ΔΕφΑθ 1423/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ταμείο
Ασφαλίσεως Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας - Σύνταξη γήρατος - Προσαύξηση
λόγω οικογενειακών βαρών - Περιορισμοί προσαύξησης - Αρχή προστασίας του γάμου
και της οικογένειας - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 59 ΥΑ Εργασίας 19875/Ε.452/14/19 Απριλίου 1952 -.
Οι διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 3 του Καταστατικού
του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού της Ασφαλιστικής Εταιρείας «Η ΕΘΝΙΚΗ»
(19875/Ε.452/14/19 Απριλίου 1952 απόφαση του Υπουργού Εργασίας), κατά το μέρος
που απαγορεύουν την προσαύξηση της συντάξεως για το ή τη σύζυγο, όταν αυτή
ασκεί επάγγελμα ή είναι συνταξιούχος του ασφαλιστικού οργανισμού ή νπδδ ή του δημοσίου, αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου
21 Συντάγματος και συνεπώς είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Κατόπιν τούτου, το ποσό της συντάξεως
προσαυξάνεται για το σύζυγο και τη σύζυγο του συνταξιούχου του Ταμείου
αδιακρίτως του αν ασκεί επάγγελμα ή αν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού
οργανισμού ή του δημοσίου.
KEIMENO
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ
Τμήμα 17ο
Τριμελές
Αποτελούμενο
από τους: Νικόλαο Διακονικολάου, Πρόεδρο Εφετών
Διοικητικών Δικαστηρίων, Μαρία Γκότση (Εισηγήτρια) και Στέλλα Μαργέλλου, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την
Χριστίνα Ανδρεάδου, δικαστική υπάλληλο
συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2004, για να δικάσει την από 15
Ιουνίου 2004 (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ
411/2004) έφεση
Το
Δικαστήριο, μελέτησε τη δικογραφία και σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.
Επειδή με
την κρινόμενη έφεση ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση
της 1458/2004 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών,
με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 1.9.2002 αγωγή των ήδη εφεσιβλήτων, συνταξιούχων λόγω γήρατος του εκκαλούντος Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Ασφαλίσεως
Προσωπικού της Ασφαλιστικής Εταιρίας» (Τ.Α.Π.Ε.) «Η
ΕΘΝΙΚΗ» και υποχρεώθηκε τούτο να τους καταβάλλει τα αναγραφόμενα στην εν λόγω
απόφαση ποσά, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής
και μέχρι την εξόφληση, ως προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών επί της
καταβαλλόμενης σ' αυτούς σύνταξής τους για το σύζυγο ή τη σύζυγό τους, κατά
περίπτωση, για το ειδικότερα αναφερόμενο για τον καθένα χρονικό διάστημα.
Επειδή στην 19875/Ε.452/14/19 Απριλίου 1952
απόφαση του Υπουργού Εργασίας, με την οποία το Καταστατικό του Ταμείου
Συντάξεων και Αυτασφαλείας Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας «Η ΕΘΝΙΚΗ»,
μετονομάσθηκε σε Ταμείο Ασφαλίσεως Προσωπικού της Ασφαλιστικής Εταιρείας «Η
ΕΘΝΙΚΗ» και ανασυντάχθηκε περαιτέρω το περιεχόμενό του, ορίζονται (άρθρο 59
παρ. 3) τα εξής: «3. Αι χορηγούμεναι υπό του Ταμείου
συντάξεις, ανεξαρτήτως ποσού, προσαυξάνονται λόγω οικογενειακών βαρών κατά ποσοστόν της βασικής συντάξεως, ως κάτωθι: α) Δια την σύζυγον 10%, εφ' όσον αυτή δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν
είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Δημοσίου, ως και δια τον ανάπηρον και άπορον σύζυγον, και β) Δι' έκαστον τέκνον 5%, εφ' όσον συντηρούνται κυρίως υπό του
συνταξιούχου, δεν ασκούν επάγγελμα τι ή δεν λαμβάνει δι' αυτά προσαύξησιν ο έτερος των συζύγων εάν είναι συνταξιούχος του
Ασφαλιστικού Οργανισμού κυρίας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου, ή δεν λαμβάνουν τα
ίδια σύνταξιν εξ Ασφαλιστικού Οργανισμού κυρίας
ασφαλίσεως ή του Δημοσίου και πληρούν τας υπό του
άρθρ. 64 οριζομένας προϋποθέσεις» (όπως η παρ. 3
αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 της 28/390 της 6/11/Μαρτ. 1972 αποφ. Υπ. Κοινων.Υπηρεσιών (ΦΕΚ Β' 220).
Επειδή,
κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, η προβλεπόμενη από τις προαναφερόμενες
διατάξεις προσαύξηση της συντάξεως για το σύζυγο και τη σύζυγο του συνταξιούχου
του εκκαλούντος Ταμείου καταβάλλεται για την
αντιμετώπιση των πρόσθετων οικογενειακών βαρών που συνεπάγεται η ύπαρξη της
οικογένειας. Η ευμενέστερη αυτή μεταχείριση των εγγάμων συνταξιούχων είναι
επιτρεπτή συνταγματικά λόγω της προβλεπόμενης από το άρθρο 21 του Συντάγματος
προστασίας του γάμου και της οικογένειας, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός
νομοθέτης εξουσιοδοτείται, μεταξύ άλλων, να θεσπίζει πρόσφορες οικονομικές
ενισχύσεις για τους συνταξιούχους που έχουν συνάψει γάμο και δημιουργήσει
οικογένεια. Η καθιέρωση, όμως, διακρίσεων μεταξύ συνταξιούχων που ευρίσκονται
στην ίδια οικογενειακή κατάσταση βάσει ειδικών προϋποθέσεων που συνδέονται με
το αν ο σύζυγος ή η σύζυγος του συνταξιούχου ασκεί κάποιο επάγγελμα, ή είναι
συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου, είναι αντίθετη
προς την συνταγματική αρχή της ισότητας. Περαιτέρω, οι διακρίσεις αυτές
αντιστρατεύονται και τους στόχους του άρθρου 21 του Συντάγματος, το οποίο
αντιλαμβάνεται ως ισότιμη τη συμμετοχή των συζύγων στη δημιουργία της
οικογένειας. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 3 του
Καταστατικού του εκκαλούντος κατά το μέρος που
απαγορεύουν την προσαύξηση της συντάξεως για το ή τη σύζυγο, όταν αυτή ασκεί
επάγγελμα ή είναι συνταξιούχος του ασφαλιστικού οργανισμού ή νπδδ ή του δημοσίου, αντίκειται στις πιο πάνω συνταγματικές
διατάξεις και συνεπώς είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Κατόπιν τούτου το ποσό της συντάξεως
προσαυξάνεται για το σύζυγο και τη σύζυγο του συνταξιούχου του ταμείου
αδιακρίτως του αν ασκεί επάγγελμα ή αν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού
οργανισμού ή του δημοσίου (πρβλ. ΑΕΔ 3/2001, ΣτΕ 2944/2000 Ολ.).
Επειδή,
στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής:
οι εφεσίβλητοι είναι συνταξιούχοι λόγω γήρατος του εκκαλούντος
με συζύγους υπαλλήλους ή συνταξιούχους του Ελληνικού Δημοσίου και ασφαλιστικών
οργανισμών. Κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, όπως αυτά αναλυτικώς
αναγράφονται στο δικόγραφο της από 1.9.2002 αγωγής τους για καθένα από τους
εφεσίβλητους, δεν χορηγείτο σ' αυτούς η προβλεπόμενη
από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 59 παρ. 3 του Καταστατικού του εκκαλούντος προσαύξηση της συντάξεως, λόγω οικογενειακών
βαρών, για το σύζυγο ή τη σύζυγο, κατά περίπτωση, με την αιτιολογία ότι από τα
στοιχεία των συνταξιοδοτικών φακέλων εκάστου εκ των εφεσιβλήτων
προέκυπτε ότι ο σύζυγος ή τη σύζυγος τους ήταν συνταξιούχοι ή εργαζόμενοι άλλου
ασφαλιστικού οργανισμού, γεγονός που, κατά την άποψη του εκκαλούντος
αποκλείει την εν λόγω προσαύξηση σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ. 3 του Καταστατικού
του.
Επειδή, με
την παραπάνω αγωγή και το επ' αυτής υπόμνημά τους, οι
εφεσίβλητοι ζήτησαν να υποχρεωθεί το εκκαλούν Ταμείο να τους καταβάλει νομιμοτόκως από την ημέρα που το κάθε ποσό κατέστη
απαιτητό, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής, τα ειδικότερα αναγραφόμενα για
τον καθένα εξ αυτών, στο δικόγραφο της αγωγής, ποσά, ως προσαύξηση λόγω
οικογενειακών βαρών επί της καταβαλλόμενης σ' αυτούς συντάξεώς τους για το
σύζυγό τους ή τη σύζυγό τους, κατά περίπτωση, για τα ειδικότερα αναφερόμενα για
τον καθένα χρονικά διαστήματα. Ισχυρίστηκαν, συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ότι ο
τιθέμενος με την ανωτέρω διάταξη του Καταστατικού του εκκαλούντος
περιορισμός της προσαύξησης και η καθιέρωση διακρίσεων για τη χορήγησή της
ανάλογα με την απασχόληση ή τη συνταξιοδότηση του ή της συζύγου των εφεσιβλήτων στο Δημόσιο ή σε άλλους ασφαλιστικούς
οργανισμούς, είναι αντισυνταγματικός, αφού ως έγγαμοι συνταξιούχοι δικαιούνται
την ένδικη προσαύξηση για την αντιμετώπιση των πρόσθετων οικογενειακών βαρών
που συνεπάγεται η ύπαρξη της οικογένειας, σύμφωνα με την επιβεβλημένη από το
Σύνταγμα (άρθρο 21) αρχή της προστασίας του γάμου και της οικογένειας,
αδιακρίτως άλλου τινός περιορισμού ή κριτηρίου. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε
εν μέρει δεκτή η προσημειούμενη αγωγή και υποχρεώθηκε
το εκκαλούν να καταβάλλει στους εφεσίβλητους τα αναλυτικώς παρατιθέμενα
στο διατακτικό της εν λόγω απόφασης, ποσά, με την αιτιολογία ότι αυτοί δικαιούνται
να λάβουν την προβλεπόμενη, από το καταστατικό του εκκαλούντος
Ασφαλιστικού Οργανισμού προσαύξηση της σύνταξης, για το ή τη σύζύγο αυτών. Ήδη,
ο εκκαλών ασφαλιστικός οργανισμός με την κρινόμενη
έφεσή του, όπως αυτή αναπτύσσεται παραδεκτώς με το σχετικό
υπόμνημα, επιδιώκει την εξαφάνιση της πρωτόδικης αυτής απόφασης, ενώ οι
εφεσίβλητοι με τα δικό τους υπόμνημα επιδιώκουν τα αντίθετα.
Επειδή,
ενόψει τούτων και σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες
διατάξεις και όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι
εφεσίβλητοι δικαιούνται να λάβουν την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου
59 παρ. 3 του Καταστατικού του εκκαλούντος
Ασφαλιστικού Οργανισμού προσαύξηση της συντάξεως για το ή τη σύζυγο αυτών, αδιαφόρως του αν οι τελευταίοι είναι συνταξιούχοι του
Δημοσίου ή άλλου Ασφαλιστικού Οργανισμού ή υπάλληλοι αυτών, και πρέπει το
εκκαλούν να υποχρεωθεί να τους καταβάλλει τα δικαιούμενα ποσά, όπως νόμιμα και
ορθά έκρινε και η πρωτόδικη απόφαση.
Επειδή,
κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη
έφεση, αφού απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, ενώ πρέπει, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων, να
απαλλαγεί το εκκαλούν από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 275.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει
την έφεση.
Απαλλάσσει το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. από την
καταβολή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων.
Κρίθηκε,
αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 31 Μαρτίου 2005 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη,
σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 8 Απριλίου
2005.