ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 602/2003
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου -
Πολιτική αγωγή - Παράσταση πολιτικής αγωγής - Πληρεξουσιότητα - Κλοπή
ηλεκτρικής ενέργειας - Υφαίρεση - Δόλος - Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης -.
Απόλυτη ακυρότητα της
διαδικασίας επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής
νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία υποβολής
της πολιτικής αγωγής. Ο δικαιούμενος σε πολιτική αγωγή μπορεί να υποβάλει την
απαίτησή του στο δικαστήριο είτε αυτοπροσώπως είτε με ειδικό πληρεξούσιο που
έχει έγγραφη πληρεξουσιότητα. Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος με ειδικό
πληρεξούσιο δεν αντίκειται στην ΕΣΔΑ, ούτε προσβάλλει
τα δικαιώματα του κατηγορουμένου να κλητεύσει τουλάχιστον έναν μάρτυρα επιλογής
του και να ζητήσει την αναβολή της δίκης όταν δικάζεται για πλημμέλημα με σκοπό
να εξετασθούν και άλλοι μάρτυρες. Ορθά απέρριψε το Εφετείο σχετική ένσταση του
κατηγορουμένου και επέτρεψε την παράσταση στο ακροατήριο δικηγόρου ως
πληρεξουσίου του πολιτικώς ενάγοντος δυνάμει ειδικού πληρεξουσίου. Στοιχεία
κλοπής ηλεκτρικής ενέργειας. Μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη σύνδεση κεντρικού
καλωδίου σε εγκατάσταση του δράστη στον αγωγό του ιδιοκτήτη του ηλεκτρικού
δικτύου, χωρίς γνώση και συναίνεση του τελευταίου. Αν η κλοπή δεν
χαρακτηρίστηκε από το δικαστήριο ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεν απαιτείται
ειδικότερος προσδιορισμός της αξίας της κλαπείσης ηλεκτρικής ενέργειας ούτε και
απαιτείται ειδική αιτιολόγηση του δόλου. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για
κλοπή ηλεκτρικής ενέργειας (υφαίρεση) κατ' εξακολούθηση των αναιρεσειόντων
γιου και νύφης του εγκαλούντος, οι οποίοι συνέδεσαν παράνομα καλώδιο ηλεκτρικού
ρεύματος με το διαμέρισμα του εγκαλούντος και αφαιρούσαν ρεύμα τη νύχτα για να
λειτουργούν τα θερμαντικά σώματα του διαμερίσματός τους.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 602/2003
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο
Τσαμαδό, Αντιπρόεδρο, Δημήτριο Βούρβαχη, Στυλιανό Μοσχολέα, Ανδρέα Μοσχανδρέου και
Ευριπίδη Αντωνίου-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά
του στις 21 Φεβρουαρίου 2003, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου
Πάγου Βασιλείου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο
Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη,
για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων:
1) Α. συζύγου Γ.Β., το γένος Α.Ο.
και 2) Γ.Β. του Β., κατοίκων Παπάγου Αττικής, που
παρέστησαν στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο
Χατζημιχάλη, για αναίρεση της 53153/2002 αποφάσεως του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον Β.Β.
του Κ., κάτοικο Παπάγου Αττικής, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την
ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής,
για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23 Σεπτεμβρίου 2002, δύο χωριστές
αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό
2241/2002.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά
πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες
αιτήσεις αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Οι αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Α. συζύγου
Γ.Β. και 2) Γ.Β. του Β.,
από 23 Σεπτεμβρίου 2002, κατά της 53153/2002 αποφάσεως του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και πρέπει να συνεκδικασθούν.
2.- Κατά την έννοια του άρθρου 171 παρ. 2
του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα από την παρά το νόμο
παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην επ'
ακροατηρίου διαδικασία, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1
στοιχ. Α' του ΚΠΔ,
επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του
πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το
άρθρο 68 ΚΠΔ ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και
υποβολής της πολιτικής αγωγής. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2
και 3, 83 και 42 παρ. 2 του ΚΠΔ προκύπτει ότι εκείνος
που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξ αιτίας ηθικής
βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλλει την απαίτησή του στο ποινικό
δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, είτε αυτοπροσώπως, είτε
δια ειδικού πληρεξουσίου που έχει έγγραφη προς τούτο πληρεξουσιότητα, η οποία
έχει δοθεί κατά το άρθρο 42 παρ. 2 του αυτού ως άνω κώδικα. Η δι' ειδικού
πληρεξουσίου παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη, δεν
αντίκειται προς τις, υπερνομοθετικής ισχύος,
διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το
άρθρο 1 του ν.δ. 53/1974 και δεν φαλκιδεύει κανένα
δικαίωμα του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 327
παρ. 2 του ΚΠΔ να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να
κλητεύσει υποχρεωτικά ένα τουλάχιστο μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται
για πλημμέλημα και να ζητήσει από το δικαστήριο, που θα κρίνει κυριαρχικά και
με αιτιολογημένη απόφασή του, κατά την διεξαγωγή της δίκης να διατάξει
κρείσσονες αποδείξεις με σκοπό να εξετασθούν και άλλοι μάρτυρες που δεν κλητεύθηκαν ή δεν εμφανίσθηκαν στη δίκη (άρθρο 352 και 353 ΚΠΔ και άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ δ ΕΣΔΑ). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα
πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως 53153/2002 του Τριμελούς
Πλημμελειοδικείου Αθηνών και την επιτρεπτή επισκόπηση του φακέλου της
δικογραφίας κατά την ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου διαδικασία και προ της
ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας παρέστη ο Δημήτριος Φλώρος, δικηγόρος
Αθηνών και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση,
44 ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης που έχει υποστεί εξ
αιτίας του εγκλήματος, ως πληρεξούσιος του πολιτικώς ενάγοντος και μηνυτή Β.Β., δυνάμει του 2152/2001 πληρεξουσίου του
συμβολαιογράφου Κερατέας Δημητρίου Καβέτσου με το
οποίο παρέσχε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο να
δηλώνει για λογαριασμό του ενώπιον του δικάσαντος
δικαστηρίου κατά την συγκεκριμένη δικάσιμο και μετά από κάθε αναβολή παράσταση
πολιτικής αγωγής για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης και την επιδίκαση σ'
αυτόν χρηματικής ικανοποίησης την οποία φέρεται ότι υπέστη εκ της πράξεως που
αποδίδεται στους κατηγορουμένους. Κατά της εν λόγω παραστάσεως αντέλεξαν οι κατηγορούμενοι και το δικαστήριο με
εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε την σχετική ένσταση αυτών. Συνεπώς ο πρώτος
λόγος των αναιρέσεων με τον οποίο οι αναιρεσείοντες
πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο
ακροατήριο, διότι απέρριψε σχετική ένστασή τους και επέτρεψε την παράσταση στην
ακροαματική διαδικασία του δικηγόρου Δημητρίου Φλώρου ως πληρεξουσίου του
πολιτικώς ενάγοντος και μηνυτή Β.Β. δυνάμει του ως
άνω ειδικού πληρεξουσίου, διότι δεν είναι νομικά επιτρεπτή και προσβάλλονται τα
θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου, τα οποία θεμελιώνονται στο άρθρο 6 της
ΕΣΔΑ και εξέλιπε και η ειδική πληρεξουσιότητα που
απαιτεί ο νόμος, είναι αβάσιμος σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.
3.- Κατά την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου
372 του ΠΚ, όποιος αφαιρεί ξένο, (ολικά ή εν μέρει)
κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα,
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής
είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την
παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ως κινητό πράγμα θεωρείται και η ενέργεια του
ηλεκτρισμού. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η εξομοίωση της ηλεκτρικής
ενεργείας προς το κινητό πράγμα δεν διαφοροποιεί τα λοιπά στοιχεία της κλοπής
και επομένως αποτελεί κλοπή η με οποιοδήποτε τρόπο αφαίρεση ηλεκτρικής
ενέργειας από αγωγό του ιδιοκτήτη του ηλεκτρικού δικτύου, με σκοπό την παράνομο
ιδιοποίησή της. Τέτοια κλοπή ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να πραγματοποιηθεί με
την σύνδεση κεντρικού καλωδίου του ιδιοκτήτη, άνευ γνώσεως και συναινέσεως
αυτού σε κάποια εγκατάσταση του δράστη. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν
αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της και εφόσον η κλοπή δεν
χαρακτηρίστηκε ως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, πράγμα που αποτελεί
επιβαρυντική περίσταση της κλοπής, και κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της
ουσίας, δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της αξίας της ηλεκτρικής
ενεργείας, που παράνομα αφαιρέθηκε. Επίσης δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του
δόλου, εφόσον ο νόμος δεν συνδέει την ύπαρξή του με ορισμένα πρόσθετα
περιστατικά, και δεν εμφανίζεται στην συγκεκριμένη περίπτωση και η μορφή
ενδεχομένου δόλου, αφού αυτός (ο δόλος) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 26
παρ. 1 εδάφ. α' και 27 παρ. 1 του ΠΚ,
ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την
έννοιαν της κλοπής. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση
έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της
οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ
Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς
αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική
διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των
αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα
θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην
ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως
η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση
εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη
αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη
της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον
στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου
της ουσίας. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' του ΚΠΔ
λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο
της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά
στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ
πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο
συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την
ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά
κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η
απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές
Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε έφεση των εν λόγω αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων,
δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων
κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων
(τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο απολογίες των κατηγορουμένων),
όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της
προσβαλλόμενης 53153/2002 απόφασής του τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά:
Οι κατηγορούμενοι στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 19 Νοεμβρίου 1995
μέχρι 13 Φεβρουαρίου 1996 από κοινού ενεργώντας με περισσότερες από μία πράξεις
που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος αφαίρεσαν ξένο κινητό πράγμα
από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθούν παράνομα, η πράξη δε αυτή
τελέστηκε μεταξύ συγγενών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τυγχάνοντες ο μεν πρώτος Γ.Β.
υιός και η δεύτερη Α.Β. νύφη του εγκαλούντος Β.Β. και κατοικούντες σε οροφοδιαμέρισμα Β' ορόφου της επί της οδού Δ. αρ. ...
περιοχής Παπάγου πολυκατοικίας, σε υπόγειο της οποίας διαμένει και ο εγκαλών,
συνέδεσαν παράνομα καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος με το διαμέρισμα του εγκαλούντος
και αφαίρεσαν απ' αυτό ποσότητα ηλεκτρικής ενεργείας ρεύματος κατά τις
νυκτερινές ώρες προκειμένου να θερμαίνεται το διαμέρισμά τους με θερμαντικά
σώματα. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τις ένορκες καταθέσεις
των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι κατέθεσαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου
τούτου, ότι οι κατηγορούμενοι αφήρεσαν ηλεκτρικό ρεύμα από το διαμέρισμα του
εγκαλούντος. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη
ως άνω απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού
εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά
περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από
τις οποίες πείστηκε, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά
που δέχθηκε στην ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη που ορθώς εφάρμοσε (άρθρο
372 παρ. 1α σε συνδυασμό με το άρθρο 378 περιπτ. α ΠΚ), και ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, ούτε δε το πόρισμα της
απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού είναι ασαφές, αντιφατικό
με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Οι δε λοιπές
αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που με την επίφαση της
ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς
ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες. Συνεπώς οι περί
του αντιθέτου δεύτερος και τρίτος λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεως, εκ του άρθρου
510 παρ.1 στοιχ. Δ,' και Ε του ΚΠΔ,
που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η
αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες
στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ σε συνδυασμό
με το άρθρο 5 παρ.4 ν. 2943/2001).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 23 Σεπτεμβρίου 2002
αιτήσεις των 1) Α. συζύγου Γ.Β. και 2) Γ.Β. του Β., για αναίρεση της 53153/2002 αποφάσεως του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες
στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210.00) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4
Μαρτίου 2003.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαρτίου 2003.