ΔΕφΘεσ (Ακυρ) 322/2010
Προαγωγή υπαλλήλου μετά από μετάταξη - Χρόνος υπηρεσίας που λαμβάνεται
υπόψη -.
Επί μετάταξης υπαλλήλου σε ανώτερη
κατηγορία, ο χρόνος που έχει διανυθεί στην πριν τη μετάταξη κατηγορία
συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου υπηρεσίας που απαιτείται για την
προαγωγή στον επόμενο βαθμό της ανώτερης κατηγορίας.
Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης
(Τμήμα Α΄- Ακυρωτικό)
Αριθμός 322/2010
«... 3. Επειδή, στον ισχύοντα
Υπαλληλικό Κώδικα (Ν. 3528/2007 ΦΕΚ 26 Α΄) ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 82 παρ.
1 ότι «Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό απαιτείται: α) για την κατηγορία ΥΕ: ....β) για την κατηγορία ΔΕ: Από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό
Γ΄ διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄, από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ εννεαετής
υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ και από το βαθμό Β΄ στο βαθμό Α΄ οκταετής υπηρεσία στο
βαθμό Β΄. γ) για την κατηγορία ΤΕ: Από το βαθμό Δ΄
στο βαθμό Γ΄ διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄, από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄
επταετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ και από το βαθμό Β΄ στο βαθμό Α΄ εξαετής
υπηρεσία στο βαθμό Β΄. δ) για την κατηγορία ΠΕ
..»,
στο άρθρο 83 παρ. 1 ότι «Οι προαγωγές γίνονται ύστερα από απόφαση του
υπηρεσιακού συμβουλίου. Οι υπάλληλοι προάγονται στον αμέσως επόμενο βαθμό,
εφόσον έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο στο βαθμό που κατέχουν, σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 82 και έχουν σε υψηλό επίπεδο τα ουσιαστικά
προσόντα που αναφέρονται στις εκθέσεις αξιολόγησης τους. Το υπηρεσιακό
συμβούλιο, προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων,
λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου, από τα
οποία προκύπτει η δραστηριότητα του στην υπηρεσία, η επαγγελματική επάρκεια, η
πρωτοβουλία του και η αποτελεσματικότητα του. Για το σχηματισμό της κρίσης του,
το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη του τις εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων
της τελευταίας πενταετίας. Ειδικά για την προαγωγή στον Α΄ βαθμό πρέπει ο
υπάλληλος να έχει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο προσόντα που μαρτυρούν διοικητική
ικανότητα, όπως αυτά καθορίζονται από την κλίμακα του συστήματος αξιολόγησης των
ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων». Εξάλλου, στην παρ. 3 του άρθρου 70 του προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999, ΦΕΚ 19 Α΄)
οι οποίες είναι ταυτόσημες μ αυτές του ισχύοντος Υ.Κ.
ορίζονταν τα εξής: «Οι υπάλληλοι μετατάσσονται με το βαθμό που κατέχουν. Αν ο
εισαγωγικός βαθμός του κλάδου στον οποίο μετατάσσονται είναι ανώτερος του
βαθμού που κατέχουν, μετατάσσονται με τον εισαγωγικό αυτόν βαθμό. Ο χρόνος
υπηρεσίας που έχει διανυθεί στο βαθμό με τον οποίο ο υπάλληλος μετατάσσεται,
θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό της θέσης στην οποία μετατάσσεται, εφόσον
έχει διανυθεί με τα τυπικά προσόντα της ανώτερης κατηγορίας».
4. Επειδή, από τις παραπάνω
διατάξεις προκύπτει ότι η προαγωγή στον επόμενο βαθμό απαιτεί ως πρωτεύουσα
προϋπόθεση τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας στον προηγούμενο βαθμό. Ο
χρόνος αυτός διαφοροποιείται αφενός μεν ανάλογα με τον βαθμό που πρόκειται να
καταλάβει ο υπάλληλος (Ε΄, Δ΄, Γ΄, Β΄, Α΄), αφετέρου δε ανάλογα με την
κατηγορία στην οποία αυτός είναι κατατεταγμένος (ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ, ΠΕ),
ισχύει όμως ο κανόνας ότι οι ανώτερες κατηγορίες, δηλαδή οι κατηγορίες που
προϋποθέτουν ανώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας τυπικά προσόντα, απαιτούν
μικρότερο χρόνο υπηρεσίας για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό σε σχέση με τις
κατώτερες κατηγορίες. Εξάλλου, στην περίπτωση που υφίσταται μετάταξη του
υπαλλήλου σε ανώτερη κατηγορία, προβλέπεται η μετάταξη αυτή να γίνεται με τον
βαθμό που ο υπάλληλος κατείχε στην προηγούμενη κατηγορία, ενώ, παράλληλα
δίνεται η δυνατότητα να υπολογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας που διανύθηκε στην
προηγούμενη κατώτερη κατηγορία ως χρόνος που διανύθηκε στην ανώτερη κατηγορία
(στην οποία ήδη ο υπάλληλος έχει μεταταγεί) υπό την
προϋπόθεση ότι ο χρόνος αυτός έχει διανυθεί με τα προσόντα της ανώτερης
κατηγορίας, ούτως ώστε ο υπάλληλος να επωφελείται των ευνοϊκότερων, αναφορικά
με το χρόνο που απαιτείται για την προαγωγή, διατάξεων που διέπουν την ανώτερη
κατηγορία. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι καμία ρύθμιση δεν
περιλαμβάνεται αναφορικά με το χρόνο που έχει διανυθεί στην πριν τη μετάταξη
κατηγορία με τα κατώτερα προσόντα της εν λόγω κατηγορίας. Σε αρμονία όμως με
την εκτεθείσα γενική αρχή που διέπει το ζήτημα των προαγωγών, ότι δηλαδή οι
υπάλληλοι που κατατάσσονται σε ανώτερες κατηγορίες λόγω των αυξημένων τυπικών
τους προσόντων χρειάζονται λιγότερο, σε σχέση με τους υπαλλήλους των κατώτερων
κατηγοριών, χρόνο για την προαγωγή τους σε ανώτερο βαθμό και συνεκτιμώντας ότι η μετάταξη σε ανώτερη κατηγορία του
υπαλλήλου είναι δικαίωμα του υπαλλήλου και δεν μπορεί να αποβαίνει σε βάρος
του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο χρόνος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να
μηδενίζεται, αλλά πρέπει να υπολογίζεται κανονικά και να συμπληρώνεται με όσο
χρόνο απαιτείται από το χρόνο που διανύεται στην μετά τη μετάταξη ανώτερη κατηγορία,
η οποία άλλωστε προϋποθέτει τα τυπικά προσόντα της κατώτερης κατηγορίας. Αντίθετη
εκδοχή για την έννοια των ως άνω διατάξεων θα καθιστούσε αυτές
αντισυνταγματικές λόγω παραβάσεως της αρχής της ισότητας, αφού χωρίς να
συντρέχει κάποιος αποχρών δικαιολογητικός λόγος θα
είχε ως αποτέλεσμα υπάλληλος με αυξημένα τυπικά προσόντα (τίτλους ανώτερης
εκπαιδευτικής βαθμίδας) να αποκτά τον επόμενο βαθμό σε χρόνο μεγαλύτερο από
αυτόν που απαιτείται για τον υπάλληλο που διαθέτει κατώτερα, έναντι αυτού,
τυπικά προσόντα.
5. Επειδή, στην κρινόμενη
περίπτωση η αιτούσα είναι μόνιμη υπάλληλος του διαδίκου νοσοκομείου από
19-2-1988 και μέχρι την μετάταξή της σε ανώτερη κατηγορία υπηρετούσε στην
κατηγορία ΔΕ του κλάδου Αδελφών Νοσοκόμων. Στις 28-3-2005 απέκτησε πτυχίο του
Τμήματος Νοσηλευτικής της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας του ΤΕΙ Λάρισας με αποτέλεσμα να ζητήσει τη μετάταξή της σε
ανώτερη κατηγορία, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό με την Γ5/3718/7-3-2006 απόφαση
του Διοικητή της Β΄ ΔΥΠΕ, η οποία δημοσιεύτηκε στο
ΦΕΚ στις 27-3-2006 και έτσι η τελευταία μετατάχθηκε σε κενή οργανική θέση της
κατηγορίας ΤΕ του κλάδου Νοσηλευτών. Κατά το χρόνο
της μετατάξεώς της κατείχε τον Β΄ βαθμό και είχε διανύσει σ αυτόν, στην κατηγορία ΔΕ, 7 έτη
και 10 μήνες προϋπηρεσίας (ή κατά το Νοσοκομείο 7 έτη και 6 μήνες, βλ. έκθεση
απόψεων αυτού) έναντι 8 που απαιτούνταν ως προς την εν λόγω κατηγορία για την
προαγωγή της στον επόμενο βαθμό Α΄. Έτσι η μετάταξή της στην κατηγορία ΤΕ Νοσηλευτών έγινε με τον ίδιο βαθμό που κατείχε, δηλαδή
με το βαθμό Β΄. Στις 14-3-2008 υπέβαλε αίτηση στη διάδικη
Υπηρεσία με την οποία ζήτησε να προαχθεί στον Α΄ βαθμό, με βάση χρόνο υπηρεσίας
στον Β΄ βαθμό οκτώ ετών, όσον δηλαδή απαιτούν οι διατάξεις για τους ανήκοντες
στην ΔΕ κατηγορία, ο οποίος, κατά την άποψή της είχε συμπληρωθεί στην περίπτωσή
της με τον συνυπολογισμό μέρους από το χρόνο που είχε εν τω μεταξύ συνολικά
διανύσει στην ανώτερη κατηγορία ΤΕ. Το ανωτέρω αίτημα
παραπέμφθηκε στο αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Νοσοκομείου, το οποίο με την
προσβαλλόμενη απόφασή του το απέρριψε με την αιτιολογία ότι η αιτούσα δεν είχε
συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για την απόκτηση του Α΄ βαθμού. Όπως δε
ειδικότερα η αιτιολογία αυτή διευκρινίζεται με την έκθεση των απόψεων του
Νοσοκομείου, η τελευταία ορθώς κατά το χρόνο της μετατάξεώς της είχε μεταταγεί με τον Β΄ βαθμό αφού μέχρι τον χρόνο εκείνο δεν
είχε συμπληρώσει οκταετή υπηρεσία στον εν λόγω βαθμό (απέμεναν κάποιοι μήνες
για τη συμπλήρωσή του) ώστε να καταλάβει τον επόμενο βαθμό, ενώ και στη νέα
κατηγορία στην οποία ήδη ήταν κατατεταγμένη δεν είχε
συμπληρώσει χρόνο 6 ετών «από το χρόνο της μετατάξεώς της», δηλαδή όσο χρόνο
απαιτούσαν οι οικείες διατάξεις του Υ.Κ. για την
προαγωγή στον Α΄ βαθμό των υπαλλήλων της ΤΕ
κατηγορίας.
6. Επειδή, η παραπάνω αιτιολογία
του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, όσον αφορά στη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων
για την απόκτηση του Α΄ βαθμού από την αιτούσα, δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με
όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 4η σκέψη. Ειδικότερα, η τελευταία, ορθώς μεν
κατά την μετάταξή της διατήρησε τον Β΄ βαθμό, αφού δεν είχε συμπληρώσει οκταετή
υπηρεσία στον βαθμό αυτό κατά την ημερομηνία μετατάξεώς της, ο χρόνος όμως
αυτός που είχε ήδη διανύσει, και ο οποίος στην περίπτωσή της οριακά
υπολείπονταν για την προαγωγή της στον επόμενο βαθμό σε περίπτωση που η
μετάταξή της καθυστερούσε για ελάχιστο χρονικό διάστημα, μη νομίμως θεωρήθηκε
από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο ως ανύπαρκτος και μη συνυπολογιστέος.
Αντίθετα, το Συμβούλιο όφειλε για τη θεμελίωση της χρονικής προϋποθέσεως της
οκταετίας να συνυπολογίσει τον παραπάνω χρόνο που η τελευταία είχε διανύσει
στην κατηγορία ΔΕ και να συμπληρώσει αυτόν με όσο χρόνο υπολείπονταν,
προσθέτοντας ανάλογο μέρος από το χρόνο υπηρεσίας της στην ανώτερη κατηγορία ΤΕ στην οποία είχε μεταταγεί, η
οποία κατηγορία, άλλωστε, εμπεριείχε, καθόσον προϋπέθετε, τα τυπικά προσόντα
της ΔΕ κατηγορίας (απολυτήριο τίτλο δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως). Ερμηνεύοντας
διαφορετικά τις παρατεθείσες διατάξεις του
Υπαλληλικού Κώδικα το Υπηρεσιακό Συμβούλιο και υπολαμβάνοντας ότι στην
προκείμενη περίπτωση η αιτούσα έπρεπε να διανύσει εξαρχής όλο το χρόνο που
απαιτούσε η νέα της κατηγορία για την προαγωγή της στον επόμενο βαθμό (εξαετή
υπηρεσία) και στερώντας της τον προαγωγικό βαθμό λόγω
ελλείψεως των αναφερθεισών χρονικών προϋποθέσεων,
έσφαλε και η «απόφασή» του πρέπει να ακυρωθεί, κατ αποδοχή ως βασίμου του σχετικού λόγου της κρινόμενης αιτήσεως, η οποία
πρέπει να γίνει δεκτή. Περαιτέρω, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο οικείο
Συμβούλιο προκειμένου αυτό αφενός μεν να προβεί σε νέα, ως προς το ανωτέρω
ζήτημα, νόμιμη κρίση, αφετέρου δε να προβεί στην περαιτέρω εξέταση της
συνδρομής των ουσιαστικών προσόντων της αιτούσας, όπως ορίζουν οι διατάξεις της
παρ. 1 του άρθρου 83 του Υπαλληλικού
Κώδικα, ώστε να αποφανθεί τελικώς επί του αιτήματος προαγωγής αυτής στον Α΄
βαθμό. ...».