ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ Συμβούλιο 352/2003
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Παράσταση πολιτικής αγωγής - Ενεργητική
νομιμοποίηση πολιτικής αγωγής - Εταιρίες - Πληρεξουσιότητα -
Όταν το έγκλημα στρέφεται
κατά ανώνυμης εταιρίας, μόνο αυτή δικαιούται να παρασταθεί ως πολιτικώς
ενάγουσα και όχι οι μέτοχοι που υφίστανται μόνο έμμεση υλική ζημία ή ηθική
βλάβη. Η πολιτική αγωγή ασκείται είτε από το διοικητικό συμβούλιο είτε από δύο
ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που ορίζονται ως εκπρόσωποι της εταιρίας
με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου γενικά ή για ορισμένου είδους πράξεις,
σύμφωνα με το καταστατικό. Το σχετικό πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου
επέχει θέση πληρεξουσίου. Μόνη η εντολή στον εκπρόσωπο για υποβολή μήνυσης δεν
ενέχει και εντολή παράστασης πολιτικής αγωγής, εκτός αν από το όλο περιεχόμενο
του πρακτικού προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Ορθά και αιτιολογημένα το Συμβούλιο
Εφετών απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση κατά του απαλλακτικού για υπεξαίρεση
βουλεύματος, που υποβλήθηκε από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο Α.Ε., τόσο
ατομικά όσο και για λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας, διότι αφενός μεν αυτός
είναι μόνο έμμεσα ζημιωθείς ως μέτοχος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ενώ
άμεσα ζημιωθείσα είναι μόνο η εταιρία και αφετέρου με το πρακτικό του
διοικητικού συμβουλίου του δόθηκε μόνο εντολή υποβολής μηνύσεων και όχι
παράστασης πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της εταιρίας. Εξάλλου, το
προηγούμενο πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, με το οποίο είχε οριστεί
υποκατάστατο όργανο του τελευταίου και δεν απαιτείτο σχετική έγγραφη
εξουσιοδότηση, έληξε πριν τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 352/2003
Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου
Ε' Ποιν. Τμήμα -
σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο
Τσαμαδό, Αντιπρόεδρο, Δημήτριο Βούρβαχη και Χρήστο Μαυρογένη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του
Αρείου Πάγου Αθανασίου Ανδρεουλάκου (γιατί κωλύεται ο
Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο, στο κατάστημά του,
στις 15 Νοεμβρίου 2002, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - πολιτικώς εναγόντων: 1) της ανώνυμης
εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΑΕΒΕ"
και τον διακριτικό τίτλο "V.** AEBE", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα
και 2) Δ.Τ. του Σ., κατοίκου Θέρμης Θεσσαλονίκης και
ήδη κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως του υπ'
αριθμ. 27/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με κατηγορούμενους
τους: 1) Α.Κ. του Κ., κάτοικο Ανω
Χαραυγής Αττικής και 2) Κ.Κ. του Α., κάτοικο Καισαριανής Αττικής.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω
βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - πολιτικώς ενάγοντες, ζητούν τώρα την
αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7
Φεβρουαρίου 2001 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο
πινάκιο με τον αριθμό 794/2001.
Επειτα ο
Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Ανδρεουλάκος,
εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με
αριθμό 413/7-6-2002, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω την από 7-2-2001 αίτηση
αναιρέσεως 1) της, κατ' ορθή εκτίμηση του σχετικού δικογράφου, ως πολιτικώς
ενάγουσας φερομένης και στη Θεσ/νίκη εδρεύουσας
ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εμπορική και βιομηχανική
εταιρεία γεωργοκτηνοτροφικών ειδών ΑΕΒΕ" και τον διακριτικό τίτλο "V.** AEBE", νομίμως εκπροσωπουμένη από τον Δ.Τ., και
2) του ατομικώς φερομένου ως πολιτικώς ενάγοντος Δ.Τ.,
κρατουμένου στη δικαστική φυλακή Θεσ/νίκης, κατά του
υπ' αριθ. 27/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο
απορρίφθηκε ως απαράδεκτη έφεσή τους κατά του υπ' αριθ. 3298/2000 απαλλακτικού
βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, και
εκθέτω τα κατωτέρω:
Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε από
1) την ως άνω ανώνυμη εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο "V.** ΑΕΒΕ" και 2) τον Δ.Τ. ατομικώς, των οποίων το ένδικο μέσο της εφέσεως
απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, διά δηλώσεως του εξ αυτών Δ.Τ., ενεργούντος ατομικώς και ως νομίμου εκπροσώπου της εν
λόγω εταιρείας, ενώπιον του Δ/ντου της δικαστικής
φυλακής Θεσ/νίκης, στην οποία εκρατείτο,
μέσα στην προθεσμία των δέκα (10) ημερών από της εις αυτόν νομίμου επιδόσεως
του προσβαλλομένου βουλεύματος, στρέφεται κατά
βουλεύματος που απέρριψε ως απαράδεκτη έφεση που άσκησαν ως πολιτικώς ενάγοντες
κατά απαλλακτικού πρωτοδίκου βουλεύματος, και προβάλλουν ως λόγους αναιρέσεως
1) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και 2) την παράνομη
απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης, που προβλέπονται από το άρθρο 484 παρ. 1
περ. ε' και στ' του ΚΠΔ.
Συνεπώς η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως είναι,
σύμφωνα με τα άρθρα 462, 463, 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474, 476 παρ. 2 και 484
παρ. 1 περ. ε' και στ' του ΚΠΔ, νομότυπη, εμπρόθεσμη
και παραδεκτή και ως εκ τούτου θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να
εξετασθεί, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ,
περαιτέρω κατ' ουσία, δεδομένου ότι το δικαίωμα αναιρέσεως, κατά το άρθρο 476
παρ. 2 του ΚΠΔ, έχει ο ως διάδικος ασκήσας το απορριφθέν ως απαράδεκτο ένδικο μέσο και είναι
αδιάφορο αν τούτο απορρίφθηκε, γιατί δεν είχε την ιδιότητα αυτή και επομένως
και το δικαίωμα να το ασκήσει (Ολ. ΑΠ 36/94 Π.Χρ. ΜΔ, 728 και ΑΠ 1778/97 αδημ. κ.ά.).
Κατά το άρθρο 463 παρ. 1 του ΚΠΔ το ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος, που ο
νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Από το συνδυασμό δε των άρθρων 477 και
480 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ προκύπτει ότι δικαίωμα εφέσεως
κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών στις
οριζόμενες από το άρθρο 480 παρ. 1 ΚΠΔ περιπτώσεις,
μεταξύ των οποίων και εκείνη που το βούλευμα αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία,
έχει εκείνος που δικαιούται, κατά τα άρθρα 63 και 64 ΚΠΔ,
σε παράσταση πολιτικής αγωγής και νομίμως δήλωσε, κατά τα άρθρα 82-84 ΚΠΔ, πριν από την έκδοση του βουλεύματος την παράσταση
αυτή, χωρίς να αποβληθεί από την ποινική διαδικασία. Η διαδικαστική αυτή
προϋπόθεση εξετάζεται, κατά το άρθρο 87 του ΚΠΔ, και
αυτεπαγγέλτως σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας (ΑΠ 1432/95 Π.Χρ. ΜΣΤ, 669 κ.ά.).
Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των
άρθρων 63, 82-84 του ΚΠΔ και των άρθρων 914 και 932
του ΑΚ προκύπτει ότι το δικαίωμα να δηλώσει παράσταση
πολιτικής αγωγής κατά την ποινική διαδικασία για αποζημίωση ή χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης έχει εκείνος που αμέσως ζημιώθηκε ή υπέστη ηθική
βλάβη από το αξιόποινο αδίκημα και όχι αυτός που ζημιώθηκε εμμέσως απ' αυτό (Ολ. ΑΠ 1/94). Στην περίπτωση δε που το αξιόποινο αδίκημα
στρέφεται κατά ανωνύμου εταιρείας, που είναι νομικό πρόσωπο, μόνο αυτή
δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα και όχι τα μέλη αυτής
(εταίροι-μέτοχοι), αφού αυτά υφίστανται έμμεση και όχι άμεση υλική ζημία ή
ηθική βλάβη. Εξάλλου η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει, σύμφωνα με
το άρθρο 83 ΚΠΔ να γίνεται από τον προς τούτο
νομιμοποιούμενο είτε με την έγκληση είτε με άλλο έγγραφο εως
την περάτωση της ανακρίσεως προς τον αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως είτε από
πληρεξούσιο που έχει έγγραφη πληρεξουσιότητα γενική ή ειδική, η οποία έχει
δοθεί, κατά το άρθρο 42 παρ. 2 εδ. β' και γ' ΚΠΔ, και με απλή έγγραφη δήλωση του εντολέα, του οποίου η
γνησιότητα της υπογραφής να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή
κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Κατά την κατάθεση της δηλώσεως συντάσσεται, κατά το
ίδιο άρθρο 83 ΚΠΔ, έκθεση, στην οποία προσαρτάται και
το έγγραφο της πληρεξουσιότητας. Η δήλωση επίσης μπορεί να γίνει και σ' αυτόν
που ενεργεί την ανάκριση ακόμα και κατά το χρόνο που εξετάζεται ως μάρτυρας ο
ζημιωθείς. Περαιτέρω η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει με ποινή
απαραδέκτου αυτής να περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 84 ΚΠΔ,
εκτός των άλλων, και συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται ο
δηλών ως πολιτικώς ενάγων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 18 του ν. 2190/1920. όπως
κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 174/1963, "η ανώνυμη εταιρεία εκπροσωπείται επί
δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού Συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς. Το καταστατικό δύναται να ορίσει ότι ένα ή
περισσότερα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την
εταιρεία εν γένει ή σε ωρισμένου μόνο είδους
πράξεις". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εκπροσώπηση της ανώνυμης
εταιρείας ανήκει στο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο κατ' αρχή ενεργεί συλλογικώς. Δεν αποκλείεται όμως βάσει του καταστατικού το ΔΣ να αναθέσει την εκπροσώπηση της εταιρείας δικαστικώς ή
εξωδίκως σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη της διοικήσεως ή όχι, οπότε αυτά ως
καταστατικά όργανα της εταιρείας εκφράζουν τη βούλησή της και την εκπροσωπούν
ευθέως. Στην περίπτωση δε που τα τρίτα πρόσωπα δεν ενεργούν ως καταστατικά
όργανα της εταιρείας, που εκφράζουν τη βούληση της, αλλά ενεργούν ορισμένες
πράξεις, όπως η υποβολή εγκλήσεως ή η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, κατ'
ανάθεση και κατ' εντολή του Δ.Σ. και επομένως ως υποκατάστατα αυτού στα πλαίσια
της από τα άρθρα 21 και 713 του ΑΚ προβλεπομένης
αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής, απαιτείται για τη νομότυπη παράσταση
πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της εταιρείας και επομένως για την άσκηση του
ενδίκου μέσου της εφέσεως στο όνομα αυτής η ύπαρξη της, κατά τα άρθρα 83 και 42
παρ. 2 ΚΠΔ, ειδικής ή γενικής πληρεξουσιότητας και
εντολής (ΑΠ 1717/2000 και 911/98 Π.Χρ. ΝΑ, 727 και ΜΘ, 531 κ.ά.). Μόνη όμως η εντολή προς τον πληρεξούσιο για
υποβολή μηνύσεως κατά του δράστου της αξιόποινης
πράξεως δεν ενέχει και εντολή να παραστεί αυτός και να δηλώσει παράσταση
πολιτικής αγωγής για λογαριασμό του νομικού προσώπου, εκτός εάν από το όλο
περιεχόμενο του πληρεξουσίου εγγράφου σαφώς προκύπτει το αντίθετο (ΑΠ 911/98,
164/94, 456/93 Π.Χρ. ΜΘ,
531. ΜΔ, 357. ΜΓ, 282
κ.ά.). Στην περίπτωση που ο δηλώσας παράσταση πολιτικής αγωγής δεν είναι αμέσως
αλλά εμμέσως ζημιωθείς από το αξιόποινο αδίκημα, οπότε δεν νομιμοποιείται
ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, ή ο δικαιούμενος σε παράσταση
πολιτικής αγωγής δεν προέβη αυτοπροσώπως σε τέτοια δήλωση ή η δήλωσή του δεν
περιέχει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται, και εκείνος
που ως πληρεξούσιός του δήλωσε γι' αυτόν παράσταση πολιτικής αγωγής δεν είχε
έγγραφη πληρεξουσιότητα να προβεί σε τέτοια δήλωση δεν αποκτούν την ιδιότητα
του πολιτικώς ενάγοντος και δεν δικαιούνται να ασκήσουν έφεση κατά του
πρωτοδίκου βουλεύματος είναι δε αδιάφορο αν δεν είχαν αποβληθεί από την ποινική
διαδικασία κατά το άρθρο 87 του ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/94, ΑΠ 164/94, Π.Χρ. ΜΔ, 208 επ και 357 κ.ά.).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει
από τα έγγραφα της δικογραφίας που επιτρεπτώς
επισκοπούνται για να κριθεί η βασιμότητα ή μη των λόγων αναιρέσεως (ΑΠ 164/94 Π.Χρ. ΜΔ, 357) ο ήδη αναιρεσείων Δ.Τ. υπέβαλε ατομικώς
και ως εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εμπορική
και βιομηχανική εταιρεία γεωργοκτηνοτροφικών ειδών ΑΕΒΕ" και τον διακριτικό τίτλο "V.** AEBE" την από
28-12-1995/6-1-1996 μήνυση στον Εισαγγελέα Πλημ/κών
Αθηνών κατά των 1) Α.Κ. και 2) Κ.Κ.. Δια της μηνύσεως
αυτής καταγγέλθηκε ο εκ των μηνυομένων Α.Κ. ότι ως διαχειριστής της ως άνω ανώνυμης εταιρείας
ιδιοποιήθηκε παρανόμως με την άμεση συνέργεια του
δευτέρου των μηνυομένων Κ.Κ. τα αναφερόμενα στη
μήνυση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας χρηματικά ποσά και αξιόγραφα της εν λόγω
εταιρείας, της οποίας μέτοχος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Δ.Τ.. Στο τέλος της μηνύσεως αυτής υπάρχει δήλωση που έχει
ως εξής "Επειδή δικαιούμαι να παραστώ και ατομικά και ως εταιρεία ως
πολιτικώς ενάγων λόγω ηθικής βλάβης δρχ. 10.000 με την επιφύλαξη άσκησης
σχετικής αγωγής καθώς και της υποβολής και άλλης μηνυτήριας αναφοράς για τυχόν
άλλες υπεξαιρέσεις του μηνυομένου ή άλλα αδικήματα
που διέπραξε σε βάρος μας. Επειδή έχω δικαίωμα να υποβάλω την παρούσα. Αιτούμαι
την άσκηση ποινικής διώξεως και τον κολασμό των μηνυομένων...".
Εξ αιτίας της μηνύσεως αυτής ασκήθηκε αρμοδίως ποινική δίωξη και παραγγέλθηκε η
διενέργεια τακτικής ανακρίσεως κατά των μηνυθέντων 1)
Α.Κ. και 2) Κ.Κ. για τα αξιόποινα αδικήματα της
υπεξαιρέσεως ιδιαίτερης μεγάλης αξίας από διαχειριστή σε βάρος της ως άνω
ανώνυμης εταιρείας και της άμεσης συνέργειας στην
υπεξαίρεση αυτή αντιστοίχως.
Ο Δ.Τ., που
υπέβαλε την ανωτέρω μήνυση ατομικώς και ως εκπρόσωπος της ως άνω εταιρείας, της
οποίας είχε σχετική εξουσιοδότηση, εξεταζόμενος στις 27-10-1998 ανωμοτί ως
μάρτυρας ενώπιον της ανακρίτριας της εν λόγω υποθέσεως συμπλήρωσε και
διευκρίνισε την διαλαμβανομένη στη μήνυση αυτή ως άνω δήλωσή του για παράσταση πολιτικής
αγωγής, αναφέροντας ότι: "Επαναλαμβάνω τη δήλωση πολιτικής αγωγής που είχα
και με τη μήνυσή μου και ζητώ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 10.000
δρχ. με επιφύλαξη και ατομικά, δεδομένου ότι ήμουν συνοφειλέτης
της εταιρείας και εγγυητής σε όλες τις υποχρεώσεις της και με τις υπεξαιρέσεις
των μηνυομένων έχω υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη
οικονομική και ηθική, γιατί κατέρρευσα οικονομικά ... Ως πληρεξούσιο δε και
αντίκλητο διορίζω τον δικηγόρο Αθηνών Εμμαν. Παπαδάκη...". Η εξουσιοδότηση, με βάση την οποία ο Δ.Τ. είχε υποβάλει την ανωτέρω μήνυση και είχε δηλώσει
παράσταση πολιτικής αγωγής ατομικώς και για λογαριασμό της ως άνω ανώνυμης
εταιρείας, είχε δοθεί σ' αυτόν με τη διαλαμβανομένη στο υπ' αριθ. 337/30-8-1995
πρακτικό απόφαση του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρείας που έχει ως εξής
"Αποφασίζεται ομόφωνα και εξουσιοδοτείται ο πρόεδρος (ήταν ο Δ.Τ¨.) να υποβάλει τις απαραίτητες μηνύσεις κατά των
παραπάνω και των συνεργατών τους...". Στη δικογραφία υπάρχει επίσης. 1) Η
ενώπιον της ανακρίτριας (ΙΑ') Αθηνών από 28/30-12-1998 δήλωση παραστάσεως
πολιτικής αγωγής του Δ.Τ. ατομικώς και ως νομίμου
εκπροσώπου της ως άνω ανώνυμης εταιρείας, για την οποία συντάχθηκε η από
30-12-1998 έκθεση. Από το περιεχόμενο της γραπτής αυτής δηλώσεως προκύπτει ότι
ο Δ.Τ. διά του πληρεξουσίου
του δικηγόρου Εμμαν. Παπαδάκη
δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ατομικώς και για λογαριασμό της εν
λόγω εταιρείας για υλική και ηθική βλάβη που υπέστησαν από τις αξιόποινες
πράξεις (απιστία κ.λ.π.), που είχαν καταγγελθεί με την υπ' αριθ. Β96/1582ΕΓ
93-97-73 μήνυση, αντίγραφο της οποίας υπάρχει στη δικογραφία, και αφορούν άλλη
υπόθεση. Μετά το πέρας της ανακρίσεως εκδόθηκε το υπ' αριθ. 3298/2001 βούλευμα
του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που αποφάνθηκε να μη
γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων 1) Α.Κ. και
2) Κ.Κ. για τις αξιόποινες πράξεις α) της υπεξαιρέσεως ιδιαιτέρως μεγάλης
αξίας, που τελέσθηκε από διαχειριστή, και β) της άμεσης συνέργειας
σ' αυτή, που φέρονταν ότι διαπράχθησαν αντιστοίχως
απ' αυτούς σε βάρος της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο
"V.** AEBE". Κατά
του απαλλακτικού αυτού βουλεύματος ή ως άνω ανώνυμη εταιρεία δια του ως νομίμου
εκπροσώπου της ενεργούντος Δ.Τ. και ο Δ.Τ. ατομικώς άσκησαν ως πολιτικώς ενάγοντες έφεση, η οποία
απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 27/2001 βούλευμα του
Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε, όπως προκύπτει από το
προσβαλλόμενο βούλευμά του, ότι ο Δ.Τ., που υπέβαλε
ως πληρεξούσιος της ως άνω ανώνυμης εταιρείας δήλωση παραστάσεως πολιτικής
αγωγής στην παρούσα υπόθεση για λογαριασμό της δεν είχε την απαιτούμενη έγγραφη
εξουσιοδότηση του ΔΣ αυτής να προβεί σε τέτοια
δήλωση, αφού η δοθείσα σ' αυτόν εντολή με τη διαλαμβανομένη στο υπ' αριθ.
337/30-8-1995 πρακτικό απόφαση του ΔΣ αναφερόταν μόνο
στην υποβολή των απαραιτήτων μηνύσεων κατά των υπαιτίων και δεν ενείχε και
εντολή σ' αυτόν να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της
εταιρείας. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι από τις καταγγελθείσες αξιόποινες πράξεις της υπεξαιρέσεως ιδιαιτέρως
μεγάλης αξίας και της άμεσης συνέργειας σ' αυτή, που
φέρονταν ότι διαπράχθησαν από τους ως άνω
κατηγορουμένους σε βάρος της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας, αμέσως ζημιωθείσα ήταν
η εν λόγω εταιρεία, η οποία και μόνο δικαιούνταν να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα,
όχι όμως και ο μέτοχος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής Δ.Τ., ο οποίος ως εμμέσως ζημιωθείς δεν νομιμοποιείται
ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων. Με βάση τις παραδοχές αυτές το
Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι οι εκκαλούντες, ήτοι η ως
άνω ανώνυμη εταιρεία με το διακριτικό τίτλο "V.**
AEBE" και ο Δ.Τ.
ατομικώς δεν απέκτησαν την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και ως εκ τούτου
δεν εδικαιούντο να ασκήσουν έφεση κατά του πρωτοδίκου
απαλλακτικού βουλεύματος και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση αυτή, κατ' άρθρο
476 παρ. 1 ΚΠΔ, ως απαράδεκτη.
3.- Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών
διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα (άρθρο
93) και τον ΚΠΔ (άρθρο 139) ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά και σύμφωνα με το νόμο απέρριψε την ανωτέρω
έφεση των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων
ως απαράδεκτη. Ειδικότερα η αιτίαση
του αναιρεσείοντος, κατά την οποία στην ανωτέρω
δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας προέβη
αυτός βάσει των άρθρων 18 του ν. 2190/1920 και 20 του καταστατικού αυτής και
της διαλαμβανομένης στο υπ' αριθ. 252/30-6-1993 πρακτικό αποφάσεως του ΔΣ, με την οποία ανατέθηκε σ' αυτόν ως πρόεδρο και
διευθύνοντα σύμβουλο αυτής η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της
εταιρείας, ως καταστατικό όργανο αυτής και όχι ως αντιπρόσωπο και υποκατάστατο
όργανο του ΔΣ, οπότε και μόνο θα απαιτείτο η, κατά τα
ανωτέρω, έγγραφη εξουσιοδότηση του ΔΣ προς
νομιμοποίησή του, είναι αβάσιμη, αφού η θητεία του ΔΣ
που ανέθεσε σ' αυτόν την εκπροσώπηση και διοίκηση της εταιρείας έληγε στις
30-6-1995 και η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της
εταιρείας έγινε απ' αυτόν μεταγενεστέρως διά της από
28/12/1995-6/1/1996 μηνύσεως και της από 27-10-1998 ανωμοτί καταθέσεώς του στην
ανακρίτρια, όταν δηλαδή είχε λήξει η θητεία του ΔΣ
και είχε παύσει να ισχύει η εν λόγω απόφαση αυτού, οπότε αυτός δεν ήταν πλέον
καταστατικό όργανο της εταιρείας. Αβάσιμη είναι επίσης και η αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι η εξουσιοδότηση, που δόθηκε με τη
διαλαμβανομένη στο υπ' αριθ. 337/30-8-1995 πρακτικό απόφαση του ΔΣ στον εξ αυτών Δ.Τ. για υποβολή
μηνύσεων, ενέχει και την εντολή προς αυτόν να δηλώσει παράσταση πολιτικής
αγωγής για λογαριασμό της εταιρείας, αφού από το όλο περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως
και ειδικότερα από την περικοπή αυτής "...οι προξενηθείσες
βλάβες ξεπερνούν τα 300.000.000 δρχ.... επιβάλλουν
την προσφυγή στη δικαιοσύνη" δεν προκύπτει σαφώς τέτοια εντολή, όταν
μάλιστα προσφυγή στη δικαιοσύνη αποτελεί και η υποβολή μηνύσεων. Εξάλλου από τα
αξιόποινα αδικήματα της υπεξαιρέσεως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και της άμεσης συνέργειας σ' αυτή, που φέρονται ότι τελέσθηκαν από τους
κατηγορουμένους σε βάρος της ως άνω ανώνυμης εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο
"V.** AEBE"
αμέσως ζημιωθέν είναι μόνο το νομικό πρόσωπο της εν λόγω εταιρείας ο δε Δ.Τ., ως μέτοχος, πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος, συνοφειλέτης ή εγγυητής της εταιρείας αυτής εμμέσως μόνο
μπορεί να είναι ζημιωθείς, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα απ' αυτόν είναι
αβάσιμα.
Συνεπώς οι πρώτος και δεύτερος λόγοι
αναιρέσεως για 1) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και 2)
παράνομη απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα,
είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Τέλος ούτε άλλος λόγος αναιρέσεως, που
να προβλέπεται από το άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ και μπορεί
να εξετασθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου αυτού, αυτεπαγγέλτως, υφίσταται ώστε
να δικαιολογείται η αναίρεση του προσβαλλομένου
βουλεύματος.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Προτείνω:
Ι. Να απορριφθεί η από 7-2-2001 αίτηση
αναιρέσεως 1) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εμπορική και
βιομηχανική εταιρεία γεωργοκτηνοτροφικών ειδών ΑΕΒΕ" και τον διακριτικό τίτλο "V.** AEBE", νομίμως
εκπροσωπούμενης, και 2) του Δ.Τ., ατομικώς, που
φέρονται ως πολιτικώς ενάγοντες, κατά του υπ' αριθ. 27/2001 βουλεύματος του
Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
ΙΙ. Να επιβληθούν
τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων.
Ο Αντεισαγγελεύς
του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Ανδρεουλάκος"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε
στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των άρθρων 463, 465 παρ. 1,
476 παρ. 2 και 480 παρ. 2 του ΚΠΔ συνάγεται ότι ο
διάδικος και ειδικότερα ο πολιτικώς ενάγων έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση
είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου, που είχε σχετική εντολή, κατά του
βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που έχει απορρίψει ως απαράδεκτη την
ασκηθείσα απ' αυτόν έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αν
πριν από την έκδοση του τελευταίου αυτού βουλεύματος δήλωσε νομότυπα ότι
παρίσταται με την εν λόγω ιδιότητά του και δεν έχει αποβληθεί σύμφωνα με τα
άρθρα 82-88 του ίδιου πιο πάνω Κώδικα. Η νομιμοποίηση δε αυτή του πολιτικώς
ενάγοντος κατά το άρθρο 87 του ΚΠΔ ερευνάται και
αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της προδικασίας και μέχρις ότου το περί παραπομπής
ή μη απαλλακτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο. Περαιτέρω από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 63, 82-84 του ΚΠΔ και των άρθρων
914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι το δικαίωμα να δηλώσει
παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την ποινική διαδικασία για αποζημίωση ή
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης έχει εκείνος που αμέσως ζημιώθηκε ή
υπέστη ηθική βλάβη από το αξιόποινο αδίκημα και όχι αυτός που ζημιώθηκε εμμέσως
απ' αυτό (Ολ. ΑΠ 1/94). Στην περίπτωση δε που το
αξιόποινο αδίκημα στρέφεται κατά ανωνύμου εταιρείας, που είναι νομικό πρόσωπο,
μόνο αυτή δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα και όχι τα μέλη αυτής
(εταίροι-μέτοχοι), αφού αυτά υφίστανται έμμεση και όχι άμεση υλική ζημία ή
ηθική βλάβη. Εξάλλου η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει, σύμφωνα με
το άρθρο 83 ΚΠΔ να γίνεται από τον προς τούτο
νομιμοποιούμενο είτε με την έγκληση είτε με άλλο έγγραφο έως την περάτωση της
ανακρίσεως προς τον αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως είτε από πληρεξούσιο που
έχει έγγραφη πληρεξουσιότητα, γενική ή ειδική, η οποία έχει δοθεί, κατά το
άρθρο 42 παρ. 2 εδ. β' και γ' ΚΠΔ,
και με απλή έγγραφη δήλωση του εντολέα, του οποίου η γνησιότητα της υπογραφής
να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο.
Κατά την κατάθεση της δηλώσεως συντάσσεται, κατά το ίδιο άρθρο 83 ΚΠΔ, έκθεση, στην οποία προσαρτάται και το έγγραφο της
πληρεξουσιότητα. Η δήλωση επίσης μπορεί να γίνει και σ' αυτόν που ενεργεί την
ανάκριση ακόμα και κατά το χρόνο που εξετάζεται ως μάρτυρας ο ζημιωθείς.
Περαιτέρω, η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει με ποινή απαραδέκτου
αυτής να περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 84 ΚΠΔ, εκτός
των άλλων, και συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται ο δηλών
ως πολιτικώς ενάγων. Εξάλλου, προκειμένου περί ανωνύμου εταιρείας η πολιτική
αγωγή ασκείται είτε από το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί την
εταιρία δικαστικώς και εξωδίκως και ενεργεί συλλογικώς,
είτε από ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα που
ορίζονται ως εκπρόσωποι της εταιρίας με απόφαση του Διοικητικού της συμβουλίου
γενικά ή για ορισμένου είδους πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού
(άρθρο 18 παρ. 1 και 2 του 174/1963 διατάγματος "περί κωδικοποιήσεως των
διατάξεων του ν. 2190/1920 σε ενιαίο κείμενο"), τα οποία στην τελευταία
περίπτωση πρέπει να έχουν εντολή για να προβούν στη δήλωση παραστάσεως της
εταιρίας ως πολιτικώς ενάγουσας. Περαιτέρω, το πρακτικό του Δ.Σ. της Α.Ε., στο
οποίο έχει καταχωρηθεί η απόφαση του Δ.Σ., με την οποία ανατίθεται (γενικά ή
για ορισμένου είδους πράξεις) η εκπροσώπηση της εταιρείας στα παραπάνω πρόσωπα,
επέχει θέση πληρεξουσίου. Μόνη όμως η προς τον πιο πάνω εκπρόσωπο της Α.Ε.
εντολή για υποβολή μηνύσεως κατά του δράστη της αξιόποινης πράξης δεν ενέχει
και εντολή να δηλώνει αυτός και παράσταση πολιτικής αγωγής του νομικού προσώπου
της εταιρείας, εκτός εάν από το όλο περιεχόμενο της σχετικής απόφασης σαφώς
προκύπτει το αντίθετο. Τέλος, στην περίπτωση που ο δηλώσας παράσταση πολιτικής
αγωγής δεν είναι αμέσως αλλά εμμέσως ζημιωθείς από το αξιόποινο αδίκημα, οπότε
δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, ή ο
δικαιούμενος σε παράσταση πολιτικής αγωγής δεν προέβη αυτοπροσώπως σε τέτοια
δήλωση ή η δήλωσή του δεν περιέχει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την
οποία παρίσταται, και εκείνος που ως πληρεξούσιός του δήλωσε γι' αυτόν
παράσταση πολιτικής αγωγής δεν είχε έγγραφη πληρεξουσιότητα να προβεί σε τέτοια
δήλωση, δεν αποκτούν την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και δεν δικαιούνται
να ασκήσουν έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, είναι δε αδιάφορο αν δεν
είχαν αποβληθεί από την ποινική διαδικασία κατά το άρθρο 87 του ΚΠΔ.
2.- Στην προκειμένη περίπτωση, από τα
έγγραφα της δικογραφίας, που στην προκειμένη περίπτωση επιτρεπτώς
επισκοπούνται για να κριθεί η βασιμότητα ή μη των λόγων αναιρέσεως, προκύπτουν
τα εξής: Ο ήδη αναιρεσείων Δ.Τ.
υπέβαλε ατομικώς και ως εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία
"Ανώνυμη Εμπορική και βιομηχανική εταιρεία γεωργοκτηνοτροφικών
ειδών ΑΕΒΕ" και τον διακριτικό τίτλο "V.** ΑΕΒΕ" την από
28-12-1995/6-1-1996 μήνυση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά των 1) Α.Κ. και 2) Κ.Κ.. Δια της μηνύσεως αυτής καταγγέλθηκε ο εκ
των μηνυομένων Α.Κ. ότι ως
διαχειριστής της ως άνω ανώνυμης εταιρείας ιδιοποιήθηκε παρανόμως με την άμεση συνέργεια του δευτέρου των μηνυομένων
Κ.Κ. τα αναφερόμενα στη μήνυση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας χρηματικά ποσά και
αξιόγραφα της εν λόγω εταιρείας, της οποίας μέτοχος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος
ήταν ο Δ.Τ.. Στο τέλος της μηνύσεως αυτής υπάρχει
δήλωση που έχει ως εξής: "Επειδή δικαιούμαι να παραστώ και ατομικά και ως
εταιρεία ως πολιτικώς ενάγων λόγω ηθικής βλάβης δρχ. 10.000 με την επιφύλαξη
άσκησης σχετικής αγωγής καθώς και της υποβολής και άλλης μηνυτήριας αναφοράς
για τυχόν άλλες υπεξαιρέσεως του μηνυομένου ή άλλα
αδικήματα που διέπραξε σε βάρος μας. Επειδή έχω δικαίωμα να υποβάλω την
παρούσα. Αιτούμαι την άσκηση ποινικής διώξεως και τον κολασμό των μηνυομένων...". Εξ αιτίας της μηνύσεως αυτής ασκήθηκε
αρμοδίως ποινική δίωξη και παραγγέλθηκε η διενέργεια τακτικής ανακρίσεως κατά
των μηνυθέντων 1) Α.Κ. και
2) Κ.Κ. για τα αξιόποινα αδικήματα της υπεξαιρέσεως ιδιαίτερης μεγάλης αξίας
από διαχειριστή σε βάρος της ως άνω ανώνυμης εταιρείας και της άμεσης συνέργειας στην υπεξαίρεση αυτή αντιστοίχως.
Ο Δ.Τ., που
υπέβαλε την ανωτέρω μήνυση ατομικώς και ως εκπρόσωπος της ως άνω εταιρείας, της
οποίας είχε σχετική εξουσιοδότηση, εξεταζόμενος στις 27-10-1998 ανωμοτί ως
μάρτυρας ενώπιον του ανακρίτριας της εν λόγω υποθέσεως συμπλήρωσε και
διευκρίνισε την διαλαμβανομένη στη μήνυση αυτή ως άνω δήλωσή του για παράσταση
πολιτικής αγωγής, αναφέροντας ότι: "Επαναλαμβάνω τη δήλωση πολιτικής
αγωγής που είχα και με τη μήνυσή μου και ζητώ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης 10.000 δρχ. με επιφύλαξη και ατομικά, δεδομένου ότι ήμουν συνοφειλέτης της εταιρείας και εγγυητής σε όλες τις
υποχρεώσεις της και με τις υπεξαιρέσεις των μηνυομένων
έχω υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη οικονομική και ηθική, γιατί κατέρρευσα οικονομικά....
Ως πληρεξούσιο δε και αντίκλητο διορίζω τον δικηγόρο Αθηνών Εμμαν.
Παπαδάκη....". Η εξουσιοδότηση, με βάση την
οποία ο Δ.Τ. είχε υποβάλει την ανωτέρω μήνυση και
είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, ατομικώς και για λογαριασμό της ως άνω
ανώνυμης εταιρείας, είχε δοθεί σ' αυτόν με τη διαλαμβανομένη στο υπ' αριθμ.
337/30-8-1995 πρακτικό απόφαση του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρείας που έχει ως εξής
"Αποφασίζεται ομόφωνα και εξουσιοδοτείται ο πρόεδρος (ήταν ο Δ.Τ.) να υποβάλει τις απαραίτητες μηνύσεις κατά των
παραπάνω και των συνεργατών τους...". Η ως άνω απόφασης (339/95) του Δ.Σ.
της Α.Ε. είναι σύμφωνη με το άρθρο 20 του καταστατικού της που έχει δημοσιευθεί
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τ.Α.Ε. ΕΠΕ
2187/14-7-1983), με το οποίο ορίζεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας
το οποίο έχει τη διοίκηση, διαχείριση και την εκπροσώπηση της εταιρίας και την
εξουσία διάθεσης της περιουσίας της και ενεργεί συλλογικά, δύναται να αναθέτει
την άσκηση όλων των αρμοδιοτήτων του (εκτός από αυτές που απαιτούν συλλογική
ενέργεια) καθώς και την εκπροσώπηση της εταιρείας σε ένα ή και περισσότερα μέλη
του ή όχι, καθορίζοντας και την έκταση της ανάθεσης αυτής. Στη δικογραφία
υπάρχουν ακόμη: 1) Το υπ' αριθμ. 23/20-7-1995 πρακτικό της Γενικής συνέλευσης
της ανωτέρω Α.Ε., από το οποίο προκύπτει ότι ο Δ.Τ.
είχε εκλεγεί μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της για μια διετία από 20/7/1995.
2) Το υπ' αριθ. 252/30-6-1993 Πρακτικό (απόφαση) του Διοικητικού Συμβουλίου της
ίδιας εταιρείας, από το οποίο προκύπτει ότι το Συμβούλιο, του οποίου η θητεία
έληξε στις 30/6/95, εξέλεξε τον ως άνω Δ.Τ. ως
Πρόεδρό του και Διευθύνοντα Σύμβουλο και ανέθεσε σ' αυτόν τη διοίκηση,
διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας και ενώπιον των δικαστηρίων να ασκεί
για λογαριασμό της εταιρείας ένδικα μέσα κατά αποφάσεων πολιτικών ή ποινικών
δικαστηρίων ή βουλευμάτων και να διενεργεί γενικά κάθε πράξη και λαμβάνει κάθε
απόφαση σχετική με τους σκοπούς της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας
της. Όμως η ισχύς της απόφασης αυτής έληξε στις 30-6-1995, που έληξε και η
θητεία του Δ.Σ. που την έλαβε. Στη συνέχεια και μέχρι το πέρας της ανακρίσεως,
που διεξήχθη επί της παραπάνω μηνύσεως, και τη δημοσίευση του υπ' αριθ.
3298/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το Διοικητικό
Συμβούλιο της ανωτέρω Α.Ε., που είχε εκλεγεί κατά τη Γενική Συνέλευση της
20-7-1995, για το μέχρι την 30-6-1997 χρονικό διάστημα, δεν έλαβε κάποια
απόφαση που να παρέχει στον Δ.Τ. εξουσία
εκπροσωπήσεως της εν λόγω εταιρείας με περιεχόμενο όμοιο προς εκείνο που
διαλαμβάνεται στην παραπάνω 252/1993 απόφαση του προηγούμενου Διοικητικού
Συμβουλίου της ή την ειδικότερη εξουσία να δηλώσει για λογαριασμό της εταιρείας
παράσταση πολιτικής αγωγής, κατά των κατηγορουμένων, για την καταμήνυση των
οποίων είχε ειδικώς εξουσιοδοτηθεί με την πιο πάνω υπ' αριθ. 252/30-6-1993
απόφασή του και 3) Η ενώπιον της ΙΑ' Ανακρίτριας Αθηνών από 28/30-12-1998
δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής του Δ.Τ.,
ατομικώς και ως νομίμου εκπροσώπου της ως άνω ανώνυμης εταιρείας, για την οποία
συντάχθηκε η από 30-12-1998 έκθεση. Από το περιεχόμενο της γραπτής αυτής
δηλώσεως προκύπτει ότι ο Δ.Τ. δια του πληρεξουσίου
του δικηγόρου Εμμαν. Παπαδάκη
δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ατομικώς και για λογαριασμό της εν
λόγω εταιρείας για υλική και ηθική βλάβη που υπέστησαν από τις αξιόποινες
πράξεις (απιστία κλπ) που είχαν καταγγελθεί με την υπ' αριθμ.
Β96/1582ΕΓ93-97-73 μήνυση, αντίγραφο της οποίας υπάρχει στη δικογραφία, και
αφορούν άλλη υπόθεση. Μετά το πέρας της ανακρίσεως εκδόθηκε το υπ' αριθμ.
3298/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που αποφάνθηκε να μη
γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων 1) Α.Κ. και
2) Κ.Κ. για τις αξιόποινες πράξεις α) της υπεξαιρέσεως ιδιαιτέρως μεγάλης
αξίας, που τελέσθηκε από διαχειριστή, και β) της άμεσης συνέργειας
σ' αυτή, που φέρονταν ότι διαπράχθησαν αντιστοίχως
απ' αυτούς σε βάρος της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο
"V.** AEBE. Κατά του απαλλακτικού αυτού
βουλεύματος η ως άνω ανώνυμη εταιρεία δια του ως νομίμου εκπροσώπου της
ενεργούντος Δ.Τ. και ο Δ.Τ.
ατομικώς άσκησαν ως πολιτικώς ενάγοντες έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως
απαράδεκτη με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 27/2001 βούλευμα του Συμβουλίου
Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο
βούλευμά του, ότι ο Δ.Τ., που υπέβαλε ως πληρεξούσιος
της ως άνω ανώνυμης εταιρείας δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής στην παρούσα
υπόθεση για λογαριασμό της δεν είχε την απαιτούμενη έγγραφη εξουσιοδότηση του
Δ.Σ. αυτής να προβεί σε τέτοια δήλωση, αφού η δοθείσα σ' αυτόν εντολή με τη
διαλαμβανομένη στο υπ' αριθμ. 337/30-8-1995 πρακτικό απόφαση του ΔΣ αναφερόταν μόνο στην υποβολή των απαραιτήτων μηνύσεων
κατά των υπαιτίων και δεν ενείχε και εντολή σ' αυτόν να δηλώσει παράσταση
πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της εταιρείας. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών
δέχθηκε ότι από τις καταγγελθείσες αξιόποινες πράξεις
της υπεξαιρέσεως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και της άμεσης συνέργειας
σ' αυτή, που φέρονταν ότι διαπράχθησαν από τους ως
άνω κατηγορουμένους σε βάρος της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας, αμέσως ζημιωθείσα
ήταν η εν λόγω εταιρεία, η οποία και μόνο δικαιούνταν να παραστεί ως πολιτικώς
ενάγουσα, όχι όμως και ο μέτοχος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής Δ.Τ., ο οποίος ως εμμέσως ζημιωθείς δεν νομιμοποιείται
ενεργητικώς να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι οι εκκαλούντες, ήτοι η ως άνω ανώνυμη εταιρεία με το
διακριτικό τίτλο "V.** AEBE"
και ο Δ.Τ. ατομικώς δεν απέκτησαν την ιδιότητα του
πολιτικώς ενάγοντος και ως εκ τούτου δεν εδικαιούντο
να ασκήσουν έφεση κατά του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος και στη συνέχεια
απέρριψε την έφεση αυτή, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ,
ως απαράδεκτη.
3.- Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών
διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα (άρθρο
93) και τον ΚΠΔ (άρθρο 139) ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά και σύμφωνα με το νόμο απέρριψε την ανωτέρω
έφεση των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων
ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, η αιτίαση του αναιρεσείοντος,
κατά την οποία στην ανωτέρω δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής για λογαριασμό
της ως άνω εταιρείας προέβη αυτός βάσει των άρθρων 18 του ν. 2190/1920 και 20
του καταστατικού αυτής και της διαλαμβανομένης στο υπ' αριθμ. 252/30-6-1993
πρακτικό αποφάσεως του ΔΣ, με την οποία ανατέθηκε σ'
αυτόν ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο αυτής η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση
της εταιρείας, ως καταστατικό όργανο αυτής και όχι ως αντιπρόσωπο και
υποκατάστατο όργανο του ΔΣ, οπότε και μόνο θα
απαιτείτο η, κατά τα ανωτέρω, έγγραφη εξουσιοδότηση του ΔΣ
προς νομιμοποίησή του, είναι αβάσιμη, αφού η θητεία του ΔΣ
που ανέθεσε σ' αυτόν την εκπροσώπηση και διοίκηση της εταιρείας έληγε στις
30-6-1995 και η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της
εταιρείας έγινε απ' αυτόν μεταγενεστέρως δια της από 28/12/1995-6/1/1996
μηνύσεως και της από 27-10-1998 ανωμοτί καταθέσεώς του στην ανακρίτρια, όταν
δηλαδή είχε λήξει η θητεία του ΔΣ και είχε παύσει να
ισχύει η εν λόγω απόφαση αυτού, οπότε αυτός δεν ήταν πλέον καταστατικό όργανο
της εταιρείας. Αβάσιμη είναι επίσης και η αιτίαση των αναιρεσειόντων
ότι η εξουσιοδότηση, που δόθηκε με την διαλαμβανομένη στο υπ' αριθμ.
337/30-8-1995 πρακτικό απόφαση του ΔΣ στον εξ αυτών Δ.Τ. για υποβολή μηνύσεων, ενέχει και την εντολή προς αυτόν
να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της εταιρείας, αφού από το
όλο περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως και ειδικότερα από την περικοπή αυτής
"... οι προξενηθείσες βλάβες ξεπερνούν τα
300.000.000 δρχ. ... επιβάλλουν την προσφυγή στη δικαιοσύνη" δεν προκύπτει
σαφώς τέτοια εντολή, όταν μάλιστα προσφυγή στη δικαιοσύνη αποτελεί και η
υποβολή μηνύσεων. Εξάλλου από τα αξιόποινα αδικήματα της υπεξαιρέσεως
ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και της άμεσης συνέργειας σ'
αυτή, που φέρονται ότι τελέσθηκαν από τους κατηγορουμένους σε βάρος της ως άνω
ανώνυμης εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο "V.**
AEBΕ" αμέσως ζημιωθέν είναι μόνο το νομικό
πρόσωπο της εν λόγω εταιρείας, ο δε Δ.Τ., ως μέτοχος,
πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος, συνοφειλέτης ή
εγγυητής της εταιρείας αυτής, εμμέσως μόνο μπορεί να είναι ζημιωθείς, τα δε
αντιθέτως υποστηριζόμενα απ' αυτόν είναι αβάσιμα. Συνεπώς οι δύο λόγοι της υπό
κρίση αίτησης, με τους οποίους πλήσσεται το
προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και
για παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης, πρέπει ν' απορριφθούν ως
αβάσιμοι.
4.- Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί ως
αβάσιμη η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες
στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7 Φεβρουαρίου 2001 αίτηση
1) της εδρεύουσας στην Θεσσαλονίκης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία
"Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία γεωργοκτηνοτροφικών
ειδών Α.Ε.Β.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "V.** AEBE" και 2) του Δ.Τ. του Σ. (ατομικώς), για αναίρεση του 27/2001
βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες
στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3
Δεκεμβρίου 2002. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου
2003.