ΑΠ 93/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αρχή ισότητας - Επίδομα 176 Ευρώ -.

 

Η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ που αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτή προσαύξηση του μισθού. Κάθε υπάλληλος αμειβόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές δικαιούται, κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας, να λαμβάνει ως τμήμα του μισθού του την εν λόγω παροχή, την οποία μόνο από 1-1-2004 (έναρξη ισχύος του Ν. 3205/2003) και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαμβάνει ή λαμβάνει μειωμένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος λαμβάνει κάποια πρόσθετη μισθολογική παροχή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο απόδοσης.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 93/2009

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Β2' Πολιτικό Τμήμα

 

   ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Αλεξόπουλο, Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο και Σαράντη Δρινέα, Αρεοπαγίτες.

   ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία και της Γραμματέως Σουζάνας Κουφιάδου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Έδεσσας", που εδρεύει στην Έδεσσα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Γεώργιος Χριστοδουλόπουλος.

   Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. 

   Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20.06.2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Έδεσσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12/2006 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 38/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 23.10.2007 αίτησή του.  Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Σαράντης Δρινέας ανέγνωσε την από 14.10.2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Επειδή από τις προσκομιζόμενες με επίκληση .... και ..... και ..... εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο 'Εδεσσας ..... προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή επεδόθη νομίμως και εμπροθέσμως στις αναιρεσίβλητες αντιστοίχως. Επομένως, εφόσον οι τελευταίες δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο ούτε κατέθεσαν, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δήλωση μη παραστάσεως κατά τη συζήτηση, πρέπει το δικαστήριο, κατ' άρθρο 576 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, να προχωρήσει στη συζήτηση της αιτήσεως παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων.

   Επειδή, η διάταξη του άρθρ. 4 § 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από τον νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που θεσπίζεται από τα άρθρ. 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται σύμφωνα με τα άρθρ. 87 § § 1 και 2, 93 § 4 και 120 § 2 του Συντ., να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση. Εάν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν μόνο την αντισυνταγματικότητα της διατάξεως που εισάγει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να μπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση, τότε θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα και δεν θα έχει ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία. Αυτό δε δεν αντίκειται στο άρθρ. 80 § 1 του Συντ., κατά το οποίο "μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο", διότι ο νόμος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευμενή διάταξη (ΑΠ (ολ) 28/1992, 13/91, ΑΠ 60/2002). Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 13 § 1 του Ν. 2738/99, (ο οποίος εισήγαγε τον θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων), η συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου, λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι τα ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κλπ) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμισθούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση. Με το άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής: "1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμοδίου υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ. 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν κατά το έτος 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται ενόλω ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 175 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τι προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των παροχών αυτών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους... Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002". Δυνάμει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διατάξεως και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, με την προαναφερθείσα εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρ. 14 § 2 του Ν. 3016/2002, η ρύθμιση της παρ. 1, δηλαδή της χορήγησης της ειδικής παροχής, μπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών, του άρθρ. 13 του Ν. 2738/1999), εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), με τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω χρηματική παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 Ευρώ από 1-7-2002, σε όλους σχεδόν τους επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους του Ελληνικού Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις". Ειδικότερα, εκδόθηκαν οι αναφερόμενες λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αναίρεση απόφαση πενηνταπέντε (55) συνολικά κοινές Υπουργικές Αποφάσεις και επί πλέον, 1) με τη 2/44212/0022/ΦΕΚ Β' 1266/27-9-2002 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του αρμόδιου Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και με τη 2/35486/0022/ΦΕΚ Β'1081/4-8-2003 ΚΥΑ των προαναφερθέντων, η οποία συμπληρώθηκε με τη 2/55350/1022/ΦΕΚ Β 173/24-11-2003 όμοια, χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή σε όλους τους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τον Ν. 2470/1997, δηλαδή στους υπαλλήλους του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου, του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, της Ελληνικής Οδοντιατρικής Εταιρείας, της Μέσης Τεχνικής Επαγγελματικής Σχολής Αθηνών "Α. ΦΛΕΜΙΝΓΚ" και όλων των Πε-Συ Υγείας της Χώρας.

   Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η μισθολογική αυτή παροχή χορηγήθηκε σε όλους τους μονίμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους των ανωτέρω Υπουργείων, Οργανισμών, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/97, καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετουμένους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ και λοιπά ΝΠΔΔ. Όλες οι προαναφερθείσες ΚΥΑ έχουν ουσιωδώς όμοιο περιεχόμενο: Επικαλούνται τις διατάξεις των αρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 και 1 του Ν. 3029/2002, καθορίζουν το ποσό της ειδικής παροχής σε 88 ευρώ από 1-1-2002 και σε 176 Ευρώ από 1-7-2002, ορίζουν ότι η καταβολή αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κινήσεως κλπ), ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων και ότι συνεντέλλεται με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων και αναφέρουν ως δικαιουμένους της αρχής όλους τους υπαλλήλους της αντίστοιχης υπηρεσίας που αφορά η απόφαση, χωρίς μνεία κάποιου λόγου ή αιτίας που δικαιολογεί τη χορήγησή της ειδικά στους εν λόγω υπαλλήλους. Ενώ δηλαδή η χορήγηση της μηνιαίας ειδικής παροχής του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 προβλέφθηκε προκειμένου να εξομαλυνθούν οι μισθολογικές διαφορές υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, με τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους η συγκεκριμένη αναφορά ότι δεν λαμβάνουν πράγματι πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Έτσι με τη χορήγηση της αμοιβής αυτής και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων που αφενός δεν πληρούσαν αποδεδειγμένα την εν λόγω προϋπόθεση και αφετέρου ευρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους εργασιακές συνθήκες, η παροχή αυτή απέκτησε τον χαρακτήρα μισθολογικής παροχής που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, τον μισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, που αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης.  Εξάλλου, με το άρθρ. 24 § 2 του Ν. 3205/2003 "μισθολογική ρύθμιση λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις", ορίσθηκε μεταξύ άλλων ότι ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημιώσεως ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρ. 12 του παρόντος νόμου, από της ενάρξεως δε ισχύος του νόμου αυτού (1-1-2004) οι ανωτέρω ΚΥΑ καταργούνται (βλ. και άρθρ. 28 § 4 του ίδιου νόμου).  Επομένως, η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ που αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτή προσαύξηση του μισθού. Έτσι, κάθε υπάλληλος αμειβόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές δικαιούται, κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας, να λαμβάνει ως τμήμα του μισθού το την εν λόγω παροχή, την οποία μόνο από 1-1-2004 (έναρξη ισχύος του Ν. 3205/2003) και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαμβάνει ή λαμβάνει μειωμένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος λαμβάνει κάποια πρόσθετη μισθολογική παροχή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο απόδοσης.

   Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Έδεσσας που δίκασε ως Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι οι αναιρεσίβλητες είναι υπάλληλοι του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, οι οποίες αμείβονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί ενιαίου μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και ειδικότερα μέχρι 31-12-2003 σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 βάσει της 2026439/3480 /0022/30-5/6-6-97 αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ Β' 462/97) και από 1-1-2004 σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3205/2003 βάσει της 2/7093/0022/2004 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β' 215/2004). Ότι οι προαναφερθείσες εργαζόμενες δεν έλαβαν την ένδικη μισθολογική παροχή του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002, της οποίας η χορήγηση συνιστά ευθεία και γενική αύξηση των αποδοχών των υπαλλήλων που υπάγονται στο ενιαίο μισθολογικό πλαίσιο των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και δεν συναρτάται με καμία άλλη προϋπόθεση, όπως ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας, το είδος της εργασίας ή τα πρόσωπα των εργαζομένων και ως εκ τούτου η μη χορήγησή της συνιστά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας σε συνδυασμό με την αρχή της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία (άρθρ. 14 και 22 του Συντ.) και ακόμη ότι μετά την κατάργηση του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων με το άρθρ. 28 § 4 του Ν. 3205/2003, η ένδικη μισθολογική παροχή διατηρήθηκε ως προσωπική διαφορά, η οποία μειώνεται μόνο από μελλοντικές χορηγήσεις κατά τα προβλεπόμενα από την ίδια διάταξη. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε δεχθεί την αγωγή των εργαζομένων και είχε υποχρεώσει το αναιρεσείον να του καταβάλει την ένδικη παροχή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία της ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 4 § 1 του Συντάγματος, 14 του Ν. 3016/2002 και 28 § 4 του Ν. 3205/2003 και οι αντίθετοι από το άρθρ. 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ λόγοι της αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Απορρίπτει την από 23-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο 'Εδεσσας" κατά της 30/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου 'Εδεσσας.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Νοεμβρίου 2008. 

   Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2009.