ΔΕφΑθ 1/2013

 

Εύλογη διάρκεια δίκης - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

Κρίθηκε ότι το χρονικό διάστημα των πέντε (5) και πλέον ετών που μεσολάβησε από την έναρξη μέχρι τη λήξη της επίμαχης διαδικασίας σε ένα ουσιαστικά βαθμό δικαιοδοσίας, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 57 του Ν. 4055/2012, ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Απόρριψη ισχυρισμού του καθ’ ού Ελληνικού Δημοσίου ότι από την κρίσιμη χρονική περίοδο θα πρέπει να αφαιρεθούν τα χρονικά διαστήματα των ανά έτος δικαστικών διακοπών. Επιδίκαση ποσού για την ηθική βλάβη του αιτούντος. Απόρριψη αιτήματος για καταβολή αποζημίωσης για αποκατάσταση της υλικής του ζημίας εξαιτίας της καθυστερήσεως αυτής.

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 1/2013

 

 

                       ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από την Μαρία Τσιρακάκη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., η οποία ορίσθηκε με την από 4 Σεπτεμβρίου 2012 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, βάσει του άρθρου 56 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 και Γραμματέα τη δικαστική υπάλληλο Σταματίνα Παπακωνσταντίνου,

 

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Δεκεμβρίου 2012 για να δικάσει την από 27 Αυγούστου 2012 (αριθ. καταχ. αιτ. ΔΙΚ40/2012) αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης (άρθρο 53 του Ν. 4055/2012):

 

τ ο υ …, κατοίκου Αυλίδος (Βαθύ) Ευβοίας, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο του Δημήτριο Βερβεσό, που τον διόρισε με πληρεξούσιο

 

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασίλειο Καραγιώργο

 

 

 

Η κρίση του είναι η εξής:

 

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1274151 και 1274152/2012 ειδικά έντυπα παραβόλου).

 

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η επιδίκαση υπέρ του αιτούντος χρηματικού ποσού ύψους τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ, αναλυτικώς: α) δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ως αποζημίωση για την υλική βλάβη και β) είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης που άρχισε με την κατάθεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεως ακυρώσεως του αιτούντος, υποψήφιου στη διαδικασία για την πλήρωση με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, μιας εκ των δύο θέσεων του Κλάδου ΔΕ Οδηγών, στην «Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) Α.Ε.», οι οποίες προκηρύχθηκαν με την 1/547Μ/2004 Προκήρυξη της «ΕΑΒ ΑΕ», κατά α) της 1268/29.5.2006 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), κατά το μέρος που με αυτήν, στα πλαίσια του αυτεπάγγελτου ελέγχου των πινάκων κατάταξης υποψηφίων αποφασίστηκε η διαγραφή του από τον πίνακα κατάταξης υποψηφίων και προσληπτέων και η εγγραφή του στον πίνακα απορριπτέων με την αιτιολογία ότι «δεν αποδεικνύει νομίμως εμπειρία» και β) των ανασυνταχθέντων οριστικών πινάκων προσληπτέων στους οποίους δεν περιελήφθη και περατώθηκε με τη δημοσίευση της 487/2012 αποφάσεως του ΙΑ΄ Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (Ακυρωτικού Σχηματισμού).

 

 

3. Επειδή, στο άρθρο 6 παρ.1 της Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4.11.1950 και κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 (Α` 256) ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή, δικαίως ... εντός λογικής προθεσμίας υπό ... δικαστηρίου ... το οποίον θα αποφασίση ... επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως ...». Περαιτέρω, το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι: «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη ... Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των». Εξάλλου, στα άρθρα 53 έως 58, του Κεφαλαίου Δ` «Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης και αίτηση επιτάχυνσης», του Ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» (Α` 51) ορίζονται τα εξής: ʼρθρο 53: «1. Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έλαβαν μέρος σε διοικητική δίκη μπορεί να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριμένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη. 2. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών». ʼρθρο 54: «1. Η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον: (α) του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατίθεται σε Σύμβουλο ή Πάρεδρο, (β) των διοικητικών δικαστηρίων ανατίθεται σε Πρόεδρο Εφετών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (γ) των διοικητικών πρωτοδικείων ανατίθεται σε Πρόεδρο Πρωτοδικών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. 2. ...». ʼρθρο 55: «1. Η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μετά από δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας αυτής. Ο αιτών δεν μπορεί να ζητήσει δίκαιη ικανοποίηση για υπέρβαση εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία έλαβε χώρα σε προηγούμενο βαθμό δικαιοδοσίας, με αφορμή κατάθεσης αίτησης για καθυστέρηση δίκης από ανώτατο δικαστήριο. 2. ... 3. Η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο, για τη νομιμοποίηση του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 18/1989 και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 4. Για την άσκηση της αίτησης καταβάλλεται παράβολο, το οποίο ορίζεται σε διακόσια (200) ευρώ υπέρ του Δημοσίου ... Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν καταβληθεί παράβολο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 1 του επόμενου άρθρου». ʼρθρο 56: «1. Όταν η αίτηση κατατίθεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πρόεδρος του σχηματισμού τμήματος που εξέδωσε την απόφαση επί της δίκης, για την οποία ζητείται δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας αυτής, ορίζει, με πράξη του, σύμβουλο ή πάρεδρο για την εκδίκαση της. Με την πράξη αυτή, η οποία κοινοποιείται στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο και τον Υπουργό Οικονομικών, ορίζεται η ημέρα συζήτησης της αίτησης σε δημόσια συνεδρίαση, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν των πέντε (5) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. Η διοίκηση υποχρεούται να διαβιβάσει την έκθεση με τις απόψεις της και τα σχετικά στοιχεία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης. Η αίτηση εκδικάζεται ακόμα και σε περίπτωση μη διαβίβασης της έκθεσης των απόψεων και των στοιχείων από τη διοίκηση. 2. Όταν η αίτηση κατατίθεται ενώπιον διοικητικού εφετείου ή διοικητικού πρωτοδικείου, ο πρόεδρος της τριμελούς διεύθυνσης του δικαστηρίου ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση επί της δίκης για την οποία ζητείται η δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της διάρκειας αυτής, ορίζει με πράξη του, Πρόεδρο Εφετών ή αντίστοιχα Πρόεδρο Πρωτοδικών για την εκδίκασή της. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος. 3. Ο αιτών μνημονεύει στην αίτηση του το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αναφέρει τις αναβολές που τυχόν δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, περιγράφει συνοπτικά τα ανακύψαντα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, λαμβάνει θέση επί της πολυπλοκότητας, αυτών. 4. Το Ελληνικό Δημόσιο απαντά επί των προβαλλόμενων λόγων περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη δικονομική συμπεριφορά του αιτούντος κατά την εξέλιξη της δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης. 5. Η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο (2) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης και κατά αυτής δεν ασκείται ένδικο μέσο». ʼρθρο 57: «1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης ... β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών, δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. 2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις. 3. Αν γίνει αποδεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε οριζόμενο ποσό για την άσκηση και συζήτηση της παρέμβασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, ανερχόμενη έως και το πενταπλάσιο του ύψους του παραβόλου, εαν δε απορριφθεί ως προφανώς απαράδεκτη ή αβάσιμη, το ποσό της δαπάνης μπορεί να ανέλθει έως και το δεκαπλάσιο του ύψους του παραβόλου». ʼρθρο 58: «1. Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποίησης εκτελείται κατά τις οικείες περί εντάλματος πληρωμής διατάξεις εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών ... 2. ...».

 

 

4. Επειδή, με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του Ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο (πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς, κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ) και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. Όπως προκύπτει και από τη σχετική με τις διατάξεις των άρθρων αυτών αιτιολογική έκθεση, οι επίμαχες ρυθμίσεις θεσπίσθηκαν κατ` επίκληση των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε συμμόρφωση προς την απόφαση - πιλότο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), της 21.12.2010, Αθανασίου κλπ. κατά Ελλάδος, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη «συστημικού» προβλήματος στην ελληνική διοικητική δικαιοσύνη, λόγω του σημαντικού αριθμού παραβιάσεων των ως άνω άρθρων της Συμβάσεως και, ιδίως, του άρθρου 6 παρ. 1 αυτής, με την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως, τον αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστικό σχηματισμό για την εκδίκαση της, τη διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου σχηματισμού, καθώς και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του ΕΔΑΔ, απαριθμούνται στο άρθρο 57 παρ. 1 του νόμου και αφορούν, ειδικότερα, στη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή τη σημασία, της υποθέσεως για τον αιτούντα. Τέλος, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 57 του Ν. 4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τρία (3) στάδια. Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 57 του νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. σχετ. αποφ. ΕΔΑΔ, της 29.3.2006, Cochiarella κατά Ιταλίας, της 23.9.2004, Αγαθός κλπ. κατά Ελλάδος και της 15.7.2004, Θεοδωρόπουλος κατά Ελλάδος). Εάν, κατά το δεύτερο στάδιο, το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, το δικαστήριο προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφενός, στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη την περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, συνεκτιμώντας τα προαναφερόμενα κριτήρια, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου, στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του Ν. 4055/2012 (βλ. ΣτΕ 4467/2012).

 

 

5. Επειδή, από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 55 του ίδιου νόμου, με τις οποίες ορίζεται ότι η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας, προκύπτει ότι αρμόδιο δικαστήριο να αποφανθεί αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση ύστερα από τη δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας αυτής. Επομένως, δεν επιτρέπεται να ελεγχθεί από το ως άνω δικαστήριο, στο οποίο ασκήθηκε η αίτηση, ούτε ο αιτών μπορεί να προβάλει σχετικούς λόγους, αν συντρέχει υπέρβαση του εύλογου χρόνου για την εκδίκαση υποθέσεως και κατά συνέπεια παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, από άλλο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η υπόθεση και το οποίο ανήκει σε άλλο βαθμό δικαιοδοσίας. Πλην όμως, στην περίπτωση που η αίτηση ασκήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε οριστική απόφαση, η υπόθεση όμως εκκρεμούσε προηγουμένως σε δικαστήριο άλλου βαθμού δικαιοδοσίας από το οποίο αυτή παραπέμφθηκε λόγω μεταβολής της νομοθεσίας χωρίς να εκδοθεί απόφαση, είναι αναγκαίο, προκειμένου να μη στερηθεί ο διάδικος της εννόμου προστασίας που του επιφυλάσσουν οι ανωτέρω διατάξεις, να κριθεί από το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως δικαστήριο τυχόν παραβίαση του σχετικού δικαιώματος του αιτούντος και κατά το διάστημα κατά το οποίο η υπόθεση εκκρεμούσε στο προηγούμενο δικαστήριο.

 

 

6. Επειδή, στην κρινόμενη υπόθεση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την από 15.12.2006 αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία κατέθεσε στις 19.12.2006 (αριθμ. καταθ. 7314/19.12.2006), ο αιτών, υποψήφιος στη διαδικασία για την πλήρωση με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, μιας εκ των δύο θέσεων του Κλάδου ΔΕ Οδηγών, στην «Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) Α.Ε.», οι οποίες προκηρύχθηκαν με την 1/547Μ/2004 Προκήρυξη της ΕΑΒ ΑΕ», είχε ζητήσει την ακύρωση α) της 1268/29.5.2006 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), κατά το μέρος που με αυτήν, στα πλαίσια του αυτεπάγγελτου ελέγχου των πινάκων κατάταξης υποψηφίων αποφασίστηκε η διαγραφή του από τον πίνακα κατάταξης υποψηφίων και προσληπτέων και η εγγραφή του στον πίνακα απορριπτέων με την αιτιολογία ότι «δεν αποδεικνύει νομίμως εμπειρία» και β) των ανασυνταχθέντων οριστικών πινάκων προσληπτέων στους οποίους δεν περιελήφθη είχε ζητήσει. Η υπόθεση εισήχθη, λόγω αρμοδιότητας στο Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας και η εκδίκασή της προσδιορίστηκε αρχικά για την δικάσιμο της 5.2.2009. Κατά την δικάσιμο αυτή, η εκδίκαση της υποθέσεως αναβλήθηκε, αυτεπαγγέλτως, για τη δικάσιμο της 22.10.2009 και στη συνέχεια αναβλήθηκε, ομοίως αυτεπαγγέλτως, για τις δικασίμους της 15.4.2009, 21.10.2010 και 31.3.2011. Ο φάκελος της υποθέσεως με τις απόψεις του Α.Σ.Ε.Π. επί της αιτήσεως ακυρώσεως περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 6.4.2010, αφού προηγήθηκε το από 9.10.2009 έγγραφο της εισηγήτριας του Συμβουλίου της Επικρατείας προς το Α.Σ.Ε.Π. προκειμένου να αποσταλεί τάχιστα πλήρης διοικητικός φάκελος και απόψεις επί των προβαλλομένων λόγων και ακολούθησε απάντηση του Αντιπροέδρου του Α.Σ.Ε.Π. στην οποία εκτίθετο η δυσκολία που υπάρχει για την σύνταξη και αποστολή της σχετικής εκθέσεως απόψεων λόγω ελλείψεως νομικής υπηρεσίας. Ακολούθως, ενόψει των άρθρων 47 παρ. 1 και 2 και του άρθρου 50 του ν. 3900/2010, με τις οποίες η αρμοδιότητα για την εκδίκαση των σχετικών αιτήσεων ακυρώσεως μεταφέρθηκε στα αρμόδια κατά τόπο Διοικητικά Εφετεία και ορίσθηκε η δυνατότητα διαβίβασης σε αυτά των ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εκκρεμών υποθέσεων που δεν είχαν ακόμα συζητηθεί, με την από 28.2.2011 πράξη του Προέδρου του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας η αίτηση ακυρώσεως του αιτούντος κατά του ΑΣΕΠ διαγράφηκε από το πινάκιο του Γ΄ Τμήματος και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Η υπόθεση περιήλθε και καταχωρήθηκε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στις 5.5.2011 (αριθ. καταχ. 1678/5.5.2011). Η αίτηση ακυρώσεως του αιτούντος προσδιορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Δικαστηρίου, στις 31.5.2011 στο ΙΑ΄ Τμήμα Ακυρωτικής Διαδικασίας και εκδικάσθηκε στις 16.12.2011. Επ’ αυτής εκδόθηκε η Α487/2012 με ημερομηνία δημοσίευσης 29.2.2012 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως ως ουσία αβάσιμη. Η απόφαση επέστρεψε από την καθαρογραφή στις 18.6.2012, θεωρήθηκε και υπογράφηκε στις 26.6.2012 και αρχειοθετήθηκε στις 4.7.2012.

 

 

7. Επειδή, η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην κρινόμενη περίπτωση, άρχισε στις 19.12.2006 και έληξε στις 29.2.2012, με τη δημοσίευση της 487/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η διαδικασία διήρκεσε, επομένως, πέντε (5) έτη, δύο (2) μήνες και δέκα (10) ημέρες, για ένα βαθμό δικαιοδοσίας.

 

 

8. Επειδή, το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι από την αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη χρονική περίοδο (19.12.2006 έως 29.2.2012) θα πρέπει να αφαιρεθούν τα χρονικά διαστήματα των δικαστικών διακοπών, οι οποίες, διαρκούν από την 1η Ιουλίου έως την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι όπως παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογία του ΕΔΑΔ (βλ. αποφ. ΕΔΑΔ, της 21.2.2008, Ανώνυμος Τουριστική Εταιρεία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδος, της 6.4.2000, Comingersoll S.A. κατά Πορτογαλίας, κ.ά. και ειδικότερα, για τα διαστήματα των δικαστικών διακοπών, την αποφ. ΕΔΑΔ, της 28.3.2002, Ξενόπουλος κατά Ελλάδος) τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να οργανώνουν το δικαστικό τους σύστημα κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έκδοση των αποφάσεων των αρμοδίων δικαιοδοτικών τους οργάνων μέσα σε εύλογη προθεσμία (βλ. ΣτΕ 4467/2012).

 

 

9. Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι ο χρόνος που απαιτήθηκε για την εκδίκαση της υπόθεσής του υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης, χωρίς υπαιτιότητα του, καθώς δεν ζήτησε σε καμία δικάσιμο την αναβολή συζητήσεως της υποθέσεως, ενώ, αντιθέτως, συνετέλεσε στη γρήγορη εκδίκασή της από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την αίτηση που υπέβαλε σ’ αυτό για την κατά προτίμηση συζήτησή της. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η υπόθεση δεν παρουσίαζε κανένα στοιχείο πολυπλοκότητας ούτε σε δικονομικό, ούτε σε ουσιαστικό επίπεδο. Πλην του ζητήματος της μεταβολής της νομοθεσίας και της παραπομπής της από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου κυρίως καθυστέρησε, στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, δεν ανέκυψαν πολύπλοκα ή δυσεπίλυτα νομικά ή πραγματικά θέματα που να δικαιολογούν την καθυστέρηση αυτήν. Η καθυστέρηση αυτή του προκάλεσε ψυχική ταλαιπωρία, αγωνία και αβεβαιότητα εν αναμονή της αποφάσεως για ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό για την επαγγελματική του αποκατάσταση. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η φύση της υποθέσεως, η οποία αφορούσε στην πρόσληψή του από την «Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) Α.Ε.» και συνεπώς είχε σχέση με τη διαβίωση του ίδιου και της οικογενείας του, συνιστά εργατική διαφορά, της οποίας η υπερβολική διάρκεια επέφερε σ’ αυτόν ιδιαίτερη επιβάρυνση. Επίσης, ισχυρίζεται, χωρίς όμως να προσκομίζει αποδεικτικά προς τούτο στοιχεία, ότι λόγω της καθυστέρησης εκδόσεως απόφασης υπέστη και υλική ζημία ύψους 15.000 ευρώ, η οποία συνίσταται στην απώλεια των μισθών του ύστερα από την απομάκρυνσή του από την «ΕΑΒ Α.Ε.», καθώς και στα έξοδα μισθώσεως κατοικίας σε άλλη πόλη από την πόλη της καταγωγής του προκειμένου να διαμείνει με την οικογένειά του στον τόπο που εργαζόταν ύστερα από την προαναφερόμενη πρόσληψή του.

 

 

10. Επειδή, από τα εκτιθέμενα στην πέμπτη σκέψη της παρούσης αποφάσεως πραγματικά περιστατικά και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, προκύπτει ότι από τη χρονική περίοδο των πέντε (5) ετών, δύο (2) μηνών και δέκα (10) ημερών που διήρκεσε η διαδικασία από την κατάθεση της αίτησης ακυρώσεως του αιτούντος ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επί τέσσερα (4) έτη και δύο (2) μήνες, η διαδικασία για την ολοκλήρωσης της παραπομπής της στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών διήρκεσε περίπου δύο (2) ακόμα μήνες, ενώ η διαδικασία ενώπιον του τελευταίου από την περιέλευσή της στο δικαστήριο αυτό (5.5.2011) έως την δημοσίευση της οριστικής αποφάσεως με την οποία περαιώθηκε η υπόθεση διήρκεσε μόλις εννιά (9) περίπου μήνες. Περαιτέρω, προκύπτει ότι η καθυστέρηση το Συμβούλιο της Επικρατείας οφείλεται στις πολυάριθμες αναβολές συζητήσεως της υποθέσεως που χορηγήθηκαν αυτεπαγγέλτως, κυρίως λόγω της καθυστερημένης αποστολής στο Δικαστήριο των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως από τη Διοίκηση στις 6.4.2010, αφού προηγήθηκε η αποστολή σχετικού εγγράφου από την εισηγήτρια της υποθέσεως προς το Α.Σ.Ε.Π. και η συζήτηση της υποθέσεως είχε αναβληθεί ήδη δύο (2) φορές, καθώς και στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως (19.12.2006) και της ορισθείσης πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως (5.2.2009). Σημειωτέον, ότι η διάρκεια της δίκης παρατάθηκε για αρκετό χρονικό διάστημα, έως ότου επιληφθεί το αρμόδιο δικαστήριο, λόγω της μεταβολής της νομοθεσίας ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο κατατέθηκε η αίτηση ακυρώσεως και την ανάγκη παραπομπής της στο αρμόδιο δικαστήριο. Εξάλλου, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η 487/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία είχε ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης με την αίτηση ακυρώσεως αποφάσεως του Α.Σ.Ε.Π. περί διαγραφής του αιτούντος από τον πίνακα κατάταξης προσληπτέων και εγγραφής τούτου στον πίνακα απορριπτέων, με την αιτιολογία ότι δεν απέδειξε νομίμως τη εμπειρία του, δεν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής ή περίπλοκη. Όπως δε προκύπτει από το κείμενο της αποφάσεως, τα ζητήματα που απασχόλησαν το δικαστήριο, ως προς το θέμα της αποδείξεως της εμπειρίας, είχαν ήδη λυθεί από τη νομολογία, η οποία και μνημονεύεται στην απόφαση. Τέλος, ενόψει του ότι η υπόθεση είχε ως αντικείμενο την πρόσληψη του αιτούντος σε κρατική εταιρεία, συνδέεται με τη διαβίωση του ενδιαφερόμενου και επομένως συνιστά εργατική διαφορά. Συνεπώς, το διακύβευμα της διαφοράς για τον αιτούντα ήταν μεγάλο. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως με βάση τα αναφερόμενα στο άρθρο 57 παρ. 1 του νόμου νόμιμα κριτήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα των πέντε (5) και πλέον ετών που μεσολάβησε από την έναρξη μέχρι τη λήξη της επίμαχης διαδικασίας σε ένα ουσιαστικά βαθμό δικαιοδοσίας, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 57 του Ν. 4055/2012, ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε πράγματι στον αιτούντα ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην αγωνία, την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα που υπέστη κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας, για την αποκατάσταση δε της βλάβης αυτής κρίνεται δικαιολογημένη η επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος. Αντιθέτως, πρέπει να απορριφθεί, ανεξαρτήτως οτιδήποτε άλλου, ως αναπόδεικτο, το αίτημα του αιτούντος για την καταβολή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της εξαιτίας της καθυστερήσεως αυτής υλικής του ζημίας.

 

 

11. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών, επικαλούμενος τη νομολογία του ΕΔΑΔ ως προς το ζήτημα του ύψους του επιδικαζόμενου ποσού, ζητάει να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της προαναφερόμενης παραβίασης του δικαιώματός του σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Απεναντίας, το Ελληνικό Δημόσιο θεωρεί ότι το ποσό αυτό δεν θα πρέπει να υπερβεί τα τριακόσια (300) ευρώ, επικαλούμενο ότι ο χρόνος καθυστέρησης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, δεν υπερβαίνει το ενάμισι έτος, ότι από την καθυστέρηση αυτή δεν προκλήθηκε βλάβη στον αιτούντα, δοθέντος ότι η αίτηση ακυρώσεώς του απορρίφθηκε ως αβάσιμη, ενώ ο ίδιος, από υπαιτιότητά του, δεν προσκόμισε τα απαιτούμενα από την προκήρυξη δικαιολογητικά και, τέλος, ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η έκτακτη και εξαιρετικά δυσμενής δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σε συνδυασμό με τα μειωμένα ποσά που έχουν, όπως ισχυρίζεται, ορισθεί νομολογιακά για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης.

 

 

12. Επειδή, προκειμένου να καθορισθεί το ύψος του χρηματικού ποσού που δικαιούται ο αιτών για τη δίκαιη ικανοποίησή του, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, ιδίως, την περίοδο που υπερέβη η εκδίκαση της υποθέσεως τον εύλογο χρόνο, η οποία, ενόψει των περιστάσεων, δεν είναι υπερβολικά μεγάλη και το ύψος του ποσού αυτού όπως έχει διαμορφωθεί από την νομολογία του ΕΔΑΔ, το οποίο έχει επίσης κρίνει ότι όταν έχει θεσμοθετηθεί εθνικό ένδικο βοήθημα δίκαιης ικανοποίησης, δικαιολογείται η επιδίκαση χαμηλότερων χρηματικών ποσών σε σχέση με εκείνα που θα επιδίκαζε το ίδιο σε ανάλογες υποθέσεις, εφόσον τα επιδικαζόμενα σε εθνικό επίπεδο ποσά δεν είναι πολύ κατώτερα ενός ευλόγου ορίου και υπό τον όρο ότι οι σχετικές αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες με τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο της συγκεκριμένης χώρας, εκδίδονται ταχέως, είναι αιτιολογημένες και εκτελούνται άμεσα (βλ. απόφ. ΕΔΑΔ της 10.10.2004, Dubjakova κατά Σλοβακίας και της 26.3.2006, Scordino κατά Ιταλίας). Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, η οποία είναι απότοκη του σοβαρότατου κλονισμού της δημοσιονομικής ισορροπίας του ελληνικού Κράτους (βλ. ΣτΕ 4467/2012). Τέλος, το Δικαστήριο, συνεκτιμά και τα λοιπά κριτήρια που αναφέρονται ανωτέρω, όπως τη σημασία (διακύβευμα) που είχε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η 487/2012 απορριπτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών για τον αιτούντα, αλλά και την εν γνώσει του σοβαρή πιθανότητα να απορριφθεί ως αβάσιμη η αίτηση ακυρώσεως λόγω ελλείψεως επαρκών στοιχείων για την απόδειξη του απαραίτητου για την πρόσληψή του τυπικού προσόντος της εμπειρίας. Με τα δεδομένα αυτά, και συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, κατά μερική παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως, να επιδικασθεί στον αιτούντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για ηθική βλάβη, ακολούθως δε να αποδοθεί στον αιτούντα το κατατεθέν παράβολο και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

 

Δια ταύτα

 

 

Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση

 

Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

 

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2013.

 

Δημοσιεύθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2013.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟ  Σ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΡΑΚΑΚΗ         ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ