ΔΕφΘεσ(Ακυρ) 1842/2010

Εννεάμηνη άδεια ανατροφής τέκνων επί πολύδυμης κύησης -.

 

Κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι, στην περίπτωση που από την κύηση γεννηθούν περισσότερα από ένα παιδιά, αποκτάται δικαίωμα λήψης τόσων αδειών όσα και τα παιδιά που γεννιούνται.

 

Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης

(Τμήμα Α΄- Ακυρωτικό)

Αριθμός 1842/2010

 

"1. ... 2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση επιδιώκεται η ακύρωση της υπ’ αριθ. 2909/14-5-2009 αποφάσεως του Προϊσταμένου της Α΄ Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της ήδη αιτούσας, η οποία είναι υπάλληλος της Δ.Ο.Υ. αυτής, να της χορηγηθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 53 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), αντί μειωμένου ωραρίου, εννεάμηνη άδεια ανατροφής τέκνου (γονική άδεια) με πλήρεις αποδοχές από 1-3-2009 και για το δεύτερο δίδυμο τέκνο της που γεννήθηκε στις 21-5-2007, πλέον της όμοιας άδειας που της είχε χορηγηθεί από 20-9-2007 για το πρώτο δίδυμο τέκνο που γεννήθηκε την ίδια ημερομηνία.


3. Επειδή, με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας της 13-12-2007 (η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 3671/2008, ΦΕΚ 129/3-7-2008 και άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2009) τροποποιήθηκαν οι Συνθήκες της Ε.Ε., ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κλπ. και θεσπίσθηκε ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος αποκτά την ίδια νομική ισχύ με τις συνθήκες (άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ), και στα κεφάλαια περί ισότητας και αλληλεγγύης (τίτλοι ΙΙΙ και IV) αυτού εντάχθηκαν τα ζητήματα εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών για τα ποία με οδηγίες είχαν θεσπισθεί μέτρα επιτρέποντα στους άνδρες και τις γυναίκες να συνδυάζουν τις επαγγελματικές και τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων και η γονική άδεια. Ειδικότερα, στους τίτλους ΙΙΙ περί ισότητας και IV περί αλληλεγγύης και στο άρθρο 20 (Ισότητα έναντι του νόμου) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζεται ότι: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου». Στο άρθρο 21 (Απαγόρευση διακρίσεων), (το οποίο κυρίως πηγάζει από το άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ, που πλέον έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 19 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ορίζεται ότι: «1. Απαγορεύεται κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. 2». Στο άρθρο 23 (Ισότητα γυναικών και ανδρών), (το ποίο βασίσθηκε στο άρθρο 2 και στο άρθρο 3, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ, που έχουν πλέον αντικατασταθεί από το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το άρθρο 8 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και στο άρθρο 157, παράγραφος 1, 3, 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εμπνέεται από το άρθρο 20 του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη της 3ης Μαΐου 1996 και από το σημείο 16 του Κοινοτικού Χάρτη των Δικαιωμάτων των Εργαζομένων και από το άρθρο 2, παράγραφος 4 της οδηγίας 76/207/ ΕΟΚ του Συμβουλίου), ορίζεται ότι: «Η ισότητα γυναικών και ανδρών πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλους τους τομείς, μεταξύ άλλων στην απασχόληση, την εργασία και τις αποδοχές. Η αρχή της ισότητας δεν αποκλείει τη διατήρηση ή τη θέσπιση μέτρων που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα υπέρ του υποεκπροσωπούμενου φύλου». Στον τίτλο IV περί Αλληλεγγύης και στο άρθρο 33 (οικογενειακή ζωή και επαγγελματική ζωή), (το οποίο κυρίως βασίζεται στο άρθρο 16 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και εμπνέεται από την οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου και από την οδηγία 96/34/ΕΚ σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, καθώς και από το άρθρο 8 -προστασία της μητρότητας- του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, προσέτι δε και από το άρθρο 27 του αναθεωρημένου Κοινωνικού Χάρτη), ορίζεται ότι: «1. Εξασφαλίζεται η νομική, οικονομική και κοινωνική προστασία της οικογένειας. 2. Κάθε πρόσωπο, προκειμένου να μπορεί να συνδυάζει την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή του, έχει δικαίωμα προστασίας από την απόλυση για λόγους που συνδέονται με τη μητρότητα, καθώς και δικαίωμα αμειβόμενης άδειας μητρότητας και γονικής άδειας μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία παιδιού».


4. Επειδή, η Οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE (Ένωση Συνομοσπονδιών Βιομηχανίας και Εργοδοτών της Ευρώπης), την CEEP (Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων) και την CES (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων), (ΕΕ L 145/19-6-1996), όπως συμπληρώθηκε με την Οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου της 15-12-1997 (ΕΕ L 10/16-1-1998 ), αναφέρει στο προοίμιο αυτής, ότι έχει αφετηρία το πρωτόκολλο μεταξύ των κρατών μελών για την κοινωνική πολιτική και αποτελεί συνέχεια της πορείας που χαράχθηκε με τον Κοινωνικό Χάρτη του 1989, και τον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, ο οποίος αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα του αγώνα κατά των διακρίσεων σε όλες του τις μορφές, αναφέροντας στο σημείο 16, που αφορά την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, ότι θα πρέπει να θεσπισθούν μέτρα που να επιτρέπουν στους άνδρες και τις γυναίκες να συνδυάζουν τις επαγγελματικές και τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις. Στο πλέγμα αυτό ρυθμίσεων η συμφωνία-πλαίσιο συνιστά δέσμευσή τόσο για τους κοινωνικούς εταίρους, όσο και για τα κράτη μέλη, μετά την μετατροπή αυτής από το Συμβούλιο σε Οδηγία, ώστε να εφαρμοσθούν οι ελάχιστοι κανόνες για τη γονική άδεια και την απουσία από την εργασία για λόγους ανωτέρας βίας, ως σημαντικό μέσο συνδυασμού της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής και προαγωγής της ισότητας ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης μεταξύ των ανδρών και των γυναικών. ’λλωστε, στις γενικές εκτιμήσεις της συμφωνίας- πλαισίου αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, ότι ο Κοινοτικός Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινοτικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων ορίζει, στο σημείο 16 περί ίσης μεταχείρισης, ότι θα πρέπει να θεσπιστούν μέτρα που να επιτρέπουν στους άνδρες και τις γυναίκες να συνδυάζουν τις επαγγελματικές και τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις, ότι το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 1994, αναγνωρίζει ότι η ουσιαστική πολιτική ισότητας ευκαιριών προϋποθέτει γενική και ολοκληρωμένη στρατηγική που να επιτρέπει την καλύτερη οργάνωση των ωραρίων εργασίας, μεγαλύτερη ελαστικότητα, καθώς και ευχερέστερη επιστροφή στην επαγγελματική ζωή, και επισημαίνει το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι κοινωνικοί εταίροι στον τομέα αυτό και ιδίως στην προσφορά, στους άνδρες και στις γυναίκες, δυνατότητας συνδυασμού των επαγγελματικών τους ευθυνών και των οικογενειακών τους υποχρεώσεων, ότι τα μέτρα για το συνδυασμό της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής θα πρέπει να ενθαρρύνουν την εισαγωγή νέων ελαστικών τρόπων οργάνωσης εργασίας και χρόνου, περισσότερο προσαρμοσμένων στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας και που θα πρέπει να λάβουν υπόψη συγχρόνως τις ανάγκες των επιχειρήσεων και εκείνες των εργαζομένων, ότι η οικογενειακή πολιτική θα πρέπει να αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο των δημογραφικών αλλαγών, των φαινομένων της γήρανσης του πληθυσμού, της προσέγγισης των γενεών και της προώθησης της συμμετοχής των γυναικών στην ενεργό ζωή, ότι οι άνδρες θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να αναλάβουν ίσο μέρος των οικογενειακών ευθυνών, όπως, παραδείγματος χάρη, να λαμβάνουν γονική άδεια με μέσα όπως τα προγράμματα ευαισθητοποίησης, και ότι η παρούσα συμφωνία αποτελεί συμφωνία-πλαίσιο που ορίζει τους ελάχιστους κανόνες και διατάξεις για τη γονική άδεια, διαφορετικής της άδειας μητρότητας, και την απουσία από την εργασία για λόγους ανωτέρας βίας και παραπέμπει στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους για τη θέσπιση των προϋποθέσεων πρόσβασης και των τρόπων εφαρμογής, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος. Περαιτέρω, στο περιεχόμενο της συμφωνίας πλαισίου και στη ρήτρα 1: Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής, ορίζεται ότι: 1. Η παρούσα συμφωνία ορίζει τους ελάχιστους κανόνες για τη διευκόλυνση του συνδυασμού των επαγγελματικών και οικογενειακών ευθυνών των εργαζομένων γονέων. 2. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος. Στη ρήτρα 2: Γονική άδεια, ορίζεται ότι: 1. Δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, με την επιφύλαξη της ρήτρας 2 παράγραφος 2, παρέχεται ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας στους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, τουλάχιστον επί τρεις μήνες, μέχρι μιας ορισμένης ηλικίας, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι τα 8 έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη ή/και τους κοινωνικούς εταίρους. 2. Για την προαγωγή της ισότητας ευκαιριών και μεταχείρισης μεταξύ των ανδρών και των γυναικών, τα μέρη που υπογράφουν την παρούσα συμφωνία πιστεύουν ότι το δικαίωμα στη γονική άδεια που προβλέπεται στη ρήτρα 2 παράγραφος 1 θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι αμεταβίβαστο. 3. Οι προϋποθέσεις πρόσβασης και οι τρόποι εφαρμογής της γονικής αδείας ορίζονται από το νόμο ή/και τις συλλογικές συμβάσεις στα κράτη μέλη, τηρώντας τους ελάχιστους κανόνες της παρούσας συμφωνίας. ?.. Ρήτρα 4: Τελικές διατάξεις: 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες διατάξεις από τις προβλεπόμενες στην παρούσα συμφωνία. 2. Η υλοποίηση των διατάξεων της παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία, .3. Η παρούσα συμφωνία δεν θίγει το δικαίωμα των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν, στο κατάλληλο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου του ευρωπαϊκού, συμβάσεις με τις οποίες προσαρμόζονται ή/και συμπληρώνονται οι διατάξεις της, ώστε να λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερες περιστάσεις. 4?.. 6. Με την επιφύλαξη των αντιστοίχων ρόλων της Επιτροπής, των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάθε θέμα σχετικό με την ερμηνεία της παρούσας συμφωνίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει, κατά πρώτον, να παραπεμφθεί από την Επιτροπή στα υπογράφοντα μέρη τα οποία θα γνωμοδοτήσουν».

 

5. Επειδή, η αρχή της εναρμόνισης της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή αποτελεί φυσικό συμπλήρωμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και μέσο για την ουσιαστική εφαρμογή της (Σ.τ.Ε. 899/2010,   2112/2009 κ. ά. ). Η σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία της ρήτρας 2.1 της Οδηγίας 96/34/ΕΚ, σε σχέση προς την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά την Οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, που αποκτούν ως προς την υλοποίηση του κοινωνικού αυτού δικαιώματος ακόμα μεγαλύτερη σημασία λόγω του προσδιδόμενου σ’ αυτό θεμελιώδους χαρακτήρα από τα άρθρα 23 και 33, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διέπεται ήδη από τις διατάξεις της Οδηγίας 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, που εντάχθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με το Ν. 3488/2006: «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και ανέλιξη, στους όρους και στις συνθήκες εργασίας και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 191). Κατά το άρθρο 1 αυτού: «Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και ανέλιξη και στις συνθήκες εργασίας όπως προβλέπεται και από τις διατάξεις της Οδηγίας 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, η οποία τροποποίησε την Οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και η ρύθμιση συναφών θεμάτων ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών. Ο νόμος 1414/1984 (ΦΕΚ 10 Α`) καταργείται και αντικαθίσταται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εξαιρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 4, του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 του άρθρου 8, του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 9 και των άρθρων 11 και 14». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 (πεδίο εφαρμογής) του Ν. 3488/2006 ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στα άτομα που απασχολούνται ή είναι υποψήφια για απασχόληση στον ιδιωτικό, καθώς και στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός εκάστοτε οριοθετείται από τις κείμενες διατάξεις, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή μορφή απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης έργου και της έμμισθης εντολής, και ανεξάρτητα από τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και στα άτομα που ασκούν ελευθέρια επαγγέλματα?.». Στο άρθρο 3 (Ορισμοί) προβλέπεται ότι: «1. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: α. "άμεση διάκριση": όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση, β. "έμμεση διάκριση": όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θα μπορούσε να θέσει σε μειονεκτική θέση τους εκπροσώπους του ενός φύλου σε σύγκριση με τους εκπροσώπους του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο, και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία,?..». Στο άρθρο 4 (αρχή ίσης μεταχείρισης - απαγόρευση διακρίσεων) ορίζεται ότι: «1. Απαγορεύεται κάθε μορφής άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση, σε όλους τους τομείς που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, όπως εξειδικεύονται στις κατωτέρω διατάξεις. 2.  4. Δεν συνιστά διάκριση η λήψη ή η διατήρηση ειδικών ή θετικών μέτρων με σκοπό την εξάλειψη τυχόν υφιστάμενων διακρίσεων εις βάρος του λιγότερο εκπροσωπούμενου φύλου και την επίτευξη της ουσιαστικής ισότητας στους τομείς που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, όπως εξειδικεύονται στις κατωτέρω διατάξεις. 5. Δεν θίγονται με τον παρόντα νόμο ειδικές διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών που ρυθμίζουν θέματα προστασίας της εγκυμοσύνης και της μητρότητας ή την προστασία της πατρότητας ή την προστασία της οικογενειακής ζωής». Στο άρθρο 5 (πρόσβαση στην απασχόληση-συνθήκες και όροι απασχόλησης) ορίζεται ότι: « 1. Απαγορεύεται κάθε μορφής άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου ή λόγω οικογενειακής κατάστασης, όσον αφορά στους όρους πρόσβασης στη μισθωτή ή μη απασχόληση ή γενικά στην επαγγελματική ζωή, περιλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξαρτήτως του κλάδου δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας. 2. Απαγορεύεται κάθε αναφορά στο φύλο ή στην οικογενειακή κατάσταση ή η χρήση κριτηρίων και στοιχείων που καταλήγουν σε άμεση ή έμμεση διάκριση με βάση το φύλο, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, όσον αφορά στις δημοσιεύσεις, αγγελίες, διαφημίσεις, προκηρύξεις, εγκυκλίους και κανονισμούς, που αφορούν σε επιλογή προσώπων για την κάλυψη κενών θέσεων εργασίας, την παροχή εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης ή τη χορήγηση επαγγελματικών αδειών. 3. α) Ο εργοδότης δεν μπορεί να αρνηθεί την πρόσληψη γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας.  β) Η εργαζόμενη που έχει λάβει άδεια μητρότητας δικαιούται, μετά το πέρας της άδειας αυτής, να επιστρέψει στη θέση εργασίας της ή σε ισοδύναμη θέση, με τους ίδιους επαγγελματικούς όρους και συνθήκες, και να επωφεληθεί από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία της. γ) Η ανωτέρω προστασία ισχύει και για τους εργαζόμενους γονείς που κάνουν χρήση γονικής άδειας ανατροφής παιδιού. δ) Τυχόν λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας, κατά την έννοια των προεδρικών διαταγμάτων 176/1997 και 41/2003, ή γονέων λόγω γονικής άδειας ανατροφής ή λόγω άδειας φροντίδας παιδιού, συνιστά διάκριση κατά την έννοια του παρόντος νόμου».

 

6. Επειδή, η εισαγωγή της Οδηγίας 96/34/ΕΚ στην εσωτερική έννομη τάξη ολοκληρώθηκε, σε ότι αφορά τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με το άρθρο 53 του Ν. 3528/2007: «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» (ΦΕΚ Α΄ 26) που ρυθμίζει τις διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις και ορίζει ότι: «1.. 2. Ο χρόνος εργασίας του γονέα υπαλλήλου μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως εφόσον έχει τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών και κατά μία (1) ώρα, εφόσον έχει τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Ο γονέας υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου. Για το γονέα που είναι άγαμος ή χήρος ή διαζευγμένος ή έχει αναπηρία 67% και άνω, το κατά μία ώρα μειωμένο ωράριο του πρώτου εδαφίου ή η άδεια του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνονται κατά έξι (6) μήνες ή ένα (1) μήνα αντίστοιχα. Στην περίπτωση γέννησης 4ου τέκνου, το μειωμένο ωράριο εργασίας παρατείνεται για δύο (2) ακόμα έτη. 3.Αν και οι δύο γονείς είναι υπάλληλοι, με κοινή τους δήλωση που κατατίθεται στις υπηρεσίες τους καθορίζεται ποιος από τους δύο θα κάνει χρήση του μειωμένου ωραρίου ή της άδειας ανατροφής, εκτός αν με την ανωτέρω κοινή τους δήλωση καθορίσουν χρονικά διαστήματα που ο καθένας θα κάνει χρήση, αλλά πάντοτε διαδοχικώς και μέσα στα χρονικά όρια της προηγούμενης παραγράφου. Αν η σύζυγος του υπαλλήλου ή ο σύζυγος της υπαλλήλου εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, εφόσον δικαιούται όμοιων ολικώς ή μερικώς διευκολύνσεων, ο σύζυγος ή η σύζυγος υπάλληλος δικαιούται να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παραγράφου 2 κατά το μέρος που η σύζυγος αυτού ή ο σύζυγος αυτής δεν κάνει χρήση των δικών της ή των δικών του δικαιωμάτων ή κατά το μέρος που αυτά υπολείπονται των διευκολύνσεων της παραγράφου 2. Αν η σύζυγος του υπαλλήλου δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, ο σύζυγος δεν δικαιούται να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παραγράφου 2, εκτός αν λόγω σοβαρής πάθησης ή βλάβης κριθεί ανίκανη να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού, σύμφωνα με βεβαίωση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται ο υπάλληλος. 4. Όταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της παρ. 1 του παρόντος, ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 του άρθρου αυτού για το ίδιο διάστημα. 5. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 και τις διευκολύνσεις της παρ. 2 του παρόντος άρθρου δικαιούται ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια. 6».

 

7. Επειδή, ενόψει του ότι με την κρινόμενη αίτηση υποβλήθηκαν πλείονες λόγοι ακυρώσεως σχετικοί με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας , καθώς και με την εφαρμογή της Οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου για τη γονική άδεια και δεδομένου ότι πλέον η τελευταία αυτή Οδηγία με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας της 13-12-2007 απέκτησε ίδια νομική ισχύ με τις συνθήκες μετά την ένταξή της στο άρθρο 33 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο, προκειμένου να διευκρινισθεί, για την κατά δυνατόν περισσότερο σύμφωνη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία, εάν αφενός απευθείας από το καινοτόμο άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα δικαιώματα του παιδιού, και αφετέρου εάν απευθείας από τον όρο «γέννηση παιδιού» της ρήτρας 2.1 της αναβαθμισμένης Οδηγίας 96/34/ΕΚ, σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας, δημιουργείται αυτοτελές δικαίωμα γονικής άδειας για κάθε ένα δίδυμο παιδί, με την υπ’ αριθ. 433/2010 προδικαστική απόφαση υπέβαλε προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά προδικαστικά ερωτήματα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 της Συνθήκης.

8. Επειδή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση της 16-9-2010 (υπόθεση C-149/10 Ζωή Χατζή κατά Υπουργού Οικονομικών) αποφάνθηκε, κατ’ αρχήν, ότι όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα της ρήτρας 1.2 της συμφωνίας-πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής αυτής είναι ευρύ και ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, η οποία εμπίπτει στις κοινωνικές διατάξεις της Συνθήκης, έχει γενικό περιεχόμενο, χωρίς διάκριση αναλόγως του αν ο εργοδότης τους υπάγεται στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, και συνεπώς εφαρμόζεται στις εργασιακές σχέσεις και στον δημόσιο τομέα [βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 1997, C-1/95, Gerster, Συλλογή 1997, σ.I-52-53, σκέψη 18, και της 11ης Ιανουαρίου 2000, C-285/98, Kreil, Συλλογή 2000, σ. I-69, σκέψη 18. Σχετική και η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Αδενέλερ κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-6057, σκέψεις 54 επ., καθώς και της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C?180/04, Vassallo, Συλλογή 2006, σ. I-7251, σκέψη 32]. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι από το γράμμα της ρήτρας 2.1 της συμφωνίας πλαισίου και από τον σκοπό αυτής «διευκόλυνση του συνδυασμού των επαγγελματικών και οικογενειακών ευθυνών των εργαζομένων γονέων», προκύπτει σαφώς ότι φορείς του δικαιώματος γονικής άδειας είναι οι γονείς υπό την ιδιότητά τους ως εργαζόμενοι και μόνον αυτοί και ότι το άρθρο 24 του Χάρτη, στο οποίο ορίζεται ότι τα παιδιά έχουν δικαίωμα στην προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή τους δεν αναιρεί την ως άνω ανάλυση. Επομένως, η ρήτρα 2.1 της συμφωνίας πλαισίου δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απονέμει στο τέκνο ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας.

 

9. Επειδή, επί του ζητήματος εάν η ρήτρα 2.1 της συμφωνίας-πλαισίου μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δίδυμη κύηση θεμελιώνει δικαίωμα λήψεως τόσων γονικών άδειών, όσα και τα τέκνα που γεννιούνται, ή εάν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τέτοια κύηση δημιουργεί, όπως και στην περίπτωση απλής κυήσεως, δικαίωμα λήψεως μιας μόνον γονικής άδειας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ανωτέρω απόφαση (υπόθεση C-149/10) αποφάνθηκε, κατ’ αρχήν, ότι κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και τα συμφραζόμενά της, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 2006, C-306/05, SGAE, Συλλογή 2006, σ. I-11519, σκέψη 34, και της 19ης Νοεμβρίου 2009, C-402/07 και C-432/07, Sturgeon κ.λπ., μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σ. I-6857, σκέψη 41). Επιπλέον, βάσει γενικής ερμηνευτικής αρχής, μια κοινοτική πράξη πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο ώστε να μη θίγεται το κύρος της και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2008, C-361/06, Feinchemie Schwebda και Bayer Crop Science, Συλλογή 2008, σ. I-3865, σκέψεις 49 και 50, καθώς και Sturgeon κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψεις 47 και 48), ειδικότερα δε με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί σε συμφωνίες οι οποίες, όπως και η συμφωνία-πλαίσιο, τέθηκαν σε εφαρμογή με οδηγία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας και αποτελούν επομένως αναπόσπαστο μέρος (βλ. σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως). Κατά το γράμμα της ρήτρας 2.1 της συμφωνίας-πλαισίου οι εργαζόμενοι, άνδρες και
γυναίκες, έχουν «ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας [?] λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, τουλάχιστον επί τρεις μήνες». Το γράμμα του άρθρου 33, παράγραφος 2, του Χάρτη είναι παρεμφερές, καθόσον ορίζει ειδικότερα ότι «κάθε πρόσωπο [?] έχει δικαίωμα [?] γονικής άδειας μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία παιδιού». Από τη χρήση ενικού αριθμού στη ρήτρα 2.1 της συμφωνίας-πλαισίου δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι δεν έχει αριθμητική, αλλά γενική σημασία, και ότι ο ενικός αυτός αριθμός δεν καθιερώνει συσχέτιση μεταξύ αριθμού τέκνων και αριθμού γονικών αδειών, αλλά καθορίζει το σύνολο των παιδιών ως κατηγορία προσώπων για τα οποία μπορεί να παρασχεθεί δικαίωμα γονικής άδειας. Αυτή η γραμματική ερμηνεία δεν είναι απαλλαγμένη αμφιβολιών και επομένως, διαπιστώνεται, ότι, όσον αφορά την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ως άνω ζήτημα, το γράμμα της ρήτρας 2.1, της συμφωνίας-πλαισίου είναι διφορούμενο και δεν επιτρέπει, ως έχει, να δοθεί απάντηση. ’λλωστε, Το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C-519/03, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2005, σ. I-3067, σκέψη 47), αποφάνθηκε επί της χρονικής εφαρμογής της οδηγίας 96/34 και όχι επί του ζητήματος κατά πόσον, σε περίπτωση πολλαπλού τοκετού, πρέπει να χορηγούνται τόσες γονικές άδειες, όσες τα τέκνα που γεννιούνται. Επομένως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σκοπός της ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται η εν λόγω διάταξη. Όπως προκύπτει από το πρώτο εδάφιο του προοιμίου και του σημείου 5 των γενικών εκτιμήσεών της, η συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια αποτελεί δέσμευση των κοινωνικών εταίρων να λάβουν, διαμορφώνοντας ένα βασικό πλαίσιο κανόνων, μέτρα που προάγουν την ισότητα ευκαιριών και μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να συνδυάσουν τις επαγγελματικές και οικογενειακές τους υποχρεώσεις (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2009, C-116/08, Meerts, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 35). Με την προοπτική αυτή, η συμφωνία-πλαίσιο παρέχει στους νέους γονείς τη δυνατότητα να διακόψουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα προκειμένου να αφοσιωθούν στις οικογενειακές τους υποχρεώσεις, παρέχοντάς τους παράλληλα την κατοχυρωμένη στη ρήτρα 2.5 της εν λόγω συμφωνίας διασφάλιση ότι, με τη λήξη της αδείας, θα επανέλθουν στη θέση εργασίας τους. Κατά τη διάρκεια ενός χρονικού διαστήματος, το οποίο καθορίζεται ελεύθερα από κάθε κράτος μέλος τηρουμένου του κανόνα περί ελάχιστης τρίμηνης διάρκειας και σύμφωνα με λεπτομέρειες που επαφίενται στην εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, οι νέοι γονείς έχουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να παρέχουν στο παιδί τους τη φροντίδα που απαιτεί η ηλικία του και να λαμβάνουν μέτρα για την οργάνωση της οικογενειακής ζωής ενόψει της επιστροφής τους στην επαγγελματική ζωή. Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον, υπό το πρίσμα του εν λόγω σκοπού, οι γονείς διδύμων πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν τόσες γονικές άδειες, όσες και τα τέκνα που γεννιούνται, πρέπει να επισημανθεί ότι, τα αυξημένα βάρη στα οποία πρέπει να αντεπεξέλθουν οι γονείς διδύμων είναι ποσοτικής φύσεως, υπό την έννοια ότι πρέπει να ικανοποιούν συγχρόνως τις ανάγκες δύο παιδιών, η πρόσθετη όμως αυτή προσπάθεια δεν παρατείνεται χρονικά, δεδομένου ότι, καταρχήν, τα δίδυμα διανύουν ταυτόχρονα τα ίδια στάδια αναπτύξεως. Προκύπτει, επομένως, ότι τυχόν διπλασιασμός της διάρκειας της γονικής άδειας δεν συνιστά απαραιτήτως το μόνο κατάλληλο μέτρο στο οποίο μπορούν να προσφεύγουν τα κράτη μέλη προκειμένου να διευκολύνουν τον συνδυασμό της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής των γονέων διδύμων, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συνολικό σύστημα στο οποίο εντάσσονται τα μέτρα που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των περιορισμών που υφίστανται οι γονείς αυτοί. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, επειδή η συμφωνία-πλαίσιο θέτει απλώς ένα κατώτατο όριο προδιαγραφών και παρέχει στα κράτη μέλη ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την πρακτική εφαρμογή της γονικής άδειας, τα εθνικά μέτρα μεταφοράς διαφέρουν αισθητά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Υπό τις συνθήκες αυτές διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού που επιδιώκει η συμφωνία-πλαίσιο και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, η ρήτρα 2.1 της εν λόγω συμφωνίας δεν επιβάλλει, σε περίπτωση γεννήσεως διδύμων, την αυτόματη αναγνώριση δικαιώματος τόσων γονικών αδειών, όσες τα τέκνα που γεννιούνται. Επιβάλλεται πάντως να εξεταστούν ενδεχόμενες συνέπειες στην περίπτωση γονέων διδύμων τέκνων υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

10. Επειδή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ανωτέρω απόφαση (υπόθεση C-149/10) αποφάνθηκε επί της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ότι αυτή συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και της οποίας ο θεμελιώδης χαρακτήρας κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη και ότι η τήρηση της αποκτά, όσον αφορά την υλοποίηση του δικαιώματος γονικής άδειας, ακόμα μεγαλύτερη σημασία δεδομένου του θεμελιώδους χαρακτήρα που προσδίδει στο κοινωνικό αυτό δικαίωμα το άρθρο 33, παράγραφος 2, του Χάρτη. Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2008, C-164/07, Wood, Συλλογή 2008, σ. I-4143, σκέψη 13, καθώς και Sturgeon κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 48). Το προταθέν από την Επιτροπή κριτήριο συγκρίσεως των γονέων διδύμων προς τους γονείς που έχουν παιδιά με μικρή διαφορά ηλικίας μεταξύ τους, αναδεικνύει τη δυσκολία καθορισμού της ομάδας ατόμων με τα οποία μπορούν να συγκριθούν οι γονείς διδύμων. Ειδικότερα, το κριτήριο αυτό στηρίζεται σε ένα ποσοτικά δυσχερώς προσδιορίσιμο στοιχείο, ήτοι αυτό της «μικρής διαφοράς ηλικίας». Εξάλλου, καίτοι δεν αμφισβητείται ότι το καθήκον ανατροφής διδύμων συνεπάγεται μεγαλύτερη προσπάθεια και, επομένως, δεν συγκρίνεται με τη φροντίδα ενός μόνον παιδιού, εντούτοις δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί το γεγονός ότι τα δίδυμα μεγαλώνουν και αναπτύσσονται παράλληλα και, κατά συνέπεια, ότι το καθήκον ανατροφής τους δεν είναι απαραιτήτως συγκρίσιμο με εκείνο της ανατροφής παιδιών διαφορετικής ηλικίας. Υπό τις συνθήκες αυτές διαπιστώνεται ότι οι γονείς διδύμων βρίσκονται σε ειδική κατάσταση, η οποία πρέπει να λαμβάνεται κατά πρώτο λόγο υπόψη από τον εθνικό νομοθέτη, οσάκις θεσπίζει μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 96/34. Πέραν της διάρκειας της γονικής άδειας, την οποία μπορούν να καθορίζουν ελεύθερα τηρώντας μόνον το ελάχιστο όριο των τριών μηνών, τα κράτη μέλη έχουν πλήρη διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό των προϋποθέσεων προσβάσεως και τους τρόπους εφαρμογής της άδειας αυτής, και επομένως να καθορίζουν ως προς τις χρονικές προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες μπορεί να ληφθεί η γονική άδεια. Η διακριτική αυτή ευχέρεια συνεπάγεται ειδικότερα ότι, οσάκις αποφασίζουν να καθιερώσουν γονική άδεια μεγαλύτερης διάρκειας σε σχέση με το προβλεπόμενο από τη συμφωνία-πλαίσιο ελάχιστο όριο, τα κράτη μέλη μπορούν να υιοθετούν ειδικές ρυθμίσεις για την περίπτωση διαδοχικών γεννήσεων τέκνων. Ο εθνικός νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο χειρισμών κατά τον καθορισμό του καθεστώτος γονικής άδειας που εφαρμόζεται σε γονείς διδύμων, επιτρέποντας στους γονείς αυτούς να τύχουν μεταχειρίσεως η οποία λαμβάνει προσηκόντως υπόψη τις ειδικές ανάγκες τους. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, γενικώς, μια αισθητά μεγαλύτερη άδεια από την προβλεπόμενη από τη συμφωνία-πλαίσιο ελάχιστη διάρκεια και μια ορισμένη ευελιξία των γονέων να λαμβάνουν την άδεια αυτή αναλόγως με την ηλικία του παιδιού μπορούν να διευκολύνουν την αντιμετώπιση των αυξημένων βαρών που συνδέονται με την ανατροφή των διδύμων. Ομοίως, τρόποι εφαρμογής οι οποίοι, σύμφωνα με το σημείο 6 των γενικών εκτιμήσεων της συμφωνίας-πλαισίου, ενθαρρύνουν νέους ελαστικούς τρόπους οργανώσεως της εργασίας μπορούν να διευκολύνουν τον συνδυασμό των απαιτήσεων της επαγγελματικής ζωής και των ειδικών περιορισμών που ενέχει η ανατροφή των διδύμων. Πάντως, είναι επίσης δυνατόν να σχεδιασθούν και να ληφθούν και άλλα μέτρα, ικανά να ανταποκριθούν στις ειδικές ανάγκες των γονέων διδύμων, όπως έμπρακτη βοήθεια, παραδείγματος χάρη υπό τη μορφή δικαιώματος προσβάσεως σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, ή χρηματική στήριξη υπό τη μορφή, μεταξύ άλλων, ειδικών παροχών που διευκολύνουν την ελεύθερη επιλογή του τρόπου φροντίδας. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, ο οποίος είναι ο μοναδικός αρμόδιος να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς που υποβάλλεται στην κρίση του, να διαπιστώσει κατά πόσον η συνολική εθνική νομοθεσία παρέχει επαρκείς δυνατότητες για την αντιμετώπιση, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, των ειδικών αναγκών που έχουν οι γονείς διδύμων στην επαγγελματική και οικογενειακή τους ζωή. Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται: 1) Η ρήτρα 2.1 της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία συνήφθη στις 14 Δεκεμβρίου 1995 και περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απονέμει στο τέκνο ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας. 2) Η ρήτρα 2.1 της προαναφερθείσας συμφωνίας-πλαισίου δεν έχει την έννοια ότι η γέννηση διδύμων θεμελιώνει δικαίωμα τόσων γονικών αδειών, όσα τα τέκνα που γεννιούνται. Σε κάθε περίπτωση, υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η ρήτρα αυτή επιβάλλει στον εθνικό νομοθέτη να καθιερώσει σύστημα γονικής άδειας το οποίο, αναλόγως με την υφιστάμενη στο οικείο κράτος μέλος κατάσταση, εξασφαλίζει στους γονείς διδύμων μεταχείριση λαμβάνουσα προσηκόντως υπόψη τις ειδικές τους ανάγκες. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να διαπιστώσει κατά πόσον η εθνική νομοθεσία ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή και να προσδώσει, ενδεχομένως, στην εν λόγω εθνική νομοθεσία μια κατά το μέτρο του δυνατού σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία.

 

11. Επειδή, όταν δημοσιεύθηκαν οι υπ’ αριθ. 2637-8/2008 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ το άρθρο 33, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2009, με βάση κυρίως το οποίο αποφάνθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ανωτέρω απόφαση επί της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ως προς την υλοποίηση του κοινωνικού δικαιώματος γονικής άδειας. ’λλωστε, με τις ως άνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν εξετάσθηκε η χορήγηση σε γονείς δίδυμων τέκνων γονικής άδειας υπό το πρίσμα της εφαρμογής της αρχής της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος, ούτε υπό το πρίσμα της Οδηγίας 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, η οποία τροποποίησε την Οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της αρχής της ίσης μεταχείρισης που εντάχθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με το Ν. 3488/2006, ώστε να μην τίθεται θέμα εφαρμογής των ερμηνευτικών λύσεων της απόφασης της 16-9-2010 (υπόθεση C-149/10) του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

12. Επειδή, η σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία της έννοιας της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σε ότι αφορά το κοινωνικό δικαίωμα της γονικής άδειας εξειδικεύεται με τις ρητές διατάξεις του άρθρου άρθρο 5 του Ν. 3488/2006 περί εισαγωγής της Οδηγίας 2002/73/ΕΚ, που απαγορεύουν κάθε μορφής άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω οικογενειακής κατάστασης, και έτι ειδικότερα της περ. δ΄ της παρ. 3 που ορίζει ότι τυχόν λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γονέων λόγω γονικής άδειας ανατροφής ή λόγω άδειας φροντίδας παιδιού, συνιστά διάκριση κατά την έννοια του παρόντος νόμου. Στοιχειοθετείται, δηλαδή, παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά τη χορήγηση της γονικής άδειας σε ορισμένους γονείς με μόνη τη συνδρομή της λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης σε σχέση με τις προϋποθέσεις που χορηγείται η γονική άδεια σε άλλους γονείς.

 

13. Επειδή, με τις διατάξεις της Οδηγία 96/34/ΕΚ προβλέπεται γονική άδεια ελάχιστης διάρκειας τριών (3) μηνών αλλά για κάθε ένα εργαζόμενο γονέα, ενώ με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 53 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα προβλέπεται μεν για τους υπαγόμενους σ’ αυτόν δημοσίους υπαλλήλους γονική άδεια εννεάμηνης διάρκειας, αλλά σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παρ. 3 παρέχεται σε αμφότερους τους γονείς, ήτοι αντιστοιχούν κατ’ επιμερισμό τέσσερεις και μισό μήνες (4 και 1/2) σε κάθε ένα γονέα, εάν αμφότεροι είναι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν επιλέξουν διαφορετικά, ή τρεις μήνες και μισός (3 και ½) κατ’ επιμερισμό στον ένα, εάν απασχολείται στον ιδιωτικό ή στο ευρύτερο δημόσιο τομέα (Ν.Π.Ι.Δ.) και το υπόλοιπο των εννέα μηνών, ήτοι πέντε και μισός (5 και ½), στον άλλο γονέα, εάν είναι δημόσιος υπάλληλος. Τούτο δε διότι με τις διατάξεις του Ν. 1483/1984: «Προστασία και διευκόλυνση των εργαζομένων με οικογενειακές υποχρεώσεις Τροποποιήσεις και βελτιώσεις εργατικών νόμων» (ΦΕΚ Α` 153), και δη του άρθρου 5, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 2640/1998 προκειμένου να προσαρμοσθεί στην Οδηγία 96/34/ΕΚ, παρέχεται στους εργαζόμενους του ιδιωτικού ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ν.Π.Ι.Δ.) γονική άδεια χωρίς αποδοχές τρισήμισυ (3 και ½) μηνών σε κάθε ένα γονέα, ήτοι επτά μήνες συνολικά σε αμφότερους τους απασχολούμενους γονείς και μάλιστα αυτοτελές δικαίωμα γονικής άδειας για κάθε ένα παιδί κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη. Πάντως, το σύστημα επιλογής κατ’ επιμερισμό της εννεάμηνης γονικής άδειας μεταξύ των δύο γονέων δεν ευνοεί το σκοπό της Οδηγίας ότι οι άνδρες θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να αναλάβουν ίσο μέρος των οικογενειακών ευθυνών. Εξ άλλου, κατά την Οδηγία 96/34/ΕΚ η ηλικία του παιδιού μέχρι την οποία μπορεί να χορηγηθεί η γονική άδεια φθάνει μέχρι τα οκτώ (8) έτη, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 53 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα μέχρι τα τέσσερα (4) έτη, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ευελιξία χορηγήσεως αυτής. Πέραν της μεγαλύτερης διάρκειας της γονικής άδειας καμία πρόνοια δεν λαμβάνεται στο άρθρο 53 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα για την επαρκή αντιμετώπιση των περιορισμών που υφίστανται οι γονείς δίδυμων παιδιών στο συνδυασμό της οικογενειακής με την επαγγελματική τους ζωή, ένεκα των αυξημένων βαρών, λόγω του ότι ικανοποιούν συγχρόνως τις ανάγκες δύο παιδιών, προς αποτελεσματική ικανοποίηση των ειδικών αναγκών αυτών. Εφόσον, κατά το 53 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, παρέχεται υπό όμοιες προϋποθέσεις εννεάμηνη γονική άδεια τόσο στους γονείς για κάθε μη δίδυμο τέκνο, και μάλιστα αυτοτελής για κάθε τέκνο, όσο και στους γονείς δίδυμων τέκνων, χωρίς κανένα ειδικό θετικό μέτρο για την αντιμετώπιση των ως άνω περιορισμών και ειδικών αναγκών των τελευταίων, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, υφίστανται αυτοί λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση και συντρέχει διάκριση κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, η οποία επιβάλει να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εν όψει και του ότι η αντιμετώπιση αυτή δεν δικαιολογείται αντικειμενικά. Πάντως, δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί η όμοια αντιμετώπιση των γονέων δίδυμων τέκνων που απασχολούνται στον δημόσιο τομέα από μόνο το γεγονός της πρόβλεψης μεγαλύτερης διάρκειας γονικής άδεια από την οριζόμενη στην Οδηγία, εφόσον δεν παρέχεται σε κάθε ένα γονέα εννεάμηνη άδεια αλλά κατ’ επιμερισμό του εννεάμηνου μεταξύ των δύο γονέων εάν είναι αμφότεροι δημόσιοι υπάλληλοι, ή πεντέμισυ και τρισήμισυ μήνες αντιστοίχως, εάν ο ένας είναι δημόσιος υπάλληλης και ο άλλος απασχολείται στον ιδιωτικό ή στο ευρύτερο δημόσιο τομέα, ήτοι σε διάρκειες που δεν είναι υπερβολικά μεγαλύτερες του ελάχιστου χρόνου της Οδηγίας για τον κάθε ένα γονέα.

 

14. Επειδή, έμπρακτη βοήθεια για την πρόσβαση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς προσφέρεται από τους κρατικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς ρυθμιζόμενους από τις διατηρηθείσες σε ισχύ διατάξεις του Ν. 2082/1992: Αναδιοργάνωση της Κοινωνικής Πρόνοιας και καθιέρωση νέων θεσμών Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ Α 158), έναντι χαμηλού αντίτιμου φύλαξης. Οι κρατικοί παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί έχουν μετατραπεί σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υπαγόμενα στους δήμους και στις κοινότητες με το Ν. 2880/ 2001 (ΦΕΚ 9/τ.Α`). Η πρόσβαση σ’ αυτούς ρυθμίζεται από την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 16 του Ν. 2082/1992 υπ’ αριθ. 16065/2002 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Πρόνοιας για τον «Πρότυπο Κανονισμό Λειτουργίας Δημοτικών και Κοινοτικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου Παιδικών και Βρεφονηπιακών Σταθμών» (ΦΕΚ Β΄497), οι διατάξεις της οποίας χρησιμοποιούνται ως πρότυπο για τη σύνταξη Κανονισμού λειτουργίας και όλων γενικά των Παιδικών και Βρεφονηπιακών Σταθμών των Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού και τα οριζόμενα σ` αυτές αποτελούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις λειτουργίας των Δημοτικών και Κοινοτικών Παιδικών και Βρεφονηπιακιών Σταθμών (άρθρο 1). Στο άρθρο 7 (δικαίωμα εγγραφής και εγγραφή παιδιών) ορίζεται ότι: «1. Δικαίωμα εγγραφής στους Παιδικούς και Βρεφονηπιακούς Σταθμούς έχουν όλα τα παιδιά, σύμφωνα με τις ειδικές προβλέψεις του παρόντος άρθρου,... Ειδικότερα στους αποκλειστικά Βρεφικούς Σταθμούς γίνονται δεκτά παιδιά ηλικίας από 6 μηνών έως 2,5 ετών, στους Νηπιακούς από 2,5 ετών έως την ηλικία εγγραφής τους στο Δημοτικό Σχολείο. Στους δε μικτούς Βρεφονηπιακούς Σταθμούς από 6 μηνών έως την ηλικία εγγραφής στο Δημοτικό Σχολείο. 2. Τα εγγραφόμενα στους Παιδικούς Σταθμούς παιδιά προέρχονται κατά κύριο λόγο από την περιοχή του Ο. Τ .Α. στον οποίο ανήκουν αυτοί, χωρίς να αποκλείεται και η περίπτωση εγγραφής παιδιού που διαμένει σε όμορη περιοχή και η εγγραφή είναι εφικτή λόγω της ύπαρξης κενής θέσης ή με την εγγραφή εξυπηρετείται ιδιαίτερα οξυμένη κοινωνική ανάγκη των γονέων, η οποία αιτιολογείται ειδικά στη σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. 3. Κατά την εγγραφή επιλέγονται τα παιδιά εργαζομένων γονέων και τα παιδιά οικονομικά αδυνάτων οικογενειών, προτιμομένων εκείνων που έχουν ανάγκη φροντίδας από διάφορα κοινωνικά αίτια (όπως π.χ. παιδιά ορφανά από δύο ή ένα γονέα, παιδιά αγάμων μητέρων, διαζευγμένων ή σε διάσταση γονέων, παιδιά που προέρχονται από γονείς με σωματική ή πνευματική αναπηρία, πολυτέκνων οικογενειών κ.λ.π.). Το Διοικητικό Συμβούλιο του νομικού προσώπου με αιτιολογημένη απόφασή του μπορεί να εξειδικεύει τα κριτήρια αυτά καθιερώνοντας τη μοριοποίησή τους. 4. Για την εγγραφή των παιδιών στους Βρεφονηπιακούς και Παιδικούς Σταθμούς απαιτούνται τα εξής δικαιολογητικά: α) Αίτηση -συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο της μητέρας ή του πατέρα ή του κηδεμόνα του παιδιού. β) Ληξιαρχική πράξη γέννησης του παιδιού. γ) Βεβαίωση εργοδότη ότι και οι δύο γονείς είναι εργαζόμενοι ή πρόκειται να εργασθούν εντός μηνός από την υποβολή της αίτησης εγγραφής, με προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών τους και επικυρωμένο φωτοαντίγραφο βιβλιαρίου ενσήμων των γονέων προκειμένου για εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. δ) ?.. ε) Αντίγραφο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του τρέχοντος οικονομικού έτους και αντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος. στ) Υπεύθυνη δήλωση για την οικογενειακή κατάσταση των γονέων του παιδιού. ζ) Κάθε άλλο δικαιολογητικό που το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί απαραίτητο. ?.. 5. το Διοικητικό Συμβούλιο και αφού προβεί σε καταρχήν εξέταση των αιτήσεων συγκροτεί ειδική επιτροπή επιλογής στην οποία μετέχει και το παιδαγωγικό προσωπικό. Η επιτροπή επιλογής συντάσσει έκθεση προς το Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο σε ειδική συνεδρίασή του αποφασίζει για την επιλογή των φιλοξενουμένων παιδιών η οποία αναρτάται στο οικείο δημοτικό κατάστημα. 6. Το Διοικητικό Συμβούλιο του νομικού προσώπου μπορεί να εγγράφει παιδιά και πέρα από τη δυναμικότητα των λειτουργούντων Παιδικών-Βρεφονηπιακών Σταθμών και μέχρι ποσοστού 20% επ` αυτής εφόσον υπηρετεί το προβλεπόμενο από τις διατάξεις προσωπικό και υπάρχουν οι απαραίτητοι χώροι». Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 9 (πόροι του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου) και 10 (μεταφορά παιδιών) το Δ.Σ., μετά από σύμφωνη με τον κοινωνικό χαρακτήρα των παρεχομένων υπηρεσιών γνώμη του οικείου Ο. Τ.Α, ορίζει κριτήρια επιβολής μηνιαίας οικονομικής εισφοράς (τροφεία) στις οικογένειες των φιλοξενουμένων παιδιών, σύμφωνα με την οικονομική τους δυνατότητα, ορίζοντας και τις περιπτώσεις των οικογενειών που μπορούν να απαλλαγούν από την καταβολή της οικονομικής εισφοράς ή που θα καταβάλλουν αυτή μειωμένη, ενώ το κόστος μεταφοράς των παιδιών μπορεί να καλυφθεί με πρόσθετη και ανεξάρτητη εισφορά των γονέων ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα.

 

15. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του Κανονισμού λειτουργίας των δημοτικών παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών συνάγεται ότι δεν προβλέπεται καμία ειδική πρόνοια για την υποχρεωτική κατά προτεραιότητα πρόσβαση των δίδυμων παιδιών, αν και προβλέπεται μοριοδότηση για την κατά προτεραιότητα εγγραφή παιδιών γονέων με άλλες ειδικές ανάγκες. ’λλωστε, όπως προβάλλεται με το υπόμνημα της αιτούσας, στον Δήμο Πολίχνης, στην διοικητική περιοχή του οποίου βρίσκεται η κατοικία αυτής, είναι δυνατή η ικανοποίηση από τους δημοτικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς μόνον ποσοστού 30-40% των αιτήσεων γονέων με χαμηλά εισοδήματα, λόγω του μεγάλου αριθμού των αιτήσεων σε σχέση με τις υπάρχουσες κενές θέσεις των δημοτικών παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών, ενώ στους όμορους δήμους, λόγω της εξάντλησης της απορροφητικότητας των παιδιών γονέων με χαμηλά εισοδήματα από τους εν λόγω σταθμούς, δεν είναι καν δυνατή η εφαρμογή των κριτηρίων μοριοδότησης, άλλα η πρόσβαση γίνεται με κλήρωση. Πλην τούτων, στο Ν. 3205/2003: «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., κλπ.», (ΦΕΚ Α΄297) και στο άρθρο 8, στο οποίο προβλέπονται τα διάφορα επιδόματα, δεν προβλέπεται κανένα επίδομα για την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών των γονέων δίδυμων τέκνων που απασχολούνται στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. , Ο.Τ.Α. κλπ., αλλά ούτε σε άλλη διάταξη νόμου υπάρχει ειδική πρόβλεψη για την αντιμετώπιση της δαπάνης φύλαξης των δίδυμων τέκνων δημοσίων υπαλλήλων σε ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς ή την φύλαξη στο σπίτι από baby siter. Σημειώνεται ότι στον ιδιωτικό ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με πλήθος συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή εθνικών συμβάσεων ή ειδικών διατάξεων κανονισμών κατάστασης προσωπικού των Ν.Π.Ι.Δ. προβλέπεται η χορήγηση επιδόματος βρεφονηπιακού σταθμού ή δαπάνης φύλαξης του παιδιού στο σπίτι (baby siter). Η απουσία οποιασδήποτε πρόνοιας για την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών και περιορισμών των απασχολούμενων στο δημόσιο γονέων δίδυμων τέκνων λόγω της ταυτόχρονης ικανοποίησης των αναγκών δύο παιδιών, με ειδικά θετικά μέτρα πρόσβασης στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς ή ειδικών παροχών διευκόλυνσης της ελεύθερης επιλογή του τρόπου φροντίδας, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, έχει ως αποτέλεσμα, η διαπιστωθείσα ανωτέρω στην παράγραφο 13 λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση, που υφίστανται οι γονείς δίδυμων τέκνων, να καθίσταται έτι δυσμενέστερη, θεωρούμενη στα πλαίσια του ισχύοντος γενικού συστήματος γονικής άδειας. Διαπιστώνεται, συνεπώς ότι ουδόλως έχει ληφθεί υπόψη από τον εθνικό νομοθέτη ότι οι γονείς διδύμων βρίσκονται σε ειδική κατάσταση, μολονότι αυτή πρέπει να λαμβάνεται κατά πρώτο λόγο υπόψη, οσάκις θεσπίζει μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 96/34/ ΕΚ.

 

16. Επειδή, έχει γίνει πάγια δεκτό από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι ναι μεν καταλείπεται στα κράτη μέλη το περιθώριο να επιλέγουν τα κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου, όπως στην προκειμένη περίπτωση του συστήματος γονικής άδειας κατά την Οδηγία 96/34/ΕΚ, όμως το περιθώριο αυτό δεν είναι απεριόριστο, καθόσον δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να φθάσει μέχρι τη διακύβευση του σκοπού ή της πρακτικής αποτελεσματικότητας εν προκειμένω της συμφωνίας πλαισίου (πρβλ. Δ.Ε.Κ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006 στην υπόθεση C-212/04), αλλά οφείλουν τα κράτη μέλη να εγγυώνται το αποτέλεσμα που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, όπως αυτό προκύπτει από άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, της Συμφωνίας για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το οποίο θεσπίζει την αρχή της αποτελεσματικότητας κατά την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων δικαίου (βλ., μεταξύ άλλων, Δ.Ε.Κ. απόφαση Francovich κ.λπ., σκέψη 32? την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2004, C-453/00, Kuhne & Heitz, Συλλογή 2004, σ. I-837, σκέψη 20, και την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I-8835, σκέψη 113 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006 στην υπόθεση C-212/04). ’λλωστε, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας περί της οποίας εκάστοτε πρόκειται, προκειμένου να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που με αυτή επιδιώκεται και, κατά συνέπεια, να συμμορφωθούν προς το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, της Συμφωνίας για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ σκέψη 115, Συλλογή 2004, σ. I-8835, σκέψη 113 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. I-4135, σκέψη 8,). Η επιταγή περί σύμφωνης προς το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι εγγενής στο σύστημα της Συνθήκης, καθόσον επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου όταν αποφαίνονται επί των διαφορών που έχουν υποβληθεί ενώπιον τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Pfeiffer κ.λπ, σκέψη 114). Τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να απέχουν, στο μέτρο του δυνατού, από το να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο που θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο, την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία. Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό, προκειμένου να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (βλ. απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψεις 115, 116, 118 και 119). Οι σκοποί που επιδιώκει η Οδηγία 96/34/ΕΚ για την γονική άδεια είναι η πλήρης αφιέρωση του γονέα στο τέκνο, ο συνδυασμός της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής των εργαζόμενων και η προαγωγή της ισότητας ευκαιριών, η ενθάρρυνση των ανδρών να αναλάβουν ίσο μέρος των οικογενειακών ευθυνών και η προώθηση της συμμετοχής των γυναικών στην ενεργό ζωή (βλ. Σ.τ.Ε. 899/ 2010,  2112/2009, 2118/2009, 13/2008, ΔΕΚ 18.3.2004, ΔΕΚ υπόθεση Gοmez C-342/2001, 17.6.1998, Ηill, C-243/95, 2.10.1997 Gerster, C-1/95, κ.α.), καθώς και η αντιμετώπιση των δημογραφικών αλλαγών, των φαινομένων της γήρανσης του πληθυσμού, και της προσέγγισης των γενεών. Ο τελευταίος αυτός σκοπός ταυτίζεται με το σκοπό του άρθρου 21 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρησή του (ψήφισμα της 6/4/2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων), το οποίο ορίζει στην παραγρ. 1 ότι : Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους", και στην παράγρ. 5 ότι : "Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους", που αξιώνει από τον κοινό νομοθέτη και την Διοίκηση την αποτελεσματική αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας (Ολ. Σ.τ.Ε. 3216/2003, Σ.τ.Ε. 1/2006). Κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, η παντελής απουσία από το γενικό σύστημα γονικής άδειας ειδικών θετικών μέτρων υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων γονέων δίδυμων τέκνων, συνεπαγόμενη τις ως άνω διακρίσεις σε βάρος αυτών, αγουσών σε παραβιάσεις της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά την χορήγηση της γονικής άδειας, δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωση εξασφαλίσεως του πλήρους αποτελέσματος των διατάξεων της Οδηγίας 96/34/ΕΚ, που απορρέει από το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, της Συμφωνίας για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθόσον δεν εξασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας αυτής, ενώ καθίσταται στην πράξη υπερβολικά δυσχερής η υλοποίηση των σκοπών αυτής, για μια σημαντική κατηγορία εργαζόμενων με ειδικές ανάγκες, όπως οι γονείς δίδυμων τέκνων, με ιδιαίτερη σημασία για την αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος. Κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, η υποβάθμιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της Οδηγίας 96/34/ΕΚ και οι παραβιάσεις της αρχής της ίσης μεταχείρισης από την αθέτηση της απορρέουσας από το κοινοτικό δίκαιο υποχρέωσης του εθνικού νομοθέτη προς παροχή ίσων ευκαιριών συνδυασμού της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής σε μια σημαντική κατηγορία εργαζομένων, που υφίστανται, λόγω των ειδικών αναγκών, πρόσθετους περιορισμούς σε σχέση με τους άλλους εργαζόμενους γονείς, είναι δυνατόν να αποκατασταθούν με την χορήγηση στους γονείς δίδυμων τέκνων αυτοτελούς γονικής άδειας για κάθε ένα από αυτά, προς σεβασμό και της αρχής της αναλογικότητας.

 

17. Κατά τη γνώμη όμως της Εφέτη ..., στην περίπτωση γέννησης διδύμων, τριδύμων κλπ. τέκνων δεν θεμελιώνεται υπέρ του γονέα δικαίωμα λήψεως τόσων εννεάμηνων αδειών ανατροφής τέκνου του άρθρου 53 του Ν. 3528/2007 όσα και τα τέκνα που γεννιούνται. Η θέση αυτή έγινε δεκτή τόσο με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 7/μελούς 2637, 2638/2008) όσο και με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. διατακτικό αυτής, σκέψη 76η). Και τούτο γιατί, ο σκοπός της εννεάμηνης άδειας ανατροφής είναι η δυνατότητα του γονέα (μητέρας ή πατέρα) να είναι προσωπικά ο ίδιος κοντά στο τέκνο του τα πρώτα κρίσιμα για την ανάπτυξή του χρόνια. Ο σκοπός αυτός, στην περίπτωση πολύδυμης κύησης εξυπηρετείται με την παροχή άπαξ της εν λόγω άδειας, αφού ο γονέας έχει τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στις ανάγκες τους και στα προς εκπλήρωση σχετικά καθήκοντα, τα οποία είναι μεν βαρύτερα σε ένταση, αφού πρέπει να ικανοποιούνται οι ανάγκες δύο, τριών κλπ. παιδιών, η πρόσθετη όμως αυτή προσπάθεια δεν παρατείνεται χρονικά, δεδομένου ότι τα δίδυμα, τρίδυμα κλπ. διανύουν ταυτόχρονα τα ίδια στάδια αναπτύξεως (βλ. σκέψη 58 αποφάσεως C ? 149/2010 Δ.Ε.Κ.). Υπό την έννοια αυτή, δηλαδή με βάση το σκοπό στον οποίο αποβλέπει η εν λόγω άδεια, οι γονείς δίδυμων, τριδύμων κλπ. τέκνων δεν τελούν σε όμοια κατάσταση με τους γονείς διαδοχικώς γεννηθέντων τέκνων, για τους οποίους προβλέπεται αυτοτελής εννεάμηνη άδεια ανατροφής, και επομένως δεν τίθεται, όσον αφορά το ζήτημα της διάρκειας της άδειας, θέμα παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ώστε να είναι επιβεβλημένος ο διπλασιασμός, τριπλασιασμός, τετραπλασιασμός κλπ. της εν λόγω άδειας, ανάλογα με τον αριθμό των ταυτοχρόνως γεννώμενων τέκνων. Διαφορετική εκδοχή για την έννοια των διατάξεων του άρθρου 53 του Ν. 3528/2007 (Υπαλληλικού Κώδικα) ? με τις οποίες, ας σημειωθεί, θεσπίστηκε τριπλάσια (εννεάμηνη) διάρκεια άδειας ανατροφής από αυτήν που όρισε η Οδηγία 96/34 (τρίμηνο) ? θα είχε ως αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση των γονέων τέκνων που γεννιούνται κατόπιν απλής κύησης, έναντι των γονέων διδύμων, τριδύμων κλπ., αφού αυτοί μεν θα είχαν το δικαίωμα να ανατρέφουν το τέκνο τους για 9 μήνες, ενώ, οι γονείς πολυδύμων θα βρίσκονταν δίπλα σε κάθε τους τέκνο επί 18, 27, 36 κλπ., κατά περίπτωση, συνεχείς μήνες. Βεβαίως, δεν υπάρχει αμφισβήτηση ? γεγονός που άλλωστε έγινε δεκτό από την απόφαση του Δ.Ε.Κ. ? ότι οι γονείς πολύδυμων τέκνων βρίσκονται σε «ειδική κατάσταση», αφού η ανατροφή τους συνεπάγεται μεγαλύτερη προσπάθεια σε σχέση μ’ αυτήν που συνεπάγεται η ανατροφή ενός μόνο τέκνου ή διαδοχικώς γεννώμενων τέκνων, και ότι επομένως ο νομοθέτης οφείλει κατά τον καθορισμό του «καθεστώτος γονικής άδειας» να θεσπίζει, εκτός από την άδεια ανατροφής, πρόσθετες διευκολύνσεις ως προς αυτούς, όπως δυνατότητα χρήσης ελαστικού ωραρίου, πρόσβαση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς κλπ.. Το ζήτημα όμως αυτό, της ύπαρξης ή μη διευκολύνσεων τέτοιου είδους, δεν αφορά στη δίκη που δημιουργείται αναφορικά με τη διάρκεια της άδειας ανατροφής, ως προς την οποία η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποφάνθηκε ρητώς ότι «η ρήτρα 2.1 της προαναφερθείσας συμφωνίας-πλαισίου δεν έχει την έννοια ότι η γέννηση δίδυμων κλπ. θεμελιώνει δικαίωμα τόσων γονικών αδειών, όσα τα τέκνα που γεννιούνται», αλλά στη δίκη που ενδεχομένως θα δημιουργηθεί από τυχόν άρνηση χορηγήσεως τέτοιων διευκολύνσεων, οπότε και το Δικαστήριο θα κληθεί να διαπιστώσει την ύπαρξη ή μη της παρανομίας και να δώσει μία «σύμφωνη με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία» (βλ. τελευταία σκέψη αποφάσεως Δ.Ε.Κ.). Επομένως, κατά την άποψη αυτή, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση, το ζήτημα που άγεται δεν ανέκυψε λόγω άρνησης παροχής προς την αιτούσα κάποιας συγκεκριμένης «γονικής διευκολύνσεως» που να συναρτάται με την ειδική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ως μητέρα δίδυμου τέκνου (π.χ. άρνηση αποδοχής των τέκνων της σε βρεφονηπιακό σταθμό του Δήμου στον οποίο κατοικεί) αλλά λόγω αρνήσεως ικανοποιήσεως αιτήματος που αφορά στον διπλασιασμό της διάρκειας της άδειας ανατροφής αποκλειστικά και μόνο για το λόγο ότι γέννησε δίδυμα τέκνα, θα έπρεπε η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και όχι το Δικαστήριο να χωρήσει σε αυτόματο διπλασιασμό της οικείας άδειας....".