ΑΠ Ολ. 52/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Γιατροί
ΕΣΥ - Γιατροί ειδικευόμενοι - Εφημερίες -.
Το ποσό της αποζημιώσεως για την υπερωριακή
απασχόληση λόγω εφημεριών και των ειδικευόμενων
ιατρών, που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε νοσηλευτικά ιδρύματα αρμοδιότητας του
Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας προσδιορίζεται με βάση την διάταξη του άρθρου 17
παρ.4 του Ν. 1505/1984,όπως ήδη ισχύει και τις σε εκτέλεση της διατάξεως της
παρ.8 του ίδιου άρθρου (17) εκδιδόμενες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ,σε συνδυασμό με τη
διάταξη της παρ.5 του άρθρου 28 του Ν. 1579/1985.Με βάση την προαναφερόμενη
εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 17 παρ.8 του Ν. 1505/1984 ο Υπουργός
Οικονομικών εξέδωσε την 2039921/3479/0022/14-6-1991 απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα κατά τον προβλεπόμενο από
το άρθρο 3 παρ.3 του Ν. 301/1976 τρόπο. Ο ίδιος Υπουργός, γεννηθεισών,
λόγω ασαφούς διατυπώσεως, αμφιβολιών ως προς την αληθινή έννοια της άνω
αποφάσεως, ερμήνευσε αυτήν αυθεντικά με την εκδοθείσα στις 29-7-1991 αριθ.
2051142/4556/0022/29-7-1991 απόφασή του θεωρούμενης της πρώτης αποφάσεώς του ως
έχουσας εξ υπαρχής από την έκδοσή της (14-6-1991) την καθορισθείσα υπό της ερμηνευσάσης αυτή δευτέρας αποφάσεως έννοια, ήτοι ότι αυτή
(πρώτη απόφαση) δεν ισχύει για τον καθορισμό του ωρομισθίου της υπερωριακής
αποζημιώσεως των γιατρών του ΕΣΥ που προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου
29 του Ν. 1397/1983, για τους οποίους ισχύει το ωρομίσθιο του άρθρου 7 του Ν.
1810/1988. (Αντίθετη μειοψηφία).
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 52/2005
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές της Β Σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου,
Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Σπυρίδωνα Κολυβά,
Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Γεώργιο Βούλγαρη,
Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο
Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ελισάβετ Μουγάκου
- Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη,
Γεώργιο Καλαμίδα - Εισηγητή, Ιωάννη Παπανικολάου,
Φώτιο Καϋμενάκη, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Ρένα Ασημακοπούλου, Πλαστήρα Αναστασάκη,
Σταύρο Γαβαλά, Ελένη Παναγιωτάκη
και Αιμιλία Λίτινα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των
λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνήλθε σε
δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2005, με την παρουσία
του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου
Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη,
για να δικάσει μεταξύ:
Των
καλούντων - αναιρεσειόντων : 1) Ό. Γ., 2) Γ. Μ., 3)
Σ. Μ., 4) Γ. Μ., 5) Δ. Μ., 6) Γ. Μ., 7) ’. Ζ.,
8) Α. Μ., 9) Π. Μ., 10) Π. Π., 11) Σ.
.
.. κλπ.
., 44) Χ. Μ., 45) Α. Μ., 46) Γ. Χ.
και 47) Ι. Τ., κατοίκων όλων Θεσσαλονίκης, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γρηγόριο Κοσσυβάκη.
Του καθού η κλήση - αναιρεσίβλητου :
Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-Α.Χ.Ε.Π.Α.» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται
νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πανούση
Η ένδικη
διαφορά άρχισε με τις από 20 Δεκεμβρίου 1997 και με αριθμούς έκθ. κατάθεσης 46874/1997 και 46875/1997, αντίστοιχα, δύο
αγωγές των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο
Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και επί των οποίων εκδόθηκαν οι οριστικές
αποφάσεις 15932/1998 και 15933/1998, αντίστοιχα, του ίδιου Δικαστηρίου. Μετά
από άσκηση έφεσης εκδόθηκε η 1979/2000 οριστική απόφαση του Εφετείου
Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με
την από 25 Ιανουαρίου 2002 αίτησή τους. Εκδόθηκε η 893/2003 μη οριστική απόφαση
του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της
κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Στη
συνέχεια και μετά από τις από 16-7-2003 και 14-5-2004 κλήσεις συζητήθηκε και
πάλι η υπόθεση ενώπιον του ως άνω τμήματος και εκδόθηκε η 1190/2004 απόφαση, η
οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου και
ειδικότερα τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω
απόφαση και την από 1 Μαρτίου 2005 κλήση των ήδη αναιρεσειόντων
η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς
τους, που αναφέρονται στις κατατεθείσες προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν
των αναιρεσειόντων την παραδοχή του παραπεμφθέντος
λόγου της αίτησης αναίρεσης, ο δε του αναιρεσιβλήτου
την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική
δαπάνη.
Ο
Εισαγγελέας πρότεινε την παραδοχή του παραπεμφθέντος
λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως βάσιμου.
Κατόπιν
αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των
διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την
1190/2004 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην
Τακτική Ολομέλεια, κατ άρθρο 563 παρ. 2
εδ. γ ΚΠολΔ., λόγω λήψεως της αποφάσεως με πλειοψηφία μιας ψήφου, ο από
το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. πρώτος λόγος της από
25-1-2002 αιτήσεως για αναίρεση της 1979/2000 αποφάσεως του Εφετείου
Θεσσαλονίκης, με τον οποίο προβάλλεται
ότι το άνω Εφετείο παραβίασε κανόνες ουσιαστικού δικαίου και δη το άρθρο
17 παρ. 8 του Ν. 1505/1984 και την 2051142/4556/0022/29-7-1991 απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών. Η συζήτηση της αναιρέσεως αυτής νομίμως επισπεύδεται με
την από 1-3-2005 κλήση των αναιρεσειόντων.
Η
νομοθετική εξουσιοδότηση, δηλαδή η ανάθεση με πράξη του νομοθετικού οργάνου σε
ορισμένο διοικητικό όργανο της
αρμοδιότητας να θεσπίζει, με
κανονιστικές πράξεις του, πρωτεύοντες απρόσωπους κανόνες δικαίου, τους οποίους
διαφορετικά θα θέσπιζε με πράξεις του το ίδιο το νομοθετικό όργανο, ως
αποκλειστικά αρμόδιο, ρυθμίζεται από το άρθρο 43 παρ.2 και 4 του Συντάγματος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 43 παρ.2 του Συντάγματος «ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η
έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά
της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της
διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου
να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα
με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα
τοπικό ή λεπτομερειακό». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του
Συντάγματος του άρθρου 26,που καθιερώνει την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών,
των άρθρων 26 παρ.2,43,50,82,83 και 95 παρ.1,που καθιερώνουν την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής
δράσεως και των άρθρων 73 επ., που ρυθμίζουν τη νομοθετική λειτουργία της
Βουλής, συνάγεται ότι η Βουλή, ως παράγων της νομοθετικής λειτουργίας, ψηφίζει
τους νόμους με τους οποίους μπορεί να παρέχεται
εκ των προτέρων ειδική εξουσιοδότηση στα όργανα της εκτελεστικής
εξουσίας προς θέσπιση πρωτευόντων κανόνων δικαίου. Οι κανόνες δικαίου που
θεσπίζονται από όργανα της εκτελεστικής
εξουσίας, εφόσον, λόγω ασαφούς διατυπώσεως, γεννηθούν αμφιβολίες ως προς την
αληθινή έννοιά τους, μπορούν να ερμηνευθούν αυθεντικά από μεταγενέστερους τοιούτους.
Εξ άλλου, με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν.Δ. 4548/1966 «περί ενιαίου
μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων», καθορίσθηκαν οι προϋποθέσεις και η
αποζημίωση για την υπερωριακή εργασία των δημοσίων υπαλλήλων. Ήδη, οι όροι
παροχής της εργασίας αυτής και το ποσό της ωριαίας αμοιβής της ρυθμίζονται από
τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 17 του Ν. 1505/1984
«Αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης κλπ», όπως αυτές
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 1810/1988 «Για τη συμπλήρωση
και βελτίωση του Ν. 1505/1984». Περαιτέρω, με την παρ. 8 του άρθρου 17 του άνω
νόμου 1505/1984 ορίζεται ότι «με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δεν
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η ωριαία αμοιβή του α εδαφίου της
παραγράφου 4 του άρθρου αυτού μπορεί να αναπροσαρμόζεται». Τέλος, με τη διάταξη
του άρθρου 3 παρ.2 του Ν. 123/1975 «περί
ρυθμίσεως θεμάτων ιατρικού προσωπικού
νοσηλευτικών ιδρυμάτων κλπ» ορίζεται ότι «η πέραν του κανονικού ωραρίου
απασχόληση του ιατρικού προσωπικού εκάστου νοσοκομείου καθορίζεται δι αποφάσεως του Υπουργού
Κοινωνικών Υπηρεσιών, τη αιτιολογημένη προτάσσει του Δ.Σ. του ιδρύματος, της
αποζημιώσεως αυτού υπολογιζομένης βάσει των διατάξεων της παρ.3 του άρθρου 5
του Ν.Δ. 4548/1966» (ήδη άρθρο 17 παρ.3
και 4 του Ν. 1505/1984 και άρθρο 7 παρ.1 του Ν.1810/1988).Ακόμη, σύμφωνα με τη
διάταξη της παρ.2 του άρθρου 29 του Ν. 1397/1983 «Εθνικό Σύστημα Υγείας»,οι
διατάξεις του οποίου ισχύουν και για
τους ειδικευομένους, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 38
παρ.3 του ίδιου νόμου,»οι γιατροί ΕΣΥ,
πέραν από το τακτικό ωράριο εργασίας, υποχρεούνται και σε ενεργό εφημερία μέσα
στο νοσοκομείο ή στο κέντρο υγείας και
σε εφημερία ενότητας.....Στους γιατρούς ενεργού εφημερίας καταβάλλεται
αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση που
καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τον καθορισμό της υπερωριακής
αποζημίωσης».Με τη διάταξη δε της παρ.5 του άρθρου 28 του Ν. 1579/1985
«Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη του ΕΣΥ» ορίζεται ότι «για τις πέρα από 4 ημέρες
ενεργού εφημερίας κατά μήνα, η ωριαία
υπερωριακή αποζημίωση των
ειδικευμένων και ειδικευομένων γιατρών των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας
υπολογίζεται επί του βασικού μισθού, προσαυξημένου με το αντίστοιχο επίδομα
βιβλιοθήκης». Επίσης, η διάταξη του άρθρου 88
παρ.1 του Ν. 2071/1992 «Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση του Συστήματος
Υγείας» επαναλαμβάνει περίπου τη διάταξη
του 29 παρ.2 του Ν.1397/1983 ως προς την υποχρέωση των γιατρών του ΕΣΥ όλων των
βαθμών, πλήρους και αποκλειστικής ή μερικής απασχόλησης ή ειδικευομένους
για παροχή ενεργού εφημερίας μέσα στο
νοσοκομείο ή στο κέντρο υγείας, σ αυτούς δε καταβάλλεται αποζημίωση για την
υπερωριακή απασχόλησή τους αυτή, που
καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τον καθορισμό της
υπερωριακής αποζημίωσης. Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι
το ποσό της αποζημιώσεως για την υπερωριακή απασχόληση λόγω εφημεριών
και των ειδικευόμενων ιατρών, που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού
δικαίου σε νοσηλευτικά ιδρύματα
αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας προσδιορίζεται με βάση την
αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 17 παρ.4 του Ν. 1505/1984,όπως ήδη ισχύει και
τις σε εκτέλεση της διατάξεως της παρ.8 του ίδιου άρθρου (17) εκδιδόμενες
αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ,σε
συνδυασμό με τη διάταξη της παρ.5 του άρθρου 28 του Ν. 1579/1985.Με βάση την
προαναφερόμενη εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 17 παρ.8 του Ν. 1505/1984 ο
Υπουργός Οικονομικών εξέδωσε την 2039921/3479/0022/14-6-1991 απόφαση, η
οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα κατά τον προβλεπόμενο
από το άρθρο 3 παρ.3 του Ν. 301/1976 τρόπο, ήτοι με ανακοίνωσή της δι
εγκυκλίων στις αρμόδιες υπηρεσίες και με τοιχοκόλλησή της στο κεντρικό
κατάστημα της οικείας υπηρεσίας (Ολομ.Α.Π. 1/2002),που έχει ως εξής: «καθορίζουμε από
1-7-1991 το ωρομίσθιο που προβλέπεται από
την παρ.4 του άρθρου 17 του Ν.1505/1984,όπως αυτή αντικαταστάθηκε
από την παρ.1 του άρθρου 7 του
Ν.1810/1988,στο 1/65 του βασικού μισθού του κάθε μισθολογικού κλιμακίου».
Ακολούθως, ο ίδιος Υπουργός γεννηθεισών, λόγω ασαφούς
διατυπώσεως, αμφιβολιών ως προς την αληθινή έννοια της άνω αποφάσεως, ερμήνευσε
αυτήν αυθεντικά με την εκδοθείσα στις 29-7-1991 αριθ.
2051142/4556/0022/29-7-1991 απόφασή του, με την οποία ορίσθηκε «στο τέλος της
παραπάνω 2039921/3479/0022/14-6-1991 απόφασής μας προστίθεται δεύτερο εδάφιο με
το εξής περιεχόμενο: η απόφασή μας αυτή δεν ισχύει για τον καθορισμό του
ωρομισθίου της υπερωριακής αποζημίωσης των γιατρών του ΕΣΥ που προβλέπεται από
την παρ. 2 του άρθρου 29 του Ν. 1397/1983, για τους οποίους ισχύει το ωρομίσθιο
του άρθρου 7 του Ν. 1810/1988». Η τελευταία απόφαση, ως ερμηνευτική της άνω
πρώτης αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με όσα έχουν αναπτυχθεί
ανωτέρω, ερμήνευσε αυτή, θεωρούμενη ως έχουσα εξ υπαρχής από την έκδοσή της
(14-6-1991) την καθορισθείσα υπό της ερμηνευσάσης
αυτή δευτέρας αποφάσεως έννοια, ήτοι ότι αυτή (πρώτη απόφαση) δεν ισχύει για
τον καθορισμό του ωρομισθίου της υπερωριακής αποζημιώσεως των γιατρών του ΕΣΥ
που προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 29 του Ν. 1397/1983, για τους
οποίους ισχύει το ωρομίσθιο του άρθρου 7 του Ν. 1810/1988. Στην προκείμενη
περίπτωση, με τις αριθ. Καταθέσεως 46874/1997 και 46875/1997 αγωγές τους στο
Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, οι ενάγοντες - αναιρεσείοντες,
ειδικευόμενοι γιατροί υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, εζήτησαν
την προκύπτουσα διαφορά αποζημιώσεως για την υπερωριακή τους απασχόληση, με
βάση υπολογισμού της ωριαίας αμοιβής τους σύμφωνα με την
2039921/3479/0022/14-6-1991 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, δηλαδή στο 1/65
του βασικού μισθού και του επιδόματος βιβλιοθήκης, έναντι της καταβληθείσης
αποζημιώσεως, την οποία το αναιρεσίβλητο υπελόγισε με ωριαία αμοιβή στο 1/100 επί του βασικού μισθού
και του επιδόματος βιβλιοθήκης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με τις 15932/1998 και 15933/1998 αποφάσεις
του, απέρριψε τις αγωγές αυτές ως νόμω αβάσιμες, δεχθέν
ότι οι ενάγοντες - αναιρεσείοντες δεν εδικαιούντο την ζητούμενη ως άνω διαφορά, σύμφωνα με την
παραπάνω δεύτερη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία είναι ερμηνευτική
της πρώτης αποφάσεως του ίδιου Υπουργού. Το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη
απόφαση προκύπτει, συνεκδικάσαν τις εφέσεις κατά των
άνω αποφάσεων, δέχθηκε τα ίδια και επικύρωσε τις αποφάσεις αυτές. Έτσι που
έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε το άρθρο
17 παρ. 8 του Ν. 1505/1984 και την 2051142/4556/0022/29-7-1991 απόφαση
του Υπουργού Οικονομικών και ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια από τον αριθ. 1 του
άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως
αβάσιμος. Οκτώ μέλη του Δικαστηρίου αυτού, ήτοι οι Αρεοπαγίτες Σπυρίδων Κολυβάς, Χρύσανθος Παπούλιας,
Γεώργιος Φώσκολος, Ελένη Μαραμαθά, Γεώργιος Καλαμίδας, Φώτιος Καϋμενάκης,
Ρένα Ασημακοπούλου και Ελένη Παναγιωτάκη
διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Η ως άνω 2051142/4556/0022/29-7-1991 απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών είναι εκτός των ορίων της πιο πάνω εξουσιοδοτικής
διατάξεως και επομένως είναι ανίσχυρη. Τούτο
διότι, όπως συνάγεται από την άνω εξουσιοδοτική διάταξη, η εξουσιοδότηση παρέχει στον Υπουργό των
Οικονομικών την αρμοδιότητα, με απόφασή του, ενόψει των γενικών οικονομικών
συνθηκών και ιδιαίτερα της αύξησης του κόστους ζωής (τιμαρίθμου), να
αναπροσαρμόζει και, κυρίως, εφόσον πρόκειται για αμοιβές εργαζομένων, να αυξάνει την ωριαία αμοιβή της
αποζημιώσεως, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 17 του Ν. 1505/1984. Η
εν λόγω εξουσιοδότηση είναι ειδική και
σαφώς διατυπωμένη ως προς τα όριά της και αφορά την αναπροσαρμογή μόνο του
ποσού της ωριαίας αμοιβής, χωρίς να παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών η
διακριτική εξουσία να περιορίζει τον κύκλο των προσώπων που θα
καταλαμβάνει η αναπροσαρμογή της αμοιβής
αυτής, πολύ δε περισσότερο η πιο πάνω εξουσιοδοτική διάταξη δεν χορηγεί στον
ίδιο Υπουργό την εξουσία να ανακαλεί, έστω και μερικά, την απόφαση, με την
οποία καθόρισε, γενικά και μέσα στα πλαίσια της εξουσιοδότησης, την
αναπροσαρμογή της ωριαίας αμοιβής, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση, όπου,
αφού πρώτα αυξήθηκε η αμοιβή της ωριαίας υπερωριακής απασχόλησης όλων γενικά
των υπαλλήλων στους οποίους αφορά η ρύθμιση, εκ των υστέρων και μετά πάροδο
μηνός και πλέον με τη δεύτερη απόφαση ανακλήθηκε η πρώτη, όσον αφορά την
υπερωριακή αποζημίωση μόνο των γιατρών του ΕΣΥ. Επομένως, έχει πλήρη ισχύ και
για τους γιατρούς του ΕΣΥ η 2039921/3479/0022/14-6-1991 απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών, με την οποία καθορίσθηκε από 1-7-1991 το ωρομίσθιο της υπερωριακής
απασχόλησης στο 1/65 του βασικού μισθού του αντιστοίχου μισθολογικού κλιμακίου
και το Εφετείο που εσφαλμένα εφάρμοσε την ανίσχυρη, ως εκ της εκδόσεώς της χωρίς
εξουσιοδότηση 2051142/4556/0022/29-7-1991 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών
υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ.
και ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια πρώτος λόγος της αναιρέσεως είναι βάσιμος και
η προσβαλλομένη έπρεπε να αναιρεθεί.
Κατ
ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια
πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και
αναπεμφθεί η υπόθεση στο Β2 Τμήμα προς έρευνα του μη παραπεμφθέντος
στην Ολομέλεια δευτέρου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει
τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια πρώτο λόγο της από
25-1-2002 αιτήσεως των Όθωνα Γαλανού κ.λ.π. για αναίρεση της 1979/2000
αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Αναπέμπει
την υπόθεση στο Β2 Τμήμα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει κατά τα λοιπά.
Κρίθηκε
και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17
Νοεμβρίου 2005.
Δημοσιεύθηκε
στο ακροατήριο στις 8 Δεκεμβρίου 2005.