ΔΑK 7/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αγωγή κακοδικίας - Προθεσμία άσκησης
αγωγής κακοδικίας - Έναρξη και αναστολή προθεσμίας - Ευεργέτημα πενίας στις αγωγές
κακοδικίας
-.
Η
αγωγή κακοδικίας κηρύσσεται
απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά πάροδο έξι μηνών από τη γνώση από τον ενάγοντα της παράνομης
πράξης ή παράλειψης, όταν δε πρόκειται για δικαστική απόφαση από τότε που αυτή καθίσταται
αμετάκλητη. Το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου
δεν υπολογίζεται στην ανωτέρω προθεσμία, εφαρμοζομένης
αναλογικά της διάταξης του άρθρ. 147
παρ. 7 ΚΠολΔ. Η ανωτέρω προθεσμία έχει ως αφετηρία
την ημερομηνία δημοσίευσης των
αμετάκλητων αποφάσεων και όχι αυτήν της
ολοκλήρωσης της διαδικασίας καθαρογραφής και
θεώρησης. Κηρύσσεται απαράδεκτη κατά πλειοψηφία
η αγωγή κακοδικίας, η οποία κατατέθηκε εμπροθέσμως μεν αλλά κοινοποιήθηκε στους
εναγομένους δικαστές μετά την παρέλευση εξαμήνου. Μειοψηφία: Η προθεσμία των έξι μηνών για την άσκηση αγωγής κακοδικίας
είναι αντισυνταγματική και αντίθετη προς την ΕΣΔΑ και
το ΔΣΑΠΔ. Αποτελεί προνομιακή προθεσμία υπέρ των δικαστών και είναι αντίθετη προς την αρχή της ισότητας των
πολιτών και των διαδίκων. Ο δικαστικός λειτουργός διαθέτει εννέα φορές
περισσότερο χρόνο για να ασκήσει ίδιας μορφής αγωγή σε σχέση με οιονδήποτε
πολίτη - αντίδικό του. Η έντονη διαφορά που δημιουργεί ο νόμος ως προς τον
χρόνο άσκησης ίδιων αγωγών μεταξύ Ελλήνων πολιτών παραβιάζει την αρχή της
συνταγματικής ισότητας και προβάλει δυσανάλογους περιορισμούς στην πρόσβαση στο
δικαστήριο, παραβιάζοντας κατά τον τρόπο
αυτό και τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή καθιερώνεται στο
άρθρο 25 παρ. 1 του Σ. Η πρόσβαση σε
δικαστήριο αποτελεί θεμελιακή βάση
του κράτους δικαίου και το δικαίωμα αυτό δεν αρκεί να είναι θεωρητικό και
τυπικό αλλά πρέπει να είναι αποτελεσματικό και ουσιαστικό. Απονομή
της δικαιοσύνης σημαίνει εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, η δε αποφυγή της
εξέτασης από τον δικαστή της ουσίας της διαφοράς, ισοδυναμεί με άρνηση απονομής
της δικαιοσύνης που πλήττει το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο. Η απόφαση που
απορρίπτει την αγωγή κακοδικίας ως
απαράδεκτη με το φορμαλιστικό σκεπτικό της εκπρόθεσμης κατά 16 μέρες άσκησής
της καταργεί ένα δικαίωμα γιατί ο τρόπος άσκησης του δεν ήταν ο τυπικά
ενδεδειγμένος. Δεν μπορεί όμως να καταργείται ένα δικαίωμα για τον τρόπο
άσκησης του. Η υπό κρίσιν αγωγή πρέπει να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως ασκηθείσα
και να εξετασθεί στην ουσία της αφού η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 8 του Ν.
693/1977 που αφορά τον χρόνο άσκησης της αγωγής κακοδικίας είναι ανίσχυρη λόγω
αντισυνταγματικότητας. Ευεργέτημα πενίας στις αγωγές κακοδικίας χορηγείται με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου
εφόσον διαπιστώνεται αδυναμία του ενάγοντος να καταβάλει τα έξοδα της δίκης.
Στην περίπτωση αυτή δεν καταβάλλεται από τον ενάγοντα παράβολο και δικαστικό
ένσημο.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 7/2007
Το κατά άρθρο 99
του Συντάγματος και τον Ν. 693/1977
Ειδικό Δικαστήριο
προς εκδίκαση αγωγών κακοδικίας
Αποτελούμενο από
τους Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου,
Πρόεδρο, Ειρήνη Αθανασίου, Αρεοπαγίτη, τακτικό μέλος, Ελένη Λυκεσά,
Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τακτικό μέλος, Παναγιώτη Κορνηλάκη,
Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
τακτικό μέλος, Αντώνιο Αντάπαση, Καθηγητή της Νομικής
Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου
Αθηνών, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένου του Ιωάννη Καράκωστα,
Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικού μέλους, Κωνσταντίνο-Δημήτριο Τριανταφυλλόπουλο,
Δικηγόρο, αναπληρωματικό μέλος, κωλυομένης της Ευλογέτας Τσιτσιπή-Μισαηλίδη, Δικηγόρου, τακτικού μέλους και Βασίλειο Χειρδάρη, Δικηγόρο, τακτικό μέλος. Ως Γραμματέας έλαβε
μέρος η Μαριάνθη Παπασαράντη,
αναπληρωτής Γραμματέας, Προϊσταμένη του Τμήματος Οργάνωσης, Πληροφορικής και
Τεκμηρίωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας, κωλυομένου του Γραμματέα Βασιλείου Μανωλόπουλου, Προϊσταμένου της Διεύθυνσης της Γραμματείας
του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας την 17η Απριλίου 2007,
ημέρα Τρίτη και ώρα 6.00 μ.μ., για να δικάσει την από 22 Αυγούστου 2005 αγωγή
που κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του Ειδικού Δικαστηρίου την 22α
Αυγούστου 2005 με αύξοντα αριθμό πρωτοκόλλου 39.
Του Ι.Π., κατοίκου Αθηνών, οδός *, αριθμός *, Λαμπρινή, ο οποίος παρέστη με τον Βασίλειο Διοματάρη (Α.Μ. 17309), τον οποίο διόρισε στο ακροατήριο.
Κατά των: 1) Π.Ζ.Φ., 2) Γ.Π., 3) Α.Κ., Συμβούλων της Επικρατείας, 4) Μ.Π.
και 5) Π.Τ., Παρέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας,
οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Κατόπιν το
Δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, ο οποίος ανέπτυξε και
προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή.
Μετά τη δημόσια
συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, άκουσε την Εισηγήτρια της υπό
κρίση αγωγής Ειρήνη Αθανασίου, και
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ
ΝΟΜΟ
1. Επειδή, κατά
το άρθρο 10 του ν. 693/1977 «περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας», «1. ο
γραμματεύς υποβάλλει αμελλητί τα κατατεθέντα έγγραφα εις τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου, ο οποίος διά
πράξεως αυτού επί του δικογράφου της αγωγής ορίζει α) δικάσιμον
της υποθέσεως, β) προθεσμίαν εντός της οποίας πρέπει
να γίνει η επίδοσις αντιγράφου της αγωγής μετά
κλήσεως προς συζήτησιν εις τον εναγόμενον, γ) εν εκ των μελών του δικαστηρίου
ως εισηγητήν. 2. Η κατά την παράγραφον
1 στοιχείον β' προθεσμία πρέπει να απέχη τουλάχιστον 60 ημέρας από της δικασίμου. 3. Αντίγραφον της αγωγής μετά της κατά την παράγραφον
1 πράξεως και κλήσεως προς συζήτησιν επιδίδεται δια δικαστικού επιμελητού κατά
τας διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας
».
Περαιτέρω, κατά μεν την παρ. 3 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου «κατόπιν αιτήσεως
του εισηγητού ή τινός των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως δύναται το δικαστήριον να αναβάλη άπαξ την
συζήτησιν της υποθέσεως, εις νέαν δικάσιμον,
οριζομένην δια της περί αναβολής αποφάσεως. Δευτέρα
αναβολή επιτρέπεται μόνον κατόπιν αιτήσεως του εισηγητού», κατά δε την παρ.4
του ίδιου άρθρου «εάν κατά την επ ακροατηρίου συζήτησιν δεν εμφανισθή
ή εμφανισθή και δεν μετάσχη
προσηκόντως αυτής τις των διαδίκων, η διαδικασία προβαίνει ως εάν ήσαν πάντες
οι διάδικοι παρόντες». Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις
επικαλούμενες και νόμιμα προσκομιζόμενες υπ' αριθ.
4947, 4943, 4944, 4945 και 4946 της 26-9-2005, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως
του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ.Α., ακριβή αντίγραφα τόσο της υπό κρίση αγωγής με την
κάτω από αυτήν πράξη καταθέσεως, όσο και της από 26-8-2005 πράξεως του Προέδρου
του Δικαστηρίου τούτου και κλήση για συζήτηση κατά την αρχικώς ορισθείσα
δικάσιμο της 6-12-2005 επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα σε κάθε έναν από τους
εναγομένους, με την επιμέλεια του ενάγοντος, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση. Η
συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε διαδοχικώς για τη δικάσιμο της 7-3-2006, τότε
για τη δικάσιμο της 5-12-2006 και τελικά για τη δικάσιμο της 17-4-2007, δηλαδή
την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Οι εναγόμενοι δεν εμφανίστηκαν
κατά την εκφώνηση της προκειμένης υποθέσεως κατά την τελευταία μετά από αναβολή
δικάσιμο. Επομένως πρέπει, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις των παρ. 3 και 4
του άρθρου 14 του ν. 693/1977, να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν παρόντες
όλοι οι διάδικοι.
2. Επειδή επιτρεπτώς δεν έχουν κατατεθεί παράβολο και δικαστικό
ένσημο, ύστερα από την υπ' αριθ. 26/2005 απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου
τούτου, με την οποία, όπως εκτιμάται, εμμέσως πλην σαφώς παρασχέθηκε στον
ενάγοντα το ευεργέτημα της πενίας για την προκειμένη δίκη, εφόσον διαπιστώθηκε
η αδυναμία του ενάγοντος να καταβάλει τα έξοδα της δίκης αυτής και ορίστηκε
δικηγόρος για να υπογράψει το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής και να
εκπροσωπήσει τον ενάγοντα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, παρέχοντάς του κάθε
απαιτούμενη συνδρομή για τη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων της
(προκειμένης) δίκης.
3. Επειδή, κατά
το άρθρο 8 του πιο πάνω ν. 693/1977, η αγωγή κακοδικίας είναι απαράδεκτη μετά
την πάροδο έξι μηνών από τη γνώση από τον ενάγοντα της παράνομης πράξεως ή
παραλείψεως, όταν δε πρόκειται για δικαστική απόφαση από τότε που αυτή καταστεί
αμετάκλητη. Στην προκείμενη περίπτωση, όλες οι επικρινόμενες
υπ' αριθ.
326, 327 και 328/2005 αποφάσεις του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας,
του οποίου μέλη με ψήφο ήταν οι εναγόμενοι δικαστικοί λειτουργοί, δημοσιεύθηκαν
στις 10 Φεβρουαρίου 2005 και έκτοτε, ως εκ της φύσεώς τους, είναι αμετάκλητες.
Η υπό κρίση αγωγής κακοδικίας κατατέθηκε στη γραμματεία του κατά το άρθρο 99
του Συντάγματος και το ν. 693/1977 Ειδικού τούτου Δικαστηρίου εκδικάσεως αγωγών
κακοδικίας στις 22 Αυγούστου 2005, όπως αυτό αποδεικνύεται από την κάτω από την
αγωγή αυτή σχετική πράξη καταθέσεως, επικυρωμένο δε αντίγραφο αυτής, όπως ήδη
προαναφέρθηκε, επιδόθηκε νόμιμα, με την επιμέλεια του ενάγοντος (Ι.Π.), σε κάθε έναν από τους εναγόμενους Π.Φ., τότε Σύμβουλο του Σ.τ.Ε., Γ.Π., Α. Κ., Συμβούλους του Σ.τ.Ε.,
Μ.Π. και Π.Τ., Παρέδρους
του Σ.τ.Ε. στις 26 Σεπτεμβρίου 2005 (βλ. τις ως άνω
υπ' αριθ.
4947, 4943, 4944, 4945 και 4946, αντίστοιχα, της 26-9-2005 εκθέσεις επιδόσεως
του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ.Α., που βρίσκονται στη δικογραφία). Έτσι η ως άνω αγωγή
κατατέθηκε μεν στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου μέσα στην οριζόμενη από το
άρθρο 8 του ν.693/1977 προθεσμία των (6) έξι μηνών από τη δημοσίευση των
προαναφερόμενων επικρινόμενων και έκτοτε αμετάκλητων
αποφάσεων του Γ' Τμήματος του Σ.τ.Ε., δεδομένου ότι
θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 147
παρ.7 του ΚΠολΔ (βλ. σχ.
άρθρο 15 του ν.693/1977), το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν
υπολογίζεται για την αμέσως πιο πάνω προθεσμία, πλην όμως η άσκησή της καθόσον η
αγωγή απευθύνεται κατά των ως άνω εναγομένων ολοκληρώθηκε στις 26-9-2005, με
την επίδοση δηλαδή επικυρωμένου αντιγράφου της σε κάθε έναν από τους εν λόγω
εναγομένους (άρθρο 215 παρ.1 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται
εδώ κατά το άρθρο 9 παρ.3 του ν.693/1977). Επομένως η υπό κρίση αγωγή
κακοδικίας καθόσον απευθύνεται κατά των ως άνω εναγομένων, ως προς τους οποίους
και μόνον εισήχθη για συζήτηση, ασκήθηκε μετά την πάροδο της παραπάνω
προθεσμίας των έξι (6) μηνών, δηλαδή εκπροθέσμως (βλ. σχ.
ΔΑΚ 7/1984). Βέβαια η γραμματέας του Γ' Τμήματος του Σ.τ.Ε. στο έγγραφό της με αριθ. πρωτ.
Π 5008/12-10-2006 και χρονολογία 17-10-2006 πιστοποιεί ότι η διαδικασία
καθαρογράφησης, θεώρησης και υπογραφής των ως άνω επικρινόμενων
αποφάσεων ολοκληρώθηκε στις 3-3-2005, 8-3-2005 και 8-3-2005, αντιστοίχως, οπότε
ήταν δυνατή και η χορήγηση επικυρωμένων αντιγράφων, πλην όμως εκ τούτου δεν
αίρεται το εκπρόθεσμο της υπό κρίση αγωγής κακοδικίας, εφόσον αφετηρία της
προθεσμίας για την άσκησή της είναι ο χρόνος κατά τον οποίο οι επικρινόμενες αποφάσεις κατέστησαν αμετάκλητες, ανεξάρτητα
από το χρόνο ολοκληρώσεως της διαδικασίας
καθαρογραφήσεως, θεωρήσεως και υπογραφής τους, εφόσον ήδη από τη
δημοσίευσή τους υπήρχε δυνατότητα για τον ενάγοντα να λάβει γνώση του
περιεχομένου τους από τα προσηκόντως υπογεγραμμένα σχέδια των αποφάσεων αυτών.
Ως εκ τούτου τα περί του αντιθέτου από τον ενάγοντα διϊσχυριζόμενα
πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατ' ακολουθίαν
όλων των παραπάνω η υπό κρίση αγωγή κακοδικίας καθόσον απευθύνεται κατά των ως
άνω εναγομένων, ως ασκηθείσα μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τότε που οι επικρινόμενες αποφάσεις κατέστησαν αμετάκλητες, δηλαδή
εκπροθέσμως, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως
απαράδεκτη. Ένα μέλος όμως του Δικαστηρίου, δηλαδή ο Βασίλειος Χειρδάρης, έχει τη γνώμη ότι η υπό κρίσιν Αγωγή κακοδικίας
δεν πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη αλλά να κριθεί επί της ουσίας για τους
εξής λόγους: α) Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος καθιερώνεται
η θεμελιώδης αρχή της ισότητας των Ελλήνων πολιτών. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο
20 παρ. 1 του Σ. «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα
δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα
δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Στους δύο αυτούς πυλώνες επιστηρίζεται το κράτος δικαίου, που αποτελεί τη σύγχρονη δικαιική βάση για την υποστήριξη όλων των ατομικών δικαιωμάτων
και ελευθεριών και την ανάπτυξη της δημοκρατίας. Η πρόσβαση στο Δικαστήριο και
η αρχή της ισότητας αποτελούν επίσης τις βασικότερες εκφάνσεις της δίκαιης
δίκης, όπως αυτή θεμελιώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ
και στο άρθρο 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά
Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ). Και οι δύο αυτές διεθνείς
συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν επικυρωθεί από τη χώρα μας (με το ΝΔ
53/1974 και τον Ν. 2462/1997 αντίστοιχα) και υπερισχύουν κάθε αντίθετης
διάταξης κοινού νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Σ. Ειδικότερα το άρθρο
14 παρ. 1 εδ. α' του ΔΣΑΠΔ
καθιερώνει κατά ρητό τρόπο την αρχή της ισότητας ενώπιον των δικαστηρίων («Όλοι
είναι ίσοι ενώπιον των Δικαστηρίων») και είναι το μοναδικό νομοθετικό κείμενο
στη χώρα μας που το κάνει με ρηματικό και απόλυτο τρόπο. Κατά το άρθρο 8 του Ν.
693/1977 η αγωγή κακοδικίας είναι απαράδεκτη μετά πάροδο έξι μηνών από της υπό
του ενάγοντος γνώσεως της παράνομης πράξης ή παράλειψης, προκειμένου δε περί
δικαστικής απόφασης αφ' ης αυτή καταστεί αμετάκλητη. Η
προθεσμία αυτή των 6 μηνών εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η αγωγή
κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών είναι μία ασφυκτική προθεσμία για τον
δικαιούμενο σε άσκησή της, ο οποίος στο σύντομο αυτό χρόνο οφείλει να
αποφασίσει για την άσκηση ή μη της αγωγής, να συλλέξει τα αποδεικτικά στοιχεία,
να συμβουλευτεί δικηγόρο, να συνταχθεί η αγωγή, να κατατεθεί μαζί με
αποδεικτικά έγγραφα και να κοινοποιηθεί (άρθρ. 9 Ν. 693/77). Σε αντίθεση με τον
ενάγοντα της αγωγής κακοδικίας, σε περίπτωση αντιδικίας με βάση αδικοπραξία,
στην οποία στηρίζεται και η αγωγή κακοδικίας, ο δικαστικός λειτουργός διαθέτει
πέντε (5) τουλάχιστον χρόνια (άρθρο 937 ΑΚ), ήτοι
εννέα (9) φορές περισσότερο χρόνο για να ασκήσει ίδιας μορφής αγωγή κατά
οιουδήποτε αντιδίκου του. Ο δικαιολογητικός λόγος για σύντομη εκκαθάριση της
υπόθεσης και μη ύπαρξη εκκρεμοτήτων στο χώρο της δικαιοσύνης είναι μεν
κατανοητός αλλά όχι αρκετός για επιστήριξη τόσο
μεγάλης ανισότητας ενώπιον των δικαστηρίων μεταξύ των διαδίκων και σε μειωμένη
χρονική πρόσβαση του ενός των διαδίκων κατά 9/10 έναντι του άλλου. Η έντονη και
προκλητική διαφορά που δημιουργεί ο κοινός νόμος ως προς το χρόνο άσκησης ίδιων
αγωγών μεταξύ Ελλήνων πολιτών παραβιάζει ευθέως την ανωτέρω αρχή της
συνταγματικής ισότητας και προβάλει δυσανάλογους περιορισμούς στην πρόσβαση στο
δικαστήριο ως προς ένα μέρος πολιτών που τυχαίνει να είναι αντίδικοι μιας
μερίδας άλλων που είναι δημόσιοι λειτουργοί για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων
τους. Πλέον αυτών η δυσαναλογία του χρόνου άσκησης αγωγής των διαδίκων προς
όφελος των δικαστικών λειτουργών, όταν έχουν την ιδιότητα του εναγομένου στις
αγωγές κακοδικίας, παραβιάζει και τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, όπως
αυτή καθιερώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Σ. Κατά τον τρόπο αυτό συνάγεται,
κατά την άποψη της μειοψηφίας, ότι η θέσπιση ειδικής εξάμηνης προθεσμίας για
άσκηση κακοδικίας σε βάρος δικαστικού λειτουργού είναι αφ' ενός μεν
αντισυνταγματική αφού παραβιάζει τα άρθρα 4 παρ.1 και 2, 20 παρ.1 και 25 παρ.1
του Σ (να σημειωθεί ότι δεν εδράζεται η θέσπιση της διαφορετικής αυτής
προθεσμίας σε συνταγματική διάταξη αλλά σε κοινό νόμο), αφετέρου έρχεται σε
αντίθεση με τις ανωτέρω υπερνομοθετικές διατάξεις της
ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ και ως
εκ τούτου δεν πρέπει να εφαρμοσθεί, β) Στην προκειμένη περίπτωση η ανωτέρω
εξάμηνη προθεσμία έληγε στις 10.9.2005, μέχρι την οποία όφειλε ο ενάγων να
ασκήσει την αγωγή κακοδικίας κατά των εναγομένων. Αυτός δε κατέθεσε την υπό
κρίσιν αγωγή του στις 22.8.2005 (εντός δηλ. της εξάμηνης προθεσμίας) αλλά
κοινοποίησε αυτή στις 26.9.2005, ήτοι 16 ημέρες μετά τη λήξη της ανωτέρω
εξαιρετικής προθεσμίας. Κατά την επικρατούσα άποψη της πλειοψηφίας πρέπει ως εκ
τούτου να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπό κρίσιν αγωγή του. Ο ενάγων όμως έχει ένα
θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο για τη διεκδίκηση των αστικών του
αξιώσεων, όπως αυτές τις προσδιορίζει στο υπό κρίσιν δικόγραφο της αγωγής του.
Σύμφωνα με το δικαίωμα αυτό πρέπει η υπόθεσή του να εισαχθεί προς εκδίκαση, να
ακουσθούν οι απόψεις του και να εξετασθεί κατ' ουσίαν
η υπόθεσή του από το αρμόδιο Δικαστήριο. Το δικαίωμα αυτό, που αποτελεί
θεμελιακή βάση του κράτους δικαίου και στηρίζεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Σ,
στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 παρ. 1
του ΔΣΑΠΔ, δεν αρκεί να είναι θεωρητικό και τυπικό
αλλά πρέπει να είναι αποτελεσματικό και ουσιαστικό. Η πρόσβαση δε σε Δικαστήριο
όπως είναι το παρόν Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 99 του Σ, πρέπει να
εξασφαλίζεται στον προσφεύγοντα κατά τρόπο αποτελεσματικό (απόφαση ΕΔΔΑ Brualla Gomez
de la Torre
κατά Ισπανίας, της 19.12.1997, Recueil 1997-VIII, p: 2956, § 37) η δε φορμαλιστική εφαρμογή των τυπικών
προϋποθέσεων που απαιτούνται για την άσκηση ενός δικογράφου είναι δυνατό να
οδηγήσει σε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Αυτό συμβαίνει
όταν η υπερβολικά προσηλωμένη στους τύπους ερμηνεία της νομιμότητας από το
δικαστήριο εμποδίζει εκ των πραγμάτων την εξέταση ως προς την ουσία της αξίωσης
του ενάγοντος (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Ευσταθίου κατά
Ελλάδος της 27.7.2006 σκέψη με αριθ. 27 (ΝοΒ 54, 2006
σελ. 1170 επ. με παρατηρήσεις Β.Χ.), απόφαση ΕΔΔΑ Beles κ.α. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας αρ. 47273/99, §§ 62 et 69, CEDH 2002-IX). Η απονομή
της δικαιοσύνης σημαίνει εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, η δε αποφυγή της
εξέτασης από τον δικαστή της ουσίας της διαφοράς, ισοδυναμεί με άρνηση απονομής
της δικαιοσύνης που πλήττει το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο (απόφαση ΕΔΔΑ Γιαννούσης κατά Ελλάδος της
14.12.2006, σκέψη αριθ. 26, ΝοΒ 2007, 516 επ.). Η
απόρριψη της αγωγής του ενάγοντος για τον λόγο ότι ασκήθηκε μετά από παρέλευση
16 ημερών από την ασφυκτική εξάμηνη προθεσμία που ορίζει ο νόμος για την άσκηση
της αγωγής κακοδικίας παρότι ο ενάγων: 1) κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως την
αγωγή του στην αρμόδια Γραμματεία (22/8/2005), 2) κοινοποίησε αυτή μέσω νομίμου
οργάνου, ήτοι του δικ. επιμελητή μετά από 16 ημέρες
(26.9.2005) από την εκπνοή της εξάμηνης προθεσμίας (10.9.2005), 3) οι
εναγόμενοι έλαβαν γνώση της αγωγής αυτής ένα μήνα μετά την κατάθεσή της και 4)
η εκδίκαση τελικά αυτής εγένετο την 17.4.2007, μετά
δηλ. από ένα χρόνο και σχεδόν 7 μήνες από την κοινοποίηση, αρκετό δηλ. χρονικό
διάστημα για μελέτη και προετοιμασία σε αντίκρουση εκ μέρους των εναγομένων,
παρότι ο ανωτέρω νόμος στο άρθρο 10 παρ. 2 θεωρεί ως επαρκή χρόνο για
κοινοποίηση της αγωγής το χρονικό διάστημα των 60 ημερών προ της δικασίμου,
αποτελεί υπερβολική τυπολατρία, δεδομένου ότι η κατά τον τρόπο αυτό απόρριψη
της αγωγής ως απαράδεκτης καταργεί τον πυρήνα του δικαιώματος του ενάγοντος για
πρόσβαση στο Δικαστήριο. Εξάλλου το παρόν ειδικό δικαστήριο είναι το μοναδικό δικαστήριο
ενώπιον του οποίου εισάγεται προς εκδίκαση η υπόθεση και δεν υπάρχει δεύτερος
βαθμός δικαιοδοσίας (άρθρ. 17 Ν. 693/1977) ούτε άλλη δυνατότητα εξέτασής της
(άρθρο 18 Ν. 693/1977). Έτσι με την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης με το
φορμαλιστικό σκεπτικό της εκπρόθεσμης κατά 16 ημέρες άσκησης της αγωγής
καταργείται ένα δικαίωμα γιατί ο τρόπος άσκησής του δεν ήταν ο τυπικά
ενδεδειγμένος. Δεν μπορεί όμως να καταργείται το δικαίωμα για τον τρόπο άσκησής
του. Τα λάθος στον τρόπο άσκησης ενός δικαιώματος δεν μπορεί να καταργήσει τον
πυρήνα του. Αυτό αποτελεί υπέρμετρο φορμαλισμό (βλ. ενδεικτικά αποφάσεις ΕΔΔΑ Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος
της 14.12.2006, ΝοΒ 2007, 206 επ. με παρατηρήσεις Β. Χειρδάρη, Ευσταθίου κατά Ελλάδος της 27.7.2006 ό.π., Edificaciones March Gallego ΑΕ
κατά Ισπανίας της 19.2.1998) και παρεμποδίζει την ουσιαστική άσκηση των ανωτέρω
δικαιωμάτων από τον ενάγοντα, αποτελεί δε παραβίαση του άρθρου 20 του
Συντάγματος και των ανωτέρω διατάξεων της ΕΣΔΑ και
του ΔΣΑΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την
μειοψηφούσα άποψη, πρέπει να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως ασκηθείσα η υπό κρίσιν
αγωγή του ενάγοντος και να εξετασθεί στην ουσία της αφού η ρύθμιση της διάταξης
του άρθρου 8 του Ν. 693/1977 που αφορά τον χρόνο άσκησης της αγωγής κακοδικίας
είναι ανίσχυρη και ο χρόνος άσκησης πρέπει να θεωρεί η πενταετία κατά τα
ανωτέρω διαλαμβανόμενα.
Ζήτημα
επιδικάσεως ή μη δικαστικής δαπάνης υπέρ των ως άνω εναγομένων δεν τίθεται,
αφού δεν υποβλήθηκε από αυτούς κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο,
κατά την οποία δεν εμφανίσθηκαν, σχετικό αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει ως
απαράδεκτη την υπό κρίση αγωγή καθόσον αυτή απευθύνεται κατά των στο
αιτιολογικό αναφερομένων εναγομένων.
Κρίθηκε και
αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 2007 και κατόπιν αποχωρήσεως αυτού η αρχαιοτέρα της συνθέσεως
Και η απόφαση
δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 2 Οκτωβρίου 2007.