ΑΠ Ολ. 23/2004
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προνόμια
ΟΣΕ - Αρχή παροχής έννομης προστασίας - Αρχή ισότητας - Περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό - Τόκοι -.
Δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή η επέκταση του
άρθρου 21 του κώδικα περί δικών του Δημοσίου επί του ΟΣΕ, αφού έτσι θεσπίζεται
ευνοϊκότερη για τον ΟΣΕ ρύθμιση σε σχέση με τον αντίδικό του, ως προς την
έναρξη της οφειλής τόκων υπερημερίας (μόνον από την επίδοση καταψηφιστικής
αγωγής), χωρίς μάλιστα να επιβάλλεται η ρύθμιση αυτή από λόγους γενικότερου κοινωνικού
ή δημόσιου συμφέροντος. Το προαναφερόμενο προνόμιο, το οποίο ήταν ανεκτό από
την έννομη τάξη, όταν καθιερώθηκε το έτος 1935 υπέρ του Ν.Π.Δ.Δ. των ΣΕΚ, δεν είναι νομικά λογικό να εφαρμόζεται υπέρ μιας
ανώνυμης εταιρίας, όπως είναι πλέον ο ΟΣΕ, που κατά τον κανονισμό
εκμεταλλεύσεως αυτού αναπτύσσει και επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής που στρέφεται κατά του
Ο.Σ.Ε. περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι
δηλονότι από της επιδόσεως της καταψηφιστικής αγωγής,
αφού η τελευταία θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί κατά το καταψηφιστικό
αίτημα. Δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επιδόσεως ως οχλήσεως, η οποία
καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 23/2004
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές
της Β' Σύνθεσης: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Δημήτριο Σουλτανιά, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη,
Αθανάσιο Κρητικό, Αχιλλέα Ζήση, Αντιπροέδρους Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Γκιάφη,
Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Χρήστο Μπαλντά,
Θεόδωρο Τζέμο, Αλέξανδρο Κασιώλα,
Ιωάννη Δαβίλλα, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Νικόλαο Συρόπουλο, Νικόλαο Οικονομίδη,
Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά,
Στέφανο Γαβρά, εισηγητή, Χαράλαμπο
Αντωνιάδη, Δημήτριο Λοβέρδο, Νίκη Γιαννακάκη
και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των
λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
ΣΥΝΗΛΘΕ σε
δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2004, με την παρουσία του
Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να
δικάσει μεταξύ:
Του
καλούντος- αναιρεσείοντος: Γερμανικού Κρατικού
Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων του
Κρατιδίου της Βυρτεμβέργης με την επωνυμία LANDESVERSICHERUNG
-SANSTALT WUERTEMBERG, που
εδρεύει στη Στουτγάρδη Γερμανίας και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από
τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Πολυζωγόπουλο.
Της καθ'ης η κλήση- αναιρεσίβλητης:
Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
της Ηλία Δημάκη.
Η ένδικη
διαφορά άρχισε με την από 24-10-1986
αγωγή του ήδη καλούντος-αναιρεσείοντος που
κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε τελικώς η απόφαση
11909/1993, οριστική, του ίδιου δικαστηρίου και, στη συνέχεια, η απόφαση
2485/2000 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την
αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε το αναιρεσείον με την από 25-1-2002 αίτησή του.
Στη
συνέχεια εκδόθηκε η απόφαση 1250/2003 του Α'
πολιτικού τμήματος Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική
Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον μοναδικό από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως που αναφέρεται στο σκεπτικό της. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από
24-11-2003 κλήση του αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια
του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι
διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων
ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις
προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος
την παραδοχή της αιτήσεως, ο δε της αναιρεσίβλητης την
απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας
πρότεινε να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, που
παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια.
Κατόπιν
αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των
διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή,
νομίμως εισάγεται στην τακτική Ολομέλεια, κατά παραπομπή με τη 1250/2003
απόφαση του Α' τμήματος του Αρείου Πάγου ο μοναδικός από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 2485/2000
αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ, διότι δημιουργείται
ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, αλλά και ως δυνάμενο να οδηγήσει στην άρνηση
εφαρμογής νόμου ως αντισυνταγματικού. Ειδικότερα, για να κριθεί το ζήτημα, αν
είναι συνταγματικώς ανεκτή η επέκταση του άρθρου 21 του κώδικα περί δικών του
Δημοσίου επί του ΟΣΕ, την οποία επιτάσσουν τα άρθρα 2 παρ. 3 εδ. β' του ν.δ. της 4/4.9.1935
και 4 παρ. 1 του ν.δ. 674/1970, όπως αντικαταστάθηκε
με το άρθρο 1 του ν.δ. 1116/1972, σύμφωνα με την
οποία ο ΟΣΕ οφείλει νόμιμους τόκους μόνον από την επίδοση καταψηφιστικής
αγωγής και ότι η παραίτηση του ενάγοντος από το καταψηφιστικό
αίτημα και ο περιορισμός της αγωγής σε μόνο το αναγνωριστικό αίτημα, αίρει την
υποχρέωση αυτού για καταβολή τόκων, τόσο δικονομικών, όσο και υπερημερίας.
Επειδή, η
εκμετάλλευση του δικτύου των ελληνικών σιδηροδρόμων αποτελεί μονοπώλιο του
Δημοσίου που το είχε εκχωρήσει στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την
επωνυμία «Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους» (ΣΕΚ). Οι
βασικοί όροι της εκμετάλλευσης αυτής διατυπώθηκαν αρχικά μεν στο από 4/4.9.1935
νομοθετικό διάταγμα «περί διοικήσεως των ΣΕΚ και
συμπληρώσεως της περί σιδηροδρόμων νομοθεσίας», διευρύνθηκαν δε αργότερα με το ν.δ. 4246/1962. Οι δύο αυτοί νόμοι καταργήθηκαν εν μέρει με
το άρθρο 9 του α.ν. 392/1968. Μεταξύ όμως των
ρυθμίσεων που αφορούσαν τους ΣΕΚ και διατηρήθηκαν σε
ισχύ και μετά τον α.ν. 392/1968, είναι: α) Το άρθρο 3 παρ. 8 εδάφιο α' του ν.δ. 4246/1962, που ορίζει ότι «οι ΣΕΚ
απολαμβάνουσιν απάντων των δικαστικών προνομίων του
Δημοσίου κ.λ.π.» και β) το άρθρο 2 παρ. 3 εδάφιο β' του ν.δ.
της 4/4.9.1935, που ορίζει ότι «αι διατάξεις περί
παραγραφής των κατά του Δημοσίου απαιτήσεων και περί τόκου υπερημερίας
εφαρμόζονται επίσης και δια τους ΣΕΚ». Με βάση την
τελευταία αυτή διάταξη είχαν εφαρμογή επί των ΣΕΚ οι
περί τόκου διατάξεις των νόμων ΧΛ'/1877, ΓΤΟΕ'/1909 και το β.δ.
της 8/13.11.1928, που κωδικοποιήθηκαν στο άρθρο 21 του δ/τος
της 26.6/10.7.1944 του «Κώδικα περί δικών του Δημοσίου». Το άρθρο τούτο ορίζει
ότι ο «νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται
εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή
ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από την
επιδόσεως της αγωγής». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Δημόσιο και, κατ'
επέκταση, οι ΣΕΚ οφείλουν νομίμους τόκους μόνον από
την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, και ότι η
παραίτηση του ενάγοντος από του καταψηφιστικού
αιτήματος και ο εντεύθεν περιορισμός της αγωγής, σε μόνο το αναγνωριστικό
αίτημα αίρει την υποχρέωση προς καταβολή τόκων τόσο δικονομικών, όσο και
υπερημερίας, όπως έχει κριθεί σε σχέση και με την όμοια διάταξη του άρθρου 7
παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 «περί Λογιστικού των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου» (Ολ. ΑΠ 6/1997, 7/2000).
Επακολούθησε το άρθρο 21 παρ. 2 του ν.δ. 674/1970
«περί ιδρύσεως Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος», με το οποίο διαλύθηκε το
νομικό πρόσωπο των ΣΕΚ. Με τα άρθρα 1 και 2 του ίδιου
νομοθετικού διατάγματος ιδρύθηκε ο ΟΣΕ ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το
οποίο λειτουργεί με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας. Στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν.δ. 674/1970, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1116/1972, ορίζεται ότι από της ιδρύσεώς του ο ΟΣΕ
αναλαμβάνει το αποκλειστικό δικαίωμα, την ευθύνη και την αρμοδιότητα των
συγκοινωνιακών και μεταφορικών υπηρεσιών. Στο δεύτερο δε εδάφιο της ίδιας
παραγράφου ορίζεται ότι «αι υπηρεσίαι
αύται μεθ' όλων των συμπαρομαρτούντων δικαιωμάτων,
υποχρεώσεων, προνομίων και καθηκόντων των ΣΕΚ,
περιέρχονται αυτοδικαίως και άνευ οιασδήποτε μεταβολής εις το Ελληνικόν Δημόσιον, μεταβιβαζόμενα αυτοδικαίως δυνάμει του
παρόντος εις τον ΟΣΕ, όστις διαδέχεται ούτω τους ΣΕΚ,
ως καθολικός αυτών διάδοχος». Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, στον ΟΣΕ
μεταβιβάζονται αυτοδικαίως όσα προνόμια απολάμβαναν οι ΣΕΚ
κατά το χρόνο που διαλύθηκε το νομικό πρόσωπό τους, μεταξύ δε αυτών καταλέγεται
και το προνόμιο ενάρξεως της τοκοδοσίας από την
επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, όπως ορίζουν τα άρθρα
2 παρ. 3 εδάφιο β' του ν.δ. της 4/4.9.1935 και 21 του
δ/τος της 26.6./10.7.1944 του «Κώδικα περί δικών του
Δημοσίου» (Ολ. ΑΠ 3/1992, 25/2000). Περαιτέρω, με το
άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι οι Ελληνες
είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, ενώ με το άρθρο 20 παρ. 1 αυτού ορίζεται ότι
καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και
μπορεί ν' αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του,
όπως νόμος ορίζει. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των
διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση
μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους και τις συνέπειες
της άσκησης του δικαιώματος για την παροχή δικαστικής προστασίας. Επομένως
διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή
μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση
πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες. Κατά συνέπεια
αντίκειται στα ανωτέρω άρθρα του Συντάγματος η επέκταση και στον αναιρεσίβλητο Ο.Σ.Ε. του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων
περί δικών του Δημοσίου, που προβλέπουν οι προαναφερόμενες διατάξεις, αφού με
αυτές θεσπίζεται ευνοϊκότερη για τον αναιρεσίβλητο
ρύθμιση, σε σχέση με τον αντίδικό του, ως προς την έναρξη της οφειλής τόκων
υπερημερίας (μόνον από την επίδοση καταψηφιστικής
αγωγής), χωρίς μάλιστα να επιβάλλεται η ρύθμιση αυτή από λόγους γενικότερου
κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Το προαναφερόμενο προνόμιο, το οποίο ήταν
ανεκτό από την έννομη τάξη, όταν καθιερώθηκε το έτος 1935 υπέρ του Ν.Π.Δ.Δ. των
ΣΕΚ, δεν είναι νομικά λογικό να εφαρμόζεται υπέρ μιας
ανώνυμης εταιρίας, όπως είναι πλέον ο ΟΣΕ, που κατά τον κανονισμό
εκμεταλλεύσεως αυτού αναπτύσσει και επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Κατ' ακολουθίαν των ως άνω, αν το καταψηφιστικό
αίτημα της αγωγής που στρέφεται κατά του Ο.Σ.Ε. περιοριστεί σε αναγνωριστικό,
δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά τη διάταξη του άρθρου 346 Α.Κ., δηλονότι από της επιδόσεως της καταψηφιστικής
αγωγής, αφού η τελευταία θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί κατά το καταψηφιστικό αίτημα (295 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επιδόσεως ως οχλήσεως, η οποία καθιστά
τον οφειλέτη υπερήμερο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 Α.Κ., δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για την
επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά
έχει και το χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως του οφειλέτη για την
εκπλήρωση της παροχής (Ολ. ΑΠ 13/1994).
Στην
προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή
του, απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα του αναιρεσείοντος,
με το οποίο ζητούσε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου ΟΣΕ να του καταβάλει τόκους υπερημερίας επί
του ποσού της οφειλόμενης αποζημιώσεως, που αρχίζουν από την προς αυτόν επίδοση
α) της από 24.10.1986 κύριας παρέμβασής του, άλλως β) της από 29.9.1989 άλλης
κύριας παρέμβασής του, άλλως γ) της εμπεριέχουσας το αίτημα τούτο καταψηφιστικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι το ενάγον
παραιτήθηκε, κατά τη συζήτηση της αγωγής, από το καταψηφιστικό
αίτημά της και περιορίσθηκε μόνο στο αναγνωριστικό με αποτέλεσμα να αρθεί
έκτοτε η υποχρέωση του εναγομένου προς καταβολή τόκων. Με την κρίση του αυτή το
Εφετείο παραβίασε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις
των άρθρων 340 και 245 του ΑΚ και συνεπώς πρέπει να
γίνει δεκτός ως βάσιμος ο μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του
άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο οποίος παραπέμφθηκε στην
Ολομέλεια και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση
για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από
άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη
2485/2000 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει
την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική
δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε δύο
χιλιάδες εκατό (2.100) ευρώ.
Κρίθηκε
και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαϊου 2004. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του
στις 10 Ιουνίου 2004.