ΑΠΔ 73/2010

 

Πρόσβαση καταγγελλομένου σε στοιχεία καταγγέλλοντος, στο πλαίσιο καταγγελίας που υποβάλλεται σε δημόσια υπηρεσία.

 

 

 

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ    

 

 

 

      Αθήνα, 08-12-2010

      Αριθ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/7380/08-12-2010

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η    ΑΡ.  73 / 2010

 

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, σε τακτική συνεδρίαση την 07.10.2010 στο κατάστημά της, αποτελούμενη από τους Χ. Γεραρή, Πρόεδρο, Λ. Κοτσαλή, Α. Παπανεοφύτου, Α. Πράσσο, Α. Ι. Μεταξά, Α. Ρουπακιώτη, τακτικά μέλη και το αναπληρωματικό μέλος Γ. Πάντζιου σε αντικατάσταση του τακτικού μέλους Α. Πομπόρτση, ο οποίος αν και κλήθηκε νομίμως εγγράφως δεν παρέστη λόγω κωλύματος. H Αρχή συνεδρίασε προκειμένου να εξετάσει την νομιμότητα χορήγησης σε καταγγελλόμενο ενώπιον δημοσίων υπηρεσιών του περιεχομένου της καταγγελίας και των στοιχείων του καταγγέλλοντος. Μετά από εντολή του Προέδρου συμμετείχε στη συνεδρίαση το αναπληρωματικό μέλος της Αρχής Γ. Λαζαράκος, ως εισηγητής, με δικαίωμα ψήφου. Στη συνεδρίαση παρέστη, μετά από εντολή του Προέδρου, η Ε. Ι. Τσακιρίδου, δικηγόρος-νομικός ελέγκτρια, ως βοηθός εισηγητή σε αναπλήρωση των Θ. Τουτζιαράκη και Ε. Μαραγκού, δικηγόρων-νομικών ελεγκτριών, οι οποίες δεν παρέστησαν λόγω κωλύματος και η Α. Κανακάκη, υπάλληλος του τμήματος διοικητικών και οικονομικών υποθέσεων, ως γραμματέας.

        

Ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο στους εισηγητές, οι οποίοι, αφού ανέγνωσαν τη γραπτή εισήγηση των Θ. Τουτζιαράκη και Ε. Μαραγκού, ανέπτυξαν τα ακόλουθα:

 

1. Η Αρχή δέχεται πλήθος ερωτημάτων από δημόσιες υπηρεσίες σχετικά με τη νομιμότητα χορήγησης στους καταγγελλόμενους αντιγράφων των σε βάρος τους καταγγελιών που υποβάλλονται για διερεύνηση και για τις δικές τους ενέργειες. Το ερώτημα που συνήθως θέτουν οι υπηρεσίες είναι εάν πρέπει, κατά τη χορήγηση της καταγγελίας στον καταγγελλόμενο, να απαλείψουν (ή όχι) το όνομα και τα λοιπά στοιχεία επικοινωνίας (ταχυδρομική διεύθυνση, τηλέφωνο) του καταγγέλλοντος. Ο καταγγελλόμενος δεν αρκείται συνήθως να πληροφορηθεί μόνο το κείμενο της καταγγελίας, αλλά ζητεί και τα στοιχεία του καταγγέλλοντος, προκειμένου να ασκήσει εναντίον του νόμιμες αξιώσεις (π.χ. μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση ή/και ψευδή καταμήνυση, αγωγή για ηθική βλάβη κλπ.). Η περιπλοκότητα του ζητήματος συνίσταται στο ότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καταγγελλόμενος φέρεται τυπικά να έχει την ιδιότητα του τρίτου ως προς τα στοιχεία του καταγγέλλοντος, αλλά ουσιαστικά είναι το υποκείμενο των δεδομένων, δεδομένου ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας αναφέρεται κατεξοχήν σε αυτόν.

 

2. Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων (άρθρο 2 στοιχ. α' του Ν. 2472/1997). Υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα (άρθρο 2 στοιχ. γ' του Ν. 2472/1997). Περαιτέρω, το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 προβλέπει ότι «Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους [...]. Η πληροφορία ποιος στρέφεται εναντίον του καταγγελλόμενου είναι πληροφορία που αναφέρεται στον τελευταίο και εμπεριέχεται στο δικαίωμα πρόσβασης του προαναφερόμενου άρθρου. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα γνώσης της προέλευσης των δεδομένων σημαίνει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να γνωστοποιεί στο υποκείμενο των δεδομένων την προέλευση, δηλαδή την “πηγή” των δεδομένων του (βλ. ενδεικτικά Αποφάσεις 4/2005 και 39/2005 της Αρχής, με τις οποίες επιβλήθηκαν πρόστιμα στους υπεύθυνους επεξεργασίας, επειδή δεν ικανοποίησαν το δικαίωμα πρόσβασης, καθώς δεν απάντησαν ικανοποιητικά - ανάμεσα στα άλλα - και ως προς την πηγή των δεδομένων).  Η Αρχή έχει μάλιστα κρίνει, ότι στην έννοια της “προέλευσης” μπορεί να εμπίπτουν και τρίτα φυσικά πρόσωπα, τα οποία διέθεσαν τις σχετικές πληροφορίες (βλ. ενδεικτικά Απoφάσεις 4/2003 και 43/2003 της Αρχής, όπου επισημαίνεται ότι ο καταγγελλόμενος δικαιούται να έχει πρόσβαση στο κείμενο της καταγγελίας και να γνωρίζει - εφόσον η καταγγελία είναι επώνυμη - το όνομα αυτού που τον καταγγέλλει, χωρίς να εξετάζεται το ζήτημα αν ο καταγγέλλων είναι τρίτος ή όχι).  Εξάλλου η γνώση της προέλευσης των δεδομένων είναι αναγκαία προκειμένου το υποκείμενο των δεδομένων να είναι σε θέση να ασκήσει περαιτέρω δικαιώματά του (σε κάθε περίπτωση, ο καταγγελλόμενος, είτε είναι φυσικό είτε νομικό πρόσωπο, έχει κατά κανόνα και υπέρτερο έννομο συμφέρον να λάβει το πλήρες κείμενο της σε βάρος του καταγγελίας, ιδίως για να μπορεί να υπερασπισθεί τον εαυτό του αρτιότερα και να ασκήσει τα δικαιώματά του). Για παράδειγμα, μόνο μέσω της αποκάλυψης της πηγής, το υποκείμενο είναι συχνά πλέον σε θέση να αντικρούσει ισχυρισμούς, οι οποίοι ενδεχομένως έγιναν από συγκεκριμένα κίνητρα ή οι οποίοι μόνο από την οπτική του ίδιου του ισχυριζόμενου (καταγγέλλοντος) μπορούν να γίνουν κατανοητοί. Από την άλλη μεριά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η διαβίβαση των στοιχείων του καταγγέλλοντος στον καταγγελλόμενο συνιστά και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του καταγγέλλοντος (άρθρο 2 στοιχ. δ΄ του Ν. 2472/1997), ο οποίος είναι επίσης υποκείμενο των δεδομένων ως προς την πληροφορία ότι εκείνος είναι το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία και ως προς τα στοιχεία της ταυτότητας και διεύθυνσής του που περιέχονται στο κείμενο της καταγγελίας αυτής.

 

3. Ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο μπορεί να περιοριστεί το κατά το άρθρο 12 του Ν. 2472/1997 δικαίωμα πρόσβασης του καταγγελλόμενου, δηλαδή κατά πόσο μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα του καταγγελλόμενου να πληροφορηθεί την «πηγή» των δεδομένων που τον αφορούν, ιδίως όταν «θίγονται» δικαιώματα του καταγγέλλοντος (π.χ. υφίσταται απειλή για τη ζωή του ή την περιουσία του εκ μέρους του καταγγελλόμενου). Ρητός περιορισμός  προβλέπεται καταρχήν στην παρ. 5 του άρθρο 12 του Ν. 2472/1997: «Με απόφαση της Αρχής, ύστερα από αίτηση του υπεύθυνου επεξεργασίας, η υποχρέωση πληροφόρησης, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου [που περιλαμβάνει την κατά τα προαναφερόμενα υποχρέωση ακριβούς πληροφόρησης του υποκειμένου για την «πηγή» των δεδομένων του], μπορεί να αρθεί, εν όλω ή εν μέρει, εφόσον η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Σημειώνεται ότι το άρθρο 13 παρ. 1 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ προβλέπει δυνατότητα στον εθνικό νομοθέτη να εισάγει ευρύτερους περιορισμούς στο δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων και συγκεκριμένα ότι περιορισμός στο δικαίωμα αυτό μπορεί να προβλεφθεί, μεταξύ άλλων, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διαφύλαξη της προστασίας του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων (στοιχ. ζ΄). Ως δικαιώματα «άλλων προσώπων» (δηλαδή τρίτων) νοούνται και η προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, καθώς και η προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η διάταξη αυτή υιοθετήθηκε από άλλες έννομες τάξεις (π.χ. Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία), δηλαδή το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων περιορίζεται στο ίδιο άρθρο, στο οποίο προβλέπεται, με την ρητή επιφύλαξη υπέρ των δικαιωμάτων άλλων προσώπων. Ο έλληνας νομοθέτης επέλεξε να εντάξει στο άρθρο 12 του Ν. 2472/1997 (δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων) μόνο δυο συγκεκριμένους περιορισμούς (για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων) και δεν διατύπωσε καμία ρητή επιφύλαξη υπέρ των δικαιωμάτων άλλων προσώπων.

 

4. Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι δημόσια υπηρεσία, η υποβληθείσα σε αυτήν καταγγελία είναι ταυτόχρονα και δημόσιο έγγραφο.  Συνεπώς, εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή παράλληλα το άρθρο 5 του Κ.Δ.Διαδ., στο οποίο ορίζεται η υποχρέωση των δημοσίων υπηρεσιών να παρέχουν (και το αντίστοιχο δικαίωμα των πολιτών να αξιώνουν) πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα (άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. β΄ του Ν. 2472/1997). Σύμφωνα δε με την παρ. 3 εδ. α΄ του άρθρου 5 του Κ.Δ.Διαδ, το δικαίωμα πρόσβασης σε δημόσια έγγραφα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που α) ένα τέτοιο έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή β) παραβλάπτεται απόρρητο, το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. β΄ του ίδιου άρθρου, η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα, αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα της υπόθεσης σχετικά με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης. Αναφορικά με την κατά το άρθρο 5 παρ. 3 εδ. α΄ του Κ.Δ.Διαδ. «ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή», η Αρχή έχει ήδη αποφανθεί ότι η έννοια της «ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής» είναι στενότερη της έννοιας των προσωπικών δεδομένων (βλ. ενδεικτικά τις Αποφάσεις 53/2000 και 32/2005 της Αρχής), αντιπαρατάσσεται δε στη «δημόσια ζωή» και αφορά μια γενικά παραδεκτή, σύμφωνα με τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, «σφαίρα του απορρήτου» του ατόμου, όπως είναι, για παράδειγμα, η ερωτική του ζωή, σωματικά ελαττώματα ή προβλήματα της υγείας του, ενδοοικογενειακές έριδες.  Στον πυρήνα της ιδιωτικής ζωής εμπίπτουν κατά κανόνα τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (άρθρο 2 στοιχ. β' του Ν. 2472/1997).  Περαιτέρω, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (βλ. για παράδειγμα Γνωμοδότηση ΝΣΚ 482/1995 σχετικά με την υποχρέωση γνωστοποίησης του περιεχομένου έγγραφης καταγγελίας για φορολογικές παραβάσεις στον καταγγελλόμενο) έχει κρίνει ότι η Διοίκηση υποχρεούται, με βάση τον Κ.Δ.Διαδ., να γνωστοποιεί το περιεχόμενο έγγραφης καταγγελίας στον καταγγελλόμενο και να του χορηγεί αντίγραφο αυτής, εκτός εάν: α) η γνωστοποίηση μπορεί να δυσχεράνει την έρευνα διοικητικών ή δικαστικών αρχών για τα καταγγελλόμενα (κίνδυνος εξαφάνισης ή συγκάλυψης των στοιχείων) ή β) η καταγγελία δεν στηρίζει αφ` εαυτής διοικητική πράξη ή άλλα επίσημα έγγραφα της αρμόδιας αρχής, όπως αναλυτικά εκτίθεται στη γνωμοδότηση, και ο καταγγελλόμενος δεν  θεμελιώνει συγκεκριμένο έννομο συμφέρον να λάβει γνώση της καταγγελίας.  Συνεπώς, εφόσον πρόκειται ταυτόχρονα και για δημόσια έγγραφα, όλοι οι προαναφερόμενοι περιορισμοί του άρθρου 5 παρ. 3 του Κ.Δ.Διαδ. είναι δυνατό να συνιστούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και νόμιμους περιορισμούς του δικαιώματος πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων (άρθρο 12 του Ν. 2472/1997). Έτσι, για παράδειγμα, είναι δυνατό, με βάση τα προαναφερόμενα, ουσιαστικά να μετατίθεται το χρονικό σημείο της πρόσβασης του καταγγελλόμενου στην καταγγελία και να επιτρέπεται αυτή όταν δεν δυσχεραίνεται πλέον η έρευνα για τα καταγγελλόμενα (π.χ. έχει ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη έρευνα και συλλογή των απαραίτητων στοιχείων).

 

5. Περιορισμοί μπορεί, επίσης, να προβλέπονται σε ειδικές διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν την εξέταση και το γενικότερο χειρισμό καταγγελιών από την εκάστοτε δημόσια υπηρεσία και οι οποίες  επιβάλλουν, ενδεχομένως, απόλυτη ή μερική τήρηση μυστικότητας. Για παράδειγμα, στο άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3094/2003 περί Συνηγόρου του Πολίτη, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3242/2004, προβλέπεται η δυνατότητα του Συνηγόρου του Πολίτη να μην ανακοινώνει το όνομα και τα άλλα προσωπικά στοιχεία του προσώπου που κατέθεσε αναφορά, εφόσον το ζητήσει εγγράφως ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος και εφόσον η διερεύνηση της αναφοράς είναι δυνατή χωρίς ανακοίνωση του ονόματος.

 

6. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, ο καταγγέλλων είναι και εκείνος υποκείμενο προσωπικών δεδομένων που περιέχονται στην καταγγελία (των στοιχείων της ταυτότητάς του, ως φυσικού προσώπου, συντάκτη της καταγγελίας, και των στοιχείων επικοινωνίας του), η εκάστοτε δημόσια υπηρεσία, ήδη κατά το στάδιο της συλλογής των δεδομένων, έχει την υποχρέωση να τον ενημερώσει, ανάμεσα στα άλλα, και για τους αποδέκτες των δεδομένων αυτών (βλ. άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 2472/1997). Συνεπώς, είναι ιδιαίτερα σκόπιμο, ήδη κατά την υποβολή καταγγελίας σε μια δημόσια υπηρεσία, η τελευταία να ενημερώνει τον καταγγέλλοντα ότι τόσο το κείμενο της καταγγελίας του όσο και το όνομά του, είναι δεδομένα που μπορεί να γνωστοποιηθούν στον καταγγελλόμενο, ιδίως εφόσον ο τελευταίος τα ζητήσει.  Και αυτό, διότι ο καταγγελλόμενος έχει κατά κανόνα ως προς αυτά τα δεδομένα δικαίωμα πρόσβασης (άρθρο 12 του Ν. 2472/1997 και άρθρο 5 παρ. 1-3 του Κ.Δ.Διαδ.), οπότε είναι ένας νόμιμος αποδέκτης του κειμένου και των λοιπών στοιχείων της καταγγελίας. Κατά αυτό τον τρόπο, ο εκάστοτε καταγγέλλων, θα πρέπει εξαρχής να αιτιολογήσει τους λόγους που δικαιολογούν τη μη χορήγηση των στοιχείων του στον καταγγελλόμενο. Η δημόσια υπηρεσία, αντίστοιχα, θα μπορεί εξαρχής να εξετάζει τη νομιμότητα των λόγων που προβάλλει ο καταγγέλλων και, επιπλέον, σε περίπτωση που τα χορηγήσει, δεν θα υποχρεούται να ενημερώσει εκ νέου τον καταγγέλλοντα για τη χορήγηση αυτή (αφού θα τον έχει ήδη κατά την υποβολή της καταγγελίας ενημερώσει για την ανακοίνωση των στοιχείων αυτών στον καταγγελλόμενο, σύμφωνα με το οριζόμενα στο άρθρο 11 του Ν. 2472/1997).  Η κατά τα προαναφερόμενα ενημέρωση του καταγγέλλοντος μπορεί να γίνει με κάθε πρόσφορο τρόπο (βλ. άρθρο 3 παρ. 2 της υπ’ αριθ. 1/1999 Κανονιστικής Πράξης της Αρχής για την «Ενημέρωση υποκειμένου των δεδομένων κατ’ άρθρο 11 Ν. 2472/1997»). Για παράδειγμα, μπορεί να γίνει: α) με ειδική και σαφή επισήμανση στο πρότυπο έντυπο της καταγγελίας, β) με ανάρτηση ευδιάκριτης προειδοποιητικής ανακοίνωσης στο χώρο/γραφείο υποβολής της καταγγελίας, γ) με ειδική, σαφή και ευδιάκριτη επισήμανση στο διαδικτυακό τόπο (ιστοσελίδα) της κάθε δημόσιας υπηρεσίας, ιδίως εάν προβλέπεται και ηλεκτρονική υποβολή καταγγελιών. Τέλος, επισημαίνεται ότι ο επιμελής πολίτης οφείλει να γνωρίζει ότι ο καταγγελλόμενος είναι ενδεχόμενος αποδέκτης και ότι έχει κατά κανόνα δικαίωμα πρόσβασης στην καταγγελία που τον αφορά.

 

Η Αρχή, αφού έλαβε υπόψη την γραπτή εισήγηση και την προφορική ανάπτυξή της, και μετά από διεξοδική συζήτηση, εκδίδει την ακόλουθη

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Α. Ο καταγγελλόμενος, ως υποκείμενο των δεδομένων της καταγγελίας που έχει υποβληθεί σε βάρος του σε δημόσια υπηρεσία, έχει σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 στοιχ. α΄ του Ν. 2472/1997 δικαίωμα πρόσβασης στο κείμενο της εν λόγω καταγγελίας, καθώς και σε πληροφορίες σχετικές με την προέλευση (πηγή) των δεδομένων αυτών. Ως προέλευση νοούνται τα στοιχεία ταυτοποίησης του καταγγέλλοντος που περιέχονται στο κείμενο της καταγγελίας, όπως είναι ιδίως το όνομα και η διεύθυνση του καταγγέλλοντος. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό του καταγγελλόμενου υπόκειται σε περιορισμούς στις εξής περιπτώσεις:

1) Όταν, κατά το άρθρο 12 παρ. 5 του Ν. 2472/1997, η επεξεργασία δεδομένων (εξέταση της καταγγελίας) γίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

2) Όταν, κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του Κ.Δ.Διαδ., η έγγραφη καταγγελία αφορά την υπό στενή έννοια ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του καταγγέλλοντος ή άλλου τρίτου προσώπου ή όταν με τη γνωστοποίηση της έγγραφης καταγγελίας παραβλάπτεται απόρρητο που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις (υποχρεωτικοί περιορισμοί του δικαιώματος πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα), καθώς και αν η καταγγελία περιέχεται σε συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του καταγγελλόμενου είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα της υπόθεσης (δυνητικοί περιορισμοί του δικαιώματος πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα).

3) Όταν ειδικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που ρυθμίζουν την έρευνα και διεκπεραίωση συγκεκριμένων καταγγελιών από την οικεία δημόσια υπηρεσία, επιβάλλουν ή επιτρέπουν, ενδεχομένως, απόλυτη ή μερική τήρηση μυστικότητας.

4) Όταν με τη γνωστοποίηση των στοιχείων του καταγγέλλοντος απειλείται το υπέρτατο έννομο αγαθό της ζωής του.

 

Β. Κάθε δημόσια υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια να εξετάζει καταγγελίες, διαβιβάζει κατά κανόνα αντίγραφα των καταγγελιών αυτών στους καταγγελλομένους, ώστε οι τελευταίοι να λάβουν γνώση και να εκθέσουν τις απόψεις τους. Η διαβίβαση αυτή πραγματοποιείται στο πλαίσιο της αρμοδιότητας κάθε υπηρεσίας και της ανάγκης για την ορθή διερεύνηση της υπόθεσης. Η διοικητική αυτή πρακτική αποτελεί κοινή γνώση του επιμελούς πολίτη. Συγκεκριμένα, ο καταγγέλλων οφείλει να γνωρίζει ότι ο καταγγελλόμενος έχει, πλην νομίμων εξαιρέσεων, δικαίωμα πρόσβασης στην καταγγελία που τον αφορά και στα στοιχεία του καταγγέλλοντος. Το δικαίωμα αυτό ερείδεται πρωτίστως στο άρθρο 12 του Ν. 2472/1997, αλλά και στις διατάξεις για την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα (άρθρο 5 παρ. 1-3 του Κ.Δ.Διαδ). Επομένως, ο καταγγελλόμενος είναι ένας από τους νόμιμους και πιθανούς αποδέκτες της καταγγελίας κατά την έννοια του άρθρου 11 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 στοιχ. ι΄ του Ν. 2472/1997 (γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει και την απαλλαγή από την υποχρέωση ενημέρωσης, πρβλ. άρθρο 4 της υπ’ αριθ. 1/1999 Κανονιστικής Πράξης της Αρχής). Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να πραγματοποιείται σχετική ενημέρωση στον καταγγέλλοντα τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο τελευταίος υποβάλει την καταγγελία του. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να πραγματοποιείται με κάθε πρόσφορο τρόπο σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 της υπ’ αριθ. 1/1999 Κανονιστικής Πράξης της Αρχής, όπως α) με ειδική και σαφή επισήμανση στο πρότυπο έντυπο της καταγγελίας, β) με ανάρτηση ευδιάκριτης προειδοποιητικής ανακοίνωσης στο χώρο/γραφείο υποβολής της καταγγελίας, γ) με ειδική, σαφή και ευδιάκριτη επισήμανση στο διαδικτυακό τόπο (ιστοσελίδα) της κάθε δημόσιας υπηρεσίας, ιδίως εάν προβλέπεται και ηλεκτρονική υποβολή καταγγελιών. Παράλληλα, ο καταγγέλλων, ο οποίος δεν επιθυμεί να αποκαλυφθούν τα στοιχεία του στον καταγγελλόμενο, θα πρέπει εξαρχής να επικαλείται εγγράφως τους λόγους, που δικαιολογούν την ικανοποίηση αυτού του αιτήματος, ώστε τούτο να εξετάζεται επικαίρως από τη δημόσια υπηρεσία.

 

 

Ο Πρόεδρος

 

 

Χρίστος Γεραρής 

 

Η  Γραμματέας

 

 

Αγγελική Κανακάκη