ΑΠ 464/2017

Αρχή αναλογικότητας - Αναιρετικός έλεγχος - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου -.

 

Κατά τον καθορισμό του εύλογου επιδικαζόμενου ποσού της χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη ή την ψυχική οδύνη, πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Το Εφετείο, που καθόρισε τη χρηματική ικανοποίηση των αναιρεσειόντων, λόγω ψυχικής οδύνης τους στα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση ποσά, παραβίασε, με το να μην εφαρμόσει, την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, καθόσον τα επιδικασθέντα ποσά δεν τελούν σε σχέση ανεκτής αναλογίας με την ψυχική οδύνη, που δέχθηκε αυτό ότι υπέστησαν οι αναιρεσείοντες - ενάγοντες, υπό τις κρίσιμες περιστάσεις και κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, υπολείπονται δε και μάλιστα καταφανώς των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις, ποσών.

 

Αριθμός 464/2017

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ, Αλεξάνδρα Κακκαβά και Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. Τ. του Γ., 2) Α. Κ. του Κ., κατοίκων ... και 3) Κ. Κ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίoι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Παρασκευόπουλο.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Κ. του Ε., 2) Κ. Κ. του Ε., κατοίκων ... και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας γενικών ασφαλίσεων με την επωνυμία "...", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων οι 1ος και 2ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Θάνο και η 3η από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μανουσάκη.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-3-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 2-9-2010 αγωγή του ήδη 2ου των αναιρεσιβλήτων, την από 18-4-2011 αγωγή των Κ. χας Φ. Β. και Φ. Κ. Β., μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, καθώς και με τις από 9-7-2010 (αρ. εκθ. κατ. .../ 2010) και 5-5-2011 (αρ. εκθ. κατ. .../2011) παρεμπίπτουσες αγωγές της ήδη 3ης των αναιρεσιβλήτων.

 

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1344/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6794/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

 

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 24-5-2016 αίτησή τους.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αλεξάνδρα Κακκαβά, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

 Κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ως κριτήρια το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών.

 

Συνεπώς, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το "εύλογο" του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932). Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. ʼλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει", και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του "ευλόγου" εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο" εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο". ʼλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ, αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 9/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο, με το να επιδικάσει στους αναιρεσείοντες - ενάγοντες, ως χρηματική τους ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, τα ποσά των 35.000, 15.000 και 7.000 ευρώ σε καθένα, θυγατέρα της θανούσας, πατέρα και αδελφό αυτής, αντίστοιχα, παραβίασε ευθέως κατά τον προσδιορισμό τους την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον τα επιδικασθέντα ποσά υπολείπονται κατά πολύ των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη υπ αριθμ. 6794/2014 απόφασή του, καθόσον αφορά στα προσβληθέντα με την ως άνω έφεση των αναιρεσειόντων κεφάλαια χρηματικής ικανοποιήσεως, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Την 11-7-2009 και περί ώρα 18.10 ο Γ. Κ., ενάγων - εναγόμενος οδηγούσε το υπ αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, κυριότητας του Κ. Κ., ενάγοντος - εναγομένου, που ήταν, για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη, ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "...", εναγομένη - παρεμπιπτόντως ενάγουσα και έβαινε στη δημοτική οδό ..., με κατεύθυνση από ..., στην περιοχή της ... Λέρου. Η ως άνω οδός είναι διπλής, με διπλή συνεχόμενη διαγράμμιση (μη εμφανή), κατεύθυνσης με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, συνολικού πλάτους 6,80 μέτρων, υπάρχει δε δεξιά, σε σχέση με την κατεύθυνση προς ... πινακίδα Κ-5 ("επικίνδυνης στένωσης οδοστρώματος και στις δύο πλευρές"). Επίσης, "πριν το σημείο του ατυχήματος σε αρκετή απόσταση" υπάρχει πινακίδα (Ρ 32), που προσδιορίζει την ταχύτητα στα 30 χιλιόμετρα ανά ώρα και μετά από αυτό στα 40 χιλιόμετρα ανά ώρα (βλ. έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας). Τη στιγμή εκείνη η κυκλοφορία οχημάτων και πεζών ήταν μεγάλη, η ορατότητα δεν περιορίζετο και ήταν καλοκαίρι (βλ. έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας). Την ίδια στιγμή και μπροστά από το ως άνω αυτοκίνητο, έβαινε το υπ αριθμ. κυκλοφορίας ... μοτοποδήλατο, κυριότητας του τέταρτου εναγομένου Ν. Σ. και ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων ζημίες στην πέμπτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "....", το οποίο οδηγούσε ο Κ. Β. και επέβαινε η Ι. Κ.. Τότε ο οδηγός του ως άνω πρώτου οχήματος από αμέλειά του συνισταμένη στη μη προσήλωσή του στην οδήγηση, ενόψει και του ότι οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος, αφού βρέθηκε στο αίμα του οινόπνευμα 0,80 gr ανά λίτρο αίματος, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η οδηγική του ικανότητα, δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, ενώ έβαινε με αυξημένη για τις ως άνω συνθήκες της οδού ταχύτητα και δη πάνω από το ως άνω επιτρεπόμενο όριο αυτής (ταχύτητας) και την οποία μάλιστα ο ίδιος υπολογίζει στα "40-50 χιλιόμετρα" (βλ. απολογητικό του υπόμνημα), επιχείρησε να προσπεράσει το μοτοποδήλατο, χωρίς όμως να ελέγξει προηγούμενα, ως όφειλε, ότι μπορούσε να προβεί στον ελιγμό αυτό χωρίς κίνδυνο για τα λοιπά οχήματα που χρησιμοποιούσαν το οδόστρωμα και δη για το μοτοποδήλατο που προσπαθούσε να προσπεράσει. Έτσι προσπερνώντας το τελευταίο όχημα με το μπροστινό τμήμα του οχήματός του επέπεσε στο πίσω μέρος του προπορευόμενου μοτοποδηλάτου. Αποτέλεσμα της ως άνω παράνομης συμπεριφοράς του οδηγού του αυτοκινήτου ήταν το μοτοποδήλατο να εισέλθει, ωθούμενο, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και να ανατραπεί με περαιτέρω αποτέλεσμα να τραυματισθεί ο οδηγός αυτού και η επιβαίνουσα σ αυτό Ι. Κ. και δη στο κεφάλι. Από δε τα τραύματά τους αυτά, ως μόνη ενεργή αιτία, επήλθε ο θάνατός τους και δη του μεν πρώτου η ώρα 19.35 στο Νοσοκομείο, όπου μεταφέρθηκε, της δε δεύτερης στον τόπο του ατυχήματος. Σημειώνεται ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου εγκατέλειψε τον τόπο του ατυχήματος, εμφανισθείς αργότερα στο οικείο Αστυνομικό τμήμα. Ενόψει των προεκτεθέντων είναι προφανές ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του πρώτου οχήματος, του οποίου η κατά τα ανωτέρω οδική συμπεριφορά συνιστά αμέλεια, μη καταβολή δηλαδή της επιμέλειας που επιβάλλεται αντικειμενικά και αφηρημένα και την οποία τηρεί υπό τις ίδιες περιστάσεις ο συνετός και προσεκτικός οδηγός και η οποία (οδική συμπεριφορά) προκάλεσε το ατύχημα. Αντίθετα δεν βαρύνει κάποιο ποσοστό συνευθύνης, απορριπτόμενης στην ουσία της προβληθείσας σχετικής ένστασης (άρθρο 300 ΑΚ), τον οδηγό του μοτοποδηλάτου, ο οποίος έβαινε ευθεία, κανονικά, στην πορεία του. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο οδηγός του μοτοποδηλάτου επιχείρησε αναστροφή, αιφνιδιάσας έτσι τον οδηγό του αυτοκινήτου, δεν αποδείχθηκε, ενώ και αν ακόμη θεωρηθεί ότι το μοτοποδήλατο προέβη πράγματι στον ως άνω ελιγμό είχε, σε κάθε περίπτωση, "εν τω μεταξύ ευθυγραμμισθεί" (βλ. απολογητικό υπόμνημα του οδηγού του αυτοκινήτου). Μάλιστα στο από 26-11-2009 απολογητικό του υπόμνημα ο οδηγός του αυτοκινήτου αναφέρει "Δηλώνω ότι ευθύνομαι για την πρόκληση του δυστυχήματος" (βλ. έγγραφο). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, αν και εν μέρει με διαφορετική αιτιολογία που αντικαθιστάται με την παρούσα, δέχθηκε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του αυτοκινήτου, δεν έσφαλε, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους των εφέσεων και δη ότι αποκλειστικά υπαίτιος (ΑΠ 999/2010) είναι ο οδηγός του μοτοποδηλάτου άλλως συνυπαίτιος (ΑΠ 53/2006) είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Όμως στον ως άνω θανάσιμο τραυματισμό των θυμάτων συντέλεσε και ίδιο αυτών πταίσμα κατά ποσοστό 30%, για το λόγο ότι δεν φορούσαν, ως έπρεπε, προστατευτικό κράνος (βλ. ακριβές αντίγραφο από το βιβλίο αδικημάτων - συμβάντων της Ελληνικής Αστυνομίας), καθόσον ο θάνατός τους επήλθε "συνεπεία κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων" (βλ. ιατροδικαστικές εκθέσεις). Ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι το ως άνω αποτέλεσμα θά επήρχετο και αν ακόμη τα θύματα φορούσαν κράνος, δεν αποδείχθηκε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε, κάνοντας δεκτό κατ ουσία το σχετικό ισχυρισμό των εναγόντων, ότι ο θάνατος των ως άνω δεν θα αποφεύγετο ακόμη κι αν έφεραν κράνος, έσφαλε στην κρίση του αυτή, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγου των εφέσεων των εκκαλούντων - εναγομένων... Αντίθετα αποδείχθηκε ότι, με βάση τις ως άνω συνθήκες του ατυχήματος, η αιφνίδια θανάτωση της Ι. Κ., μητέρας, κόρης και αδελφής καθενός των εναγόντων αντίστοιχα, γεννηθείσας το έτος 1958, συντάραξε κυρίως το συναισθηματικό και ψυχικό κόσμο αυτών (εναγόντων), οι οποίοι διατηρούσαν άριστες σχέσεις με το θύμα. Λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη του βαθμού υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, της συνευθύνης της θανούσας, του τρόπου τέλεσης του αδικήματος, της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων, η ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας είναι εγγυητική (ΑΠ 71/2011, ΑΠ 1430/2009, ΑΠ 433/2008), οι ενάγοντες υπέστησαν ψυχική οδύνη από τη θανάτωση της ως άνω συγγενούς τους, γι αυτό και πρέπει να επιδικασθεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης τα παρακάτω χρηματικά ποσά, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται 44 ευρώ για καθένα ενάγοντα, που επιφυλάχθηκαν να ζητήσουν, ασκώντας πολιτική αγωγή, ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, και δη: α) το ποσό των 35.000 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα, γεννηθείσα το έτος 1989, ούσα άγαμη, β) το ποσό των 15.000 ευρώ στο δεύτερο ενάγοντα και γ) το ποσό των 7.000 ευρώ στον τρίτο ενάγοντα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε το ποσό των 100.000 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα και το ποσό των 50.000 ευρώ σε καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες έσφαλε, δεκτών γενομένων ως βασίμων των σχετικών λόγων των εφέσεων, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου της αντέφεσης". Και με τις παραδοχές αυτές, δέχθηκε κατ ουσίαν τις εφέσεις των αναιρεσιβλήτων, απέρριψε την αντέφεση των αναιρεσειόντων και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1344/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναφορικά και με τους αναιρεσείοντες, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή τους και υποχρέωσε τους εναγομένους - αναιρεσιβλήτους να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα - αναιρεσείουσα, ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 35.000 ευρώ, στο δεύτερο, για την ίδια αιτία, το ποσό των 15.000 ευρώ και στον τρίτο, για την ίδια αιτία, το ποσό των 7.000 ευρώ. Με αυτά που έκρινε το Εφετείο και καθόρισε τη χρηματική ικανοποίηση των αναιρεσειόντων, λόγω ψυχικής οδύνης τους στα προαναφερθέντα ποσά, παραβίασε, με το να μην εφαρμόσει, την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, καθόσον τα επιδικασθέντα ως άνω ποσά, δεν τελούν σε σχέση ανεκτής αναλογίας με την ψυχική οδύνη, που δέχθηκε αυτό ότι υπέστησαν οι αναιρεσείοντες - ενάγοντες, υπό τις περιστάσεις που προαναφέρθηκαν και κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, υπολείπονται δε και μάλιστα καταφανώς των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις, ποσών. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβάσεως του άρθρου 559 αρ. 19, διότι το δικαστήριο της ουσίας, ενώ δέχθηκε ότι η θανούσα, ηλικίας κατά το χρόνο του ατυχήματος 51 ετών, είχε στενότατους ψυχικούς δεσμούς με τους ενάγοντες, η δε πρώτη από αυτούς, θυγατέρα της, ήταν ηλικίας 21 ετών και ήταν ιδιαίτερα δεμένη με τη μητέρα της, αφού δεν διατηρεί δεσμούς με τον πατέρα της και δεν έχει άλλα αδέλφια, ο δεύτερος ενάγων ήταν πατέρας της και ο τρίτος μοναδικός αδελφός της, τους επιδίκασε τα παραπάνω ποσά, χωρίς να αναφέρεται ο λόγος της επιδικάσεως των σχεδόν ανύπαρκτων γι αυτούς ποσών, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι η απόφαση δεν στερείται, ως προς τον καθορισμό των στοιχείων της χρηματικής ικανοποιήσεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ανεξάρτητα από το ότι κατά τον προσδιορισμό της παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας, όπως προεκτέθηκε, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της αναιρέσεως. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το προαναφερθέν κεφάλαιό της, να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρεθέν μέρος της, για περαιτέρω εκδίκηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η απόδοση στους αναιρεσείοντες, των παραβόλων που κατατέθηκαν για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί εν μέρει την υπ αριθμ. 6794/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και μόνο κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιό της.

 

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.

 

Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων στους καταθέσαντες αναιρεσείοντες. Και

 

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2000) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2017.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2017.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ