ΑΠ 230/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό Τράπεζας της Ελλάδος - Προαγωγή αναδρομική - Διαφορές αποδοχών - Τόκος -.

 

Η αναγνώριση με τελεσίδικη δικαστική απόφαση του δικαιώματος προαγωγής υπαλλήλου στον βαθμό που εδικαιούτο να προαχθεί με βάση τον διέποντα αυτόν κανονισμό ή οργανισμό βαθμολογικής και μισθολογικής εξελίξεως λογίζεται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι έχει πραγματοποιηθεί από τον χρόνο που έπρεπε να είχε γίνει η προαγωγή του. Η αξίωση του αναιρεσείοντος για καταβολή των μισθολογικών διαφορών, που θα ελάμβανε μέχρι την τελεσίδικη αναγνώριση του δικαιώματος του να προαχθεί στον επόμενο βαθμό, δεν αποτελεί αξίωση για καταβολή της διαφοράς αυτού τούτου του μισθού του ανώτερου βαθμού, αφού τέτοια αξίωση δεν είχε γεννηθεί μέχρι την αναγνώριση του άνω δικαιώματος του, αλλ’ αξίωση καταβολής αποζημιώσεως, γιατί στερήθηκε τις ανωτέρω μισθολογικές διαφορές, εξαιτίας της παραβάσεως της (συμβατικής) υποχρεώσεως της Τράπεζας να τον προαγάγει από τότε που συνέτρεξαν οι συμφωνηθείσες προϋποθέσεις αντίθετα προς τις αρχές της καλής πίστεως. Κατά συνέπεια, για την ύπαρξη υποχρεώσεως τοκοδοσίας επί της ανωτέρω αποζημιώσεως απαιτείται  όχληση ή συμβατικώς ορισμένη για την καταβολή της αποζημιώσεως δήλη ημέρα, αφού στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 655 εδ. α΄ Α.Κ. - κατά την οποία, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος εκάστου απ’ αυτά- ώστε να υπάρχει από το νόμο δήλη ημέρα, της οποίας η άπρακτη πάροδος να καθιστά την Τράπεζα υπερήμερη και γι’ αυτό υπόχρεη προς τοκοδοσία. Η διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 1082/1980 δεν μεταβάλλει τα πράγματα γιατί με αυτή, πλεοναστικά βέβαια μετά την τελεσιδικία της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, σκοπήθηκε μόνο η καθιέρωση πλάσματος δικαίου από τότε που έπρεπε να προαχθεί και όχι, επιπλέον, ο χαρακτηρισμός ως μισθού της παρεπόμενης αξιώσεως του τελευταίου για χρηματική αποζημίωση ίση προς τις μισθολογικές διαφορές χρονικού διαστήματος προγενέστερου της εκδόσεως της δικαστικής εκείνης αποφάσεως. (Αντίθετη μειοψηφία). Παραπομπή σε Ολομέλεια.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Αριθμός 230/2006

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1'  Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Γεώργιο Καράμπελα και Μάριο - Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2005, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τζιώτη, για να δικάσει μεταξύ :

Του αναιρεσείοντος : Δ Δ, κατοίκου Ν. Ηρακλείου Αττικής, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Κάπο.

Της αναιρεσίβλητης : Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Στην παρούσα δίκη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγούλα Κούνη. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20 Απριλίου 2001 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.  Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2895/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 6703/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων  με την από 26 Ιουλίου 2004 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, και ο  εισηγητής  Αρεοπαγίτης Μάριος - Φώτιος Χατζηπανταζής, διάβασε την από 8 Σεπτεμβρίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί αμφότεροι οι λόγοι αναιρέσεως.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψη και κάθε πλευρά την καταδίκη της αντίδικης στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά το άρθρο 201 Α.Κ., αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματα της εξαρτήθηκαν από γεγονός μέλλον και αβέβαιο (αίρεση αναβλητική), τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός (πλήρωση της αιρέσεως). Κατά δε το άρθρο 207 παρ. 1 Α.Κ., η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Τέτοια υπό αναβλητική αίρεση δικαιοπραξία, στην οποία εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 207 παρ. 1 Α.Κ., είναι και εκείνη με την οποία συμφωνείται μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού η προαγωγή του τελευταίου ή η χορήγηση άλλων παροχών, που βελτιώνουν τη θέση του στην επιχείρηση, αν συντρέξουν στον κατάλληλο χρόνο ορισμένες συμφωνηθείσες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων θα διαπιστώνεται από τον εργοδότη ή εξουσιοδοτημένο όργανό του, γεγονός που συμβαίνει όταν η υπό προϋπόθεση βαθμολογική εξέλιξη του υπαλλήλου προβλέπεται από τον κανονισμό του εργοδότη, ο οποίος επέχει ισχύ συμβάσεως. Στην περίπτωση αυτή η αίρεση, υπό την οποία τελεί η προαγωγή, θεωρείται ότι πληρώθηκε, εφόσον θα διαπιστωθεί ότι η κρίση του εργοδότη, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του μισθωτού των προαγωγικών προϋποθέσεων, αντίκειται στην καλή πίστη, ως κατάφωρα εξ αντικειμένου άδικη, πράγμα που συμβαίνει και όταν παραλείφθηκε να προαχθεί υπάλληλος, ο οποίος υπερείχε καταφανώς ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα, συνολικώς εκτιμώμενα, έναντι έστω και ενός προαχθέντος συναδέλφου του. Η, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, παράλειψη προαγωγής του υπαλλήλου παρέχει σ’ αυτόν το δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή να αναγνωρισθεί ότι έπρεπε να προαχθεί στον επόμενο βαθμό από ορισμένο χρονικό σημείο και να αξιώσει επιπλέον την προαγωγή του στον βαθμό αυτό και την καταβολή των μισθολογικών διαφορών που θα ελάμβανε αν είχε προαχθεί κανονικά στον ανώτερο βαθμό. Εξάλλου, από το άρθρο 12 του Ν. 1082/1980 προκύπτει ότι η αναγνώριση με τελεσίδικη δικαστική απόφαση του δικαιώματος προαγωγής υπαλλήλου στον βαθμό που εδικαιούτο να προαχθεί με βάση τον διέποντα αυτόν κανονισμό ή οργανισμό βαθμολογικής και μισθολογικής εξελίξεως λογίζεται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι έχει πραγματοποιηθεί από τον χρόνο που έπρεπε να είχε γίνει η προαγωγή του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε με την ένδικη αγωγή του, όπως προκύπτει απ’ αυτή, τα ακόλουθα: Με την 854/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επικυρώθηκε με την 3413/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της αναιρεσίβλητης Τράπεζας να προαγάγει αυτόν (αναιρεσείοντα) από τον βαθμό του εντεταλμένου τμηματάρχη στον βαθμό του υποδιευθυντή από 1-9-1998. Ακολούθως, ο τελευταίος, προσδιορίζοντας τις μηνιαίες μισθολογικές διαφορές μεταξύ των ως άνω βαθμών, ζήτησε να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να καταβάλει σ’ αυτόν για το χρονικό διάστημα από 1-9-1998 μέχρι 31-12-2001 το ποσό των 7.643.361 δρχ. καθώς και τους τόκους κάθε μηνιαίας μισθολογικής διαφοράς από το τέλος κάθε μήνα, που ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και τους τόκους των τόκων μετά τη συμπλήρωση ενός έτους. Κατά τη συζήτηση της άνω αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο αναιρεσείων περιόρισε παραδεκτά με τις προτάσεις το αίτημα αυτής μόνο ως προς την καταβολή των τόκων κάθε μηνιαίας μισθολογικής διαφοράς και των τόκων των τόκων μετά τη συμπλήρωση ενός έτους, καθόσον η αναιρεσίβλητη είχε καταβάλει προηγουμένως σ' αυτόν προς ολοσχερή εξόφληση του συνόλου των μισθολογικών διαφορών (κεφαλαίου) το ποσό των 6.147.182 δρχ., εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ημερομηνία της καταβολής. Το Εφετείο έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο αναιρεσείων δεν δικαιούται τόκους από τότε που έπρεπε να προαχθεί και μάλιστα από το τέλος κάθε μήνα καταβολής του μισθού του, αλλ' από της οχλήσεως, την οποία δεν επικαλείται και απέρριψε γι' αυτό την αγωγή ως νόμω αβάσιμη. Πράγματι η αξίωση του αναιρεσείοντος για καταβολή των μισθολογικών διαφορών, που θα ελάμβανε μέχρι την τελεσίδικη αναγνώριση του δικαιώματος του να προαχθεί στον επόμενο βαθμό, δεν αποτελεί αξίωση για καταβολή της διαφοράς αυτού τούτου του μισθού του ανώτερου βαθμού, αφού τέτοια αξίωση δεν είχε γεννηθεί μέχρι την αναγνώριση του άνω δικαιώματος του, αλλ' αξίωση καταβολής αποζημιώσεως, γιατί στερήθηκε τις ανωτέρω μισθολογικές διαφορές, εξαιτίας της παραβάσεως της (συμβατικής) υποχρεώσεως της Τράπεζας να τον προαγάγει από τότε που συνέτρεξαν οι συμφωνηθείσες προϋποθέσεις αντίθετα προς τις αρχές της καλής πίστεως. Κατά συνέπεια, για την ύπαρξη υποχρεώσεως τοκοδοσίας επί της ανωτέρω αποζημιώσεως απαιτείται  όχληση κατά τα άρθρα 340, 345, 346 Α.Κ. ή συμβατικώς ορισμένη για την καταβολή της αποζημιώσεως δήλη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 341 Α.Κ., αφού στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 655 εδ. α΄ Α.Κ. - κατά την οποία, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος εκάστου απ' αυτά- ώστε να υπάρχει από το νόμο δήλη ημέρα, της οποίας η άπρακτη πάροδος να καθιστά την Τράπεζα υπερήμερη και γι' αυτό υπόχρεη προς τοκοδοσία. Η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 1082/1980 δεν μεταβάλλει τα πράγματα γιατί με αυτή, πλεοναστικά βέβαια μετά την τελεσιδικία της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, σκοπήθηκε μόνο η καθιέρωση πλάσματος δικαίου από τότε που έπρεπε να προαχθεί και όχι, επιπλέον, ο χαρακτηρισμός ως μισθού της παρεπόμενης αξιώσεως του τελευταίου για χρηματική αποζημίωση ίση προς τις μισθολογικές διαφορές χρονικού διαστήματος προγενέστερου της εκδόσεως της δικαστικής εκείνης αποφάσεως (Α.Π 222/1991, 204/1987 - βλ. και αποκλίνουσα άποψη Α.Π 1522/2003). Ενόψει αυτών και του γεγονότος ότι ο αναιρεσείων με την αγωγή του, όπως σαφώς και ευθέως συνάγεται από το περιεχόμενο αυτής, δεν ζήτησε τους προαναφερόμενους τόκους, ως χρηματική αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη από την αντισυμβατική και αντίθετη προς την καλή πίστη παράλειψη της αναιρεσίβλητης Τράπεζας να τον προαγάγει στον επόμενο βαθμό και η οποία (αποζημίωση) συνίστατο (και) στους τόκους, που θα απεκέρδαινε ο ίδιος από την επωφελή τοποθέτηση σε πιστωτικό ίδρυμα των ποσών της διαφοράς των αποδοχών του, ούτε συμπεριέλαβε, άλλωστε, στην αγωγή του το ζητούμενο συνολικό ποσό τόκων ως επιπλέον ζημία από την προαναφερόμενη αιτία, αλλ' αντίθετα ζήτησε ρητώς τόκους επί κάθε μηνιαίας μισθολογικής διαφοράς από το τέλος κάθε μήνα, που η διαφορά αυτή ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, καθώς και τους τόκους των τόκων μετά τη συμπλήρωση ενός έτους, το Εφετείο δεν παραβίασε τις προμνημονευόμενες διατάξεις των άρθρων 340, 341 παρ. 1, 345 εδ. α΄, 655 εδ. α΄, 296 Α.Κ. και 12 του Ν. 1082/1980 και πρέπει γι' αυτό να απορριφθεί ως αβάσιμος ο μοναδικός από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος της αναιρέσεως. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου, του Αντιπροέδρου Θεοδώρου Αποστολόπουλου και του Αρεοπαγίτη Ιωάννη Δαβίλλα, περαιτέρω αυτονόητη συνέπεια του καθιερούμενου με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 1082/1980 νομικού πλάσματος - να λογίζεται η προαγωγή του παραλειφθέντος υπαλλήλου ότι πραγματοποιήθηκε από τότε που έπρεπε να γίνει - είναι να έχει ο υπάλληλος αυτός όλα τα δικαιώματα που θα είχε αν είχε προαχθεί κανονικά στον ανώτερο βαθμό (Α.Π. 722/2005) και συνεπώς, αφού δεν γίνεται στο νόμο καμία διάκριση, ούτε τίθεται οποιοσδήποτε άλλος περιορισμός, έχει και το δικαίωμα να ζητήσει αυτούσια τη διαφορά των μισθών που θα ελάμβανε από τότε που θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε η προαγωγή του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, άρα, ο αναιρεσείων εδικαιούτο τις διαφορές των αποδοχών του - που ούτε αυτός δεν χαρακτηρίζει στην αγωγή του ως αποζημίωση - με τους νόμιμους τόκους από τη δήλη ημέρα που ήταν απαιτητές (άρθρο 655 εδ. α΄ Α.Κ.) και θα έπρεπε γι' αυτό να γίνει δεκτός ο σχετικός από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ λόγος της αναιρέσεως. Λόγω του ότι όμως η απόφαση αυτή λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου, ο ως άνω λόγος της αναιρέσεως πρέπει να παραπεμφθεί στην τακτική Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2β Κ.Πολ.Δ.

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ στην τακτική Ολομέλεια τον αναφερόμενο στο αιτιολογικό μοναδικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα  στις  18 Οκτωβρίου 2005.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε  στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Φεβρουάριου 2006.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ