ΑΠ Ολ. 4/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αντίθεση προς τη δημόσια τάξη - Διάλυση σωματείου - Αρχή
αναλογικότητας -.
Ο σκοπός σωματείου με τον οποίο
επιχειρείται απροκάλυπτα να εμφανισθεί η ύπαρξη στην Ελλάδα εθνικής τουρκικής
μειονότητας, ενώ με τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών
πληθυσμών και τη Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφηκαν στη Λωζάνη,
μόνο η ύπαρξη θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας αναγνωρίζεται στην εν
λόγω περιοχή, προσκρούει στη δημόσια τάξη και η διάλυση του σωματείου είναι
εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής
ελευθερίας και τελεί σε σχέση αναλογίας μεταξύ των παραβιάσεων του σωματείου
και του σκοπού, στον οποίον η διάλυσή του αποβλέπει, τη διαφύλαξη δηλονότι της
κοινωνικής ισορροπίας και της γαλήνης μεταξύ των δύο Ελληνικών Κοινοτήτων
Θράκης, Μουσουλμανικής και Χριστιανικής, και κατ' επέκταση της γαλήνης της
χώρας. Είναι δε το μέτρο της διαλύσεως αναγκαίο, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι
ο αιτών τη διάλυση Νομάρχης, ως εποπτεύουσα Αρχή, δεν δικαιούται, σύμφωνα με τα
κρατούντα στη δημοκρατική και ευνομούμενη Ελληνική Πολιτεία, να έχει άλλο τρόπο
επέμβασης στη λειτουργία του αναιρεσείοντος σωματείου
από το να επιδιώξει τη διάλυσή του.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 4/2005
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Σε τακτική Ολομέλεια
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της A Σύνθεσης: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου
Πάγου, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Νικόλαο Γεωργίλη,
Στυλιανό Πατεράκη, Αχιλλέα Ζήση, Στυλιανό Μοσχολέα, Ρωμύλο Κεδίκογλου,
Αντιπροέδρους Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Τσακόπουλο,
Νικόλαο Κασσαβέτη Σταμάτιο Γιακουμέλο,
Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβιλλα,
Νικόλαο Οικονομίδη, Σπυρίδωνα Κολυβά,
Χρήστο Γεωργαντόπουλο - Εισηγητή, Αθανάσιο Γιωτάκο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη,
Νίκη Γιαννακάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη,
Αχχιλέα Νταφούλη, Ανδρέα Μαρκάκη, Αθανάσιο Μπρίλλη και
Μιχαήλ Μαργαρίτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Σεπτεμβρίου
2004, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της
Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ:
Των καλούντων: Α) αναιρεσείοντος-υπέρ ου οι
πρόσθετες παρεμβάσεις: Σωματείου με την επωνυμία «ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΞΑΝΘΗΣ», που
εδρεύει στην Ξάνθη και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο του Διοικητικού του
Συμβουλίου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Εμίν Σεμπαχεδίν και Αγά Χουσεϊν και Β) προσθέτως παρεμβαινόντων: 2) Γ. Γ.του Σ., 3) Μ. Α. του Μ., κατοίκων Κομοτηνής, 4) α) Ο.Χ. του Σ., β) Φ.Α. του Φ., γ) Α.Μ. του Α., κατοίκων
Ξάνθης, 5) Λ. συζύγου Ν.Χ., κατοίκου Ξάνθης, 6) Χ.Ρ. του Χ., κατοίκου Ξάνθης, 7) Σ.Χ.
του Ι., κατοίκου Ξάνθης, 8) Συλλόγου Επιστημόνων Μειονότητας της Δυτικής
Θράκης, που εδρεύει στη Κομοτηνή και εκπροσωπείται νόμιμα. Από αυτούς ο 4α
παραστάθηκε αυτοπροσώπως, επειδή είναι δικηγόρος και οι λοιποί (2, 3, 4β, 4γ,
5, 6, 7 και 8) εκπροσωπήθηκαν από τον ως άνω δικηγόρο Ορχάν
Χατζηϊμπράμ.
Των καθών η κλήςη - αναιρεσιβλήτων - καθ ων οι πρόσθετες παρεμβάσεις: 1)
Νομάρχη Ξάνθης, ως εποπτεύσουσας Αρχής των Σωματείων
που εδρεύουν στο Νομό Ξάνθης, κατοικοεδρεύοντος στην
Ξάνθη, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τις α) πληρεξούσια δικηγόρο του Καλλιρρόη Παντελίδου και β) Κυριακή Γρηγορίου,
Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2) Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θρακικών
Σωματείων, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Χατζηαντωνίου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 11/30-1-1984
αίτηση του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο
Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 36/1986 του ίδιου
Δικαστηρίου και 117/1999 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας
απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 15-6-1999
αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1530/2000 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου,
με την οποία έγινε δεκτή η ως άνω αίτηση και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο δικάσαν Εφετείο (Θράκης). Στη συνέχεια εκδόθηκε η 31/2002
απόφαση του Εφετείου Θράκης, την αναίρεση της οποίας ζήτησε το αναιρεσείον με την από 8 Απριλίου 2002 αίτησή του καθώς και
οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με τις από 18 Δεκεμβρίου 2002 (οι υπ αριθμ. 2-7)
και 13 Δεκεμβρίου 2002 (ο 8ος) πρόσθετες παρεμβάσεις τους.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1549/2003 απόφαση του Δ΄ πολιτικού τμήματος του
Αρείου Πάγου, η οποία, αφού συνεκδίκασε την αίτηση
αναιρέσεως και τις πρόσθετες παρεμβάσεις παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του
Αρείου Πάγου τους πρώτο, δεύτερο ως προς το από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.
1 ΚΠολΔ πρώτο μέρος του, έκτο, όγδοο και δωδέκατο
λόγους της ανωτέρω αναίρεσης. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 5-2-2004
κλήση των αναιρεσείοντος και προσθέτως παρεμβαινόντων
η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,
παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των
διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που
αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν των αναιρεσείοντος
και προσθέτως παρεμβαινόντων την παραδοχή των παραπεμφθέντων
λόγων αναιρέσεως, οι δε των αναιρεσιβλήτων την
απόρριψή τους, αντιστοίχως δε την καταδίκη του αντίδικου τους στη δικαστική
δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας πρότεινε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι παραπεμφθέντες
στην Ολομέλεια λόγοι αναιρέσεως πρώτος, δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του,
έκτος, όγδοος και δωδέκατος.
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω
πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν
αναπτύξει.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το από 5-2-2004 δικόγραφο κλήσης του αναιρεσείοντος
Σωματείου με την επωνυμία «ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΞΑΝΘΗΣ» και των υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβάντων, παραδεκτώς φέρονται
προς συζήτηση οι πρώτος, δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του, έκτος, όγδοος και
δωδέκατος λόγοι αναίρεσης κατά της 31/2002 απόφασης του Εφετείου Θράκης, οι
οποίοι παραπέμφθηκαν για κρίση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου με τη
1549/2003 απόφαση του Δ Τμήματος αυτού, κατά το άρθρο 563 παρ. 2 περ. β του ΚΠολΔ, λόγω δημιουργίας ζητημάτων με γενικότερο ενδιαφέρον.
Κατά τους λόγους τούτους αναίρεσης, το Εφετείο υπέπεσε στην από τη διάταξη του
άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, καθόσον
παραβίασε κανόνες ουσιαστικού δικαίου και δη: Α) Κατά τους πρώτο και δεύτερο,
κατά το πρώτο μέρος του, λόγους αυτούς, παραβίασε α) τις διατάξεις των άρθρων
12 παρ. 1 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ που
κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, οι οποίες κατοχυρώνουν
την ελευθερία της ένωσης και προσδιορίζουν τους περιορισμούς της ελευθερίας
αυτής, που πρέπει κατά τη δεύτερη από τις διατάξεις αυτές, να προβλέπονται από
το νόμο και να αποτελούν «αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία», για την
εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης, την πρόληψη του
εγκλήματος, την προστασία της υγείας, την προάσπιση της ηθικής και την
προστασία των ελευθεριών τρίτων και β) τη διάταξη του άρθρου 105 αρ. 3 του ΑΚ. Β) Κατά τον έκτο λόγο αναίρεσης, παραβίασε τις
διατάξεις τόσο των ανωτέρω άρθρων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ,
όσο και των άρθρων 14 παρ. 1 του Συντάγματος και 10 της ΕΣΔΑ
που κατοχυρώνουν την ελευθερία της έκφρασης. Γ) Κατά τον όγδοο λόγο αναίρεσης,
παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που προασπίζουν το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης
της προσωπικότητας που, κατά το αναιρεσείον Σωματείο,
περιλαμβάνει και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των
μελών του και Δ) Κατά το δωδέκατο λόγο αναίρεσης, παραβίασε τις διατάξεις των
άρθρων 11 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ που
κατοχυρώνουν η πρώτη την ελευθερία «του συνέρχεσθαι»,
η δε δεύτερη και την ελευθερία αυτή.
Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α
του ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται και
αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο
εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο δε κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν
εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι όροι εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δε
έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (Ολ. ΑΠ
36/1988). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος, οι
Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία,
τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του
δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. Στη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται το
δικαίωμα της συνένωσης, το οποίο περιλαμβάνει και την ελευθερία της διατήρησης
αυτής, όπως αυτό συνάγεται και από την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 12 όπου
ορίζεται, ότι το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή
ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. Τη
γενικότερη αυτή διατύπωση της τελευταίας συνταγματικής επιταγής εξειδικεύει η
διάταξη του άρθρου 105 αρ. 3 του ΑΚ, με την οποία
ορίζεται ότι με απόφαση του πρωτοδικείου μπορεί να διαλυθεί το σωματείο και αν
ο σκοπός ή η λειτουργία του έχουν καταστεί παράνομοι ή αντίθετοι προς τη
δημόσια τάξη. Ως νόμος, του οποίου η παράβαση μπορεί να επιφέρει τη διάλυση του
σωματείου, νοείται και το Σύνταγμα, καθώς και η διεθνής σύμβαση που έχει
κυρωθεί από τη Βουλή. Η δημόσια δε τάξη, η προς την οποία αντίθεση του σκοπού ή
της λειτουργίας του σωματείου δημιουργεί λόγο διάλυσης αυτού κατά την
προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 105 αρ. 3 του ΑΚ,
αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη
χώρα και απηχούν τις δικαιϊκές, κοινωνικές,
οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις,
οι οποίες διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό αυτής. Αντίθεση προς τη δημόσια τάξη
υπάρχει, όταν προσβάλλονται οι αντιλήψεις αυτές και διαταράσσεται ο βιοτικός
ρυθμός (Ολ. ΑΠ 6/1990, Ολ.
ΑΠ 17/1999). Το έννομο αγαθό που προστατεύουν οι σχετικές διατάξεις είναι η
κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας που επιτρέπει σε όλα τα μέλη του κοινωνικού
συνόλου να συμβιώνουν ειρηνικά. Στη δημόσια δε τάξη, με την έννοια του
περιορισμού των δικαιωμάτων, αναφέρεται και το ίδιο το Σύνταγμα στις διατάξεις
των άρθρων 11 παρ. 2, 13 παρ. 2 και 18 παρ. 3 (δικαίωμα συνάθροισης, ελευθερία
λατρείας και δικαίωμα ιδιοκτησίας, αντίστοιχα). Συνακόλουθα, η ως άνω διάταξη
του άρθρου 105 αρ. 3 του ΑΚ δεν αντίκειται στη
διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά αντίθετα βρίσκεται εντός των
πλαισίων αυτής, εφόσον ερμηνευθεί στενά, ώστε το επιβαλλόμενο στο σωματείο
έσχατο μέτρο της διάλυσης αυτού να τελεί σε εύλογη σχέση με την παρανομία που
έχει διαπραχθεί, με βάση την αρχή της αναλογικότητας που επιτάσσει η διάταξη
του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφ. 4 του Συντάγματος, η οποία
επιβάλλει να είναι το μέτρο της διάλυσης κατάλληλο αλλά και κυρίως αναγκαίο,
προκειμένου να αποτραπεί η προσβολή. Περαιτέρω, το γεγονός ότι κατά την έκδοση
της αποφάσεως για αναγνώριση του σωματείου είχε αναγκαίως
ερευνηθεί η εναρμόνιση του σκοπού αυτού προς το νόμο και τη δημόσια τάξη, δεν
κωλύει την κατ εφαρμογή του άρθρου 105 αριθ. 3 αστικού κώδικα διάλυση αυτού
και αν ακόμη δεν μεταβλήθηκε η νομοθεσία ή η έννοια της δημόσιας τάξης, διότι η
μεν απόφαση περί αναγνωρίσεως του σωματείου δεν αποτελεί δεδικασμένο για την
περί διαλύσεως δίκη ως προς τη συνδρομή της μη αντιθέσεως στο νόμο ή τη δημόσια
τάξη. Η δε διάταξη του άρθρου 105 παρ. 3 Α.Κ. δεν
ανέχεται τη διατήρηση σωματείου με επιδίωξη σκοπού αντίθετου προς το νόμο ή τη
δημόσια τάξη, ώστε εφαρμόζεται αναλόγως η άνω διάταξη και στην περίπτωση που αρχήθεν ο σκοπός ήταν αντίθετος στο νόμο ή τη δημόσια τάξη.
Ακόμη, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 105 παρ. 3 του ΑΚ
δεν είναι αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 11 της Σύμβασης της
Ρώμης, 4 Νοεμβρίου 1950, «δια την προάσπισιν των
δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ)
που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει την ισχύ που
ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο δε καθόσον: α) Στο άρθρο 9
παρ. 1 εδάφ. α της Σύμβασης αυτής, ορίζεται ότι κάθε
πρόσωπο δικαιούται στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Στην παρ. 2
δε του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των
πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών πέρα
από αυτούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε
δημοκρατική κοινωνία, για τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας
τάξης, υγείας και ηθικής, ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των
άλλων. β) Στο άρθρο 10 παρ. 1 εδάφ. α και β της ίδιας Σύμβασης (ΕΣΔΑ) ορίζεται, ότι κάθε
πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και ότι το δικαίωμα τούτο
περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης ως και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης
πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς επέμβαση δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Πλην
όμως στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι η άσκηση των ελευθεριών τούτων,
συνεπαγομένη καθήκοντα και ευθύνες, δύναται να
υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους και περιορισμούς που προβλέπονται από
το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική
ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης
και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής, την
προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των τρίτων. γ) Στο άρθρο 11 παρ. 1 της
αυτής Σύμβασης (ΕΣΔΑ) ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο έχει
δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και στην ελευθερία συνεταιρισμού,
συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ίδρυσης μετ
άλλων συνδικάτων και προσχώρησης σε συνδικάτα με σκοπό την προάσπιση των
συμφερόντων τους. Κατά δε την παρ. 2 εδάφ. α του
ίδιου άρθρου, η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν επιτρέπεται να υπαχθεί σε
άλλους περιορισμούς πέρα από αυτούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν
αναγκαία μέτρα, σε δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια
ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της
υγείας και της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των
τρίτων. Κατά συνέπεια, από τις προπαρατιθέμενες
διατάξεις των εν λόγω άρθρων 9, 10 και 11 της ΕΣΔΑ
συνάγεται ότι η δημόσια τάξη, είναι θεμιτός περιορισμός των δικαιωμάτων που
προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Ας σημειωθεί, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενόψει της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, με την απόφασή του της 17-2-2004 που εκδόθηκε στην
υπόθεση Gorzelik και λοιπών κατά της Πολωνίας, μετά
από ατομική προσφυγή κατά του Πολωνικού Κράτους, για άρνηση των αρχών αυτού να
προβούν στην επίσημη καταχώρηση του σωματείου των προσφυγόντων
υπό την επωνυμία «Ένωση των προσώπων σιλεσιανής
ιθαγένειας», έκρινε ότι: Η ελευθερία συνεταιρισμού δεν είναι απόλυτη και πρέπει
να γίνει δεκτό ότι όταν ένα σωματείο, δια των δραστηριοτήτων του ή των
προθέσεων τις οποίες δηλώνει ρητώς ή σιωπηρώς στο πρόγραμμά του, θέτει σε
κίνδυνο τους θεσμούς του Κράτους ή τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων, το
άρθρο 11 (της ΕΣΔΑ) δεν αποστερεί από τις αρχές ενός
Κράτους την εξουσία προστασίας των εν λόγω θεσμών και προσώπων και ότι τούτο
απορρέει και από την παρ. 2 του άρθρου 11 και από τις θετικής υποχρεώσεις του
Κράτους δυνάμει του άρθρου 1 της Συμβάσεως να αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τις
ελευθερίες των προσώπων τα οποία εξαρτώνται από τη δικαιοδοσία του (σκέψη 94
της απόφασης αυτής). Ακόμη, το Ευρ. Δ.Δ.Α. με την απόφασή του της 10-7-1998, που εκδόθηκε στην
υπόθεση Σιδηρόπουλος κατά Ελλάδος, έκρινε ότι αν ένα
σωματείο, μετά την αναγνώρισή του, εμπλακεί σε δραστηριότητες ασυμβίβαστες προς
τη δημόσια τάξη ή προς τους κατ αρχήν νόμιμους σκοπούς που
φαίνεται ότι επιδιώκει σύμφωνα με το καταστατικό του, οι αρμόδιες αρχές δεν θα
ήταν δυνατόν να παραμείνουν αδύναμες να αντιδράσουν και ότι σύμφωνα με το άρθρο
105 του Ελληνικού Α.Κ., το πρωτοδικείο θα μπορούσε να
διατάξει τη διάλυση του σωματείου αν αυτό, μετά την αναγνώρισή του, επιδίωκε
σκοπό διαφορετικό από τον προβλεπόμενο από το καταστατικό του ή αν η
δραστηριότητά του αποδεικνυόταν ότι είναι παράνομη, αντίθετη στα χρηστά ήθη ή
στη δημόσια τάξη (σκέψη 46 της απόφασης αυτής). Τέλος, με βάση τη Σύμβαση περί
ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, που υπογράφηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1023 και τη Συνθήκη Ειρήνης που
υπογράφηκε επίσης στη Λωζάνη στις 24 Ιουλίου 1923,
στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Δυτική Θράκη παρέμειναν Μουσουλμάνοι κατά το
θρήσκευμα (θρησκευτική μειονότητα). Αυτό με σαφήνεια προκύπτει: α) από το άρθρο
2 της ανωτέρω Σύμβασης, το οποίο ορίζει, ότι «...δεν θα περιληφθούν εις την εν
τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν οι
Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι
της Δυτικής Θράκης» και β) από το άρθρο 45 της πιο πάνω Συνθήκης Ειρήνης, στο
οποίο αναφέρεται, ότι «τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος
Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της
Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει
αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς
μειονότητας». Έτσι, σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, η οποία είναι ειδική και
δεν έχει ανατραπεί με κάποια νεότερη σύμβαση, στη Θράκη δεν υπάρχουν Τούρκοι
αλλά μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι. Το ιστορικό αυτό γεγονός, αλλά και η
αναγνώριση της ύπαρξης μουσουλμανικής μειονότητας από τις συμβαλλόμενες χώρες,
Ελλάδα και Τουρκία, οριοθετούν πλήρως τις θέσεις των δύο χωρών και τον
αντίστοιχο προσδιορισμό τους στο διεθνή χώρο. Η Συνθήκη της Λωζάνης
του 1923 έθεσε τέρμα σε οποιαδήποτε αιτήματα και βλέψεις εδαφικών διεκδικήσεων,
οριστικοποιώντας έτσι τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Στην προκείμενη υπόθεση, το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφασή του, δέχθηκε ως αποδεικτικό πόρισμα, μεταξύ άλλων: Ότι με τη 287/1946
απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης αναγνωρίστηκε το καθ ού η αίτηση και ήδη αναιρεσείον
σωματείο με την επωνυμία «ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΞΑΝΘΗΣ», με
έδρα την πόλη της Ξάνθης. Ότι στο άρθρο 8 του καταστατικού του εν λόγω
σωματείου, υπό τον τίτλο «ΣΚΟΠΟΣ» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «...σκοπός της
ιδρύσεως της Τουρκικής Ενώσεως είναι όπως εργασθεί υπέρ της πνευματικής,
σωματικής και ψυχικής διαπαιδαγωγήσεως των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, να δημιουργήσει
μεταξύ αυτών ειλικρινείς δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης και να συμβάλει εις την
μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης διάδοση των πνευματικών, κοινωνικών και
θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθουσών εκ της
Τουρκικής μεταπολιτεύσεως...» Ότι ο ανωτέρω σκοπός προσκρούει στις
προαναφερόμενες συμβάσεις που υπογράφηκαν στη Λωζάνη
και έχουν κυρωθεί με νόμο, αφού επιχειρείται απροκάλυπτα να εμφανισθεί η ύπαρξη
στην Ελλάδα, (περιοχή Δυτικής Θράκης), εθνικής τουρκικής μειονότητας, ενώ με
τις συμβάσεις αυτές, μόνο η ύπαρξη θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας
αναγνωρίζεται στην εν λόγω περιοχή. Ότι την προώθηση αυτού του στόχου, την
εμφάνιση δηλαδή ως υπαρκτής και μάλιστα «δεινώς καταπιεζόμενης» εθνικής
Τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα, μαρτυρεί σειρά από συγκεκριμένες ενέργειες
και δραστηριότητες στελεχών του υπόψη σωματείου με την επωνυμία «Τουρκική Ένωσις Ξάνθης», από τις οποίες χαρακτηριστικά αναφέρονται
οι εξής: α) Το εν λόγω σωματείο μετέχει δια του Προέδρου του στην άτυπη (μη
αναγνωρισμένη ως σωματείο) «Συντονιστική (ή συμβουλευτική) Επιτροπή Τουρκικής
Μειονότητας», η οποία συνεδριάζει συχνά στους χώρους της «Τουρκικής Ένωσης
Ξάνθης» ή του αντίστοιχου σωματείου στην Κομοτηνή. β) Το ίδιο σωματείο
συμμετέχει σε συνέδρια της «Ομοσπονδίας Τούρκων Δυτικής Θράκης», που προβάλλει
ως στόχο της διατήρηση επικαιρότητας για δήθεν σφετερισμό των δικαιωμάτων «των
Τούρκων της Δυτικής Θράκης». Ότι η αναφορά στην τουρκική ταυτότητα δεν έχει την
έννοια της απώτερης τουρκικής καταγωγής αλλά της κατά τις επιδιώξεις τους ενεστώσας ιδιότητάς τους ως μελών υφιστάμενης στην Ελλάδα
τουρκικής μειονότητας, η οποία επιδιώκει την προώθηση εντός των ορίων της
Ελληνικής Επικράτειας πολιτειακών σκοπών ξένου κράτους και συγκεκριμένα της
Τουρκίας. Ότι το αναιρεσείον, με την εμμονή του να
έχει το επίθετο «Τουρκική» στην επωνυμία της Ένωσης, σε αντίθεση προς τις
προαναφερόμενες συνθήκες, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ειρηνική συμβίωση των
πολιτών της περιοχής, που είναι αναγκαία για το γενικό καλό και των δύο
ελληνικών κοινοτήτων, μουσουλμανικής και χριστιανικής, αλλά εγείρει ανύπαρκτο
μειονοτικό πρόβλημα «Τούρκων». Ότι αν ήθελε να υποδηλώσει μόνο την καταγωγή των
μελών του με την χρήση του όρου «Τουρκική Ένωση» θα μπορούσε να το πράξει
καθιστώντας σαφέστερη προς αυτήν την κατεύθυνση την επωνυμία της Ένωσης, ώστε
να μη δημιουργείται καμία παραπλάνηση. Έκρινε δε το Εφετείο, με βάση τις
παραδοχές αυτές, ότι ο ως άνω σκοπός προσκρούει στη δημόσια τάξη και η διάλυση
του ήδη αναιρεσείοντος σωματείου είναι εναρμονισμένη
προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας και
τελεί σε σχέση αναλογίας μεταξύ των ανωτέρω παραβιάσεων του σωματείου και του
σκοπού, στον οποίον η διάλυσή του αποβλέπει, τη διαφύλαξη δηλονότι της
κοινωνικής ισορροπίας και της γαλήνης μεταξύ των δύο Ελληνικών Κοινοτήτων
Θράκης, Μουσουλμανικής και Χριστιανικής, και κατ επέκταση της γαλήνης της
χώρας. Είναι δε το μέτρο της διαλύσεως αναγκαίο, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι
ο αιτών τη διάλυση και ήδη αναιρεσίβλητος Νομάρχης,
ως εποπτεύουσα Αρχή, δεν δικαιούται, σύμφωνα με τα κρατούντα στη δημοκρατική
και ευνομούμενη Ελληνική Πολιτεία, να έχει άλλο τρόπο επέμβασης στη λειτουργία
του αναιρεσείοντος σωματείου από το να επιδιώξει τη
διάλυσή του (άρθρο 105 Α.Κ.), όπως έπραξε στην
προκείμενη περίπτωση.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί
προηγουμένως, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του άρθρου 105 αριθ. 3 ΑΚ.
Επίσης δεν παραβίασε άλλες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και δη τις
επικαλούμενες από το αναιρεσείον στους πιο πάνω
λόγους αναίρεσης που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου λοιπές
διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, αλλά ούτε και
τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 της Σύμβασης - Πλαίσιο του Συμβουλίου της
Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων (που έχει υπογράψει αλλά δεν
έχει επικυρώσει ακόμη η Ελλάδα) και της παραγράφου 32 του κειμένου της
Κοπεγχάγης της ΔΑΣΕ, προεχόντως διότι οι τελευταίες
αυτές διατάξεις δεν αποτελούν δεσμευτικά κείμενα, ανεξαρτήτως του ότι ούτε αυτές
ούτε άλλη διάταξη αναγνωρίζει δικαίωμα συλλογικού αυτοπροσδιορισμού,
όπως διατείνεται αβασίμως το αναιρεσείον.
Κατ ακολουθία όλων των ανωτέρω, οι πρώτος, δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του,
έκτος, όγδοος και δωδέκατος, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους
υποστηρίζονται τα αντίθετα και προβάλλονται αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ. 1
του ΚΠολΔ και οι οποίοι παραπέμφθηκαν από το Δ Τμήμα
στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Μετά από αυτά και εν όψει του ότι οι λοιποί λόγοι της αναίρεσης έχουν
απορριφθεί με την παραπεμπτική απόφαση του Τμήματος, πρέπει να απορριφθεί η
κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικαστεί το αναιρεσείον να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσιβλήτου, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα αυτού,
μειωμένα όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Απριλίου 2002 αίτηση του Σωματείου με την επωνυμία
«ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΞΑΝΘΗΣ», για αναίρεση της 31/2002 απόφασης του Εφετείου Θράκης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον Σωματείο να
πληρώσει τα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσίβλητου
Νομάρχη Ξάνθης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2005.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις
7 Φεβρουαρίου 2005.