ΑΠΔ 54/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ασφαλιστική εταιρεία - Ασφαλιστική αποζημίωση - Επεξεργασία προσωπικών δεδομένων υγείας - Συγκατάθεση υποκειμένου των δεδομένων -.

 

Η πρακτική ασφαλιστικής εταιρίας  να απαιτεί από τους ασφαλισμένους της, προκειμένου να λάβουν την αποζημίωση που δικαιούνται, να δίνουν τη συγκατάθεσή τους για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων υγείας τους στο έντυπο της εξοφλητικής απόδειξης, οδηγεί στην χωρίς ελεύθερη και ειδική συγκατάθεση επεξεργασία από την εταιρία ευαίσθητων δεδομένων υγείας των ασφαλισμένων της, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ.1 εδ. α και 7 παρ.2 εδ. α του ν. 2472/97.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΡ. 54/2004

 

   Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συνήλθε μετά από πρόσκληση του Προέδρου της σε τακτική συνεδρίαση την 06-05-2004 στο κατάστημά της αποτελούμενη από τον  Δ. Γουργουράκη, Πρόεδρο, και τους  Α. Παπαχρίστου, ως εισηγητή, Σ. Λύτρα, Ν. Φραγκάκη και Σ. Σαρηβαλάση, τακτικά μέλη, και το αναπληρωματικό μέλος και Α. Παπανεοφύτου σε αναπλήρωση του Ν. Παπαγεωργίου, ο οποίος απουσίαζε λόγω κωλύματος, αν και είχε προσκληθεί νομίμως.  Η Αρχή συνήλθε προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρούσα χωρίς δικαίωμα ψήφου ήταν η Κ. Λωσταράκου, ελέγκτρια, ως εισηγήτρια, και η κ. Μ. Τσιάβου, ως γραμματέας.

   O ........ με τα υπ' αριθμ. πρωτ. ......και .....έγγραφα και η ......με το υπ'αριθμ. .......... έγγραφό της προσέφυγαν στην Αρχή σχετικά με την πρακτική της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία ......... να απαιτεί από τους ασφαλισμένους της, προκειμένου να λάβουν την αποζημίωση που δικαιούνταν, να δίνουν τη συγκατάθεσή τους για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων υγείας τους στο έντυπο της εξοφλητικής απόδειξης.

   Η Αρχή απέστειλε αρχικά επιστολή (...............) για την πρώτη από τις ανωτέρω προσφυγές με την οποία ζητούσε τις απόψεις της εταιρίας για το θέμα χωρίς να λάβει απάντηση. Η υπόθεση συζητήθηκε αρχικά στη συνεδρίαση της Αρχής της 10.7.2003 στην οποία αποφασίστηκε η κλήση του εκπροσώπου της εταιρίας και στη συνέχεια στις 24.7.2003 όπου η Αρχή ανέβαλε την συζήτηση και έκδοση απόφασης σε μεταγενέστερη συνεδρίαση εν αναμονή του υπομνήματος που ζήτησε να προσκομίσει ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ ης. Η εταιρία δεν απέστειλε σχετικό υπόμνημα.  Στις 22-1-2004 η Αρχή συζήτησε τη δεύτερη προσφυγή και επιφυλάχθηκε για την έκδοση απόφασης, ενόψει της εκκρεμούς συναφούς υπόθεσης του ............. Στη συνεδρίαση της 29-1-2004 αποφασίστηκε να αναβληθεί η εξέταση των δύο προσφυγών μέχρις ότου το συμβούλιο λάβει γνώση της υπ'αριθμ........... απόφασης του Εφετείου Αθηνών στην οποία ερμηνεύτηκε η έννοια της συγκατάθεσης. Στη συνεδρίαση της 22.4.2004 αποφασίστηκε  η κλήση του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας για την προσφυγή της .............. στη συνεδρίαση της 6.5.2004. 

   Την ασφαλιστική εταιρία ενώπιον της Αρχής εκπροσώπησαν οι δικηγόροι.......... κατά τη συνεδρίαση της 22-1-2004 και ............ στη συνεδρίαση της 6.5.2004.

   Μετά τα παραπάνω, η Αρχή έκρινε ότι οι εν λόγω υποθέσεις ήταν ώριμες για την έκδοση απόφασης.

   Από την ακρόαση των εκπροσώπων της εταιρίας, τα  επισυναπτόμενα και επικαλούμενα έγγραφα και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης, προέκυψαν τα ακόλουθα :

   Οι προσφεύγοντες είναι ασφαλισμένοι στην ανωτέρω ασφαλιστική εταιρία με σκοπό την κάλυψη ιατρικών εξόδων που αφορούν την υγεία τους.  Υποβάλλουν δε τακτικά αιτήσεις αποζημίωσης για τις οποίες αποζημιώνονται κανονικά από την εταιρία. Στο πλαίσιο του ασφαλιστικών τους συμβολαίων, η εταιρία τους παρέχει το δικαίωμα να προβαίνουν σε ιατρικές εξετάσεις, την αξία των οποίων τους αποδίδει πλήρως. Στην εξοφλητική απόδειξη των ελέγχων του έτους 2003, η εταιρία έθεσε κάποιους όρους σχετικά με την επεξεργασία ευαίσθητων και μη προσωπικών δεδομένων οι οποίοι δεν περιλαμβάνονταν στο ασφαλιστικό τους συμβόλαιο. Προκειμένου να λάβουν οι προσφεύγοντες την αποζημίωση που δικαιούνταν, έπρεπε να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για την άντληση από την εταιρία ευαίσθητων δεδομένων υγείας τους από τρίτα πρόσωπα, καθώς και για τη διαβίβαση αυτών σε ένα ευρύ κύκλο τρίτων προσώπων. Τυχόν δε άρση από τους προσφεύγοντες της συγκατάθεσής τους στο μέλλον, θα παρείχε στην εταιρία, όπως αναφέρεται στο έγγραφο, το δικαίωμα άμεσης καταγγελίας της σύμβασης.

   Κατά τους ισχυρισμούς των εκπρόσωπων της εταιρίας, οι εν λόγω ασφαλιστικές συμβάσεις είχαν συναφθεί το 1993 και 1994, χρόνο κατά τον οποίο δεν προβλεπόταν η συγκατάθεση για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, καθόσον ο νόμος 2472/97 ήρθε μεταγενέστερα σε ισχύ. Στις συμβάσεις μετά το 2000, η εταιρία λαμβάνει τη συγκατάθεση στην πρόταση ασφάλισης. Για τις προγενέστερες - πριν το 2000- συμβάσεις, όπως οι επίδικες, η εταιρία ζητά τη συγκατάθεση για την άντληση στοιχείων από διάφορες πηγές σε έντυπο της εξοφλητικής απόδειξης το οποίo υπέχει θέση σύμβασης για τους όρους επεξεργασίας οι οποίοι δεν είχαν περιληφθεί στα ασφαλιστικά συμβόλαια.

   Η εταιρία, μετά την επιστολή της Αρχής, τροποποίησε το σχετικό έντυπο και περιόρισε τους αποδέκτες στους αναφερόμενους στην χορηγηθείσα από την Αρχή άδεια. Σχετικά με τις πηγές, η εταιρία ισχυρίστηκε ότι είναι αναγκασμένη να ζητήσει στοιχεία από τρίτους προκειμένου να γνωρίζει αν ο ασφαλισμένος εξεπλήρωσε την υποχρέωσή του, κατά  την ασφαλιστική νομοθεσία, να αποκαλύψει στην εταιρία κάποια δεδομένα της υγείας του πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καθόσον η εταιρία δεν μπορεί να διαπιστώσει την αλήθεια των αρχικών δηλώσεων του κατά τη σύναψη της σύμβασης (εκτός από ειδικές περιπτώσεις κάλυψης αυξημένου κινδύνου ), αλλά και επειδή ο ασφαλισμένος δεν θα δώσει συγκατάθεση για την ανωτέρω επεξεργασία μετά την επέλευση του γεγονότος. Αυτοί επομένως που δεν θα υπογράψουν το εν λόγω έγγραφο, είναι, κατά την εταιρία, οι ασφαλισμένοι που διέπραξαν ασφαλιστική απάτη.

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1α του ν.2472/97, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους και σαφείς σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών.

   Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 7 παρ. 2α του ν.2472/97, επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο έχει δώσει τη γραπτή συγκατάθεσή του, η οποία, κατά το άρθρο 2 εδαφ. ια, πρέπει να είναι πέραν των άλλων, «ελεύθερη, ρητή, ειδική και εν πλήρη επιγνώσει» του υποκειμένου.

   Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι η συγκατάθεση πρέπει να είναι ελεύθερη, δηλ.να μην εξαναγκάζεται το υποκείμενο στην παροχή της.

   Στα προσκομιζόμενα από τους προσφεύγοντες έντυπα των εξοφλητικών αποδείξεων των ετών 2002 και 2003 η εταιρία είχε εντάξει την παροχή συγκατάθεσης των ασφαλισμένων πελατών της για την πρόσβαση από αυτήν σε προσωπικά δεδομένα υγείας που τηρούνται από τρίτους καθώς και για την διαβίβαση αυτών σε τρίτους αποδέκτες. Για να νομιμοποιήσει τις εν λόγω συλλογές και διαβιβάσεις, η εταιρία ζητούσε τη γραπτή συγκατάθεση των ασφαλισμένων, στο έντυπο της εξοφλητικής απόδειξης, έτσι ώστε να μην μπορεί να λάβει την αποζημίωσή του ο ασφαλισμένος αν δεν υπέγραφε.

   Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ένταξη της συγκατάθεσης στην εξοφλητική απόδειξη στερεί από αυτήν τον κατά νόμο αναγκαίο ελεύθερο χαρακτήρα της, αφού η παροχή της προς την ασφαλιστική εταιρία αποτελεί προυπόθεση για την είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημίωσης.  Η εταιρία θα μπορούσε να απευθυνθεί στους προσφεύγοντες οι οποίοι δεν είχαν δώσει τη συγκατάθεσή τους με τις παλιές συμβάσεις για τους οποίους προέκυψαν ενδείξεις για απόκρυψη στοιχείων ή αναληθών δηλώσεων και επομένως για παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ασφαλιστικό νόμο, και να ζητήσει να έχει πρόσβαση σε χρόνο μη συνδεόμενο με την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης.

   Κατά συνέπεια, η πρακτική αυτή οδηγεί στην χωρίς ελεύθερη και ειδική συγκατάθεση επεξεργασία από την εταιρία ευαίσθητων δεδομένων υγείας των ασφαλισμένων της, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ.1 εδαφ.α και 7 παρ.2 εδαφ.α του ν.2472/97.

   Ενόψει της βαρύτητας της πράξης που αποδείχθηκε και της προσβολής που επήλθε από αυτή στα υποκείμενα δηλ. στους καταγγέλλοντες, αλλά και των γενικότερων επιπτώσεων που έχει η πρακτική αυτή στους ασφαλισμένους της εταιρίας, η Αρχή κρίνει ομόφωνα ότι πρέπει να επιβληθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας η προβλεπόμενη στο άρθρο 21 παρ.1 εδαφ. β  του ν.2472/97 κύρωση που αναφέρεται στο διατακτικό, η οποία κρίνεται ανάλογη με τη βαρύτητα της παράβασης.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Επιβάλλει πρόστιμο είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ στην ασφαλιστική εταιρία ...................... για παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1εδαφ.α και 7 παρ.2 εδαφ.α του ν.2472/97.