ΔιατΕισΕφΘεσ 195/2008

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αμέλεια ιατρού - Παραβίαση μέτρων πρόληψης ασθενειών -.

 

Δεν μπορεί να αποδοθεί ποινική ευθύνη σε βάρος γιατρού ή άλλου παράγοντα της διοίκησης του νοσοκομείου ή του Υπουργείου Υγείας, λόγω του ότι ο εξοπλισμός των νοσοκομείων με το μηχάνημα ανίχνευσης του ιού PCR είναι ζήτημα της πολιτείας και της οικονομικής δυνατότητας αυτής προς εξοπλισμό των νοσοκομείων με τον ανωτέρω μηχανισμό. Γι' αυτό οι αιμοδότες υποχρεούνται να δηλώνουν με προσωπική τους ευθύνη την αλήθεια για την ερωτική τους ζωή στους γιατρούς της αιμοδοσίας για την αποτροπή έτσι μετάδοσης της μολυσματικής ασθένειας της ανοσιολογικής ανεπάρκειας (AIDS), αφού τα παρεχόμενα στα νοσοκομεία μέσα δεν μπορούν να εντοπίσουν τον ιό αυτό αν η επιμόλυνση έχει επέλθει προ λίγων εβδομάδων ή ημερών.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   AΡΙΘΜ 195/2008

   Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

   Ηλίας Σεφερίδης

   Αντεισαγγελέας Εφετών

   ΔΙΑΤΑΞΗ

 

   Εχοντας υπόψη την από 11/9/2008 προσφυγή του Κ Κ δικηγόρου, που ενήργησε ως πληρεξούσιος του εγκαλούντα Β Μ του Κ κατοίκου Λαγυνών Θεσσαλονίκης κατά της υπ΄ αριθμ. 146/2008 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με την οποία απορρίφθηκε η από 28/1/2008 έγκληση του ανωτέρω εγκαλούντα (τώρα προσφεύγοντα) κατά παντώς υπευθύνου της αιμοδοσίας του Νοσοκομείου Ιπποκράτειου Θεσσαλονίκης (Διοίκησης του Νοσοκομείου) και παραγόντων του Υπουργείου Υγείας. Συγκεκριμένα με την ανωτέρω έγκληση του καταγγέλλει τους ανωτέρω παράγοντες του νοσοκομείου και Υπουργείου Υγείας πως δεν έλαβαν τα ενδεδειγμένα μέτρα που επιβάλλει η ιατρική επιστήμη με αποτέλεσμα να επιμολυνθούν δύο ασθενείς λήπτες στοιχείων του αίματος του (ερυθρά και πλάσμα) ενώ εάν ασκούνταν ο μοριακός έλεγχος στο αίμα του δότη δεν θα επιμολυνόταν οι ασθενείς και δεν θα επιβαρυνόταν η κατάσταση αυτών.

   Η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα ενώπιον του Γραμματέα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και περιέχει νόμιμο λόγο άσκησης της, δηλαδή την εσφαλμένη εκτίμηση των νομικών και πραγματικών περιστατικών, τα οποία προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε. Επομένως αφού υφίστανται όλες οι απαιτούμενες δικονομικές προϋποθέσεις, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

   Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28, 314 και 315 του ΠΚ συνάγεται ότι το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια χωρίς συνείδηση θεμελιώνεται με την διαπίστωση αφενός ότι δεν καταβλήθηκε από τον δράστη η επιβαλλόμενη κατ΄αντικειμενική κρίση προσοχή την οποία κάθε μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, την συνήθεια που επικρατεί στις συναλλαγές, την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και αφετέρου ότι αυτός με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες μπορούσε να προδεί και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή παράλειψη του δράστη. Αμέλεια γιατρού κατά την εκτέλεση του ιατρικού του επαγγέλματος υπάρχει, όταν ο γιατρός κατά την άσκηση του επαγγέλματος του δεν επιδεικνύει την δέουσα επιμέλεια και προσοχή εφαρμόζοντας τους θεμελιώδεις κανόνες της ιατρικής επιστήμης.

   Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 24 του α.ν 1565/39 "περί κώδικα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", ο γιατρός οφείλει να ασκεί το επάγγελμα του με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση διαφυλάσσοντας τους ασθενείς και προστατεύοντας την υγεία αυτών. Γιατρός δεν μπορεί να διωχθεί για σωματική βλάβη από αμέλεια όταν προέβη σε επέμβαση ή οιαδήποτε άλλη ιατρική πράξη εφαρμόζοντας όλα τα παρεχόμενα σ΄ αυτόν επιστημονικά μέσα και δεδομένα και την πείρα του προς αποτροπή επιπλέον επιπλοκών και δυσαρέστων συνεπειών για τον ασθενή (βλ. σχετ. ΑΠ 230/90 Ποιν. χρον. Μ 1021, ΑΠ 1885/89 Ποιν. Χρον. Μ 886, Α Π 1813/91 Ελλ. Δικ. 33. 1371 ΑΠ 748/92 ΝΟΒ 1992 σελ 129. ΑΠ 1282/94 Ποιν. Χρον ΜΔ σελ 1328, ΑΠ 555/97 Ποιν. Χρον ΜΗ σελ 126, ΣτΕ 2463/98 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, Ιατρικό Δίκαιο Α. Αλεξιάδη σελ 63 επ.) Για την συγκρότηση του εγκλήματος της παραβίασης μέτρων μετάδοσης ασθενειών απαιτείται ο δράστης να προβαίνει στην παραβίαση μέτρων τεθέντων από τον νομο ή με επιτακτική διαταγή της αρχής δημιουργουμένου έτσι του κινδύνου μετάδοσης ασθενειών. Για την πραγμάτωση του εγκλήματος δεν απαιτείται να έχει επέλθει και η μετάδοση της ασθενείας, αρκεί η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου (έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης). Στην περίπτωση που έχει επέλθει ο κίνδυνος και έχει μεταδοθεί η ασθένεια το έγκλημα διώκεται σε βαθμό κακουργήματος. Το έγκλημα μπορεί να τελεστεί και από αμέλεια του δράστη, ο οποίος με παράλειψη του ή θετική ενέργεια του προβαίνει σε πράξεις που συντελούν στην μετάδοση της ασθένειας χωρίς να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα προς αποτροπή δημιουργίας του ανωτέρω κινδύνου ή της μετάδοσης της ασθένειας (Ηλ. Γάφου τομ Γ σελ 131, Στάϊκος ερμ ΠΚ σελ 84, και Φ. Ανδρέου σελ 330). Οι ιατροί του Νοσοκομείου που δεν εφαρμόζουν τις χορηγούμενες σε αυτούς μεθόδους και μέσα για την έγκαιρη διάγνωση του ιού του συνδρόμου της ανοσιολογικής ανεπάρκειας (ιός του HIV) ευθύνονται ποινικά για το έγκλημα της παραβίασης μέτρων πρόληψης μετάδοσης ασθενειών (άρθρο 284 παρ. 2 του ΠΚ) Στην περίπτωση που έχει επιμολυνθεί ο ασθενής από αίμα δότη, ο οποίος απέκρυψε από τους γιατρούς τους λόγους που καθιστσούν αυτόν επικίνδυνο για την μετάδοση του ιού, τοτε συντρεχοντων και των λοιπών προϋποθέσεων (υποκεινενικών στοιχείων) η πράξη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος. Ο δράστης στην περίπτωση αυτή μπορεί να διωχθεί και για το έγκλημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί πως οι ανωτέρω πράξεις έχουν τελεστεί από αμέλεια του δράστη τοτε πραγματώνονται τα εγκλήματα της παραβίασης μέτρων μετάδοσης ασθενειών και σωματικής βλάβης χωρίς συνείδηση. Ο ιός του AIDS δεν μπορεί να ανιχνευτεί με την μέθοδο ελέγχου των αντισωμάτων όταν η προσβολή έχει επέλθει προ δύο ή τριών εβδομάδων. Εκτός και αν συντελεστεί η μέθοδος του μοριακού ελέγχου, (NAT) η οποία όμως δεν έχει ακόμη υιοθετηθεί από όλα τα νοσοκομεία της χωρας. Ο εργαστηριακός εξοπλισμός των νοσοκομείων και η στελέχωση αυτών από βιολόγους ή μοριακούς βιολόγους είναι ζήτημα της πολιτείας και όχι των υπηρετούντων στις μονάδες μικροβιολογίας των νοσοκομείων. Ο εξοπλισμός των νοσοκομείων με τα κατάλληλα μηχανήματα PCR (για τον μοριακό έλεγχο ΝΑΤ) ανήκει στο Υπουργείο Υγείας, το οποίο ενεργεί όμως σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του κράτους για την υγεία και εξαρτάται από το Υπουργείο Οικονομικών και εν γένει της οικονομικής πολιτικής του Κράτους. Για τα ανωτέρω όμως δεν μπορεί να προσδοθεί ποινική ευθύνη σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Ο εγκαλών και προσφεύγων Β. Μ. στις 29/8/2005 μετέβη στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης προς αιμοδοσία. Τα στοιχεία του αίματος του ερυθρά και πλάσμα μεταγγίστηκαν στους ασθενείς Β Θ και Δ Τ χωρίς να διευκρινίζεται από την δικογραφία τι στοιχείο έλαβε ο καθένας εξ αυτών. Επειδή ο ανωτέρω είχε επιμολυνθεί από τον ιό του AIDS μεταδόθηκε η επιμόλυνση αυτή και στους λήπτες των στοιχείων του επιμολυσμένου αίματος. Για την επιμόλυνση αυτή ο ανωτέρω αιμοδότης κατηγορείται και καλείται να δικαστεί για τις πράξεις της παραβίασης των μέτρων πρόληψης μετάδοσης ασθενειών από αμέλεια και σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθρα 28, 284 παρ. 2 και 314 παρ. 1 α και 315 του ΠΚ) μετά από αναβολή στις 11/12/2008 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Μετά την πρώτη δικάσιμο που είχε οριστεί στις 13/12/2007 και αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο υπέβαλε την κρινομένη έγκληση του καταγγέλλοντας παράγοντες του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης και του Υπουργείου Υγείας για την μη εφαρμογή της μεθόδου ΝΑΤ στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο για την έγκαιρη έτσι διάγνωση της επιμόλυνσης αυτού με τον ιό του AIDS και την αποφυγή στην συνεχεια επιμόλυνσης και των λοιπών ανωτέρω ασθενών, οι οποίοι έλαβαν το επιμολυσμένο αίμα αυτού. Ο ανωτέρω εγκαλών και προσφεύγων ισχυρίζεται πως στις αρχές Αυγούστου χωρίς να διευκρινίζεται η ακριβής ημερομηνία είχε έλθει σε σαρκική επαφή με ερωτική σύντροφο λαμβάνοντας όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα και παρά τουτο επιμολύνθηκε με τον ιό του AIDS (γεγονός βεβαια αναπόδεικτο), αφού η επιμόλυνση επέρχεται μόνο με την συνουσία ή ομοφιλική σχέση. Κατά την αιμοδοσία στον εγκαλούντα παραδόθηκε έντυπο το οποίο ανέγραφε σχετικά με την ερωτική ζωή αυτού πλην όμως υπογράφηκε από αυτόν χωρίς να αναφερθεί εκ μέρους του οτιδήποτε στον εφημερεύοντα γιατρό. Ο οποίος παραλαμβάνοντας το σχετικό έγγραφο υπογεγραμμένο προέβη στηναιμοληψία. Ο ιός του AIDS (HIV) δεν μπορεί να εντοπιστεί σε προθεσμία περίπου ενός μηνός από την επιμόλυνση και τυχόν διενεργούμενος έλεγχος αποβαίνει αρνητικός. Η μέθοδος του ΝΑΤ δεν χρησιμοποιείται ακόμη σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας. Για τον λόγο αυτό παραδίδεται στον αιμοδότη το σχετικό έντυπο, στο οποίο υποχρεούται να αναγράψει την αληθινή ερωτική του ζωή για την αποφυγή επιμόλυνσης (ΣτΕ 2463/98, ΔΕφΑθ 160/2001 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, και Σύνδρομο επίκτιτης ανοσιολογικής ανεπάρκειας Ε. Μετζάνου - Μ. Παραρά - Ν. Ρενιέρη - Λιβιεράτου). Μετά την γενομενη προκαταρκτική εξέταση η έγκληση ενώ στρεφόταν κατά παντώς υπευθύνου προσωποποιήθηκε σε βάρος της μικροβιολόγου γιατρού (εφημερεύουσας την ημέρα εκείνη 29/8/2005 Π Κ). Εκ των ανωτέρω όμως προκύπτει πως δεν μπορεί να αποδοθεί ποινική ευθύνη σε βάρος της ανωτέρω γιατρού Π Κ ή άλλου παράγοντα της διοίκησης του νοσοκομείου ή του Υπουργείου Υγείας, λόγω του ότι ο εξοπλισμός των νοσοκομείων με το μηχάνημα ανίχνευσης του ιού PCR είναι ζήτημα της πολιτείας και της οικονομικής δυνατότητας αυτής προς εξοπλισμό των νοσοκομείων με τον ανωτέρω μηχανισμό. Γι' αυτό οι αιμοδότες υποχρεούνται να δηλώνουν με προσωπική τους ευθύνη την αλήθεια για την ερωτική τους ζωή στους γιατρούς της αιμοδοσίας για την αποτροπή έτσι μετάδοσης της μολυσματικής ασθένειας της ανοσιολογικής ανεπάρκειας (AIDS), αφού τα παρεχόμενα στα νοσοκομεία μέσα δεν μπορούν να εντοπίσουν τον ιό αυτό αν η επιμόλυνση έχει επέλθει προ λίγων εβδομάδων ή ημερών. Επομένως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ορθά κρίνοντας απέρριψε την έγκληση του ανωτέρω εγκαλούντα (προσφεύγοντα).

   Κατά συνέπεια απορρίπτουμε την προσφυγή του ανωτέρω προσφεύγοντα ως αβάσιμη στην ουσία της.

   Με τα δεδομένα αυτά και με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, την απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και την προσφυγή του Β Μ του Κ κατοίκου Λαγυνών Θεσσαλονίκης απορρίπτουμε την ασκηθείσα προσφυγή αυτού.

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Έχοντας υπόψη και την διάταξη του άρθρου 48 του ΚΠΔ δεχόμαστε τυπικά και απορρίπτουμε στην ουσία της την ασκηθείσα προσφυγή του Β Μ του Κ κατοίκου Λαγυνών Θεσσαλονίκης, που ασκήθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κ Κ κατά της αριθμ 146/2008 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης.

 

Θεσσαλονίκη 6/10/2008

Ο Αντεισαγγελεας Εφετών

Ηλίας Σεφερίδης