ΑΠ 3/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αναγνώριση πατρότητας - Πραγματογνωμοσύνη - Aρνηση ιατρικών εξετάσεων - Τεκμήριο πατρότητας -.

 

Όταν ο φερόμενος ως πατέρας, εναγόμενος, αρνείται, χωρίς να συντρέχουν δικαιολογητικοί της αρνήσεως λόγοι, να υποβληθεί στις εξετάσεις που διατάχθηκαν από το δικαστήριο, τεκμαίρεται αμαχήτως, από την άρνηση εκείνου, που υποχρεώθηκε σε εξετάσεις να υποβληθεί σ' αυτές, ό,τι ευνοϊκό για τον αντίδικο του θα περιείχε η έκθεση των ιατρών αν η πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε γινόταν κανονικά. Από το στοιχείο δε αυτό, συνεκτιμώμενο ελεύθερα μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, μπορεί το δικαστήριο να οδηγηθεί σε θετική ή αρνητική για την πατρότητα του εναγομένου κρίση, αναλόγως αν από τις άλλες αποδείξεις προκύπτει ή όχι η έλλειψη αναγκαίας για την πατρότητα προϋποθέσεως. Η σύγχρονη με τα λοιπά μέσα αποδείξεως διάταξη από το δικαστήριο της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης δεν καθιστά εκ του λόγου αυτού δικαιολογημένη την άρνηση του φερόμενου ως πατέρα εναγομένου, να υποβληθεί στις εξετάσεις που διατάχθηκαν από το δικαστήριο και ανατρέπει το τεκμήριο, ούτε μεταβάλλει το βάρος αποδείξεως της ιστορικής βάσεως της αγωγής, που φέρει ο ενάγων.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

  Αριθμός 3/2005

  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

  Ζ' Πολιτικό Τμήμα

 

  ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό,  Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά και Αθανάσιο Γιωτάκο, Αρεοπαγίτες. 

  ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Δεκεμβρίου 2004, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

  Του αναιρεσείοντος: ***, που εκπροσωπήθηκε από  τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Βάθη.

  Της αναιρεσίβλητης: ***, ενεργούσης εν προκειμένω για τον εαυτόν της και ως ενασκούσης τη γονική μέριμνα επί της ανήλικης θυγατρός της, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Καλαματιανό.

  Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-11-1998 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 63/2000 προδικαστική, 160/2001 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 557/2003 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο  αναιρεσείων  με την από 14-4-2004 αίτησή του.

  Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Γιωτάκος ανέγνωσε την από 17-11-2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.  Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίλητης την απόρριψή της, καθένας δε  την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Επειδή από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 339, 107, 340, 341 και 393 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για την απόδειξη πραγματικών γεγονότων, για την οποία ο νόμος δεν προβλέπει κάποιο περιορισμό ως προς τα αποδεικτικά μέσα, με μόνη εξαίρεση τα επικουρικά, δηλαδή τον όρκο (άρθρο 421 παρ.3 Κ.Πολ.Δ., που ήδη καταργήθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του ν.2915/2001 και ισχύει από 1-1-2002 κατ' άρθρο 15 ν.2943/2001) και την εξέταση των διαδίκων (άρθρο 415 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), δεν επιτρέπεται στο δικαστή να περιορίσει αυτά και να μορφώσει έτσι τη δικανική του πεποίθηση από ένα ή και περισσότερα αποδεικτικά μέσα, κατ' επιλογή του και κατ' αποκλεισμό έστω και ενός, στη χρήση του οποίου είχε δικαίωμα ο διάδικος. Η έκθεση της πραγματογνωμοσύνης, που διατάσσεται ως αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο 368 Κ.Πολ.Δ., είτε όταν το δικαστήριο κρίνει ότι τα αποδεικτέα θέματα απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, τη γνώμη προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης είτε υποχρεωτικά, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, όταν κατά την κρίση του δικαστηρίου για την απόδειξη ορισμένου θέματος χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, εκτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 387 Κ.Πολ.Δ. ελευθέρως και δεν έχει αυξημένη έναντι των άλλων αποδεικτικών μέσων, δύναμη, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτήν. Η με την τελευταία αυτή διάταξη καθιερούμενη αρχή, ως προς την αποδεικτική δύναμη της πραγματογνωμοσύνης, ισχύει και όταν διατάσσεται ως αποδεικτικό μέσο η εξέταση, από ειδικούς επιστήμονες, του αίματος εκείνου ο οποίος φέρεται στη δίκη της αναγνωρίσεως της πατρότητας τέκνου, που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, ως πατέρας αυτού, εις τρόπον ώστε το πόρισμα της εξετάσεως αυτής, που θα εκτιμηθεί ελεύθερα, σε συνδυασμό με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, να οδηγήσει το δικαστήριο στο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης για την αμφισβητούμενη πατρότητα. Με τα δεδομένα αυτά το, με τη διάταξη του άρθρου 615 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 του ν.1329/1923 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ.2 του ν.3089/2002), που ορίζει ότι «Αν στις διαφορές της πρώτης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου» στις οποίες περιλαμβάνεται και η αναγνώριση της πατρότητας «ένας διάδικος, χωρίς να έχει ειδικούς λόγους υγείας, αρνείται να υποβληθεί στις πρόσφορες ιατρικές εξετάσεις με γενικά αναγνωρισμένες επιστημονικές μεθόδους, που του επιβλήθηκαν από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο για τη διαπίστωση της πατρότητας, οι ισχυρισμοί του αντιδίκου του λογίζονται ότι έχουν αποδειχθεί», καθιερούμενο αμάχητο τεκμήριο για την απόδειξη των ισχυρισμών του αντιδίκου εκείνου που αρνήθηκε χωρίς να συντρέχουν δικαιολογητικοί της αρνήσεως λόγοι, να υποβληθεί στις εξετάσεις που διατάχθηκαν από το δικαστήριο, πρόδηλη έχει την έννοια, όταν εκείνος που αρνήθηκε είναι ο φερόμενος ως πατέρας εναγόμενος, ότι λογίζονται ότι έχουν αποδειχθεί οι ισχυρισμοί του αντιδίκου του, όχι για την πατρότητα του εναγομένου, αλλά για την ύπαρξη στο αίμα του τελευταίου στοιχείων τα οποία καθιστούν, κατά την επιστήμη, πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητά του. Τεκμαίρεται δηλαδή αμαχήτως, από την άρνηση εκείνου, που υποχρεώθηκε σε εξετάσεις, να υποβληθεί  σ' αυτές, ό,τι ευνοϊκό για τον αντίδικο του θα περιείχε η έκθεση των ιατρών αν η πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε γινόταν κανονικά. Από το στοιχείο δε αυτό, συνεκτιμώμενο ελεύθερα μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, μπορεί το δικαστήριο να οδηγηθεί σε θετική ή αρνητική για την πατρότητα του εναγομένου κρίση, αναλόγως αν από τις άλλες αποδείξεις προκύπτει ή όχι η έλλειψη αναγκαίας για την πατρότητα προϋποθέσεως (Ολ.ΑΠ 32/1990 Ελ.Δ 32,55). Περαιτέρω με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 615 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., δεν επιβάλλεται περιορισμός στο δικαστήριο να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, όχι από την αρχή, αλλά αργότερα, στην περίπτωση που δεν έχει πεισθεί από τα άλλα μέσα, πράγμα το οποίο, εξ άλλου, δεν είναι ορθό, διότι είναι ενδεχόμενο το δικαστήριο από τα άλλα αποδεικτικά μέσα να αχθεί σε αποτέλεσμα τελείως διαφορετικό από αυτό της αναλύσεως του αίματος, που είναι αποδεικτικό μέσο χρήσιμο και ακριβές ως προς τα αποτελέσματά του και δεν πρέπει να διατάσσεται τελευταίο  και διότι αντιβαίνει και στην αρχή της οικονομίας της δίκης. Η σύγχρονη δε με τα λοιπά μέσα αποδείξεως διάταξη από το δικαστήριο της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης δεν καθιστά εκ του λόγου αυτού δικαιολογημένη την άρνηση του φερόμενου ως πατέρα εναγομένου, να υποβληθεί στις εξετάσεις που διατάχθηκαν από το δικαστήριο και ανατρέπει το τεκμήριο, ούτε μεταβάλλει το βάρος αποδείξεως της ιστορικής βάσεως της αγωγής, που φέρει ο ενάγων. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.12 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως δημιουργείται όταν το δικαστήριο αποδίδει σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που του προσδίδει ο νόμος και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα κατά το νόμο, αποδεικτικά μέσα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.13 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με το βάρος της αποδείξεως (άρθρα 338 Κ.Πολ.Δ.) υποκειμενικό ή αντικειμενικό και προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας αποφάσεως περί αποδείξεως. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος, αν δεν καθορίζεται ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, ως προς τον οποίον εφαρμόσθηκαν εσφαλμένα οι ορισμοί του νόμου περί του βάρους της αποδείξεως, καθώς και το σφάλμα του δικαστηρίου (ΑΠ 1096/1993 ΕλΔ 1994, 1592). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλει ο αναιρεσείων ότι το Εφετείο απέρριψε σιωπηρώς τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξήντλησε ως όφειλε, όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως μάρτυρες, έγγραφα κλπ. προς εξακρίβωση της πατρότητας του τέκνου της αναιρεσίβλητης και διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης αμέσως μετά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε εκτίμηση των αποδείξεων, κατά κακή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 615 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. και ως εκ τούτου η μη υποβολή του στις αιματολογικές εξετάσεις ήτο δικαιολογημένη και δεν μπορούσε να έχει τις προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό συνέπειες που δέχθηκε το δικαστήριο, του οποίου η κρίση περί της πατρότητας του τέκνου της αναιρεσιβλήτου στηρίχθηκε αποκλειστικώς στις καταθέσεις των δύο μαρτύρων της και στο πλάσμα δικαίου από τη μη προσέλευσή του στις αιματολογικές εξετάσεις και ότι η κακή αυτή εφαρμογή του άρθρου 615 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. και του εξ αυτού δημιουργημένου πλάσματος δικαίου τόσον από την πρωτόδικη όσον και από την προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάζει τους ορισμούς του νόμου, ως προς το βάρος της αποδείξεως, καθιστώντας έτσι αναιρετέα την προσβαλλόμενη απόφαση κατ΄άρθρο 559 αριθ.12 και 13 του Κ.Πολ.Δ.. ‘Ετσι διατυπούμενος ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, είναι, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις, που προηγήθηκαν, απορριπτέος, ως προς μεν την αιτίαση από τον αριθμό 12 του ανωτέρω άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ως απαράδεκτος, καθόσον ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, όταν το Εφετείο κατά τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο, αλλά και τα προκύπτοντα από την προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνει από όλα τα συνεκτιμηθέντα και ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, όπως στην προκείμενη περίπτωση, περισσότερο αξιόπιστες τις καταθέσεις των μαρτύρων της αναιρεσίβλητης σε συνδυασμό και με το ανωτέρω αμάχητο τεκμήριο για την, απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης. Ως προς δε την αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ.13, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζεται ο συγκεκριμένος ισχυρισμός ως προς τον οποίο εφαρμόσθηκαν εσφαλμένα οι ορισμοί του νόμου, για το βάρος της απόδειξης, καθώς και το σφάλμα του δικαστηρίου.

  Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται (και) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια δε της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει όταν στο αιτιολογικό , που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, αναφέρονται ανεπαρκώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 26/2004, 2/1997), όχι δε όταν υφίστανται ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, δηλαδή στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος (Ολ. ΑΠ 1/1999, 28/1997) καθώς και στην αιτιολόγηση του πορίσματος αυτού, το οποίο, ως συμπέρασμα του δικαστηρίου είναι σαφές, δεν συνιστούν ανεπαρκή αιτιολογία (Ολ. ΑΠ 861/1984 - ΑΠ 333/1998). Ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., για ανεπαρκή αιτιολογία, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, ως προς όλες τις αιτιάσεις διότι: α) Οι αιτιάσεις, ότι το Εφετείο, που δέχθηκε ότι η πατρότητα του αναιρεσείοντος τεκμαίρεται, εφόσον κατά το κρίσιμο διάστημα της συλλήψεως του τέκνου ήτοι από την τριακοσιοστή έως την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα, πριν από τον τοκετό (3.10.1998), διατηρούσε  σαρκικές ερωτικές σχέσεις με την αναιρεσίβλητη και μάλιστα συμβίωνε με αυτή, δεν αιτιολογεί επαρκώς  την κρίση του αυτή, αφού δεν αναφέρει προς προέκυψε ότι ο αναιρεσείων είχε ερωτικές σχέσεις με την αναιρεσίβλητη και πότε, ούτε προσδιορίζει πότε άρχισε η συμβίωσή τους, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο ως συμπέρασμα του δικαστηρίου, διατυπώνεται σαφώς και β)  Η αιτίαση, ότι από το Μάιο του 1998 έως τις 3.10.1998 που γεννήθηκε το τέκνο της αναιρεσίβλητης, είχαν περάσει 153 ημέρες αντί 180 τουλάχιστον  που απαιτούνται για τη θεμελίωση του τεκμηρίου της Α.Κ. 1481, αφενός μεν στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τα αμέσως ανωτέρω υπό στοιχείο (α) εκτιθέμενα, δεν δέχθηκε ως κρίσιμο χρόνο σαρκικών σχέσεων των διαδίκων, το χρονικό αυτό διάστημα, αλλά το προηγούμενο αυτού μέχρι την τριακοσιοστή ημέρα, αναδρομικώς, από τον τοκετό,  και αφετέρου δεν αφορά «πράγμα», κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 1481 Α.Κ., αφού αναφέρεται σε  ισχυρισμό μη νόμιμο που δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στο διατακτικό της απόφασης.

  Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη.

  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  Απορρίπτει την από 14 Απριλίου 2004 αίτηση του *** για την αναίρεση της 557/2003 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου. Και

  Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.

  Κρίθηκε  και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2004. Και

  Δημοσιεύθηκε  στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2005.