Α.Π. 555/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Εισαγγελέας - Απόλυτη ακυρότητα διαδικασίας - Αναίρεση -.

 

Ο Εισαγγελέας εκπροσωπεί την κατηγορία σε όλη τη διάρκεια της ποινικής δίκης, ως συνέπεια του ισχύοντος κατηγορητικού συστήματος. Η εκπροσώπηση αυτή συνίσταται στην υποχρεωτική παράστασή του στη διαδικασία στο ακροατήριο σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, αναζητώντας τα στοιχεία ενοχής και αθωότητας του κατηγορουμένου. Έννοια αρχής ενιαίου και αδιαιρέτου της Εισαγγελικής Αρχής. Η αρχή αυτή κάμπτεται κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναπληρωθεί ο Εισαγγελέας της έδρας με άλλον Εισαγγελέα. Αναιρείται λόγω απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση, διότι ενώ η συζήτηση βρισκόταν περίπου στο μέσο της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν εμφανίστηκε ο αρχικά μετέχων στη συνεδρίαση Αντεισαγγελέας Εφετών λόγω προσωπικού κωλύματος, αλλά σε αντικατάστασή του μετέσχε άλλος, με την παρουσία του οποίου συνεχίστηκε η συζήτηση μέχρι την έκδοση της απόφασης. Σύμφωνη η εμπεριστατωμένη εισαγγελική αγόρευση.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 555/2005

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   Ε' Ποινικό Τμήμα

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Γεωργίλη, Αντιπρόεδρο, Ανδρέα Μοσχανδρέου, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Πολύκαρπο Βούλγαρη και Φώτιο Καϋμενάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

   Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Ιανουαρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Β.Γ. του Γ., κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κων/νο Δεμερτζή, περί αναιρέσεως της 1789/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Κ.Ε. του Ε. και 2) Σ.Ε. του Κ., κατοίκου Νέας Φιλοθέης Αττικής, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Παπαλόη.

   Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11.7.2003 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1391/2003.

   Ακολουθεί η αγόρευση του Ανδρέου Ζύγουρα, Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτός ο λόγος αναίρεσης περί απόλυτης ακυρότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας.

   Η Εισαγγελία διέπεται υπό της αρχής του ενιαίου και αδιαιρέτου αυτής, η οποία σήμερον θεσπίζεται υπό της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 1756/1988. Η αρχή αυτή παρελήφθη εκ της Γαλλίας "Le ministère publique est un et indivisible" και διέπει, κατά το μάλλον ή ήττον, τας νομοθεσίας των χωρών ένθα ισχύει ο εισαγγελικός θεσμός. Η έννοια της αρχής αυτής είναι, ότι πάσα πράξις ενεργηθείσα υπό ενός των μελών της εισαγγελίας, θεωρείται ως ενεργηθείσα υπό της ενιαίας εισαγγελικής αρχής απροσώπως, τηρουμένων εννοείται των αρχών της καθ'ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητος. Τούτο σημαίνει ότι η προσωπικότης των μελών της εισαγγελίας εξαφανίζεται, ολίγον δε ενδιαφέρει ποίον εκ των μελών αυτής ενήργησε την συγκεκριμένην δικονομικήν πράξιν (Τσουκαλά, ΕρμΠοινΔικον., έκδ. 1943, τομ. α', σελ. 130 επ., Γάφου, Ποιν. Δικον., έκδ. ε', τευχ. α', σελ. 41).

   Κατ' εφαρμογήν της αρχής ταύτης: α') Η προσωπικότης του εισαγγελέως απόλλυται εν τω θεσμώ, όντος αδιαφόρου εάν η δίωξις ήρξατο παρ'ενός οργάνου της εισαγγελίας και συνεχίζεται παρ' ετέρου. Και β') Παν μέλος της εισαγγελίας δύναται να ενεργήση ό,τι και έτερον, τεκμαιρομένου ότι ρητή ή σιωπηρά εγκρίσει του προϊσταμένου εγένετο τούτο, ήτοι πρόκειται περί ζητήματος εσωτερικού της εισαγγελικής οικογενείας, εκτός εάν απεδοκιμάσθη τούτο, ή ρητώς απηγορεύθη υπό του προϊσταμένου (γνωμ. ΕισΑΠ 16/1980 ΠοινΧρον ΛΑ' σελ. 91, Τσουκαλά, ενθ' ανωτ.). Επί τη βάσει της αρχής ταύτης, καθ'όλον το στάδιον της προδικασίας ο εισαγγελεύς επιτρεπτώς αναπληρούται, ασχέτως κωλύματος ή μη, παρ' οιουδήποτε εκ των νομίμων αναπληρωτών του (Ζησιάδου, Ποιν. Δικον., έκδ. γ', τομ. α', σελ. 91).

   Νομολογιακή εκδήλωσις της αρχής ταύτης είναι, ότι α') άλλος εισαγγελεύς δύναται να συντάξη την πρότασιν προς το δικαστικόν συμβούλιον και έτερος να παραστή ενώπιον τούτου (ΑΠ 403/2002, 589/2001 ΠΛογ 2002 σελ. 913, 2001 σελ. 607 αντιστ. κ.ά), β') ο επί της έδρας εισαγγελεύς δύναται να αναπληρωθή διαρκούσης της συνεδριάσεως υπό των νομίμων αναπληρωτών του, αλλά και να επανέλθη (ΑΠ 16/2004 ΠοινΔικ 2004 σελ. 604, ΑΠ 233/1947, 280/1947, 305/1947, Συλλογή Μπακούλα σελ. 74 έως 77, γνωμ. ΕισΑΠ 13/1947, Συλλογή Ζησιμοπούλου 1944 έως 1948, σελ. 124), γ') η αναγραφή εις τα πρακτικά ή την απόφασιν του κωλύματος του εισαγγελέως δεν είναι απαραίτητος όταν αναπληρούται υπό αντεισαγγελέως, διότι ούτος αναπληροί αυτεπαγγέλτως τον κωλυόμενον εισαγγελέα και το κώλυμα τεκμαίρεται (ΑΠ 634/1996, 900/1996 ΠοινΧρ ΜΖ' σελ. 650 και 1271, αντιστ. κ.ά.) και δ') άλλος εισαγγελεύς δύναται να παρίσταται εις την επ'ακροατηρίου εκδίκασιν της υποθέσεως και έτερος να ασκή ένδικα μέσα κατά της εκδοθείσης αποφάσεως (ΑΠ 381/1985, ΠοινΧρ ΛΕ' σελ. 782 κ.ά., ΤριμΕφΠατρ 1209/1996 Υπερ. 1996 σελ1037).

   Η αρχή του ενιαίου και αδιαιρέτου της εισαγγελίας δεν είναι απόλυτος. Αυτή έχει εφαρμογήν εις τας ακολούθους περιπτώσεις: α') κατά την προδικασίαν, όταν η δίωξις ήρχισε παρ'ενός μέλους της εισαγγελίας και συνεχίζεται παρ'ετέρου, αφού το τελευταίον έχει την δυνατότητα να διαχειρισθή ελευθέρως και κατά την ιδίαν πεποίθησιν την ανατεθείσαν αυτώ μετά την άσκησιν της ποινικής διώξεως υπόθεσιν, β') κατά την ενδιάμεσον διαδικασίαν, όταν άλλος εισαγγελεύς συντάσση την πρότασιν προς το δικαστικόν συμβούλιον και έτερος παρίσταται ενώπιον τούτου, αφού ο παριστάμενος ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου εισαγγελεύς, εφ'όσον διαφωνεί προς την πρότασιν του συντάξαντος αυτήν συναδέλφου του, δύναται να υποβάλη διαφορετικήν γραπτήν πρότασιν, γ') όταν άλλος εισαγγελεύς υπέβαλε γραπτήν πρότασιν εις το δικαστικόν συμβούλιον ή παρέστη κατά την επ'ακροατηρίου εκδίκασιν της υποθέσεως και έτερος ασκεί ένδικα μέσα κατά του εκδοθέντος βουλεύματος ή της εκδοθείσης αποφάσεως.

   Αντιθέτως η αρχή του ενιαίου και αδιαιρέτου της εισαγγελίας δεν δύναται να τύχη εφαρμογής κατά την επ'ακροατηρίου διαδικασίαν. Συνεπώς δεν δύναται ο επί της έδρας εισαγγελεύς να αναπληρωθή διαρκούσης της εκδικάσεως της υποθέσεως υπό του νομίμου αναπληρωτού του. Είναι γνωστός ο θεσμικός ρόλος του εισαγγελέως. Αποτελεί τον φρουρόν του νόμου. Η συμβολή του εις την απονομήν της δικαιοσύνης είναι σπουδαία και σημαντική (ΔΕΚ υποθ. C - 187/2001 και C - 385/2001, αποφ. της 11/2/2003, ΠοινΔικ 2003 σελ. 277, ΑΠ 195/2004, 2125/2002, 1344/2001 ΝοΒ 52 σελ. 1276, ΠοινΧρ ΝΓ' σελ. 134 και ΝοΒ 50 σελ. 559 αντιστ. κ.ά.). Όταν αυτός είναι ο ρόλος του εισαγγελέως και τοιαύτη η συμβολή του εις την απονομήν της δικαιοσύνης, αποτελεί παραδοξότητα η αναπλήρωσίς του διαρκούσης της εκδικάσεως της υποθέσεως υπό του νομίμου αναπληρωτού του. Είναι σαφές ότι, εφ' όσον ο αναπληρωτής δεν έχει παρακολουθήσει εξ αρχής την ζώσαν επ'ακροατηρίου διαδικασίαν και όσα διεδραματίσθησαν μέχρι της εισόδου του εις αυτήν, δεν είναι εις θέσιν να σχηματίση εδραίαν δικανικήν πεποίθησιν ως προς την ενοχήν ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Ό,τι αυτός θα προτείνη θα είναι εκτός διαδικασίας, αφού αυτός μέχρι της εισόδου του εις αυτήν ήτο δικονομικώς απών. Η προτασίς του θα είναι περισσότερον αποκύημα της φαντασίας του, παρά συμπέρασμα της ακροαματικής διαδικασίας. Είναι παράλογον να καλήται ο εισαγγελεύς να συμμετάσχη εις την επ'ακροατηρίου εκδίκασιν της υποθέσεως, την οποίαν δεν έχει παρακολουθήσει εξ αρχής και να προτείνη περί της ενοχής ή της αθωότητος του κατηγορουμένου, όταν είναι γνωστόν ότι εις την επ' ακροατηρίου διαδικασίαν κρίνονται υπέρτατα έννομα αγαθά όχι μόνον του ατόμου, όπως είναι η ελευθερία του, αλλά και της πολιτείας γενικώτερον. Η διακύβευσις των αγαθών αυτών καθίσταται εκ των πραγμάτων αναμφίβολος.

   Η αδυναμία αναπληρώσεως τυγχάνει περισσότερον εμφανής, όταν η αναπλήρωσις ανακύψη, κατόπιν πολυμήνου διαδικασίας, μετά την απολογίαν του κατηγορουμένου. Είναι απορίας άξιον, εις την περίπτωσιν ταύτην, τι είδους πρότασιν θα υποβάλη ο εισαγγελεύς που εκλήθη να αναπληρώση τον εισαγγελέα της έδρας. Όταν η διάταξις του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. β' Κ.Π.Δ. επιτάσσει την, επί ποινή απολύτου ακυρότητος, υποχρεωτικήν συμμετοχήν του εισαγγελέως κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασίαν, εννοεί την παρουσίαν του ιδίου εισαγγελέως καθ' όλην την διάρκειαν της διαδικασίας και μέχρι της δημοσιεύσεως της αποφάσεως.  Εις την αντίθετον περίπτωσιν υπάρχει ευθεία παραβίασις της θεμελιώδους αρχής της προφορικότητος της διαδικασίας που θεσπίζεται υπό της διατάξεως του άρθρου 331 Κ.Π.Δ. Δια της προφορικότητος της συζητήσεως επιτυγχάνεται η ζωντανή επικοινωνία των δικαστικών προσώπων με το προσαγόμενον αποδεικτικόν υλικόν και ιδίως με τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα και η πληρεστέρα εκτίμησις της προσώπικότητος του κατηγορουμένου. Όσα υποστηρίζονται περί της δυνατότητος αναπληρώσεως του εισαγγελέως κατά την διάρκειαν της  επ'ακροατηρίου διαδικασίας προσκρούουν, όχι μόνον εις τον νόμον, αλλά και εις την κοινήν λογικήν. Η επί της έδρας εναλλαγή πλειόνων εισαγγελικών λειτουργών, κατά την διάρκειαν της συζητήσεως της αυτής υποθέσεως, δεν προσδίδει μόνον θεατρικόν χαρακτήρα εις την δίκην, αλλά παραβιάζει και τας προαναφερθείσας αρχάς και επιπροσθέτως καταρρακώνει την έννοιαν της δικαίας δίκης που διαπλάσσεται υπό της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (Α. Ζύγουρας, Το ενίαιον και αδιαίρετον της εισαγγελίας και η δικαία δίκη Αρμ. 2001 σελ. 287).

   Εις την προκειμένην περίπτωσιν η κατά της αναιρεσειούσης δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ήρχισε την 11ην Φεβρουαρίου 2003 με Εισαγγελέα τον Ιωάν. Χρυσόν, Αντεισαγγελέα Εφετών. Κατά την δικάσιμον αυτήν όπως προκύπτει από τα πρακτικά, εξητάσθησαν επί μακρόν ως μάρτυρες οι πολιτ. ενάγοντες Κ.Ε. και Σ.Ε. και το δικαστήριον διέκοψε την συζήτησιν της κρινομένης υποθέσεως δια την 19ην Φεβρουαρίου 2003. Κατ' αυτήν όμως δεν εμφανίσθη ο Αντεισαγγελεύς Εφετών Ιωάν. Χρυσός, λόγω κωλύματός του οφειλομένου εις την ασθένειαν της συζύγου του, αλλ' ο Αντεισαγγελεύς Εφετών Γεωργ. Μπόμπολης, ο οποίος είχε ενημερωθή δια την ήδη διεξαχθείσαν διαδικασίαν εκ της αναγνώσεως των πρακτικών!! και ο οποίος μετά την λήξιν της αποδεικτικής διαδικασίας επρότεινε την ενοχήν της κατηγορουμένης. Τοιουτοτρόπως, δια της μη συμμετοχής του ιδίου Εισαγγελέως καθ' όλην την διάρκειαν της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, παρεβιάσθησαν αι διατάξεις των άρθρων 171 παρ.1 εδ. β' και 331 Κ.Π.Δ. , όπως και η διάταξις του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ που καθιερώνει την αρχήν της δικαίας δίκης και η απόφασις κατέστη αναιρετέα κατά τον βάσιμον περί απολύτου ακυρότητος της επ' ακροατηρίου διαδικασίας λόγον, συμφώνως προς την διάταξιν του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Α' Κ.Π.Δ.

   Αφού άκουσε

   Τους πληρεξούσιους δικηγόρους της αναιρεσείουσας και των πολιτικώς εναγόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η αναίρεση.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 87 παρ. 3, 88 παρ. 5 και 6, 90 παρ. 1, 2 και 5 και 91 παρ. 1 του Συντάγματος 1975, συνάγεται ότι οι εισαγγελείς συγκαταλέγονται μεταξύ των δικαστικών λειτουργών ως μη δικαιοδοτούντα, σε αντίθεση με τους τακτικούς δικαστές, όργανα της Πολιτείας, των οποίων οι ιδιαίτερες αρμοδιότητες εξειδικεύονται και προσδιορίζονται, εκτός από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και από τα άρθρα του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών. Όπως περαιτέρω προκύπτει από τα άρθρα 27 και 43 του ΚΠΔ, η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα στα πλαίσια της ποινικής δίκης δεν εξαντλείται στην κίνηση της ποινικής δίωξης, στο γεγονός δηλαδή ότι αυτός προκαλεί την έναρξη της σχετικής ποινικής δίκης, αλλά υποχρεούται να εκπροσωπήσει την κατηγορία σε όλη τη διάρκειά της μέχρι την οριστική κρίση, ως έκφραση και συνέπεια του διέποντος το ποινικό δικονομικό μας δίκαιο κατηγορητικού συστήματος. Η εκπροσώπηση αυτή εξειδικεύεται σε σειρά διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως στα άρθρα 27 παρ. 3, 32 παρ. 2, 343, 333-369, 502 παρ. 1 και 515 παρ. 1 και 2, και συνίσταται στην υποχρεωτική παράσταση του Εισαγγελέα στη διαδικασία στο ακροατήριο σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, έχοντας την υποχρέωση να συμβάλει στην αναζήτηση και ανεύρεση της αλήθειας, να ενεργεί στην ποινική δίκη όχι μόνο κατά αλλά και υπέρ του κατηγορουμένου, να αναζητεί τα στοιχεία της ενοχής, όσο και εκείνα που θεμελιώνουν την αθωότητά του (άρθρα 239 παρ. 2 ΚΠΔ). Αν από το συγκεντρωθέν αποδεικτικό υλικό της ανάκρισης φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, υποβάλλει σχετική πρόταση στο δικαστικό συμβούλιο και ζητεί να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του (άρθρα 245 και 308, παρ. 1). Επίσης, αν από την αποδεικτική διαδικασία που διεξήχθη στο ακροατήριο, δεν διαπιστώνεται πλήρως η ενοχή του κατηγορουμένου, θα ζητήσει από το δικαστήριο την κήρυξη της αθωότητάς του. Μετά την έκδοση καταδικαστικής απόφασης μπορεί ο εισαγγελέας να την εκκαλέσει, είτε υπέρ είτε κατά του καταδικασθέντος (άρθρο 490), καθώς και να ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 497, παρ. 7). Τέλος, εφόσον η καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη, ο εισαγγελέας του καταδικάσαντος δικαστηρίου μπορεί να υποβάλει αίτηση επανάληψης της διαδικασίας προς το συμφέρον του καταδικασθέντος (άρθρα 525 και 527). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), η εισαγγελία δρα ενιαία και αδιάκριτα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή του αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής που σημαίνει ότι κάθε μέλος της εισαγγελίας ενεργεί ως εκπρόσωπός της, χωρίς να ενδιαφέρει το συγκεκριμένο πρόσωπο που εμφανίζεται σε κάθε ενέργεια ή και κατά τη διάρκεια της ίδιας ενέργειας. Έτσι άλλο πρόσωπο μπορεί να συντάσσει την έγγραφη πρόταση προς το δικαστικό συμβούλιο και άλλο να την αναπτύξει προφορικώς παριστάμενο ενώπιόν του, άλλος να παρίσταται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και άλλος να ασκεί τα ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί. Σύμφωνα όμως με όσα αναπτύχθηκαν για την αποστολή του εισαγγελέα και το ρόλο του στην απονομή της δικαιοσύνης γενικότερα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρχή του ενιαίου και αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής κάμπτεται και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αναπλήρωσης κατά τη διάρκεια και εφόσον εξελίσσεται η διαδικασία στο ακροατήριο για συγκεκριμένη υπόθεση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης της ίδιας υπόθεσης να αναπληρωθεί ο εισαγγελέας της έδρας με άλλον εισαγγελέα. Κι αυτό γιατί δεν συμβιβάζεται με τον συγκεκριμένο ρόλο του εισαγγελέα στη δίκη που είναι η διαρκής προσπάθεια για την ανεύρεση της αληθείας είτε ως προς την ενοχή είτε ως προς την αθώωση του κατηγορουμένου. Διαφορετικά, αν δηλαδή ήταν επιτρεπτή η εναλλαγή, γιατί περί εναλλαγής θα επρόκειτο, στη θέση του εισαγγελέα σε συγκεκριμένη υπόθεση με άλλον ή στη συνέχεια και του δεύτερου με τρίτο ή τέλος και με επάνοδό του ίδιου, ο ρόλος του εισαγγελέα στο ακροατήριο θα υποβαθμιζόταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η εναλλαγή αυτή να προσκρούει σε βασικές αρχές του δικονομικού μας συστήματος, όπως εκείνη της προφορικότητας της διαδικασίας (άρθρο 331 ΚΠΔ), η οποία είναι συστατικό στοιχείο της γενικότερης αρχής της δημοσιότητας (άρθρα 93 παρ. 2 Σ/τος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 329 ΚΠΔ), αφού θα απέκλειε, για έναν από τους βασικούς παράγοντες της ποινικής δίκης, τη ζωντανή επικοινωνία, κυρίως με τα προσωπικά αποδεικτικά μέσα, και την πληρέστερη εκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου.  Επομένως στην περίπτωση αυτή δεν θα μπορούσε πλέον να γίνεται λόγος για αιτιολογημένη πρόταση του εισαγγελέα, η οποία θα έπρεπε να βασίζεται στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού που θα είχε προκύψει κατά την ακροαματική διαδικασία, όταν όμως αυτός, κυρίως σε μακρόχρονες δίκες, θα είχε αντικαταστήσει ενδεχομένως και μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας τον προηγούμενο συνάδελφό του και θα ήταν αναγκασμένος, για το τμήμα της διαδικασίας που ήταν απών, να αντλήσει το πραγματικό υλικό από έγγραφα, όπως για την περίπτωσή του είναι τα πρόχειρα πρακτικά ή από πληροφορίες που θα αποκτούσε εξωδιαδικαστικά.  Κατ' ακολουθία των ανωτέρω εκτεθέντων, η διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. β' ΚΠΔ, η οποία επιτάσσει, με ποινή απόλυτης ακυρότητας, την υποχρεωτική συμμετοχή του εισαγγελέα στη διαδικασία στο ακροατήριο, δεν σημαίνει απλώς την παρουσία ενός όποιου εκπροσώπου της εισαγγελικής αρχής, αλλά επιβάλλει την παρουσία του ίδιου εισαγγελέα σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης για μία συγκεκριμένη υπόθεση, έτσι ώστε η αντικατάστασή του κατά τη διάρκεια της συζητήσεως για την υπόθεση αυτή να δημιουργεί λόγο απόλυτης ακυρότητας και να ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης.

   Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα και της επιβλήθηκε ποινή δέκα εννέα μηνών για πλαστογραφία με χρήση, συκοφαντική δυσφήμηση και απειλή, όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης αυτής, η οποία διήρκεσε περισσότερες από μία συνεδριάσεις, κατά τη συνεδρίαση της 19-2-2003, μετά από διακοπή από τις 11-2-2003, και ενώ η συζήτηση βρισκόταν στο μέσο περίπου της αποδεικτικής διαδικασίας, δεν εμφανίστηκε ο αρχικά μετέχων στη συνεδρίαση Αντεισαγγελέας Εφετών Ι. Χρυσός, λόγω προσωπικού κωλύματός του, αλλά σε αντικατάσταση αυτού μετέσχε ο Αντεισαγγελέας Εφετών Γ. Μπόμπολης με την παρουσία του οποίου συνεχίστηκε η συζήτηση μέχρι την έκδοση της απόφασης. Έτσι, όμως, με τη μη συμμετοχή του ίδιου εισαγγελέα κατά τη διάρκεια της όλης συζήτησης στο ακροατήριο μέχρι και την έκδοση της απόφασης, παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. β' ΚΠΔ και επήλθε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο. Επομένως, κατά παραδοχή του συναφούς πρώτου λόγου της αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1789/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και

   Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 2005. Και

   Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2005.