ΑΠ Ολ. 18/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) - Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου -.

 

Σύσταση και στελέχωση των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) με προσωπικό που προσλαμβάνεται υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 18 και 21 του ν. 2190/1994, με σύμβαση, η οποία, ναι μεν ορίζεται ότι αποτελεί σύμβαση ορισμένου χρόνου, πλην όμως ρητά χαρακτηρίζεται ως σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Από την απαγόρευση «μετατροπής» από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι «μετατροπή» αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Οι διατάξεις νόμων που για τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου θέτουν ως ουσιώδη προϋπόθεση την κάλυψη περιορισμένης χρονικής διάρκειας αναγκών (π.χ. άρθρα 20-21 ν. 2190/1994, 6 ν. 2527/1997… ) δεν είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 18/2006

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές της Πλήρους Ολομέλειας: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Σαραντινό, Σπυρίδωνα Κολυβά, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Λοβέρδο - Εισηγητή, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Αχιλλέα Νταφούλη, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ανδρέα Μαρκάκη, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα, Μιχαήλ Δέτση, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή και Γεώργιο Πετράκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2006 με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

   Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με την επωνυμία «Δήμος Σικυωνίων», που εδρεύει στο Κιάτο Κορινθίας και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κουτρουμπή.

   Της αναιρεσιβλήτου: Κ. Ν. του Α., κατοίκου Κιάτου Κορινθίας, η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Σωτήριο Κατσαμπάνη και Δημήτριο Τραυλό-Τζανετάτο.

   Των προσθέτως παρεμβαινόντων:

   1. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της αναιρεσιβλήτου: Τριτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης, με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Γ.Σ.Ε.Ε.)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Χρήστο Νικολουτσόπουλο και Αρη Καζάκο.

   2. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της αναιρεσιβλήτου: Πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής οργάνωσης, με την επωνυμία «ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ ΚΕΠ ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Νικολουτσόπουλο.

   3. Του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Νικόλαο Δασκαλαντωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19 Ιανουαρίου 2004 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Εκδόθηκε η 143/2004 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 8 Φεβρουαρίου 2005 αίτησή του, την οποία εισήγαγαν προς συζήτηση στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με το υπ' αριθμ. 1/09-01-2006 κοινό πρακτικό ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, λαμβάνοντας υπόψη τους την από 2 Ιανουαρίου 2006 αίτηση των ήδη αναιρεσείοντος και 3ου προσθέτως παρεμβαίνοντος.

   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όλοι, όπως σημειώνεται παραπάνω.

   Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Λοβέρδος, ανέγνωσε το από 3 Απριλίου 2006 ενημερωτικό σημείωμά του, με το οποίο εισηγήθηκε την παραδοχή των προσθέτων παρεμβάσεων, ως νομίμως ασκηθείσες, την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης ως απαράδεκτης, άλλως την εν μέρει παραδοχή αυτής. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν του αναιρεσείοντος και του 3ου προσθέτως παρεμβαίνοντος την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και της από 3 Φεβρουαρίου 2006 σχετικής πρόσθετης παρέμβασης, οι δε της αναιρεσιβλήτου και των 1ης και 2ης προσθέτως παρεμβαινουσών την παραδοχή των από 14 Νοεμβρίου 2005 προσθέτων παρεμβάσεων και την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Τέλος, καθένας πληρεξούσιος ζήτησε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την παραδοχή των προσθέτων παρεμβάσεων, ως νομίμως ασκηθείσες και την απόρριψη των δύο λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμων.

   Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων και των προσθέτως παρεμβαινόντων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά, που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η 17/11.2.2005 αίτηση του Ο.Τ.Α. Δήμου Σικυωνίων Κορινθίας, για την αναίρεση της 143/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου - τελεσίδικης μετά την κατά τις διατάξεις των άρθρων 296, 297, 299, 96, 98 περ. β' ΚΠολΔ, 111 παρ. 2 περ. στ' Π.Δ. 410/1995 νομότυπη παραίτηση από το δικαίωμα εφέσεως με το δικόγραφο της αναίρεσης (ΑΠ Ολομ. 5/2001, ΑΠ Ολομ. 9/1996) - σύμφωνα με το 1/9.1.2006 κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με το οποίο κρίνεται ότι δημιουργείται νομικό ζήτημα με γενικότερο ενδιαφέρον, κατά τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 1, 2 περ. β', 3 ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το νόμο 1756/1988, όπως ισχύει μετά το νόμο 2331/1995.

   Οι: 1) από 6.2.2006 πρόσθετη παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου υπέρ του αναιρεσείοντος Δήμου Σικυωνίων και 2) από 14.11.2005 πρόσθετη παρέμβαση της Τριτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία «Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ)» υπέρ της αναιρεσίβλητης, που είναι μέλος της, υπό την επίκληση του εννόμου συμφέροντός τους να αποβεί η δίκη υπέρ του διαδίκου για τον οποίο παρεμβαίνουν, παραδεκτά ασκούνται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 80, 81, 215, 663 επ., 666 επ., 573 παρ. 1 ΚΠολΔ και 669 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ' αναίρεση δίκη, σύμφωνα με τα άρθρα 675Α ΚΠολΔ, 9 παρ. 1 ν. 3189/2003.

   Αντίθετα, η από 14.11.2005 πρόσθετη παρέμβαση της πρωτοβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία «Σωματείο Συμβασιούχων ΚΕΠ Νοτιοδυτικής Ελλάδος», υπέρ της αναιρεσίβλητης, εφόσον δεν αποδεικνύεται η προς τούτο πληρεξουσιότητα του εμφανισθέντος ως πληρεξουσίου δικηγόρου του παρεμβαίνοντος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1, 104 ΚΠολΔ, είναι άκυρη και το παρεμβαίνον θεωρείται ότι δεν συμμετέχει στη διαδικασία επί της κυρίας δίκης.

   Με τις διατάξεις του άρθρου 31 ν. 3013/2002 προβλέπεται η σύσταση των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) και στους Δήμους και στις κοινότητες. Η αποστολή των ΚΕΠ συνίσταται στην παροχή διοικητικών πληροφοριών και στη διεκπεραίωση υποθέσεων των πολιτών σε συνεργασία με τις καθ' ύλην αρμόδιες υπηρεσίες. Η στελέχωσή τους γίνεται με τα κριτήρια και τη διαδικασία του άρθρου 18 ν. 2190/1994, υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Με τις διατάξεις του άρθρου 5 ν. 2860/2000, προβλέπεται η δυνατότητα ένταξης πράξης (έργου) στα μέτρα ορισμένου επιχειρησιακού προγράμματος, που εντάσσεται στα πλαίσια του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου αυτού, 5 ν. 2860/2000, εκδόθηκαν οι αποφάσεις 151989/κτ.Π. 2230/ 20.6.2002 και 152802/κτ.Π. 5369/25.11.2002 του Ειδικού Γραμματέα για την κοινωνία της πληροφορίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Με τις αποφάσεις αυτές εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Κοινωνία της πληροφορίας», που έχει ενταχθεί στο Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, η πράξη «Αριάδνη», «Σύστημα παροχής Υπηρεσιών και Διοικητικών Πληροφοριών προς τους πολίτες». Η εκτέλεση του αποτελούντος αυτήν έργου της υποστήριξης της δημιουργίας και παραγωγικής λειτουργίας των ΚΕΠ στους ΟΤΑ α' και β' βαθμού, κατά το αρχικό στάδιο (πιλοτική λειτουργία), χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης κατά 75% και από τον κρατικό προϋπολογισμό κατά 25%, υπό τη συνολική ευθύνη, για την υλοποίηση του έργου της παραγωγικής λειτουργίας των ΚΕΠ, του τελικού δικαιούχου, Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (Υπ. Εσ. Δ.Δ.Α.). Το κάθε ΚΕΠ στελεχώνεται με μόνιμο προσωπικό των ΟΤΑ και με εξειδικευμένο στη χρήση εφαρμογών Η/Υ προσωπικό, με σύμβαση έργου, προς παροχή δηλαδή έργου που δεν ανάγεται στον κύκλο των συνήθων καθηκόντων του οικείου φορέα, κατά τις διατάξεις και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 ν. 2527/1997. Το προσωπικό αυτό προσλαμβάνεται για να καλύψει ανάγκες των ΚΕΠ κατά τη διάρκεια του αντίστοιχου προγράμματος, τριάντα (30) μηνών, από Ιούνιο 2002 Δεκέμβριο 2004, χρηματοδοτούμενου από το επιχειρησιακό πρόγραμμα «κοινωνία της πληροφορίας» επί δεκαοκτώ (18) μήνες, ενώ έκτοτε οι δαπάνες λειτουργίας των ΚΕΠ καλύπτονται από τους ΟΤΑ, στους οποίους και ανήκουν. Δηλαδή ανάγκες, σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 6 ν. 2527/1997, ορισμένης χρονικής διάρκειας, η οποία δικαιολογείται από τη φύση, το είδος, το σκοπό της εργασίας και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης και όχι πάγιες και διαρκείς ανάγκες των ΚΕΠ, που από τη φύση τους επιβάλλουν την κάλυψή τους με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

   Εξάλλου, με την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ε.Ε., στις 28.6.1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο την οποία συνήψαν, στις 18-3-1999, οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CEEP (κωδ. ΕΕΔ 59.186 επ.), καταλαμβάνει και το δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε κάθε περίπτωση που υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθορίζονται ως βασικοί στόχοι: α) η αποφυγή δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, αναφορικά με τις συνθήκες απασχόλησης, την προϋπηρεσία κ.λ.π. (ρήτρα 4) και β) η λήψη μέτρων από τα κράτη - μέλη για την αποφυγή καταχρήσεων κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ρήτρα 5), με τη θέσπιση κανόνων που καθορίζουν αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τη μέγιστη συνολική διάρκειά τους, τον αριθμό των ανανεώσεων και τον, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, προσδιορισμό, όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται «διαδοχικές» και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Αλλά ειδικότερα στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα από το χρόνο ενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας, στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 81/2003 και ως προς το δημόσιο τομέα με το Π.Δ. 164/2004, δηλαδή μετά την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας, στις 10-7-2001 και την παράταση της προθεσμίας για ένα ακόμη έτος, η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου». Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση, από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, αφού για την εφαρμογή της αρκεί και μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου αντί περισσότερων διαδοχικών συμβάσεων όπως απαιτεί η κοινοτική οδηγία. Τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου. Έτσι, και κατ' εφαρμογή του εθνικού δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οι εθνικές αρχές, στα πλαίσια της συνεργασίας των κρατών - μελών με την Ευρωπαϊκή Ένωση και της διασφάλισης του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, κατά τα άρθρα 10, 249 παρ. 3 της Συνθ./Ε.Κ. και 28 του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών, έστω και αν αυτές δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, εφόσον είναι αρκούντως ακριβείς και ανεπιφύλακτες ή στα σημεία που είναι ακριβείς και ανεπιφύλακτες. Τέλος, και κατά τις αναθεωρημένες διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, που τέθηκαν σε ισχύ από 17.4.2001 α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. και από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφόσον εκδοθεί ειδικός νόμος και οι ανάγκες κάλυψης είναι απρόβλεπτες, πρόσκαιρες και επείγουσες β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου, όταν οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι τέτοιες, όπως παραπάνω, οπότε αν δεν είναι τέτοιες οι για την κάλυψη αυτών εκδοθέντες νόμοι, ένεκα συνταγματικής επιταγής, και οι γι' αυτές προσλήψεις συνιστούν καταστρατήγηση των διατάξεων αυτών και των με βάση τις διατάξεις αυτές εκδοθέντων ειδικών νόμων γ) στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων και επειγουσών αναγκών, πλην για κάλυψη πάγιων, μόνιμων και διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές και οι κατ' επιταγή αυτών εκδοθέντες ειδικοί νόμοι, αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου. Επομένως, από την απαγόρευση «μετατροπής» από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι «μετατροπή» αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Οι διατάξεις νόμων που για τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου θέτουν ως ουσιώδη προϋπόθεση την κάλυψη περιορισμένης χρονικής διάρκειας αναγκών (π.χ. άρθρα 20-21 ν. 2190/1994, 6 ν. 2527/1997) δεν είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ.

   Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη επί πραγμάτων κρίση του, τα εξής: Δυνάμει της αριθ. 13154/12.9.2002 σύμβασης μισθώσεως έργου ορισμένου χρόνου, η ενάγουσα - αναιρεσίβλητη, η οποία είναι πτυχιούχος της Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Νομικής Σχολής Αθηνών, κάτοχος διπλώματος πανεπιστημιακών Σπουδών Γαλλικής Φιλολογίας και φοιτήτρια βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων πληροφόρησης στο ΤΕΙ Αθηνών, προσλήφθηκε από τον εναγόμενο - αναιρεσείοντα, Δήμο Σικυωνίων, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως πτυχιούχος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, υπάλληλος στο Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) του Δήμου Σικυωνίων. Η πρόσληψη της ενάγουσας έγινε ύστερα από προκήρυξη του Δήμου Σικυωνίων για την πρόσληψη τεσσάρων υπαλλήλων, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6 ν. 2527/1997. Η χρονική διάρκεια της εκτέλεσης του έργου ήταν δεκαοκτώ (18) μήνες από την ημερομηνία που θα προκύψει μετά την ακριβή έναρξη των εργασιών του Κ.Ε.Π., όπως ρητά αναφέρεται στην ως άνω σύμβαση. Το Κ.Ε.Π. του Δήμου Σικυωνίων έκανε έναρξη εργασιών την 1.1.2003 και επομένως μέχρι τότε κανένα έργο δεν εκτελέστηκε ούτε αμοιβές καταβλήθηκαν στους ήδη προσληφθέντες συμβασιούχους, η δε ως άνω σύμβαση έργου αντικαταστάθηκε και μεταξύ των συμβαλλομένων υπογράφτηκε νέα σύμβαση έργου, η αριθ. 156/2.1.2003 με ημερομηνία λήξης στις 30-6-2004, ήτοι για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών και με συνολική αμοιβή για την εκτέλεση του έργου το ποσό των 15.840 ευρώ. Στις ως άνω συμβάσεις έργου που υπέγραψε η ενάγουσα, προσδιορίζεται το συγκεκριμένο έργο, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την παράδοσή του, ότι το έργο αφορά εργασίες που δεν ανάγονται στον κύκλο των καθηκόντων των υπαλλήλων του οικείου φορέα, ότι ο ανάδοχος εισπράττει την αμοιβή με δελτίο παροχής υπηρεσιών, ότι δεν υπάρχει υποχρέωση για ασφάλιση του αναδόχου σε φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης και ότι η εκτέλεση του έργου δεν συνδέεται με το ωράριο εργασίας της υπηρεσίας. Η ίδρυση και λειτουργία των ΚΕΠ στηρίζεται στο πρόγραμμα «πολιτεία» του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, η πληρωμή δε του προγράμματος και χρηματοδότηση του έργου, το οποίο έχει υπαχθεί στο Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, εκτελείται από την Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Αυτοδιοίκησης ΑΕ, με προγραμματική σύμβαση μεταξύ ΚΕΔΚΕ και του ως άνω Υπουργείου. Εξ άλλου, κατόπιν συστάσεως του αρμόδιου για τα ΚΕΠ Υπουργείου Εσωτερικών, ορίστηκαν άμεσα για την εύρυθμη λειτουργία τους, προϊστάμενοι υπεύθυνοι, τα καθήκοντα των οποίων μπορούν να ανατεθούν και σε υπαλλήλους οιουδήποτε κλάδου της Ν.Α. ή Ο.Τ.Α. α' βαθμού, ενώ το ωράριο λειτουργίας των ΚΕΠ ορίστηκε από τις 8 π.μ. έως τις 8 μ.μ., για τις ημέρες Δευτέρα έως Παρασκευή και από τις 8 π.μ. έως τις 2 μ.μ. για το Σάββατο. Περαιτέρω δέχθηκε το δικαστήριο, ότι δυνάμει του αριθ. 24490/13.12.2002 εγγράφου του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, οι απασχολούμενοι στα ΚΕΠ υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ), δεν έχουν υποχρέωση τήρησης Βιβλίων και Στοιχείων, δεδομένου ότι δεν θεωρείται ότι ασκούν δραστηριότητα, υπαγόμενη στο Φ.Π.Α. και η αμοιβή τους υπολογίζεται επί της συνολικής αμοιβής των 15.840 ευρώ, στα 880 ευρώ μηνιαίως (15.840: 18 μην. = 880 ευρώ). Ειδικότερα στο ΚΕΠ του Δήμου Σικυωνίων με την αριθ. 247/2002 απόφαση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου ορίστηκε υπεύθυνη η διοικητική υπάλληλος του Δήμου, Κ. Γ., αναπληρούμενη από τη Γ. Μ., ενώ με την αριθ. 50/2003 απόφαση του Δημάρχου Σικυωνίων καθορίστηκε το ωράριο εργασίας του προσωπικού του ΚΕΠ, σε εναλλακτικές βάρδιες των έξι (6) ωρών η καθεμιά, από Δευτέρα έως Παρασκευή, πρωϊ από 8.00 π.μ. - 14.00 μ.μ. και απόγευμα από 14.00 μ.μ - 20.00 μ.μ. και κάθε Σάββατο από 08.00 π.μ. έως 14.00 μ.μ. Οι απασχολούμενοι στο ΚΕΠ υπέγραφαν καθημερινά για την παρουσία τους στα βιβλία παρουσιών, ενώ παρείχαν την εργασία τους υπό τις οδηγίες και την εποπτεία της ως άνω προϊσταμένης του ΚΕΠ, Κ. Γ.. Η ενάγουσα προσέφερε καθημερινά τις υπηρεσίες της στις εγκαταστάσεις του ΚΕΠ Σικυωνίων, με πρωϊνό ή απογευματινό ωράριο, ενώ υπέγραφε καθημερινά, ως προς την ώρα άφιξης και αναχώρησής της, στο βιβλίο παρουσιών. Ακόμη δέχθηκε το δικαστήριο ότι ο εναγόμενος Δήμος Σικυωνίων με την αριθ. 125/2003 απόφασή του κατάγγειλε εγγράφως στις 1-8-2003, τη σύμβασή του με την ενάγουσα χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, επικαλούμενος πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της και διακοπή της αρμονικής συνεργασίας με την υπεύθυνη του ΚΕΠ, Κ. Γ. και γενικότερα τη δημοτική αρχή. Ύστερα από την υπό ημερομηνία 7.8.03 προσφυγή - αναφορά της ενάγουσας προς την περιφέρεια Πελοποννήσου εκδόθηκε η αριθ. 174/β/2003 απόφαση της Β΄ Επιτροπής του άρθρου 18 ν. 2218/1994, με την οποία ακυρώθηκε τόσο η ανωτέρω αριθ. 125/2003 απόφαση της Δημοτικής αρχής, λόγω παραβίασης ουσιώδους τύπου και συγκεκριμένα καταστρατήγησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως από τον εναγόμενο, όσο και η αριθ. 150/2003 απόφαση του εναγομένου με την οποία προσλήφθηκε στη θέση της ενάγουσας η υπάλληλος Ιωάννα Κεφάλα. Κατόπιν αυτών η ενάγουσα προσήλθε στο ΚΕΠ στις 18-12-2003 και προσέφερε κανονικά τις υπηρεσίες της μέχρι τις 30-12-03, οπότε ο εναγόμενος Δήμος, αφού προηγήθηκε πρόσκληση της ενάγουσας σε ακρόαση, με την αριθ. 213/2003 απόφασή του προέβη σε δεύτερη καταγγελία της συμβάσεως, επικαλούμενος πλημμελή εκτέλεση του έργου, δυνάμει του άρθρου 8 της ανωτέρω συμβάσεως και ειδικότερα σειρά αναφερόμενων παραπτωμάτων που, όπως δέχθηκε το δικαστήριο, δεν αποδείχθηκαν. Υπό τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι η ενάγουσα, απασχολούμενη υπό τις εντολές και οδηγίες του εναγομένου και των οργάνων του, που ασκούσαν εποπτεία και καθόριζαν τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο της εργασίας της, υποχρεούμενη να συμμορφώνεται με αυτούς και να δέχεται τον έλεγχο, τόσο για την τήρηση των εντολών και οδηγιών όσο και για την επιμελή εκτέλεση της εργασίας, συνδέεται πράγματι με τον εναγόμενο με την έννομη σχέση της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι της συμβάσεως έργου η οποία καταρτίστηκε με πρόθεση καταστρατήγησης της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, που επιτελεί τους σκοπούς της κοινοτικής οδηγίας 1999/70/ Ε.Κ., δεν δικαιολογείται δε από τη φύση, το είδος, το σκοπό της εργασίας και τις συνθήκες λειτουργίας του ΚΕΠ, και κάλυπτε με τις υπηρεσίες της πάγιες και διαρκείς ανάγκες, όπως και το μόνιμο προσωπικό του εναγόμενου Δήμου. Έτσι, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε ότι η ενάγουσα συνδέεται με τον εναγόμενο από την πρόσληψή της με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ότι η καταγγελία στις 30.12.2003 είναι άκυρη τόσο για τυπικούς λόγους (μη καταβολή αποζημίωσης) όσο και για ουσιαστικούς (έλλειψη σπουδαίου λόγου), και καταδίκασε τον εναγόμενο στην καταβολή μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τη δεύτερη καταγγελία, στις 30.12.2003 έως 30.9.2004. Με την κρίση του όμως αυτή, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, χαρακτηρίζοντας την επίδικη συμβατική σχέση ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με αποφασιστικά προς τούτο κριτήρια και την τήρηση του ωραρίου εργασίας, την εποπτεία και τον έλεγχο του εργοδότη, στοιχεία που καθ' εαυτά μπορεί να υπάρχουν σε κάποιο βαθμό και σε άλλες περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση, παραβίασε τους παραπάνω κανόνες ουσιαστικού δικαίου: 1) του άρθρου 31 ν. 3013/2002 που προβλέπουν τη σύσταση των ΚΕΠ και τη στελέχωσή τους και με το ως άνω προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ, δια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής τους. 2) τις, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 ν. 2860/2000, περί της δυνατότητος ένταξης πράξης (έργου) στα μέτρα ορισμένου επιχειρησιακού προγράμματος, που εντάσσεται στο Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, αριθ. 151989/ΚΤ. Π 2230/20-6-2002 απόφαση του Ειδικού Γραμματέα για την κοινωνία της πληροφορίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και την τροποποιητική αυτής αριθ. 152802/ΚΤ.Π. 5369/25-11-2002 απόφαση του ανωτέρω Ειδικού Γραμματέα, με τις οποίες α) εντάχθηκε στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «κοινωνία της πληροφορίας» που έχει ενταχθεί στο Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, το έργο υποστήριξης της δημιουργίας και λειτουργίας των ΚΕΠ, το οποίο χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης κατά 75% και από τον κρατικό προϋπολογισμό κατά 25% και β) προβλέφθηκε η παραγωγική λειτουργία των ΚΕΠ κατά το αρχικό στάδιο της πιλοτικής λειτουργίας τους, χρονικής διάρκειας κατά το αντίστοιχο πρόγραμμα, τριάντα (30) μηνών, από Ιούνιο 2002 έως Δεκέμβριο 2004, και διάρκεια της χρηματοδότησης, στα πλαίσια του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης κατά 75% και από τον κρατικό προϋπολογισμό 25%, δεκαοκτώ (18) μηνών, με την πρόσληψη, για το στάδιο αυτό, της οργάνωσης και του εξοπλισμού των ΚΕΠ και της αρχικής πιλοτικής λειτουργίας τους, του ως άνω προσωπικού με συμβάσεις που θα συναφθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 ν. 2527/1997, δια της μη εφαρμογής τους 3) τις διατάξεις του άρθρου 6 ν. 2527/1997, κατ' εφαρμογή των οποίων καταρτίσθηκε η επίδικη σύμβαση έργου, διάρκειας δεκαοκτώ (18) μηνών, όση και η διάρκεια της ως άνω χρηματοδότησης, στα πλαίσια του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, για την κάλυψη δηλαδή αναγκών όχι αόριστης διάρκειας αλλά πρόσκαιρων και έκτακτων, που προκύπτουν από τη σύσταση και λειτουργία των ΚΕΠ, στο αρχικό αυτό στάδιο της πιλοτικής λειτουργίας τους, μετά το πέρας του οποίου τη λειτουργία αυτών θα καλύπτουν οι Ο.Τ.Α., στους οποίους ανήκουν τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, δια της μη εφαρμογής τους 4) τις διατάξεις του άρθρου 8 ν. 2112/1920, ως ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο προς την κοινοτική οδηγία 1999/70/ΕΚ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, δια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής αυτών, που δεν απαγορεύουν την πρόσληψη προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση ορισμένου χρόνου, από το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα βάσει ειδικού προς τούτο νόμου, για την κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών, που δεν ανάγονται στον κύκλο των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων του οικείου φορέα, στην προκείμενη περίπτωση όσων αναγκών ανακύπτουν σε προσωπικό κλπ, κατά τη διάρκεια του αρχικού πιλοτικού σταδίου λειτουργίας των ΚΕΠ και της ως άνω χρηματοδότησής τους από το Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ κατά το μέρος του υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.

   Τρία όμως μέλη του δικαστηρίου τούτου, ήτοι οι αρεοπαγίτες Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου και Σταύρος Γαβαλάς, διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Στη σύμβαση εργασίας (άρθρο 648 του ΑΚ) τα μέρη αποβλέπουν στην εργασία του μισθωτού καθεαυτή, ενώ στη σύμβαση έργου (άρθρο 681 του ΑΚ) στην επίτευξη συγκεκριμένου τελικού αποτελέσματος. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο της παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης προς αυτές. Τον εξαρτημένο χαρακτήρα της εργασίας δεν αποκλείει η ελευθερία του εργαζομένου να αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων ή της φύσεως της συγκεκριμένης εργασίας, όταν η ελευθερία αυτή, αν και καθιστά χαλαρότερη την εξάρτηση του εργαζομένου, δεν αναιρεί ωστόσο την υποχρέωσή του να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του εργοδότη και να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του. Επίσης, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η ασφάλιση του εργαζομένου, η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, κλπ. Ακόμη δεν είναι δεσμευτικός για τα δικαστήρια ο χαρακτηρισμός τον οποίο έδωσαν στη σύμβαση τα μέρη ή ο χαρακτηρισμός που δίδει ο νόμος, όταν οι όροι της παροχής της εργασίας δεν ανταποκρίνονται στον χαρακτηρισμό αυτό, αλλά περιέχουν τα προσδιοριστικά στοιχεία που προσδίδουν στη σχέση το χαρακτήρα της εξαρτημένης εργασίας. Περαιτέρω, με την Κοινοτική Οδηγία 99/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999, που καταλαμβάνει και το δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και καταχρήσεων κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων, οι οποίες υποκρύπτουν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η διαδοχική για ορισμένο κάθε φορά χρόνο σύναψη των οποίων δε δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, οπότε πρέπει να θεωρούνται ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου. Στην ελληνική έννομη τάξη, ήδη πριν από την ενσωμάτωση της οδηγίας αυτής, με το Π.Δ. 81/2003 και σε σχέση με το δημόσιο τομέα με το Π.Δ. 164/2004, η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης ορισμένου, αντί αορίστου χρόνου που αντικειμενικά δικαιολογείται, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος. Οι διατάξεις αυτές, που εφαρμόζονται για όλους τους εργαζόμενους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν εργάζονται στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα και καθιερώνουν «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» του εθνικού μας δικαίου, για την πρόληψη και αποφυγή καταχρήσεων, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου που συνήψαν στις 18.3.1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CEEP, για την υλοποίηση της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω οδηγία, παρέχουν προστασία στους εργαζομένους από τις καταχρήσεις του είδους που προαναφέρθηκαν, με το να καθιερώνουν την αρχή ότι ο χαρακτηρισμός που έδωσαν στη σύμβαση οι συμβαλλόμενοι δεν είναι δεσμευτικός αλλά ο ορθός χαρακτηρισμός της σύμβασης εργασίας, ως σύμβασης ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δίδεται από το δικαστήριο από τη φύση της συγκεκριμένης σύμβασης. Μάλιστα, η προστασία αυτή είναι πληρέστερη εκείνης της ανωτέρω Κοινοτικής Οδηγίας, αφού κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του εθνικού δικαίου, έχει παγιωθεί η ερμηνεία ότι, μπορεί η σύμβαση να θεωρηθεί αόριστου χρόνου, έστω και αν μία μόνο σύμβαση που προσχηματικά ονομάσθηκε ορισμένου χρόνου, καταρτίσθηκε. Εμπόδιο για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος (που προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001), αφού αυτές απαγορεύουν τη μετατροπή συμβάσεων προσωπικού που προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όχι όμως και την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, ως αόριστης χρονικής διάρκειας, όταν με αυτήν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεδομένου μάλιστα ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 103 παρ. 3 και 8 εδ. β') προβλέπονται περιπτώσεις πρόσληψης προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, προς κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3013/2000 προβλέφθηκε η σύσταση των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) στις Περιφέρειες, Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, Νομαρχιακά Διαμερίσματα των Ενιαίων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, Δήμους και Κοινότητες, ορίσθηκε η αποστολή τους και καθορίστηκε η στελέχωσή τους με προσωπικό που προσλαμβάνεται υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 18 και 21 του ν. 2190/1994, με σύμβαση, η οποία, ναι μεν ορίζεται ότι αποτελεί σύμβαση ορισμένου χρόνου, πλην όμως ρητά χαρακτηρίζεται ως σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Με το άρθρο 5 του ν. 2860/2000 «Διαχείριση, παρακολούθηση και έλεγχος του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης» και τις αποφάσεις του Ειδικού Γραμματέα για την Κοινωνία της Πληροφορίας, του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, 151989/κτ.Π 2230/20.6.2002 και 152802/κτ.Π 5369/25.11.2002, που εκδόθηκαν για την εφαρμογή του, εντάχθηκε σε πρόγραμμα του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης η πράξη «Αριάδνη: Σύστημα παροχής Υπηρεσιών και Διοικητικών Πληροφοριών προς τους πολίτες», που έχει αντικείμενο την υποστήριξη της δημιουργίας και λειτουργίας των Κέντρων Εξυπηρέτησης πολιτών (ΚΕΠ), με προμήθεια εξοπλισμού πληροφοριακής υποδομής, ειδικών επίπλων, κλιματιστικών και σύνδεση με το κεντρικό πληροφοριακό σύστημα, καθώς και την υποστήριξη της παραγωγικής λειτουργίας τους κατά το αρχικό στάδιο (πιλοτική λειτουργία). Και κατά την ένταξη της υποστήριξης και λειτουργίας των ΚΕΠ στο ανωτέρω πρόγραμμα, αυτά λειτουργούν στους ΟΤΑ α' και β' βαθμού, με τη διάθεση σ' αυτούς των ποσών για την πληρωμή από αυτούς των αμοιβών που απαιτούνται, από την προβλεπόμενη χρηματοδότηση του προγράμματος αυτού. Προβλέπεται, επίσης, ότι κάθε Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών θα στελεχωθεί με μόνιμο προσωπικό των ΟΤΑ και με προσωπικό με σύμβαση έργου. Το προσωπικό αυτό, που θα υποστηρίξει τη λειτουργία των ΚΕΠ, θα αποτελείται από πτυχιούχους ΑΕΙ - ΤΕΙ - ΤΕΕ - ΙΕΚ πληροφορικής με άριστη γνώση χειρισμού Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Η διάρκεια του προγράμματος είναι τριάντα (30) μηνών, από Ιούνιο 2002 έως Δεκέμβριο 2004 και η διάρκεια της χρηματοδοτούμενης από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Κοινωνία της Πληροφορίας», παραγωγικής πιλοτικής λειτουργίας είναι δέκα οκτώ (18) μηνών. Μετά το πέρας του προγράμματος, τη λειτουργία των ΚΕΠ θα καλύψουν οι ΟΤΑ, στους οποίους ανήκουν τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών. Ωστόσο, η ένταξη των ΚΕΠ στο ανωτέρω πρόγραμμα και η στα πλαίσια αυτής «πιλοτική» λειτουργία τους, δε σημαίνει ότι αυτά παύουν να υφίστανται μετά τη λήξη του προγράμματος και της πιλοτικής τους λειτουργίας, μόνο δε η χρηματοδότησή τους από το πρόγραμμα αυτό παύει, ενώ μετά το πέρας του προγράμματος η λειτουργία τους καλύπτεται από τους ΟΤΑ στους οποίους αυτά ανήκουν. Τα ΚΕΠ βρίσκονται σε παραγωγική λειτουργία και κατά το στάδιο της πιλοτικής λειτουργίας τους. Συνεπώς, το απασχολούμενο κατά το στάδιο αυτό προσωπικό, εφόσον τελεί υπό την εξάρτηση του ΟΤΑ που το προσέλαβε, στον οποίο ανήκει το ΚΕΠ και προσφέρει τις υπηρεσίες του προς εξυπηρέτηση της παραγωγικής λειτουργίας του ΚΕΠ, υπό την εποπτεία, τις οδηγίες και τον έλεγχο του ΟΤΑ, που ασκούνται μέσω των οριζόμενων από αυτόν υπευθύνων, συνδέεται με αυτό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, έστω και αν στις ανωτέρω αποφάσεις ορίζεται ότι η πρόσληψή του γίνεται με σύμβαση έργου, ορισμός που δεν εμποδίζει το δικαστήριο να προβεί στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της σχετικής σύμβασης. Το στάδιο της πιλοτικής λειτουργίας, εξάλλου, δεν αποτελεί στάδιο προσωρινής λειτουργίας των ΚΕΠ. Οι παρεχόμενες κατά το στάδιο αυτό υπηρεσίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι σε κάθε περίπτωση καλύπτουν πρόσκαιρες, απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες. Αντίθετα, οι ανάγκες της παραγωγικής λειτουργίας, οι οποίες θα εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά τη λήξη της πιλοτικής λειτουργίας, είναι πάγιες και διαρκείς. Σκοπός της πιλοτικής λειτουργίας δεν είναι να διαπιστωθεί αν θα πρέπει να συνεχίσει ή όχι να υπάρχει το οικείο ΚΕΠ, και αν θα πρέπει να διατηρηθεί ή όχι το προσωπικό που προσλήφθηκε, αλλά αφενός να συναχθούν συμπεράσματα για τις αποτελεσματικότερες μεθόδους λειτουργίας και αφετέρου να αποκτηθεί εμπειρία από το προσωπικό για τη μετά τη λήξη του πιλοτικού σταδίου λειτουργία του ΚΕΠ. Αποβλέπει, δηλαδή, η πιλοτική λειτουργία στην κατά αποτελεσματικότερο τρόπο εξυπηρέτηση των πάγιων και διαρκών αναγκών του ΚΕΠ και ο στόχος αυτός θα ματαιωνόταν αν το προσωπικό που απέκτησε εμπειρία, παρέχοντας τις υπηρεσίες του στην παραγωγική λειτουργία του ΚΕΠ κατά το αρχικό στάδιο, δε συνέχιζε να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες του στην παραγωγική λειτουργία του ΚΕΠ και κατά μεταγενέστερο στάδιο, που λήγει η χρηματοδότηση από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Τέλος, οι διατάξεις των άρθρων 1 και 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το ν. 4538/1930 και ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 11 του Α.Ν. 547/1937, που απαιτούν έγγραφη καταγγελία από τον εργοδότη της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου και την καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο, ισχύουν και για την απόλυση μισθωτού που συνδέεται με ΟΤΑ με σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου. Αποκλεισμός της εφαρμογής τους δεν μπορεί να στηριχθεί στις διατάξεις των άρθρων 60 παρ. 2 του α.ν. 1846/1951, 48 παρ. 2 του ν.δ. 2698/1953, 55 του π.δ. 410/1988 και 3 του ν.δ. 31/1968, οι οποίες δε ρυθμίζουν το θέμα αυτό. Οι διατάξεις του άρθρου 60 παρ. 2 του ν. 1846/1951, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 48 παρ. 2 του ν.δ. 2698/1953, ορίζουν απλώς ότι η παράλειψη της αναγγελίας των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου από το Δημόσιο στα (τότε) Γραφεία Ευρέσεως Εργασίας δεν «συνεπάγεται οιανδήποτε αστικήν ή ποινικήν κύρωσιν ή υποχρέωσιν αποζημιώσεως έναντι του μισθωτού ή τρίτων έναντι του Δημοσίου». Το άρθρο 55 του π.δ. 410/1988 ρυθμίζει απλώς κατά διαφορετικό τρόπο το ύψος της καταβαλλόμενης λόγω απόλυσης αποζημίωσης και με την παρ. 6 αυτού επεκτείνεται η εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων και στο προσωπικό των ΟΤΑ, ενώ το άρθρο 3 του ν.δ. 31/1968 επεκτείνει την εφαρμογή των υπέρ του Δημοσίου προνομιών και ουσιαστικών διατάξεων και στους ΟΤΑ, και εφόσον δεν υπάρχει για το δημόσιο αποκλεισμός των συνεπειών από την ακυρότητα των απολύσεων του προσωπικού που εργάζεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, δεν υφίσταται περίπτωση αποκλεισμού αυτού και για τους ΟΤΑ. Αλλωστε παρόμοιος αποκλεισμός θα παραβίαζε τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 22 παρ. 1 εδ. α' και 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης, με αυτήν το Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, δέχτηκε ανελέγκτως , ότι από κατ είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την 13154/12.9.2002 σύμβαση μίσθωσης έργου ορισμένου χρόνου, η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη), η οποία είναι πτυχιούχος της Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Νομικής Σχολής Αθηνών, κάτοχος διπλώματος πανεπιστημιακών σπουδών Γαλλικής Φιλολογίας και φοιτήτρια Βιβλιοθηκονομίας και συστημάτων πληροφόρησης στο ΤΕΙ Αθηνών, προσλήφθηκε από τον εναγόμενο (αναιρεσείοντα) Δήμο Σικυωνίων, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της, ως πτυχιούχος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, υπάλληλος στο Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) του Δήμου Σικυωνίων. Η πρόσληψη της ενάγουσας έγινε ύστερα από προκήρυξη του Δήμου Σικυωνίων για την πρόσληψη τεσσάρων υπαλλήλων, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6 του ν. 2427/1997. Η διάρκεια της εκτέλεσης του έργου ορίσθηκε δέκα οκτώ μήνες. Λόγω της έναρξης της λειτουργίας του ΚΕΠ Δήμου Σικυωνίων την 1.1.2003, με τη νεότερη 156/2.1.2003 σύμβαση, που αντικατέστησε την προηγούμενη, η διάρκεια της εκτέλεσης του έργου ορίσθηκε δέκα οκτώ μήνες από 1.1.2003 έως 30.6.2004. Η συνολική αμοιβή συμφωνήθηκε στο ποσό των 15.840 ευρώ. Η ίδρυση και λειτουργία και του ΚΕΠ Σικυωνίων στηρίχθηκε στο πρόγραμμα «πολιτεία» του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, η πληρωμή δε του προγράμματος και η χρηματοδότηση του έργου, το οποίο έχει υπαχθεί στο Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης γινόταν από την Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Αυτοδιοίκησης ΑΕ, με προγραμματική σύμβαση μεταξύ ΚΕΔΚΕ και του ως άνω Υπουργείου. Η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) προσέφερε καθημερινά τις υπηρεσίες της στις εγκαταστάσεις του ΚΕΠ Σικυωνίων, με πρωινό και απογευματινό ωράριο σε εναλλακτικές βάρδιες, που είχε ορισθεί με απόφαση του Δημάρχου Σικυωνίων από Δευτέρα έως Παρασκευή, πρωί από 8.00 π.μ. έως 14.00 και απόγευμα από΄14.00 έως 20.00 και κάθε Σάββατο από 08.00 έως 14.00. Υπέγραφε καθημερινά την ώρα άφιξης και αναχώρησής της στο βιβλίο παρουσιών και παρείχε την εργασία της υπό τις οδηγίες και την εποπτεία της Κ. Γ., διοικητικής υπαλλήλου του Δήμου Σικυωνίων, η οποία είχε ορισθεί υπεύθυνη του εν λόγω ΚΕΠ με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Σικυωνίων. Αυτή κάλυπτε με τις υπηρεσίες της πάγιες και διαρκείς ανάγκες της παραγωγικής λειτουργίας του ΚΕΠ, η οποία, σύμφωνα με το νομοθετημένο σκοπό των ΚΕΠ, συνίσταται στην παροχή πληροφοριών στους πολίτες, προώθηση της διεκπεραίωσης των υποθέσεων των πολιτών από τις καθ' ύλην αρμόδιες υπηρεσίες, διακίνηση εγγράφων, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων, ληξιαρχικών πράξεων κλπ, με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, έκδοση διαβατηρίων, επικύρωση αντιγράφων και διάθεση παραβόλων διαφόρων υπηρεσιών. Οι ανάγκες που κάλυπτε με τις υπηρεσίες της η ενάγουσα θα υφίστανται όσο θα υφίσταται και το ΚΕΠ, κατά τη φυσική δε πορεία των πραγμάτων, εάν δε μεσολαβούσε η πρόωρη καταγγελία της, η σύμβαση της ενάγουσας θα ανανεωνόταν, όπως συνέβη με τις παρόμοιες συμβάσεις των υπόλοιπων συναδέλφων της - συμβασιούχων - στο ΚΕΠ, οι συμβάσεις των οποίων παρατάθηκαν για ένα ακόμη εξάμηνο. Με βάση τις παραδοχές αυτές, οι οποίες, ως αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, το Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι η ενάγουσα, απασχολούμενη υπό τις εντολές και οδηγίες του εναγομένου και των οργάνων του, που ασκούσαν εποπτεία και καθόριζαν τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο της εργασίας της, υποχρεούμενη να συμμορφώνεται με αυτές και να δέχεται τον έλεγχο, τόσο για την τήρηση των εντολών και οδηγιών, όσο και για την επιμελή εκτέλεση της εργασίας, συνδεόταν πράγματι με τον εναγόμενο με την έννομη σχέση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και όχι με σύμβαση έργου, η δε σύμβαση αυτή εργασίας, εφόσον οι παρεχόμενες από την ενάγουσα υπηρεσίες κάλυπταν, όπως και οι παρεχόμενες από το μόνιμο προσωπικό του εναγομένου, πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ΚΕΠ, οι οποίες δηλαδή θα εξακολουθούσαν και μετά το πέρας της πιλοτικής λειτουργίας αυτού και τη λήξη της χρηματοδότησης της λειτουργίας αυτού από το Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, και την ανάληψη της χρηματοδότησης από τον εναγόμενο, έχει χαρακτήρα σύμβασης αόριστου χρόνου και η επιλογή της σύμβασης έργου ορισμένης χρονικής διάρκειας, η οποία έγινε προς καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, που επιτελεί τους σκοπούς της κοινοτικής οδηγίας 99/77/ΕΚ, δε δικαιολογείται από τη φύση, το είδος, το σκοπό της εργασίας και τις συνθήκες λειτουργίας του ΚΕΠ. Ακολούθως, το Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, αφού ανελέγκτως περαιτέρω δέχθηκε ότι στην ενάγουσα, που απολύθηκε για δεύτερη φορά στις 30.12.2003, χωρίς μάλιστα για την πρόωρη απόλυσή της να αποδεικνύεται ότι συνέτρεχαν τα πραγματικά περιστατικά, που, κατά τον εναγόμενο, συνιστούσαν σπουδαίο λόγο που τη δικαιολογούσαν, δεν καταβλήθηκε αποζημίωση, έκρινε ότι η σχετική καταγγελία είναι άκυρη και δεχόμενο εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε ότι η ενάγουσα συνδέεται με τον εναγόμενο από την αρχική πρόσληψή της με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, αναγνώρισε την ακυρότητα της ανωτέρω καταγγελίας και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει μισθούς υπερημερίας στην ενάγουσα. Έτσι κρίνοντας το Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και επομένως έπρεπε ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το μέρος που με αυτόν υποστηρίζονται τα αντίθετα.

    Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, κατ' άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ και να καταδικαστούν, η αναιρεσίβλητη και η προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβάσα, «Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ)», στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Δήμου και του προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβάντος Ελληνικού Δημοσίου, κατ' άρθρα 176, 182, 183 ΚΠολΔ, 22 παρ. 1 ν. 3693/1957 και 307 π.δ. 410/1995.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την 143/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου.

    Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.

   Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη και την προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβάσα «Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ)», να πληρώσουν στον αναιρεσείοντα και το προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβάν Ελληνικό Δημόσιο, τα δικαστικά έξοδα εξ οκτακοσίων (800) και τριακοσίων (300) ευρώ, αντίστοιχα.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαϊου 2006.

   Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιουνίου 2006.