ΑΠ Ολ. 4/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ασφαλιστικά μέτρα - Προσωρινή διαταγή - Δεσμευτικότητα προσωρινής διαταγής - Ανατροπή κατάσχεσης -.

 

Η προσωρινή διαταγή του δικαστή, που εκδίδεται σε υπόθεση της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, όπως και το σημείωμά του για την παρεμπόδιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, αποτελεί, ενόψει της εκ του νόμου εξουσίας του προς τούτο, εκτελεστή πράξη της δικαστικής αρχής, που δεσμεύει και τα όργανα της εκτελέσεως στα οποία γνωστοποιήθηκε. Τούτο δε ακόμη και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δε συνέτρεχαν οι κατ' ιδίαν νόμιμοι όροι για την έκδοση του σημειώματος, τη συνδρομή των οποίων δεν επιτρέπεται να ελέγχουν τα όργανα της εκτελέσεως. Η ανατροπή της κατάσχεσης απαγγέλλεται κατόπιν αιτήσεως του έχοντος έννομο συμφέρον με απόφαση του Ειρηνοδικείου, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 4/2004

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές  της B Σύνθεσης: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρχοντή Ντόβα, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Σουλτανιά, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη, Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπροέδρους Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Aχιλλέα Ζήση, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Χρήστο Μπαλντά, Θεόδωρο Τζέμο,  Αλέξανδρο Κασιώλα, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Νικόλαο Συρόπουλο, Νικόλαο Οικονομίδη, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Στέφανο Γαβρά, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Δημήτριο Λοβέρδο, εισηγητή, Αθανάσιο Γιωτάκο, Νίκη Γιαννακάκη και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2003,  με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ:

   Του  καλούντος-αναιρεσείοντος:  ***, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νικολόπουλο.

   Των  καθών  η κλήση- αναιρεσιβλήτων: 1) ***, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Βελουδάκη και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ***, που εδρεύει *** και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27 Ιουλίου 1999 ανακοπή του πρώτου από τους ήδη καθ’ ών η κλήση-αναιρεσιβλήτους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.  Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6136/2000 του ίδιου δικαστηρίου και  4373/2001  του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 20-11-2001 αίτησή του.

   Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Ζ’ πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου: α) 1120/2002, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως,  και β) 296/2003 του Ζ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο σκεπτικό της πρώτο, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και απέρριψε το δεύτερο λόγο της.    Μετά την  τελευταία απόφαση και την από 7-5-2003  κλήση του αναιρεσείοντος  η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

   Κατά τη συζήτηση της  υπόθεσης  αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν ο καλών-αναιρεσείων και ο πρώτος από τους καθών η κλήση-αναιρεσιβλήτους, όπως σημειώνεται πιο πάνω.  Οι πληρεξούσιοι  των παραπάνω διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος  την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως,  ο δε πληρεξούσιος  του παραστάντος αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και  καθένας την καταδίκη του  αντιδίκου  στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη του, από το άρθρο 559 αριθ.14 ΚΠολΔ., λόγου αναίρεσης που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, ως αβασίμου.

   Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο ν διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ι. Από την έκθεση επιδόσεως 4723/7.7.2003 του αρμοδίου δικ. επιμελητή ***, την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο αναιρεσείων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση 1313/21.11.2001 αίτησης αναιρέσεως του ***, με την πράξη ορισμού δικασίμου και την κλήση προς συζήτηση κατά την αρχική δικάσιμο της 25.9.2003, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με την επιμέλεια του αναιρεσείοντος, στη δεύτερη από τους αναιρεσίβλητους, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «***», η οποία όμως δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση, στην ως άνω μετ' αναβολή δικάσιμο. Εφόσον δε η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, κατ' άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔικ. η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει παρά την απουσία της, κατ' άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ.

   ΙΙ. Εισάγεται νομίμως στην τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της 1313/21.11.2001 αίτησης του *** για την αναίρεση της ΕΑ 4373/2001, ο οποίος παραπέμφθηκε σ' αυτή με την 296/2003 απόφαση του Ζ' Τμήματος του Αρείου Πάγου, απορριπτική κατά πλειοψηφία μιας ψήφου, κατ' άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔικ.

   ΙΙΙ. Η προσωρινή διαταγή του δικαστή, που εκδίδεται σε υπόθεση της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, όπως και το σημείωμά του για την παρεμπόδιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, αποτελεί, ενόψει της εκ του νόμου εξουσίας του προς τούτο, εκτελεστή πράξη της δικαστικής αρχής, που δεσμεύει και τα όργανα της εκτελέσεως στα οποία γνωστοποιήθηκε. Τούτο δε ακόμη και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δε συνέτρεχαν οι κατ' ιδίαν νόμιμοι όροι για την έκδοση του σημειώματος, τη συνδρομή των οποίων δεν επιτρέπεται να ελέγχουν τα όργανα της εκτελέσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 1019 ΚΠολΔικ προβλέπεται η ανατροπή της κατασχέσεως, αν δεν επακολουθήσει πλειστηριασμός μέσα στο καθοριζόμενο χρονικό διάστημα. Η ανατροπή αυτή απαγγέλλεται κατόπιν αιτήσεως του έχοντος έννομο συμφέρον με απόφαση του Ειρηνοδικείου, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο ανακόπτων και ήδη πρώτος από τους αναιρεσιβλήτους ζήτησε την ακύρωση του διενεργηθέντος στις 26.5.1999 αναγκαστικού πλειστηριασμού του περιγραφομένου ακινήτου του, επειδή η υπάλληλος του πλειστηριασμού τον διενήργησε, αν και ο ίδιος της γνωστοποίησε, την ημέρα διενεργείας του πλειστηριασμού και ώρα 12.05', σημείωμα της ειρηνοδίκου Λαυρίου περί αναστολής επισπευδομένης σε βάρος του αναγκαστικής εκτελέσεως. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα εξής: Σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 15922/1997 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο ανακόπτων-πρώτος αναιρεσίβλητος υποχρεώνεται να καταβάλει στην πρώτη των καθ' ων η ανακοπή-δεύτερη αναιρεσίβλητη, ανώνυμη εταιρία το ποσό των 4.426.833  δραχμών και δυνάμει της 873/1997 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιώς *** επιβλήθηκε κατάσχεση στο προσδιοριζόμενο ακίνητο του ανακόπτοντος. Το ακίνητο αυτό εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς *** και με την 3005/26.5.1999 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της εν λόγω συμβολαιογράφου  κατακυρώθηκε στο δεύτερο των καθ' ων η ανακοπή-αναιρεσείοντα αντί του ποσού  των 31.538.000 δραχμών. Στις 25.5.1999, προηγούμενη ημέρα του πλειστηριασμού, εκδόθηκε η 62/1999 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαυρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ανακόπτοντος για την ανατροπή της κατασχέσεως που είχε επιβληθεί στο ακίνητό του με την παραπάνω έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ανακόπτων άσκησε την 23/26.5.1999 έφεση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συγχρόνως δε άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαυρίου και την από 26.5.1999 αίτηση αναστολής της εκτελεστότητας του εκτελεστού τίτλου - διαταγής πληρωμής με βάση τον οποίο επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση και αναστολής του πλειστηριασμού που επρόκειτο να διενεργηθεί για το ακίνητό μου μέχρι εκδόσεως αποφάσεως επί της ασκηθείσης εφέσεως. Παράλληλα ζήτησε και τη χορήγηση προσωρινής διαταγής περί αναστολής του πλειστηριασμού και της εκτελεστότητας του ως άνω εκτελεστού τίτλου διαταγής πληρωμής μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως αναστολής. Ενόψει της αιτήσεως αυτής αναστολής η Ειρηνοδίκης Λαυρίου εξέδωσε το υπ' αριθ. 551/26.5.1999 σημείωμα προς τον επί της εκτελέσεως δικαστικό επιμελητή με το οποίο του έδωσε την εντολή αποχής από την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής με βάση την οποία επισπευδόταν η αναγκαστική εκτέλεση, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ως άνω αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως, δικάσιμος της οποίας είχε ορισθεί η 4.6.1999 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαυρίου. Το σημείωμα αυτό, το οποίο δεν προσβλήθηκε από κανένα διάδικο ως πλαστό και η έκδοσή του αποδεικνύεται και από το υπ' αριθ. 240/28.3.2001 έγγραφο του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, που υπογράφει η Ειρηνοδίκης που το εξέδωσε και προσκομίζει νόμιμα με επίκληση ο εκκαλών, προσκόμισε στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, συμβολαιογράφο Πειραιώς, *** στις 12.05' της 26.5.1999, δηλαδή μετά την έναρξη του πλειστηριασμού και πριν από την έναρξη της διαδικασίας πλειοδοσίας, ο δικαστικός πληρεξούσιος του ανακόπτοντος, *** και αξίωσε από αυτήν να απόσχει από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Παρά όμως τη νομότυπη γνωστοποίηση του παραπάνω σημειώματος της Ειρηνοδίκου Λαυρίου με το οποίο διατασσόταν η αναστολή όχι μόνο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, δηλαδή του πλειστηριασμού αλλά και της εκτελεστότητας του εκτελεστού τίτλου, δηλαδή της διαταγής πληρωμής, με βάση την οποία επισπευδόταν ο πλειστηριασμός, η υπάλληλος του πλειστηριασμού αρνήθηκε να συμμορφωθεί και προέβη στη διενέργεια του πλειστηριασμού και στην κατακύρωση του ακινήτου ανακόπτοντος στον πρώτο των καθ' ων η ανακοπή. 'Όχι διότι  αμφισβήτησε τη νομιμότητα της εκδόσεως του σημειώματος αλλά διότι, όπως ρητώς αναφέρει στην προσβαλλόμενη έκθεση πλειστηριασμού και κατακυρώσεως, επικοινώνησε αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του σημειώματος, με την Ειρηνοδίκη Λαυρίου, Μαρία Λεωντοπούλου που εξέδωσε το σημείωμα, η οποία τη διαβεβαίωσε ότι δεν έχει υπογράψει η ίδια το σημείωμα καθώς και με τον προϊστάμενο της γραμματείας του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, ο οποίος τη διαβεβαίωσε ότι η Ειρηνοδίκης Μαρία Λεωντοπούλου δε βρισκόταν στις 26.5.1999 στο Ειρηνοδικείο Λαυρίου αλλά θα πήγαινε την επόμενη ημέρα, δηλαδή αμφισβήτησε τη γνησιότητα του ανωτέρω δημοσίου εγγράφου, το οποίο όμως από κανένα παράγοντα της εκτελεστικής διαδικασίας ή διάδικο, δεν προσβλήθηκε ως πλαστό και επομένως θεωρείται γνήσιο. Υπό τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως βάσιμη την έφεση του ανακόπτοντος-πρώτου αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε απορριφθεί  η ανακοπή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και κρατώντας την υπόθεση και δικάζοντας επί της ανακοπής τη δέχθηκε ως προς τον πρώτο λόγο αυτής ακυρώνοντας τον πλειστηριασμό στον οποίο αναδείχθηκε υπερθεματιστής ο ήδη αναιρεσείων. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν κήρυξε ακυρότητα παρά το νόμο. Κατ' ακολουθίαν, ο αντίστοιχος περί του αντιθέτου πρώτος λόγος  αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔικ, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, δοθέντος δε ότι ο δεύτερος τελευταίος λόγος αναιρέσεως έχει απορριφθεί με την παραπεμπτική απόφαση του Ζ' τμήματος, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Απορρίπτει την αναίρεση κατά της υπ' αριθ. 4373/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

   Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του πρώτου από τους αναιρεσίβλητους εκ δύο χιλιάδων τριακοσίων σαράντα (2.340) ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις  18 Δεκεμβρίου 2003.

   Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2004.