως ιδιωτικές με
συνέπεια την υπαγωγή τους στα πολιτικά δικαστήρια. (ΑΕΔ
5, 8/1989, 18/1993). Από αυτά, σε συνδυασμό τις μνημονευθείσες πιο πάνω
διατάξεις της Διοικητικής και Πολιτικής Δικονομίας παρέπεται ότι οι διαφορές που αναφύονται από
την επισπευδόμενη από ιδιώτη, σε βάρος
του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, αναγκαστική εκτέλεση, κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ., υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών
δικαστηρίων, εφόσον η υποκείμενη σχέση, στην
οποία στηρίζεται ο αποτελών το θεμέλιο της
εκτελέσεως, τίτλος, είναι σχέση δημοσίου δικαίου ( πρβλ. ΣτΕ3956/1996,
1080/1995, 60-61/1995).
4. Επειδή, η διαφορά που αναφύεται με την κρινόμενη ανακοπή
είναι, σύμφωνα με τα γενόμενα ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη,
διοικητική διαφορά ουσίας, υπαγόμενη στην δικαιοδοσία των διοικητικών
δικαστηρίων. Και τούτο διότι η υποκείμενη σχέση στην οποία ερείδεται η
3065/1994 τελεσίδικη καταψηφιστική
απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, συνιστώσα, εν
προκειμένω, τον κατ' άρθρο 904 του ΚΠολ.Δ,
τίτλο της επισπευδόμενης, σε βάρος του
ανακόπτοντος, αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι, κατά τα εκτεθέντα στην 1η
σκέψη της παρούσας, σχέση δημοσίου δικαίου ( αποζημίωση κατ' άρθρα 105-
106 ΕισΝΑΚ ερειδόμενη στην
σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου επισπεύδοντος και ανακόπτοντος). Ενόψει
τούτου, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον καθού
- επισπεύδοντα, με το από 25.11.2008 υπόμνημά του, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμα.
5. Επειδή, κατ' ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι συντρέχουν και
οι λοιπές διαδικαστικές προϋποθέσεις η κρινόμενη ανακοπή ασκείται παραδεκτώς και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη
βασιμότητά της.
6. Επειδή, το ν.δ. 496/1974 « Περί
λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» ( Α 204) ορίζει στο μεν
άρθρο 7 παρ.2 ότι « ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του
νομικού προσώπου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορίζεται δια
συμβάσεως ή ειδικού νόμου, άρχεται δε από της επιδόσεως της αγωγής» στο δε
άρθρο 48 ότι: ««1.
6. Χρηματική αξίωσις
κατά του ν.π. βεβαιωθείσα διά
τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως ή διά την οποίαν
εξεδόθη τίτλος πληρωμής, υπόκειται εις παραγραφήν
πέντε ετών, αρχομένην από της τελεσιδικίας ή εκδόσεως
του τίτλου πληρωμής αντιστοίχως». Τέλος, κατά το άρθρο 52 εδ.
γ΄ του ανωτέρω ν. διατάγματος «
Η παραγραφή λαμβάνεται υπ` όψιν αυτεπαγγέλτως
υπό των δικαστηρίων». 7.Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της
δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 3065/1994 καταψηφιστική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού
Πρωτοδικείου Αθηνών έγινε δεκτή η από 18.3.1991 αγωγή του καθ' ού η παρούσα .............., μόνιμου υπαλλήλου του
ανακόπτοντος νοσοκομείου και υποχρεώθηκε το τελευταίο, να του καταβάλει,
με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, το ποσό των
1.959.380 δρχ. και ήδη 5.750,20 ευρώ, ως αποζημίωση κατ'
άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ προς αποκατάσταση της
ζημίας του, λόγω μη νόμιμου υπολογισμού της «προσωπικής διαφοράς»
των αποδοχών που δικαιούνταν κατά το χρονικό διάστημα από
1.7.1987 έως 28.2.1991. Έφεση του ανακόπτοντος νοσοκομείου κατά της
ανωτέρω οριστικής απόφασης, έγινε δεκτή με την 495/1997 απόφαση του
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία, όμως, αναιρέθηκε με την
607/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν αποδοχής της
αιτήσεως αναιρέσεως του καθού η παρούσα,
η δε υπόθεση αναπέμφθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για νέα νόμιμη
κρίση. Ενόψει τούτου, εκδόθηκε η 1168/23.3.2007 απόφαση του Διοικητικού
Εφετείου Αθηνών με την οποία και απορρίφθηκε τελικά η έφεση του
ανακόπτοντος νοσοκομείου. Ακολούθως, η προαναφερθείσα 3065/1994 τελεσίδικη,
πλέον, καταψηφιστική απόφαση, περιήφθη
με τον εκτελεστήριο τύπο και χορηγήθηκε στον πιο πάνω
Σπυρίδωνα Μπίρμπα, το με αριθμό 22/15.6.2007 πρώτο
απόγραφο εκτελεστό, αντίγραφο του οποίου, με την συνταχθείσα, κάτω από
αυτό, από 18.6.2007 επιταγή προς εκτέλεση (προσβαλλόμενη), επιδόθηκε στο
ανακόπτον στις 21.6.2007. Ειδικότερα με την προσβαλλόμενη επιταγή, επιτάσσεται
το ανακόπτον να καταβάλει στον καθ' ού η παρούσα-
επισπεύδοντα, με το νόμιμο τόκο ( πλήν του κονδυλίου
των τόκων) από την επίδοση της επιταγής, μέχρι την εξόφληση, το
συνολικό ποσό των 25.600 ευρώ, το οποίο αναλύεται ως εξής: α) 5.750,20 ευρώ για
επιδικασθέν κεφάλαιο β) 19.604,04 ευρώ για νομίμους τόκους του κεφαλαίου
από 4.4.1991 ( επίδοση της αγωγής) μέχρι 18.6.2007 γ) 245,76 ευρώ για
λήψη απογράφου, έξοδα αντιγράφου, σύνταξη επιταγής, παραγγελία προς
επίδοση και επίδοση αυτής.
7. Επειδή, ήδη με την κρινόμενη
ανακοπή, υποστηρίζεται, ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση είναι
μη νόμιμη διότι το επιταχθέν με αυτήν ποσό των τόκων, ύψους 19.604,04 ευρώ, δεν
υπολογίστηκε με το προβλεπόμενο με την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/74 επιτόκιο ύψους 6%, αλλά με το μεγαλύτερο
γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, ανερχόμενο περίπου στο 20%. Σύμφωνα
με την ως άνω διάταξη το ποσοστό του επιτοκίου υπερημερίας και του νομίμου
επιτοκίου που ίσχυε για τις οφειλές του ανακόπτοντος από τις 4.4.1991, όποτε ο
καθ' ού η παρούσα, επέδωσε την αγωγή του στο
ανακόπτον, μέχρι την σύνταξη της προσβαλλόμενης επιταγής (18.6.2007)
ανερχόταν σε 6%. Καθ' όλο όμως το διάστημα αυτό, το ποσοστό του γενικώς
ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας και του νομίμου επιτοκίου ήταν σημαντικά
υψηλότερο από το πιο πάνω ποσοστό. Ενδεικτικά, το επιτόκιο τούτο ανερχόταν σε
34% στις 4.4.1991 ( 1761/1990 Πράξη Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδος ( ΠΔΤΕ) , Α-89), σε 29% στις 4.4.1996 (2365/1995 ΠΔΤΕ, Α -158) σε 11,25% στις 4.4.2002 (άρθρο 3παρ.2 του
ν.2842/2000, Α 207) και σε 12% στις 18.6.2007 (άρθρο 3 παρ.2 ν.2842/2000). Η
διαφοροποίηση όμως του ύψους του επιτοκίου που αφορά τις οφειλές των νπδδ, όπως
το ανακόπτον, και του αντίστοιχου επιτοκίου που αφορά τις οφειλές των ιδιωτών
αντίκειται το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ,
στην έννοια της « περιουσίας» του οποίου εμπίπτει και ο νόμιμος τόκος επί του
ποσού που επιδικάζεται στο νικήσαντα διάδικο με δικαστική απόφαση. Και τούτο διότι
το επίμαχο προνόμιο δεν δικαιολογείται από οποιοδήποτε λόγο δημοσίου
συμφέροντος αλλά σκοπεί στο απλό ταμειακό συμφέρον των νπδδ το οποίο βεβαίως
δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το δημόσιο συμφέρον (ad hoc Ε.Δ.Δ.Α.
Μεϊντάνης κατά Ελλάδος, 22.5.2008 σκ.
26 -32, ΣτΕ 781/2009, πρβλ. ΣτΕ
Ολομ. 1663/2009). Ενόψει των παραδοχών αυτών, ο
ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.
8. Επειδή, εξάλλου το ανακόπτον προβάλει με το από 30.9.2008
υπόμνημα του ότι η προσβαλλόμενη επιταγή είναι μη νόμιμη και για το λόγο ότι η
επίδικη αξίωση έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή της παρ.6 του άρθρου 48
του ν.δ. 496/1974 διότι από την έκδοση της 3065/1994
απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών έως την σύνταξη της
προσβαλλόμενης επιταγής (18.6.2007) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα
μεγαλύτερο της πενταετίας. Ο λόγος αυτός, παραδεκτώς
μεν προβάλλεται το πρώτον δια του υπομνήματος, καθόσον η παραγραφή υπέρ των
νπδδ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της ουσίας, κατά την
προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 52 του νδ.496/194,, πλην όμως είναι
απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι η προβλεπόμενη από την ανωτέρω διάταξη
πενταετής παραγραφή αρχίζει από την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης με την
οποία βεβαιώνεται η οφειλή του νπδδ, στη δε προκείμενη περίπτωση, η 3065/1994
απόφαση, κατέστη τελεσίδικη από την έκδοση, στις 23.3.2007, της ανωτέρω
1168/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και συνεπώς, η
βεβαιωθείσα με αυτήν αξίωση του επισπεύδοντος, προφανώς και δεν είχε υποκύψει
στην επικαλούμενη από το ανακόπτον παραγραφή, κατά το χρόνο σύνταξης της
προσβαλλόμενης επιταγής (18.6.2007).
9. Επειδή, τέλος τα προβαλλόμενα από το ανακόπτον, το πρώτον, με ως άνω,
από 30.9.2008 υπόμνημά του, αφενός περί ακυρότητας της επισπευδόμενης
σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω απαγόρευσης από 1.1.1999 της ενταλματοποίησης σε βάρος των προϋπολογισμών των
νοσηλευτικών ιδρυμάτων των δαπανών από αξιώσεις υπαλλήλων τους για
τακτικές αποδοχές και αφετέρου περί μη νόμιμης κοινοποίησης από 4.2.2008
κατασχετήριου εγγράφου εις χείρας του ΙΚΑ είναι
απορριπτέα ανεξαρτήτως άλλου, προεχόντως ως
απαράδεκτα. Και τούτο διότι κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 138
του Κ.Διοικ.Δικ. με το υπόμνημα δεν επιτρέπεται
η προβολή νέων ισχυρισμών, αλλά μόνο ανάπτυξη των λόγων που έχουν προβληθεί παραδεκτώς με το κύριο ή πρόσθετο δικόγραφο (βλ. Σ.τ.Ε. 164/2009, πρβλ. 2330/2003, 2442/2002).
10. Επειδή, κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να
απορριφθεί αλλά κατ' εκτίμηση των περιστάσεων να απαλλαγεί το ανακόπτον από τα
δικαστικά έξοδα (άρθρο 275 παρ1 εδ.ε του κ.Διοικ.Δικ.)
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
-Απορρίπτει την ανακοπή.
- Απαλλάσσει το ανακόπτον από τα δικαστικά έξοδα.