ΑΠ Ολ. 3/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ακυρη σύμβαση εργασίας - Αδεια εργασίας - Αλλοδαπός - Θανάτωση προσώπου - Αποζημίωση για στέρηση διατροφής.

 

Η εξακολουθητική παροχή εργασίας από τον μη εφοδιασμένο με άδεια εργασίας αλλοδαπό, που δεν είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, θεμελιώνει δικαίωμα διατροφής της συζύγου και των τέκνων του έναντι αυτού με βάση τα έσοδα που αυτός αποκόμιζε από την ακύρως παρεχόμενη εργασία του. Η δε θανάτωση αυτού θεμελιώνει αξίωση τούτων κατά του υποχρέου για αποζημίωση από στέρηση της διατροφής, εφόσον κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ο θανατωθείς θα εξακολουθούσε να παρέχει την εργασία του. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

  Αριθμός 3/2004

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές  της Α’ Σύνθεσης: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Μπάκα, Νικόλαο Κασσαβέτη, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Εισηγητή,  Χρήστο Μαυρογένη, Ευριπίδη Αντωνίου, Χρήστο Μπαβέα, Δημήτριο Γυφτάκη, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Χρύσανθο Παπούλια, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Γεώργιο Φώσκολο και Γεώργιο Χλαμπουτάκη,  Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2003, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ:

   Της καλούσας-αναιρεσίβλητης-αναιρεσείουσας: ***, για τον εαυτό της και ως ασκούσης τη γονική μέριμνα των συνοικούντων ανήλικων θυγατέρων της: α) *** β) *** και γ) *** Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της  Ηλία Μπεκιάρη.  

   Των καθ’ ων η κλήση-αναιρεσειόντων-αναιρεσιβλητων: 1) ***, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Μαρία Βλαδίκα, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις και Λεωνίδα Ζιούβα και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «***», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λεωνίδα Ζιούβα.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-8-1998 αγωγή της ήδη καλούσας-αναιρεσίβλητης-αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3204/2000 του ίδιου δικαστηρίου και 3709/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησαν η μεν καλούσα-αναιρεσίβλητη-αναιρεσείουσα με την από 28-8-2001  αίτησή της, οι δε καθ’ ων η κλήση-αναιρεσείοντες-αναιρεσίβλητοι με την από 2-8-2001 αίτησή τους.

   Στη συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση 375/2003 του Δ’ πολιτικού τμήματος, η οποία Α) παρέπεμψε  στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως των ήδη καθ’ ων η κλήση-αναιρεσειόντων-αναιρεσιβλήτων και Β) αναίρεσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εν μέρει, ήτοι μόνο κατά το μέρος της που δέχθηκε εν μέρει την ένσταση συνυπαιτιότητας του κατά το αιτιολογικό της θανατωθέντος, παρέπεμψε δε αντίστοιχα την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών.   Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 20-6-2003 κλήση της *** (αναιρεσίβλητης-αναιρεσείουσας)  η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

  Κατά τη συζήτηση της  υπόθεσης  αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν  όπως σημειώνεται πιο πάνω.  Η εκ των πληρεξουσίων του πρώτου καθ’ ου η κλήση-αναιρεσείοντος-αναιρεσιβλήτου Μαρία Βλαδίκα ανέπτυξε προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς της, οι λοιποί πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν επίσης προφορικά τους ισχυρισμούς τους που αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων-αναιρεσιβλήτων (καθ’ ων η κλήση) την παραδοχή της αιτήσεως, ο δε πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης-αναιρεσείουσας (καλούσας) την απόρριψή της και  καθένας την καταδίκη του  αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη ως αβασίμου του παραπεμφθέντος στην Ολομέλεια λόγου αναίρεσης. 

   Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγουμένως είχαν αναπτύξει.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ι. Με την, από 20.6.2003, κλήση της αναιρεσίβλητης ***, που ενεργεί  ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανηλίκων θυγατέρων της, λοιπών αναιρεσιβλήτων, φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον της Ολομέλειας, ο από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος, της από 2.8.2001 αίτησης αναίρεσης, που παραπέμφθηκε με την 375/2003 απόφαση του Δ' τμήματος, λόγω λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου.

   ΙΙ. Κατά το άρθρο 978 εδ. β' Α.Κ. σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, ο υπόχρεος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει εκείνον, που κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών. Κατά δε τα άρθρα 1389, 1390, 1485 και 1489 παρ. 2 ΑΚ, εν προκειμένω εφαρμοστέα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2 και 18 παρ. 2 Α.Κ. ως δίκαιο της τελευταίας κοινής, συνήθους, διαμονής του θανόντος και των αναιρεσιβλήτων, συζύγου  και ανηλίκων τέκνων τους, και οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους «(1389)» στην υποχρέωση συνεισφοράς περιλαμβάνονται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους  και η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους (1390) «ανιόντες και κατιόντες έχουν αμοιβαία υποχρέωση διατροφής» (1485) «οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του» (1489 παρ. 2). Περιεχόμενο της έννοιας των κατά τις άνω διατάξεις «εισοδημάτων» και «οικονομικών δυνάμεων» του προσώπου, ως στοιχείων προσδιορισμού της υποχρεώσεως αυτού για διατροφή συζύγου και τέκνων» αποτελεί και η κατ' άρθρο 904 Α.Κ. προστατευόμενη αξίωσή του κατά του εργοδότου λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού από την ακύρως ή παρανόμως παρασχεθείσαν εργασία του. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 1975/1991 που αναφέρεται στους αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο (άρθρο 2 του ίδιου νόμου), και ορίζει ότι η άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος ή η ανάληψη οποιασδήποτε εργασίας από αλλοδαπό σε ελληνικό έδαφος απαγορεύεται ρητώς, εκτός αν ο ενδιαφερόμενος έχει εφοδιαστεί με σχετική άδεια από τον Υπουργό Εργασίας ή άλλη εξουσιοδοτημένη από αυτόν Αρχή», η σύμβαση εργασίας στην Ελλάδα του αλλοδαπού, που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της ΕΕ και δεν είναι εφοδιασμένος με την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια εργασίας, είναι απολύτως άκυρη γιατί αντιβαίνει στην ως άνω απαγορευτική διάταξη, που είναι δημόσιας τάξης, σύμφωνα με τα άρθρα 3, 174 και 180 Α.Κ. Κατ' ακολουθίαν των σκέψεων αυτών η εξακολουθητική παροχή εργασίας από τον μη εφοδιασμένο με άδεια εργασίας αλλοδαπό, που δεν είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, θεμελιώνει, υπό τους όρους των άνω άρθρων 1389, 1390, 1485 και 1489 Α.Κ., δικαίωμα διατροφής της συζύγου και των τέκνων του έναντι αυτού με βάση τα έσοδα που αυτός αποκόμιζε από την ακύρως παρεχόμενη αυτή εργασία του. Η δε θανάτωση αυτού θεμελιώνει αξίωση τούτων κατά του υποχρέου για αποζημίωση από στέρηση της διατροφής, εφόσον κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ο θανατωθείς θα εξακολουθούσε να παρέχει την εργασία του.

   Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι ο σύζυγος και πατέρας των αναιρεσιβλήτων,  Αλβανός υπήκοος, με τον οποίο συγκατοικούσαν στην Βούλα Αττικής, πριν από το θανάσιμο τραυματισμό του, στο τροχαίο ατύχημα της 4.2.1998, που περιγράφεται σ' αυτήν, εργαζόταν στις διάφορες πολυκατοικίες της περιοχής του, ως κηπουρός, βαφέας, οικοδόμος και σε άλλες χειρωνακτικές εργασίες, χωρίς να είναι εφοδιασμένος με τη σχετική, προς τούτο, άδεια (κάρτα) εργασίας της αρμόδιας Αρχής, και από την εργασία του αυτή κέρδιζε καθαρά μηνιαίως 300.000 δρχ και ότι το ποσό αυτό, αν δεν είχε επισυμβεί ο θανάσιμος τραυματισμός του, θα συνέχιζε, με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να κερδίζει για τέσσερα ακόμη χρόνια, δηλ. μέχρι τις 4.2.2002, και από το εισόδημα του αυτό διέθετε για τη διατροφή της αναιρεσίβλητης συζύγου του, 45.000 δρχ μηνιαίως και για τη διατροφή κάθε μιας από τις τρεις αναιρεσίβλητες, ανήλικες κόρες του, ανά 50.000 δρχ μηνιαίως. Ακολούθως δε, μετ' αφαίρεση του ποσοστού του αναλογούντος  στη συνυπαιτιότητα του θύματος, που δέχθηκε (50%), επεδίκασε ως αποζημίωση για τη στέρηση, της, ως άνω, διατροφής τους, 22.500 δρχ. μηνιαίως στην αναιρεσίβλητη σύζυγο του θανατωθέντος και ανά 25.000 δρχ μηνιαίως  σε κάθε μία αναιρεσίβλητη θυγατέρα του, κατά μερική παραδοχή των σχετικών αγωγικών αξιώσεων. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 298 εδ. β', 648, 914 και 928 εδ. β' ΑΚ και 4, 23 παρ. 1 και 36 του ν. 1975/1991 και είναι απορριπτέος ο, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, παραπεμφθείς πρώτος λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα.

   Κατά τη γνώμη όμως, του, εκ των μελών του Δικαστηρίου, Αρεοπαγίτη Θεοδώρου Μπάκα, που μειοψήφισε, εφόσον ο ως άνω θανατωθείς, Αλβανός υπήκοος, εργαζόταν παράνομα στην Ελλάδα, αφού δεν είχε την κατά το νόμο απαιτούμενη άδεια εργασίας, οι δικαιούμενοι απ' αυτόν διατροφής, δεν δικαιούνται να αξιώσουν από τον υπαίτιο του θανάτου του, ως αποζημίωση για στέρηση της διατροφής, που θα τους παρείχε ο θανών, το διαφυγόν εισόδημα, που αυτός θα αποκόμισε από την απαγορευμένη ως άνω εργασία του και επομένως το Εφετείο, που έκρινε αντίθετα, παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις και συνακόλουθα έπρεπε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή του παραπεμφθέντος στην Ολομέλεια, πρώτου λόγου της αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ως βασίμου.

   ΙΙΙ. Μετά από αυτά και εφόσον ο άλλος λόγος της αναίρεσης έχει ήδη απορριφθεί με την παραπεμπτική απόφαση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθεί σε βάρος των αναιρεσειόντων η δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων για όλη την αναιρετική δίκη (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  Απορρίπτει, την από 2.8.2001, αίτηση των: 1) *** και 2) «***» για αναίρεση της 3790/2001 οριστικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και

   Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει σε  δύο χιλιάδες τριακόσια σαράντα (2.340) ευρώ.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2003.

   Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2004.