ΑΠΔ 19/2010

 

Χορήγηση αντιγράφων πειθαρχικών διώξεων και χορήγηση άδειας για παροχή αντιγράφων ποινικών διώξεων σε τρίτον, έχοντα έννομο συμφέρον.

 

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ    

 

 

 

     Αθήνα, 30-03-2010

     Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1326-1/30-03-2010

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η   19/2010

(Τμήμα)

 

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τμήματος στο κατάστημά της την 30.3.2010 μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι Χ. Παληοκώστας, Αναπληρωτής Πρόεδρος, κωλυομένου του Προέδρου της Αρχής Χ. Γεραρή, Δ. Λιάππης, Π. Τσαντίλας, Γ. Λαζαράκος, ως εισηγητής, αναπληρωματικά μέλη σε αντικατάσταση των τακτικών μελών Λ. Κοτσαλή, Α. Πράσσου και Α.Ι. Μεταξά αντίστοιχα, οι οποίοι αν και εκλήθησαν νομίμως εγγράφως δεν παρέστησαν λόγω κωλύματος. Παρούσα χωρίς δικαίωμα ψήφου ήταν η Ε. Χατζηλιάση, νομικός ελεγκτής - δικηγόρος, ως βοηθός εισηγητή και η Ε. Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του τμήματος διοικητικών και οικονομικών υποθέσεων, ως γραμματέας.

 

Η Αρχή έλαβε υπόψη τα παρακάτω:

 

Με τη με αριθμ. πρωτοκόλλου 17887/25.2.2010 (αριθμ. πρωτ. της Αρχής Γ/ΕΙΣ/1326/2.3.2010) αίτησή του και κατά ορθή εκτίμηση αυτής το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Τμήμα Διοίκησης Προσωπικού) ζητά από την Αρχή: α) να γνωμοδοτήσει σχετικά με τη νομιμότητα της χορήγησης στον Α αντιγράφων των πειθαρχικών διώξεων που έχουν ασκηθεί από το έτος 2000 μέχρι και σήμερα σε βάρος του υπαλλήλου Β του Υπουργείου και β) να χορηγήσει άδεια στο Υπουργείο να διαθέσει στον Α αντίγραφα των ποινικών διώξεων που έχουν ασκηθεί από το έτος 2000 μέχρι και σήμερα σε βάρος του υπαλλήλου Β του Υπουργείου. Τη χορήγηση των ανωτέρω εγγράφων αιτείται ο Α για δικαστική χρήση. Συγκεκριμένα, ο Β είχε ασκήσει το 1998 αγωγή κατά του αιτούντος τα στοιχεία, Α, για καταβολή χρηματικής αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης, η οποία προκλήθηκε από τη δημοσίευση τον μήνα Χ του 199- στο περιοδικό «Ψ» άρθρου με τίτλο «Ο υπόδικος Β ξανά αρχιφύλακας» που συνέταξε και υπέγραψε ο Α. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η με αριθμ. 974/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη.  Στη συνέχεια ασκήθηκε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία επίσης απερρίφθη με τη με αριθμ. 3908/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.  Ακολούθως ο Β προσέβαλε την εφετειακή απόφαση με την άσκηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος με τη με αριθμ. 2013/2009 απόφασή του αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αφορά στον Α και παρέπεμψε την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο.  Ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης στις 15.4.2010 από το Εφετείο Αθηνών ο Α αιτήθηκε στις 9 και 18.2.2010 τη χορήγηση των ανωτέρω αναφερόμενων στοιχείων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, καθώς θεωρεί ότι τα στοιχεία αυτά είναι απαραίτητα για την αντίκρουση των αγωγικών ισχυρισμών του Β.

 

Μετά από εξέταση όλων των παραπάνω στοιχείων και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης

 

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

1. Το άρθρο 2 στοιχ. α΄, β΄, δ΄ και θ΄ του ν. 2472/1997 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προβλέπει ότι «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων... Ευαίσθητα δεδομένα τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες ... Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή... Τρίτος, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας ».

Το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. α΄ και β΄ του ν. 2472/1997 ορίζει ότι ο σκοπός της επεξεργασίας πρέπει να είναι καθορισμένος, σαφής και νόμιμος, τα δε δεδομένα να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα απαιτούνται ενόψει του σκοπού της επεξεργασίας.

Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων διέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, σύμφωνα με την παράγραφο 1 της οποίας, «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του». Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων τους, είναι κατ' εξαίρεση επιτρεπτή, μόνο στην περίπτωση που συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές βάσεις νομιμότητας της επεξεργασίας της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι: «Κατ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών».

Για τη νόμιμη επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων απαραίτητη είναι η χορήγηση άδειας από την Αρχή στην περίπτωση που συντρέχει κάποια από τις βάσεις νομιμότητας της επεξεργασίας που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ν. 2472/1997. Κατά το άρθρο 7 παρ. 2 στοιχ. γ΄ του προαναφερθέντος νόμου «Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:...γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου...».

Η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 προβλέπει ότι «Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς». Η με αριθμ. 1/1999 κανονιστική πράξη της Αρχής, περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ. 2 ορίζει ότι «Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και αποδεικνύεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας».

 

 

2. Οι πειθαρχικές διώξεις και κυρώσεις δεν αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, όπως προκύπτει από την αποκλειστική απαρίθμηση του άρθρου 2 στοιχ. β΄ του ν. 2472/1997. Η χορήγηση, συνεπώς, σε τρίτο αντιγράφων των πειθαρχικών διώξεων που έχουν ασκηθεί σε βάρος κάποιου προσώπου αποτελεί επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, η οποία επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄ του ν. 2472/1997, όταν, δηλαδή, το έννομο συμφέρον του αιτούντος τρίτου υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και ταυτόχρονα δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες του τελευταίου. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, ιδίως, όταν η χορήγηση προσωπικών δεδομένων είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (βλ. στοιχ. γ΄ του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2472/1997 για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, το οποίο ισχύει κατά μείζονα λόγο και στα απλά προσωπικά δεδομένα). Ο τρίτος, με την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. θ΄ του ν. 2472/1997, στην αίτησή του προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας πρέπει να επικαλείται αλλά και να αποδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία που ζητά είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματός του ενώπιον δικαστηρίου, και δη ενόψει  συγκεκριμένης εκκρεμούς δίκης, ώστε εκ του σκοπού να οριοθετηθεί η έκταση των αναγκαίων και πρόσφορων για το σκοπό αυτό στοιχείων που επιτρέπεται να του χορηγηθούν κατά τα άρθρα 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄ και 4 παρ. 1 στοιχ. β΄ του ν. 2472/1997. Εξάλλου, η αναγκαιότητα υφίσταται μόνο όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων του αιτούντος ενώπιον δικαστηρίου δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα (πρβλ. 8/2005 και 9/2005 αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ, διαθέσιμες στον διαδικτυακό τόπο της Αρχής www.dpa.gr).

 

 

3. Η χορήγηση, εντούτοις, σε τρίτο αντιγράφων των ποινικών διώξεων που έχουν ασκηθεί σε βάρος κάποιου προσώπου συνιστά επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, η οποία επιτρέπεται μόνο μετά από άδεια της Αρχής και εφόσον τα έγγραφα που περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου, όταν, δηλαδή, συντρέχει η βάση νομιμότητας της επεξεργασίας του άρθρου 7 παρ. 2 στοιχ. γ΄ του ν. 2472/1997. Και σε αυτή την περίπτωση ο τρίτος στην αίτησή του προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας πρέπει να επικαλείται αλλά και να αποδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία που ζητά είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού.

 

 

4. Στην υπό κρίση περίπτωση από τα έγγραφα που τέθηκαν υπόψη της Αρχής προέκυψαν τα παρακάτω ως προς τη συνδρομή υπέρτερου έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο του αιτούντος, Α. Ο Aρειος Πάγος με την με αριθμ. 2013/2009 απόφασή του αναίρεσε την 3908/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, καθώς έκρινε ότι η τελευταία στερούταν νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, υποπίπτοντας με αυτόν τον τρόπο στην από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ειδικότερα, ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο Αθηνών δεν αιτιολόγησε επαρκώς γιατί ο περιεχόμενος στο επίμαχο άρθρο ισχυρισμός του συντάκτη αυτού, Α, περί του ότι ο Β είναι μέλος οργανωμένης ομάδας που εμπορεύεται θέσεις διαμονής κρατουμένων, μεταγωγές και αποφυλακίσεις και διακινεί όπλα, αλκοόλ και ναρκωτικά στο χώρο της φυλακής, δεν είναι συκοφαντικός για τον Β και γιατί ο συντάκτης του δημοσιεύματος δεν είχε ειδικό σκοπό εξύβρισης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα έγγραφα των οποίων τη χορήγηση αιτείται ο Α είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, μόνο στην περίπτωση που οι πράξεις για τις οποίες ασκήθηκαν πειθαρχικές και / ή ποινικές διώξεις μετά το 2000 ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσης του επίμαχου άρθρου, καθώς μόνο σε αυτή την περίπτωση μπορούν να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του Εφετείου.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Η Αρχή: α) αποφαίνεται ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Τμήμα Διοίκησης Προσωπικού) δεν κωλύεται από το ν. 2472/1997 να χορηγήσει στον Α αντίγραφα των πειθαρχικών διώξεων που έχουν ασκηθεί από το έτος 2000 μέχρι και σήμερα σε βάρος του υπαλλήλου Β του Υπουργείου, εφόσον οι πράξεις για τις οποίες επακολούθησε η άσκηση πειθαρχικής δίωξης ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσης του άρθρου και β) χορηγεί άδεια στο Υπουργείο να παρέχει στον Α αντίγραφα των ποινικών διώξεων που έχουν ασκηθεί από το έτος 2000 μέχρι και σήμερα σε βάρος του υπαλλήλου Β του Υπουργείου, εφόσον οι πράξεις για τις οποίες επακολούθησε η άσκηση ποινικής δίωξης ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσης του άρθρου.

 

Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος     Η Γραμματέας

 

Χρήστος Παληοκώστας 

 

Ειρήνη Παπαγεωργοπούλου