ΔΕφΑθ 2497/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προστασία οικογένειας - Αρχή ισότητας - Αρχή αναλογικότητας - Αρχή δικονομικής ισότητας διαδίκων - Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - Διπλή καταβολή οικογενειακού επιδόματος - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 6 άρθρου 11 ν. 1505/1984 - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Παραγραφή πενταετής - Τόκος υπερημερίας - Τόκος ιδιωτών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 21 Κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου -.

 

Ισχύει και είναι άμεσα εφαρμοστέος ο γενικός κανόνας της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 1505/1984, κατά τον οποίο οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ολόκληρο το οικογενειακό επίδομα, προσαυξανόμενο ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνει η κρινόμενη, ως αντισυνταγματική, παράγραφος 6 του άρθρου 11 ν. 1505/1984. Οι διατάξεις του άρθρου 91 παρ. 3 του ν.δ. 321/1969, και οι ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία συμπλήρωσης της παραγραφής, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, για την αποκατάσταση της οποίας η συμπλήρωση της παραγραφής πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι πενταετής. Η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και της διάταξης υπερνομοθετικής ισχύος του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι υφίσταται κάποιος λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, αλλά ούτε το δημόσιο επικαλείται την ύπαρξη τέτοιου λόγου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Διοικ. Εφ. Αθην. 3ο τμήμα

   Απόφαση 2497/2007

 

   Η κρινόμενη έφεση νομίμως επαναφέρεται για νέα κρίση μετά την αναίρεση της 293/1998 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την 1019/2005 όμοια του Συμβουλίου της Επικρατείας και μετά την εκτέλεση όδων διατάχθηκαν με την 2378/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και μόνον για τους εκκαλούντες 1) .............. και 8) ............... Με την παραπάνω απόφαση του Δικαστηρίου τούτου απορρίφθηκε έφεση των εκκαλούντων κατά της 10084/1994 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί ομοίως αγωγή των ιδίων, οι οποίοι ζητούσαν μετά τη μετατροπή του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος τους σε αναγνωριστικό να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου να καταβάλει σε καθέναν απ' αυτούς, τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, ως οικογενειακό επίδομα για συγκεκριμένα για τον καθένα διαστήματα μεταξύ 1.1,1988 έως 30.9.1993.

   Το Σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου" και στο άρθρο 21 παρ.1 ότι "Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους". Εξάλλου ο ν. 1505/1984 "Αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις" (ΦΕΚ 194 Α'), στις διατάξεις του οποίου υπάγονται μεταξύ άλλων, οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί της δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως (άρθρο 1) και το μόνιμο και δόκιμο προσωπικό των γραμματέων των δικαστηρίων (άρθρο 22 ττσρ.1 ), ορίζει στο άρθρο 8, ότι "πέραν του κατά το προηγούμενο άρθρο μηνιαίου βασικού μισθού παρέχονται και τα επιδόματα χρόνου υπηρεσίας, εξομάλυνσης διαφορών μισθολογίου, οικογενειακών  βαρών,  μεταπτυχιακών  σπουδών,   εορτών  Χριστουγέννων, Πάσχα, αδείας, ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας, όπως ορίζεται στα επόμενα άρθρα". Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ως άνω νόμου και υπό τον τίτλο "Επίδομα οικογενειακών βαρών" ορίζεται, στην παράγραφο 1, όπως αυτή έχει αντικατασταθεί από την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1810/1968 (ΦΕΚ 223 Α), ότι "το οικογενειακό επίδομα ορίζεται για όλους τους υπαλλήλους, σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου 20 ως εξής: α) Έγγαμος χωρίς παιδιά 10%. β) Για κάθε παιδί το επίδομα αυτό προσαυξάνεται: αα. Για τα δύο πρώτα 5% για το καθένα, ββ} για το τρίτο παιδί 10%, γ) για το τέταρτο παιδί 13%. Ειδικά για παιδιά που φοιτούν σε ανώτατες και ανώτερες σχολές, το επίδομα παρέχεται και κατά το χρόνο φοίτησης τους, όπως αυτός προβλέπεται από τον οργανισμό κάθε σχολής και πόντιος όχι από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Για τη διακοπή του επιδόματος αυτού λόγω συμπληρώσεως των ανωτέρω κατά περίπτωση ορίων ηλικίας ως ημέρα γέννησης των παιδιών θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου". Ακολούθως, με την απόφαση 2007060/552/0022/89 του Υπουργού Οικονομιών ως βασικός μισθός υπολογισμού του οικογενειακού επιδόματος από 1.4.1989 ορίσθηκε το 13° μισθολογικό κλιμάκιο (40.000 δρχ.). Με το άρθρο 4 του ν. 2129/1993, (ΦΕΚ 57 Α) ορίστηκε ότι "Το βάσει του άρθρου 11 του ν. 1505/1984, όπως επεκτάθηκε μεταγενεστέρως, καταβαλλόμενο επίδομα οικογενειακών βαρών διπλασιάζεται από 1.7.1993. Η αύξηση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της ΑΤΑ και των μετέπειτα χορηγηθεισών αυξήσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αύξηση του παρόντος νόμου. Εξάλλου, στην παράγραφο 6, του άρθρου 11 του ν. 1505/1984, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί από το εδάφιο γ' της παρ. 11 του άρθρου 52 ν. 1591/1986 (ΦΕΚ 50 Α), ορίζεται ότι: "Στην περίπτωση όπου και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι του Δημοσίου ή νπδδ ή ΟΤΑ, ή συνταξιούχοι των υπηρεσιών αυτών, ο καθένας θα παίρνει το μισό από το προβλεπόμενο, κατά περίπτωση, επίδομα στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού. Αν ο ένας από τους δύο συζύγους είναι υπάλληλος ή συνταξιούχος: α) του υπόλοιπου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετήθηκε με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 1 του νόμου 1255/1982 (ΦΕΚ 65), β) των νπιδ που δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του Δημόσιου τομέα της προηγουμένης περίπτωσης πλην όμως λειτουργούν με μορφή οργανισμού κοινής ωφέλειας ή Κρατικής επιχείρησης, γ) των ιδιωτικών τραπεζών εν γένει και δ) είναι δικαιούχος επιδόματος οικογενειακών βαρών από τον Διανεμητικό Λογαριασμό Οικογενειακών Επιδομάτων Μισθωτών (ΔΛΟΕΜ) του ΟΑΕΔ, ως υπάλληλος ή συνταξιούχος οποιασδήποτε από τις παραπάνω υπηρεσίες, τότε το επίδομα οικογενειακών βαρών καταβάλλεται στον έναν από αυτούς, κατ' επιλογή τους".

   Με την 3/2001 απόφαση του το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, επιλύοντας τη σχετική αμφισβήτηση, έκρινε ότι η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 11 παράγραφος 6 του ν, 1505/1684 είναι αντισυνταγματική. Ειδικότερα, το Α.Ε.Δ. δέχθηκε ότι το οικογενειακό επίδομα που προβλέπει το εν λόγω άρθρο "παρέχεται στους έγγαμους υπαλλήλους του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή λόγω της εργασίας τους ως μέρος της αντιπαροχής για την προαναφερόμενη εργασία τους και αποτελεί προσαύξηση του λαμβανόμενου μισθού τους γα την αντιμετώπιση των πρόσθετων οικογενειακών βαρών που συνεπάγεται η δημιουργία οικογένειας. Η ευμενέστερη αυτή μισθολογική μεταχείριση των έγγαμων υπαλλήλων είναι επιτρεπτή συνταγματικά λόγω της προβλεπόμενης από το άρθρο 21 του Συντάγματος προστασίας του γάμου, της οικογένειας, της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης εξουσιοδοτείται μεταξύ των άλλων, να θεσπίσει πρόσθετη αμοιβή για τους εργαζόμενους που συνάπτουν γόμο και δημιουργούν οικογένεια. Η καθιέρωση, όμως, διακρίσεων μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση, βάσει ειδικών προϋποθέσεων που δεν συνδέονται με την παρεχόμενη από αυτούς εργασία, αλλά είτε με την παροχή ή όχι εργασίας του συζύγου του υπαλλήλου είτε με το καθεστώς εργασίας του τελευταίου αυτού στο δημόσιο ή ιδιωτικά τομέα, όπως είναι η στέρηση με τη διάταξη αυτή (άρθρο 11 παρ. 6 ν. 1505/1984) της απόληψης στο ακέραιο του οικογενειακού επιδόματος από υπάλληλο του δημοσίου ή του νομικών προσώπων της διάταξης αυτής με κριτήριο το τυχαίο γεγονός ότι ο υπάλληλος αυτός έχει σύζυγο υπάλληλο του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων της διάταξης αυτής, ενώ, αντίθετα, συνάδελφοι τους που οι σύζυγοί τους δεν εργάζονται  ή εργάζονται στον ιδιωτικό  τομέα,  πλην των ιδιωτικών νομικών προσώπων της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 6 του ν. 1505/1984, το δικαιούνται στο ακέραιο, είναι αντίθετη με τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Περαιτέρω οι διακρίσεις αυτές αντιστρατεύονται και τους στόχους του άρθρου 21 παρ.1 του Συντάγματος, το οποίο αντιλαμβάνεται ως ισότιμη τη συμμετοχή των εργαζομένων συζύγων στη δημιουργία της οικογένειας. Κατά συνέπεια, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 11 παρ. 6 του ν. 1505/1984, η οποία απαγορεύει τη διπλή καταβολή οικογενειακού επιδόματος σε περίπτωση που και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι του Δημοσίου ή νπδδ ή ΟΤΑ ή όταν ο ένας από αυτούς είναι υπάλληλος των υπηρεσιών αυτών και ο άλλος υπάλληλος του ευρύτερου δημοσίου τομέα ή μέρους του ιδιωτικού, αντίκειται στις πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις και, συνεπώς, είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα. Κατόπιν αυτού, ισχύει εν προκειμένω και είναι άμεσα εφαρμοστέος ο γενικός κανόνας της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 1505/1984, κατά τον οποίο οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ολόκληρο το οικογενειακό επίδομα, προσαυξανόμενο ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνει η κρινόμενη, ως αντισυνταγματική, κατά τα προεκτεθέντα, παράγραφος (ΣτΕ 1019/2005).

   Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες βεβαιώσεις οικογενειακής καταστάσεως προκύπτουν τα εξής: Οι εκκαλούντες. ως προς τους οποίους, κατά τα προαναφερθέντα συνεχίζεται η παρούσα δίκη, είναι έγγαμοι και γονείς; α) η μεν πρώτη δύο τέκνων, τα οποία γεννήθηκαν στις 9.9.1984 και 3.8.1990, η δεύτερη δύο τέκνων, τα οποία γεννήθηκαν στις 5 12.1973 και 3.3.1975, και τα οποία σπούδαζαν στο τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και Παιδαγωγικό τμήμα του ιδίου Πανεπιστημίου, αντίστοιχα, γ) ο τρίτος δύο τέκνων τα οποία γεννήθηκαν στις 19.9.1987 και στις 16.3.1992, δ) η τέταρτη δύο τέκνων, τα οποία γεννήθηκαν στις 8 7.1978 και 7.12.1980, ε) η πέμπτη δύο τέκνων τα οποία γεννήθηκαν στις 30.1.1982 και 1.11.1983, στ) η έκτη δύο τέκνων, τα οποία γεννήθηκαν στις 31.7.1978 και 26.10,1986, ζ) η έβδομη δύο τέκνων που γεννήθηκαν το έτος 1971 (και σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Σέφφηλντ Αγγλίας) και το έτος 1976 και η) η όγδοη τριών τέκνων που γεννήθηκαν στις 21.1982, 22.5.1983 και 31.3.1990, υπηρετούσαν δε κατά διάφορα χρονικά διαστήματα από 1.1.1688 έως 30,9.1993, ως μόνιμοι υπάλληλοι του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Το εφεσίβλητο, εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 11 παρ. 6 του ν. 1505/1984, δεν χορήγησε σ' αυτούς το αναλογούν επίδομα οικογενειακών βαρών, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων τους κατά το πια πάνω χρονικό διάστημα με την αιτιολογία ότι το επίδομα αυτό το λαμβάνουν οι σύζυγοί τους, υπάλληλοι του δημόσιου τομέα. Με την αγωγή που άσκησαν στο Διοικητικά Πρωτοδικείο Αθηνών ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να τους καταβάλει τα αναφερόμενα σ' αυτήν, για τον καθένα χωριστά, ποσά επιδόματος οικογενειακών βαρών, που αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένα για τον καθένα χρονικά διαστήματα αναγόμενα στην από 1.1.1988 έως 30.9.1993 χρονική περίοδο. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε με την 10084/94 απόφαση του Α/βάθμιου Δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι η ρύθμιση της παρ.6 ίου άρθρου 11 του ν. 1505/84 περί απαγορεύσεως της διπλής καταβολής οικογενειακού επιδόματος, όταν ο έτερος σύζυγος είναι δημόσιος υπάλληλος, υπάλληλος οργανισμού κοινής ωφέλειας κλπ δεν αντίκειται ούτε στη συνταγματική αρχή της ισότητας, ούτε στο άρθρο 22 παρ 1 του Συντάγματος, ούτε στις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων, των οποίων γινόταν επίκληση με την αγωγή. Κατά της πρωτόδικης απόφασης οι εκκαλούντες άσκησαν έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την 293/98 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και με την ίδια περίπου αιτιολογία. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την προαναφερόμενη παραπεμπτική απόφαση του, έκρινε ότι η ως άνω κρίση του Διοικητικού Εφετείου δεν ήταν νόμιμη, ενόψει των, κατά τα ανωτέρω κριθέντων, από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και για το λόγο αυτό έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος που αφορά στους ανωτέρω οκτώ (8) ήδη εκκαλούντες και παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο για νέα νόμιμη κρίση.

   Κατόπιν των δεσμευτικώς κριθέντων ανωτέρω, με την 3/2001 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και αυτά που έγιναν δεκτά με την ως άνω παραπεμπτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι εκκαλούντες δικαιούνται το ένδικο οικογενειακό επίδομα, η δε εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε αντίθετα, έσφαλε και γι' αυτό πρέπει να εξαφανιστεί. Για το λόγο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης, να διαταχθεί η επιστροφή των παραβόλων και να εξεταστεί η αγωγή κατ' ουσία. Περαιτέρω, όπως έχει ήδη κριθεί (ΑΕΔ 1/2005), οι διατάξεις του άρθρου 91 παρ. 3 του ν.δ. 321/1969, και οι ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού", κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία συμπλήρωσης της παραγραφής, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από τα άρθρα 4 παρ. 1, 2, παρ. 1, 25, παρ. 1 του Συντάγματος, από τα άρθρα 6, 13 και 14 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και τα άρθρα 2 παρ. 3 α, β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/97), για την αποκατάσταση της οποίας η συμπλήρωση της παραγραφής πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι πενταετής κατ' άρθρα 250, 937 Α.Κ. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος του Δημοσίου ότι οι αξιώσεις των εκκαλούντων-εναγόντων, που αφορούν το χρονικό διάστημα πριν την 1.1.1991, έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 91 παρ. 3 του ν.δ. 321/1969, διότι η εν λόγω αγωγή τους επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο στις28.12 1993, με το δεδομένο ότι οι διατάξεις αυτές (άρθρο 91 παρ. 3 του ν.δ. 321/1969) είναι αντίθετες προς τους ανωτέρω κανόνες δικαίου και για το λόγο τούτο δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής.

   Κατόπιν αυτών οι εκκαλούντες-ενάγοντες σύμφωνα και με το από 6/12/006 έγγραφο της Διεύθυνσης Οικονομικού του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που προσκομίστηκε σε εκτέλεση της 2376/2006 προδικαστικής απόφασης δικαιούνται να λάβουν ως οικογενειακό επίδομα κατά στρογγυλοποίηση τα εξής ποσά: 1) Η ........ για το διάστημα από 1.1.1988 έως 30.9.1993 το συνολικό ποσό των 550,200 δραχμών ή 1.614, 67 ευρώ, 2) Η ............ για το διάστημα από 1/1/1988 έως 30/9/1993 το συνολικό ποσό των 550.200 δραχμών ή 1.314, 67 ευρώ, 3) Ο ......... για το διάστημα από 1.1.1988 έως 30.9.1993 το συνολικό ποσό των 455.651 δραχμών ή 1,337,20 ευρώ, 4) Ο .......... για το διάστημα από 1.1.1988 έως 30.9.1993 το συνολικό ποσό των 550 200 δραχμών ή 1.614, 67 ευρώ, 5) Η ........ για το διάστημα από 1.1.1988 έως 30,9.1993 το συνολικό ποσό των 550.200 δραχμών ή 1.614, 67 ευρώ, 6) Η .......... για το διάστημα από 1.1.1988 έως 30.9.1993 το συνολικό ποσό των 550.200 δραχμών ή 1.614, 67 ευρώ, 7) Η ......... για το διάστημα από 1.1.1988 έως 29.7.1992 (που συνταξιοδοτήθηκε) το συνολικό ποσό των 414.200 δραχμών ή 1.215, 55 ευρώ και 8) Η .......... για το διάστημα από 1.1.1988 έως 30,9.1993 το συνολικό ποσό των 632 600 δραχμών ή 1.856, 50 ευρώ, γενομένου έτσι εν μέρει δεκτού του σχετικού λόγου της αγωγής.

   Τέλος στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι; "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", ενώ με το άρθρο 20 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι :

   "Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και ν' αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως ο νόμος ορίζει". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση αυτών από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους και τις συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος για την παροχή δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση όσον αφορά τω ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη εκείνης άλλου διαδίκου, είναι ανίσχυρες, διότι αποκλείουν της εφαρμογής τους τον τελευταίο αυτό διάδικο (πρβλ ΣτΕ 2807/2002 Ολομ.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 Της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νδ 53/1974 (Α'256), "Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντως, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως ............". Όπως έχει κριθεί (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) Πλατάκος κατά Ελλάδος, 11/1/2001, παρ. 47) , η αρχή της ισότητας των όπλων συνιστά στοιχείο της ευρύτερης έννοιας. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 266/10-7-1944, ΑΊ39), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του Εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 - Α' 164), ο νόμιμος και ο υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορισθεί δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 345 του Αστικού Κώδικα, "Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία ...........", ενώ σύμφωνα με το επόμενα άρθρο 346 "ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος". Το ποσοστό του επιτοκίου υπερημερίας και του νομίμου επιτοκίου, που ίσχυε για τις οφειλές του Δημοσίου από τις 28.11.1993, οπότε οι εκκαλούντες-ενάγοντες επέδωσαν την αγωγή τους στο Δημόσιο, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης 7.2.1995, αλλά και μέχρι τη συζήτηση της κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, ανερχόταν, σύμφωνα με τη διάταξη που έχει παρατεθεί, σε 8%. Καθ' όλο όμως το διάστημα τούτο το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας και του νομίμου επιτοκίου ήταν σημαντικά υψηλότερο από το πιο πάνω ποσοστό. Ενδεικτικά το επιτόκιο τούτο ανερχόταν σε 37% στις 6.6.1994 (2304/1994 Πράξη Διοικητικού Τραπέζης της Ελλάδος - Α'80), ενώ στις 14.1.2002 ανερχόταν σε 11,25% (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) και στις 5.6.2006 σε 10.50% (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000). Κατά συνέπεια, η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου αντίκειται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και της πιο πάνω διάταξης υπερνομοθετικής ισχύος του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι υφίσταται κάποιος λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, αλλά ούτε το δημόσιο επικαλείται την ύπαρξη τέτοιου λόγου (πρβλ ΕΔΔΑ Λάρκος κατά Κύπρου, 18.2.1999, παρ, 31, ΣτΕ 802/2007 επταμ. με παραπομπή στην Ολομέλεια). Για το λόγο αυτό, η εν λόγω διάταξη δεν είναι εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει σε κάθε εκκαλούντα-ενάγοντα το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό, ως οικογενειακή παροχή, με το νόμιμο τόκο και με βάση το γενικώς εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να γίνει έτσι δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δέχεται την έφεση κατά το μέρος που ασκείται από τους ….  και ……..

   Διατάσσει την επιστροφή των παραβόλων στους ανωτέρω.

   Εξαφανίζει την 10084/1994 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που αφορά τους ανωτέρω.

   Δικάζει την από 13.11.1993 αγωγή των εκκαλούντων-εναγόντων και την δέχεται εν μέρει.

   Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει στην ........... το ποσό των χιλίων εξακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.614,67 ευρώ), στην .......... το ποσό των χιλίων εξακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.314, 67 ευρώ), στον ........... το ποσό των χιλίων τριακοσίων τριάντα επτά ευρώ και είκοσι λεπτών (1.337,20 ευρώ), στον ........... το ποσό των χιλίων εξακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.614, 67 ευρώ), στην ........... το ποσό των χιλίων εξακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1,614, 67 €), στην ............ το ποσό των χιλίων εξακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.614, 67 ευρώ), στην ........  το ποσό των χιλίων διακοσίων δέκα πέντε ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (1.215, 55 ευρώ) και στην .......... το ποσό των χιλίων οκτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και εξήντα λεπτών (1.856, 50 ευρώ), με το νόμιμο τόκο και με βάση το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

   Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.