ΑΠ Ολ. 5/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
"Εχθρικές
περιουσίες" - Μεσεγγύηση "εχθρικής περιουσίας" - Χρησικτησία -
Δημόσια κτήματα -.
Οι "εχθρικές" περιουσίες που έχουν τεθεί
υπό μεσεγγύηση αυτοδικαίως από την έναρξη της ισχύος του α.ν.
2636/1940, δηλαδή χωρίς να απαιτείται η έκδοση διοικητικής ή δικαστικής πράξης,
απαγορεύεται να διατεθούν από τον "εχθρό" δικαιούχο. Δεν καθίστανται
όμως ανεπίδεκτες χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, κατά τη διάρκεια της
μεσεγγύησής τους, εκ μέρους τρίτων μη εχθρών. Η θέση υπό μεσεγγύηση "εχθρικής
περιουσίας" δεν συνεπάγεται απολίθωση της νομικής κατάστασής της στο χρόνο
έναρξης της μεσεγγύησης, ούτε καθιστά τα δικαιώματα του "εχθρού" επί
των στοιχείων της "εχθρικής περιουσίας" απαράγραπτα και τα
περιλαμβανόμενα σ' αυτήν κινητά ή ακίνητα πράγματα οιονεί εκτός συναλλαγής και
ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Το Δημόσιο μπορεί, κατά το νόμο, να αποκτήσει στα
ακίνητα αυτά νομή χρησικτησίας και να αποκτήσει έτσι την κυριότητά τους, εφόσον
θεωρηθεί ως τρίτος σε σχέση με τα υπό μεσεγγύηση "εχθρικά" ακίνητα.
Αντιθέτως, δεν έχει τέτοια δυνατότητα αν με βάση τις διατάξεις του α.ν. 2636/1940 έχει την ιδιότητα του κατόχου αυτών και τα
διαχειρίζεται ως αντιπρόσωπος στη νομή του κυρίου τους "εχθρού". Το
Δημόσιο, όμως, βάσει του προαναφερόμενου νόμου, ούτε κάτοχος καθίσταται της υπό
μεσεγγύηση "εχθρικής περιουσίας" ούτε τη διαχείριση αυτής έχει ως
αντιπρόσωπος στη νομή του κυρίου της. Το άρθρο 13 του α.ν.
2636/1940 ορίζει ρητώς ότι της κατοχής της περιουσίας αυτής επιλαμβάνονται "άμα
τη θέσει εν εφαρμογή του παρόντος νόμου ή άμα τω διορισμώ
των" οι διαχειριστές, που, κατά το προηγούμενο άρθρο, μπορεί να είναι και
άλλοι, εκτός από τον Οικονομικό Εφορο, δημόσιοι
υπάλληλοι ή και ιδιώτες, οι οποίοι εκπροσωπούν πλήρως, δικαστικώς και εξωδίκως,
τον κύριο της υπό μεσεγγύηση περιουσία και όχι το Δημόσιο, κατά του οποίου και
μπορούν να στραφούν, στην περίπτωση που το τελευταίο ήθελε προσβάλλει ή
αμφισβητήσει τα εμπράγματα ή ενοχικά δικαιώματα του "εχθρού" όπως
συμβαίνει επί καταλήψεως ακινήτου που ανήκει στον "εχθρό", αφού αυτή
καθ' εαυτή η θέση υπό μεσεγγύηση της "εχθρικής περιουσίας" δεν
συνεπάγεται την αναστολή της παραγραφής της ενοχικής ή εμπραγμάτου αξιώσεως του
εχθρού.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός
5/2006
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Σε Τακτική
Ολομέλεια
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου,
Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη,
Σπυρίδωνα Γκιάφη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο,
Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Ιωάννη Δαβίλλα,
Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Γεώργιο Χλαμπουτάκη,
Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη,
Αναστάσιο Φιλητά - Περίδη,
Αθανάσιο Μπρίλλη, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Δαλιάνη,
Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη,
Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη,
Εμμανουήλ Καλούδη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου - Εισηγητή,
Αθανάσιο Θεμέλη και Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή,
Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνήλθε σε
δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2005, με την παρουσία
του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση:
1. Α.Π. θυγατέρας Ε.Κ.Π., κατοίκου Αγίου Δημητρίου Πιερίας, 2. Ν.Θ. ή Ν. του Π., κατοίκου Κορυτσάς Αλβανίας και 3. Ζ.Τ. θυγατέρας Π. και Γ.Ν. ή Ν.,
κατοίκου ομοίως, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους
Απόστολο Γεωργιάδη.
Του αναιρεσίβλητου - καθού η κλήση:
Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών,
που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Νικόλαο Κατσίμπα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Της αναιρεσίβλητης - καλούσας: Ανώνυμης εταιρείας με την
επωνυμία "ΔΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε. Τεχνικές, Εμπορικές,
Βιομηχανικές και Τουριστικές Επιχειρήσεις", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη
και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
της Ηρακλή Αλεξόπουλο.
Η ένδικη
διαφορά άρχισε με την από 30 Σεπτεμβρίου 1994 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων
- καθών η κλήση, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές
Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16430/1996, 14192/1998, 7435/1999 μη
οριστικές, 18498/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1866/2003 του Εφετείου
Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 5 Σεπτεμβρίου 2003 αίτησή τους
και τους από 19 Οκτωβρίου 2004 πρόσθετους λόγους αυτής.
Στη
συνέχεια εκδόθηκε η 611/2005 απόφαση του Γ΄
Πολιτικού Τμήματος, η οποία απέρριψε τους πρώτο και δεύτερο λόγους
αναίρεσης του κυρίως δικογράφου καθώς και τον πέμπτο πρόσθετο λόγο και
παρέπεμψε τους λοιπούς λόγους (κύριους και πρόσθετους) στην Τακτική Ολομέλεια
του Δικαστηρίου τούτου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 10 Μαϊου 2005 κλήση της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης
η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν
προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν ο μεν των αναιρεσειόντων την
παραδοχή του παραπεμφθέντων λόγων του κυρίως δικογράφου της αναίρεσης και του
δικογράφου των προσθέτων λόγων αυτής, οι δε των αναιρεσιβλήτων
την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική
δαπάνη.
Ο
Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη όλων
των παραπεμφθέντων στην Ολομέλεια λόγων (κύριων και
προσθέτων) ως αβάσιμων, πλην του τέταρτου πρόσθετου λόγου, την απόρριψη του
οποίου πρότεινε, ως απαράδεκτου.
Κατόπιν
αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των
διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή
νομίμως εισάγονται, με την από 10.5.2005 κλήση της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων, στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, οι
με την 611/2005 απόφαση του Γ' Πολιτικού Τμήματος παραπεμφθέντες
σ' αυτήν, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2β ΚΠολΔ, 3ος, 4ος, 5ος, 6ος και 7ος λόγοι
αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και οι 1ος, 2ος, 3ος και 4ος λόγοι αναίρεσης
του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους προβάλλεται παραβίαση ευθέως και
εκ πλαγίου των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 6, 7, 12 και
13 του ΑΝ 2636/1940 "Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών
περιουσιών", 34 του ΑΝ 1539/1938, 1 του Ν. 4506/1966, 38 του ΝΔ 1138/1949,
982, 1041, 1045, 256, 1047 και 1055 ΑΚ. Ειδικότερα τίθεται το ζήτημα αν είναι
δυνατή η απόκτηση κυριότητας από το Δημόσιο, με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία,
επί ακινήτων τα οποία ανήκουν σε πρόσωπα που χαρακτηρίζονται ως "εχθροί"
και τα οποία τέθηκαν υπό μεσεγγύηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 2636/1940.
Επειδή στο
άρθρο 1 του ΑΝ 2636/1940 "Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως
εχθρικών περιουσιών" ορίζεται ότι "Εχθροί υπό την έννοιαν του
παρόντος Νόμου θεωρούνται α) τα Κράτη άτινα δια Β. Διαταγμάτων εκδιδομένων
προτάσει του Προέδρου της Κυβερνήσεως, του Υπουργού των Εξωτερικών και του
Υπουργού των Οικονομικών ορίζονται εκάστοτε ως εχθρικά υπό την έννοιαν του
παρόντος Νόμου
β) Τα φυσικά πρόσωπα, άτινα κέκτηνται την ιθαγένειαν των κατά την περίπτωσιν α εχθρικών Κρατών ή έχουσι κατοικίαν ή μόνιμον διαμονήν
εν αυτοίς γ
..". Στο άρθρο 6 του νόμου αυτού
ορίζεται ότι "Αι εν Ελλάδι εχθρικαί περιουσίαι τίθενται υπό μεσεγγύησιν
από της θέσεως εν εφαρμογή του παρόντος Νόμου, απαγορεύεται δε και είναι άκυρος
πάσα διάθεσις των περιουσιών τούτων παρά του εχθρού δικαιούχου ή παρά τας
διατάξεις του παρόντος Νόμου". Στο άρθρο 12 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "1.
Διαχειρισταί των υπό μεσεγγύησιν
εχθρικών περιουσιών είναι εκ του Νόμου οι Οικονομικοί Έφοροι της περιφερείας εν
η κείται έκαστον περιουσιακόν στοιχείον. 2. Όπου εδρεύουσι πλείονες Οικονομικοίο
Έφοροι ο διαχειριστής ορίζεται δι' αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών μεταξύ
αυτών. 3. Δι' αποφάσεως του αυτού Υπουργού επιτρέπεται να ορίζονται διαχειρισταί αντί του Οικονομικού Εφόρου άλλοι δημόσιοι
υπάλληλοι ή ιδιώται, εάν η υπό του Οικονομικού Εφόρου
άσκησις της διαχειρίσεως είναι δυσχερής". Τέλος στο άρθρο 13 του νόμου
αυτού ορίζεται ότι "1. Οι διαχειρισταί έχουσι καθήκον την ανεύρεσιν, καταγραφήν, συντήρησιν και την
κατά τον συνήθη προορισμόν εκμετάλλευσιν των μεσεγγυηθεισών
περιουσιών, λαμβάνοντες τα προς τούτο αναγκαία παντός είδους μέτρα, την επιδίωξιν της ικανοποιήσεως των μεσεγγυημένων
απαιτήσεων, ως και την ικανοποίησιν των κατά του κυρίου της μεσεγγυηθείσης
περιουσίας δικαιωμάτων τρίτων. Οι διαχειρισταί
επιλαμβάνονται άμα τη θέσει εν εφαρμογή του παρόντος Νόμου ή άμα τω διορισμώ των της κατοχής της υπό μεσεγγύησιν
εχθρικής περιουσίας. 2. Οι διαχειρισταί εκπροσωπούσι πλήρως, δικαστικώς και εξωδίκως, τον κύριον
της υπό μεσεγγύησιν περιουσίας εντός των ορίων των
κατά την παρ. 1 καθηκόντων των, προς τούτους δε και μόνους κοινοποιούνται
υποχρεωτικώς πάντα τα την περιουσίαν του κυρίου αφορώντα δικαστικά ή εξώδικα
έγγραφα πάσης φύσεως. 3. Τα της διαχειρίσεως των υπό μεσεγγύησιν
περιουσιών, ο τρόπος της τηρήσεως των σχετικών βιβλίων και η λογοδοσία των
διαχειριστών κανονίζονται δι' αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών,
δημοσιευομένων εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως".
Με το ΒΔ της 10/10.11.1940, που ίσχυσε αναδρομικώς από της 28.10.1940, ορίστηκε
ότι μεταξύ των προσώπων που χαρακτηρίζονται ως "εχθρός" κατά τις
διατάξεις του παραπάνω α.ν. περιλαμβάνονται και τα
πρόσωπα που έχουν ιθαγένεια αλβανική ή έχουν την κατοικία τους ή τη μόνιμη η
διαμονή τους στην Αλβανία. Περαιτέρω με το άρθρο 1 του ν. 4506/1966 "Περί
απαγορεύσεως άνευ ειδικής αδείας, δικαιοπραξιών αφορωσών τας εν Ελλάδι περιουσίας
των εν Αλβανία Ελλήνων το γένος" ορίζεται ότι "Απαγορεύεται η σύναψις συμβάσεων εχουσών ως αντικείμενον την σύστασιν, μετάθεσιν, αλλοίωσιν ή κατάργησιν εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων
κειμένων εν Ελλάδι και ανηκόντων εις Έλληνας το γένος Αλβανούς υπηκόους
διαμένοντας εν Αλβανία ή προσυμφώνων δι' ων αναλαμβάνεται υποχρέωσις προς σύναψιν των ανωτέρω συμβάσεων". Εξάλλου, κατά τις
διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 2, 3, 4 και 8 του α.ν.
1534/1938 "ακίνητα εγκαταλελειμμένα παρά των ιδιοκτητών των και μη διαχειριζόμενα
παρ' αυτών ουδέ δι' αντιπροσώπων καταλαμβάνονται παρά του Δημοσίου και
διαχειρίζονται παρ' αυτού ως διοικητού αλλοτρίων. Η κατάληψις γίνεται διοικητικώς δια πρωτοκόλλου,
συντασσομένου υφ' ενός δημοσίου υπαλλήλου, λαμβάνοντος προς τούτο ειδικήν εντολήν του Υπουργείου Οικονομικών (διευθύνσεως δημοσίων
κτημάτων) και του προϊσταμένου της αρμοδίας Αστυνομικής Αρχής ή του υπό τούτου
οριζομένου αστυνομικού οργάνου. Εφόσον ο ιδιοκτήτης είναι γνωστός εις την
αρμοδίαν υπηρεσίαν περίληψις του πρωτοκόλλου καταλήψεως
του ακινήτου ως εγκαταλελειμμένου, αναφέρουσα και το ονοματεπώνυμον του ιδιοκτήτου, καταχωρείται εις τα βιβλία
μεταγραφών και εις την μερίδα του ιδιοκτήτου, επιμελεία
της διευθύνσεως δημοσίων κτημάτων του Υπουργείου των Οικονομικών, αποτελεί δε πλήρη απόδειξιν περί της κατοχής του ακινήτου υπό του Δημοσίου ως
διοικητού αλλοτρίων. Μετά πάροδον δεκαετίας από της
υπό του Δημοσίου καταλήψεως κτήματος ως εγκαταλελειμμένου, το δικαίωμα
κυριότητος αποσβέννυται και η κυριότης του ακινήτου
περιέρχεται εις το Δημόσιον". Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 1041,
1042, 1043, 1045 ΑΚ, προκύπτει, ότι εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη
και με νόμιμο τίτλο ακίνητο για μία δεκαετία, γίνεται κύριος του πράγματος με
τακτική χρησικτησία, ενώ εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μία
εικοσαετία, γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία. Ο νομέας τελεί σε καλή
πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα.
Για τη χρησικτησία αρκεί και ο νομιζόμενος τίτλος, εφόσον δικαιολογείται η καλή
πίστη του νομέως. Νομιζόμενος τίτλος είναι ο τίτλος κτήσεως κυριότητος, ο
οποίος κατά την πεποίθηση του νομέως, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλειά
του, εκλαμβάνεται από αυτόν ως υπάρχων, ενώ πράγματι δεν υπήρξε καθόλου. Επί
μεταβιβαστικής συμβάσεως ακινήτου, εάν δεν συνετάχθη συμβολαιογραφικό έγγραφο ή
δεν ακολούθησε μεταγραφή, δεν υπάρχει ούτε νομιζόμενος τίτλος, διότι στην
περίπτωση αυτήν η πεποίθηση του νομέως περί αποκτήσεως της κυριότητος κατά
νόμιμο τρόπο στερείται και του στοιχειώδους ευλογοφανούς στηρίγματος για
επιμελή άνθρωπο. Αλλά εάν συνετάγη το συστατικό
έγγραφο και ακολούθησε μεταγραφή, πλην όμως το έγγραφο αυτό είχε κάποια τυπική
έλλειψη ή αποδεικνύεται πλαστό, εφόσον ο νομέας, όχι από βαριά αμέλειά του,
αγνοούσε την έλλειψη, αν δηλαδή πίστευε δικαιολογημένα στην ύπαρξη ή στο κύρος
του τίτλου, η χρησικτησία δεν αποκλείεται. Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες
διατάξεις, οι "εχθρικές" περιουσίες που έχουν τεθεί υπό μεσεγγύηση
αυτοδικαίως από την έναρξη της ισχύος του α.ν.
2636/1940, δηλαδή χωρίς να απαιτείται η έκδοση διοικητικής ή δικαστικής πράξης,
απαγορεύεται να διατεθούν από τον "εχθρό" δικαιούχο (άρθρο 6 του
νόμου αυτού). Δεν καθίστανται όμως ανεπίδεκτες χρησικτησίας, τακτικής ή
έκτακτης, κατά τη διάρκεια της μεσεγγύησής τους, εκ μέρους τρίτων μη εχθρών.
Τούτο δε διότι ανεπίδεκτα χρησικτησίας είναι, κατά το άρθρο 1054 ΑΚ, μόνο τα
εκτός συναλλαγής πράγματα, ενώ αντιθέτως τα πράγματα των οποίων απαγορεύεται
από το νόμο η διάθεση (άρθρο 175 ΑΚ), μεταξύ των οποίων και οι "εχθρικές
περιουσίες" από τον "εχθρό" δικαιούχο δεν είναι καταρχήν
ανεπίδεκτα χρησικτησίας, εκτός αν προκύπτει άμεσα ή έμμεσα το αντίθετο από τη
διάταξη που θεσπίζει την απαγόρευση διαθέσεως Όμως, από καμιά διάταξη του ως
άνω α.ν. 2636/1940 αλλά και των μεταγενεστέρων, που τροποποίησαν
και συμπλήρωσαν αυτήν, δεν προκύπτει ότι η θέση υπό μεσεγγύηση "εχθρικής
περιουσίας" συνεπάγεται απολίθωση της νομικής κατάστασής της στο χρόνο
έναρξης της μεσεγγύησης ούτε καθιστά τα δικαιώματα του "εχθρού" επί
των στοιχείων της "εχθρικής περιουσίας" απαράγραπτα και τα
περιλαμβανόμενα σ' αυτήν κινητά ή ακίνητα πράγματα οιονεί εκτός συναλλαγής και
ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Τίθεται, βεβαίως, το ερώτημα (που αποτελεί και το
νομικό ζήτημα που παραπέμφθηκε για κρίση στην Ολομέλεια), αν ειδικά το Δημόσιο
μπορεί, κατά το νόμο, να αποκτήσει στα ακίνητα αυτά νομή χρησικτησίας και να
αποκτήσει έτσι την κυριότητά τους. Είναι προφανές ότι το Δημόσιο έχει τη
δυνατότητα αυτή εφόσον θεωρηθεί ως τρίτος σε σχέση με τα υπό μεσεγγύηση "εχθρικά"
ακίνητα. Αντιθέτως, δεν έχει τέτοια δυνατότητα αν με βάση τις διατάξεις του α.ν. 2636/1940 έχει την ιδιότητα του κατόχου αυτών και τα
διαχειρίζεται ως αντιπρόσωπος στη νομή του κυρίου τους "εχθρού",
διότι στην περίπτωση αυτή, εφόσον εξωτερικεύσει τη βούλησή του να είναι εφεξής
αυτός νομέας, θα θεωρηθεί ότι αντιποιείται τη νομή, οπότε αυτή δεν χάνεται για
το νομέα "εχθρό" προτού ο τελευταίος λάβει γνώση της αντιποίησης και
εφησυχάσει, σύμφωνα με το άρθρο 982 ΑΚ. Το Δημόσιο, όμως, βάσει του
προαναφερόμενου νόμου, ούτε κάτοχος καθίσταται της υπό μεσεγγύηση "εχθρικής
περιουσίας" ούτε τη διαχείριση αυτής έχει ως αντιπρόσωπος στη νομή του
κυρίου της. Το άρθρο 13 του α.ν. 2636/1940 ορίζει
ρητώς ότι της κατοχής της περιουσίας αυτής επιλαμβάνονται "άμα τη θέσει εν
εφαρμογή του παρόντος νόμου ή άμα τω διορισμώ των"
οι διαχειριστές, που, κατά το προηγούμενο άρθρο, μπορεί να είναι και άλλοι,
εκτός από τον Οικονομικό Εφορο, δημόσιοι υπάλληλοι ή
και ιδιώτες, οι οποίοι εκπροσωπούν πλήρως, δικαστικώς και εξωδίκως, τον κύριο
της υπό μεσεγγύηση περιουσία και όχι το Δημόσιο, κατά του οποίου και μπορούν να
στραφούν, στην περίπτωση που το τελευταίο ήθελε προσβάλλει ή αμφισβητήσει τα
εμπράγματα ή ενοχικά δικαιώματα του "εχθρού" όπως συμβαίνει επί
καταλήψεως ακινήτου που ανήκει στον "εχθρό" αφού αυτή καθ' εαυτή η
θέση υπό μεσεγγύηση της "εχθρικής περιουσίας" δεν συνεπάγεται την
αναστολή της παραγραφής της ενοχικής ή εμπραγμάτου αξιώσεως του εχθρού. Στην
προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή
του δέχθηκε, ανελέγκτως τα ακόλουθα: Το επίδικο
ακίνητο βρίσκεται στην πόλη της Θεσσαλονίκης και στην οδό Γ.Π.
αριθ. *. Στο ακίνητο αυτό, μέχρι του έτους 1978 υπήρχε οικοδομή, η οποία
αποτελείτο από υπόγειο, ισόγειο και δύο ορόφους και η οποία μετά από τους
σεισμούς του έτους 1978 στη Θεσσαλονίκη, κρίθηκε ετοιμόρροπη και κατεδαφίστηκε.
Με το 6780/30-6-1930 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Β.Π., που έχει νομίμως μεταγραφεί, το επίδικο περιήλθε στην
κυριότητα των Π. και Α.Π., Αλβανών υπηκόων, απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων
και ήδη αναιρεσειόντων, κατ΄ ισομοιρίαν
και εξ αδιαιρέτου λόγω αγοράς από τους Ι.Μ.Φ., Ι.Σ.Σ. και Γ.Μ.Σ. Το ως άνω
επίδικο ακίνητο, ως ανήκον σε πρόσωπα με αλβανική ιθαγένεια, τέθηκε αυτοδικαίως
υπό μεσεγγύηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν.
2636/1940 σε συνδυασμό με το β.δ. της 10/10-11-1940, διαχειριστής δε αυτού από
το νόμο ήταν ο οικονομικός έφορος της τοποθεσίας του, δηλαδή ο οικονομικός
έφορος Θεσσαλονίκης. Πλην, όμως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε
ότι ο τελευταίος πράγματι ανέλαβε τη διαχείρισή του ή ότι υπό την ως άνω
ιδιότητά του το διαχειρίστηκε ή ότι προέβη σε οποιαδήποτε διαχειριστική
ενέργεια, ενώ επί πλέον δεν προέκυψε οποιαδήποτε διαχειριστική πράξη στο ίδιο
ακίνητο, από το έτος 1945 και των ως άνω κυρίων αυτού Π. και Α.Π. αυτοπροσώπως
ή δι' αντιπροσώπου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο θεώρησε το επίδικο ως
εγκαταλελειμμένο και σαν τέτοιο το κατέλαβε με το από 15-10-1947 πρωτόκολλο
κατάληψης. Το πρωτόκολλο αυτό μεταγράφηκε νομίμως στις 15-11-1947 έγινε δε και
καταγραφή του ακινήτου στο σχετικό βιβλίο δημοσίων κτημάτων με αριθμό ΒΚ 1498. Το ως άνω πρωτόκολλο συντάχθηκε από τον Ι.Α., μηχανικό του Υπουργείου Οικονομικών και από τον Γ.Χ., ελεγκτή τμηματάρχη του Κτηματικού Γραφείου
Θεσσαλονίκης, δεν μετέσχε όμως στη σύνταξή του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο
άρθρο 34 του α.ν. 1539/1938 και ο προϊστάμενος της
αρμόδιας Αστυνομικής Αρχής ή άλλος αστυνομικός ορισθείς από τον εν λόγω
προϊστάμενο και για τον λόγο αυτό το πρωτόκολλο δεν ήταν έγκυρο. Όμως, οι
αρμόδιοι υπάλληλοι του πρώτου αναιρεσιβλήτου, όχι από
βαριά αμέλειά τους, αγνοούσαν αυτή την τυπική έλλειψη, γιατί δεν είχαν νομικές
γνώσεις και δικαιολογημένα πίστευαν στην ύπαρξη και στο κύρος του τίτλου,
δηλαδή του πρωτοκόλλου κατάληψης. Από τότε, δηλαδή από τις 15-11-1947, το πρώτο
αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο ενέμετο
το εν λόγω ακίνητο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη και εκμίσθωνε τα
διαμερίσματα της οικοδομής σε τρίτους ή επέβαλλε μισθώματα αυθαίρετης χρήσης σε
βάρος τους. Μετά την κατεδάφιση της οικοδομής το επίδικο ακίνητο παρέμεινε
ακάλυπτο οικόπεδο, το οποίο εξακολούθησε να νέμεται με διάνοια κυρίου και καλή
πίστη το πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο μέχρι
και την άσκηση της αγωγής. Κατά το έτος 1993, με το 7898/23-7-1993 προσύμφωνο
συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι.Κ., που
μεταγράφηκε νομίμως, το πρώτο αναιρεσίβλητο
υποσχέθηκε στην τρίτη εναγομένη και ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη
ανώνυμη εταιρεία, η οποία είχε αναδειχθεί πλειοδότης σε σχετική δημοπρασία, να
της μεταβιβάσει κατά κυριότητα το επίδικο ακίνητο, ως αμοιβή της για την εκ
μέρους της ανάληψη της υποχρέωσης να ανεγείρει, με δικά της έξοδα, τρεις
πολυώροφες οικοδομές σε άλλα τρία οικόπεδα του Δημοσίου, τις οποίες έχει ήδη
κατασκευάσει και παραδώσει. Έτσι λοιπόν, εφόσον το παραπάνω πρωτόκολλο
κατάληψης ήταν άκυρο, το Ελληνικό Δημόσιο δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσει, μετά
πάροδο δεκαετίας από της μεταγραφής του, δηλαδή στις 15-11-1957, την κυριότητα
του εγκαταλελειμμένου επιδίκου κατά το άρθρο 34 παρ.8 του α.ν.
1539/1938, πλην όμως το πρωτόκολλο αυτό, εφόσον το Ελληνικό Δημόσιο, όχι από βαρειά αμέλειά του, αγνοούσε την αναφερθείσα τυπική έλλειψη
της μη συμμετοχής στη σύνταξή του και του προϊσταμένου της αρμόδιας Αστυνομικής
Αρχής και δικαιολογημένα πίστευε στο κύρος του, αποτέλεσε νομιζόμενο τίτλο και
συνεπώς, αφού το Ελληνικό Δημόσιο από τις 15-11-1957 και μέχρι την άσκηση της
αγωγής (7-10-1994), δηλαδή επί χρόνο μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών, νεμήθηκε το
επίδικο με τον τίτλο αυτό, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, έγινε κύριός του
με τακτική χρησικτησία. Αλλά και περαιτέρω, εφόσον το Δημόσιο από τις
15-11-1957 και μέχρι την άσκηση της αγωγής (7-10-1994), ήτοι επί χρονικό
διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών, νεμήθηκε το επίδικο με διάνοια κυρίου
έγινε κύριος αυτού και με έκτακτη χρησικτησία. Με βάση τις παραδοχές αυτές,
απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση των αναιρεσειόντων
κατά της πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε κατ΄ ουσίαν την αγωγή τους κατά
παραδοχή της ένστασης ιδίας κυριότητας που προβλήθηκε από το πρώτο εναγόμενο
και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Με την
κρίση του αυτή το Εφετείο, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί προηγουμένως, δεν
παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και διέλαβε
στην προσβαλλόμενη απόφασή του σαφείς, επαρκείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες
στα ως άνω ζητήματα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι
οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή του νόμου.
Πρέπει να σημειωθεί ιδιαιτέρως ότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλομένης,
τα όργανα του πρώτου αναιρεσιβλήτου Ελληνικού
Δημοσίου, μετά τη συμπλήρωση δεκαετίας από τη μεταγραφή του άκυρου πρωτοκόλλου
κατάληψης του επιδίκου, τη σύνταξη του οποίου δεν είχαν υποχρέωση να
γνωστοποιήσουν στους άγνωστους ιδιοκτήτες, έπαυσαν να διαχειρίζονται το επίδικο
ως εγκαταλελειμμένο, με την ιδιότητα των διοικητών αλλοτρίων,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του α.ν.
1539/1938, αλλ' ασκούσαν σ' αυτό πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, για
λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, ως
δημόσιο κτήμα. Επομένως όλοι οι λόγοι της αναίρεσης (κύριοι και πρόσθετοι), από
τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι οποίοι παραπέμφθηκαν στην
Ολομέλεια, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, εκτός από τον τέταρτο πρόσθετο
λόγο της, που μέμφεται το Εφετείο επειδή δεν εφάρμοσε, κατ΄ αναλογία δικαίου,
τις διατάξεις των άρθρων 256, 1047 και 1055 Α.Κ.,
περί αναστολής της χρησικτησίας ή εξαίρεσης από αυτήν, ο οποίος πρέπει να
απορριφθεί ως απαράδεκτος (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού στηρίζεται σε
ισχυρισμό που δεν προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας.
Επομένως,
μετά την απόρριψη όλων των λόγων (κυρίων και προσθέτων) της αναίρεσης που
παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, πρέπει να καταδικαστούν
οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των με διαφορετικό
πληρεξούσιο δικηγόρο παρισταμένων αναιρεσιβλήτων,
μειωμένη ως προς το πρώτο αυτών Ελληνικό Δημόσιο κατά τα άρθρα 22 παρ. 1 του ν.
3693/1957, 5 παρ. 123 του ν. 1738/1987 και 2 της 134423/1992 κοινής απόφασης
των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, ενώ ως προς τη δεύτερη αυτών ανώνυμη
εταιρεία σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει
όλους τους λόγους (κυρίους και προσθέτους) της αναίρεσης που παραπέμφθηκαν στην
Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Καταδικάζει
τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει για το πρώτο αυτών στο
ποσό των πεντακοσίων ογδόντα (580) ευρώ και για τη δεύτερη στο ποσό των δύο
χιλιάδων (2000) ευρώ.
Κρίθηκε
και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριό του, στις 12 Ιανουαρίου 2006.