ΑΠ
222/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τράπεζες
- Σύμβαση δανείου - Ανατοκισμός - Προστασία ιδιοκτησίας - Συνταγματικότητα διατάξεων
εδ. β' παρ. 2 άρθρου 30 ν. 2789/2000 -.
H διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 εδ. β' ν. 2789/2000,
με την οποία αποκλείεται η αναζήτηση, πλην άλλων, και των εκουσίως
καταβληθέντων ποσών, δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
και το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι τα εκουσίως καταβληθέντα από τον
οφειλέτη, κατά τη δημοσίευση του νόμου, είχαν εξέλθει νομίμως της περιουσίας
του καταβαλόντος και δεν αποτελούσαν πλέον
περιουσιακό του στοιχείο ή κεκτημένο "οικονομικό συμφέρον" αυτού και
συνεπώς ο νομοθέτης αποκλείοντας την αναζήτησή τους, δεν παραβιάζει τους προανεφερθέντες υπέρτερης αξίας κανόνες. (Αντίθετη
μειοψηφία: στην έννοια της περιουσίας των άνω διατάξεων της ΕΣΔΑ και του
Συντάγματος αντιστοίχως διαλαμβάνεται και η ανωτέρω ένδικη αξίωση, αφού, με
βάση το ισχύον κατά την άσκηση της αγωγής δίκαιο, υπήρχε νόμιμη προσδοκία, ότι
μπορούσε να ικανοποιηθούν δικαστικά οι αναιρεσείοντες).
[Ο ΑΠ με τις υπ' αριθμ. 1284/2005 και 1780/2005 αποφάσεις του δέχεται ότι η
διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 εδ. β ν. 2789/2000 πλήρως συμπορεύεται και προς το
άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και προς το άρθρο 17 του Συντάγματος].
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός
222/2006
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α'
Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Δημήτριο Σουλτανιά,
Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Βασίλειο Ρήγα και Μιχαήλ Μαργαρίτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε
δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2006, με την παρουσία
και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ :
Των αναιρεσειόντων : 1)
Δέσποινας συζ. Παναγιώτου Γαλατσάνου, το γένος
Χαραλάμπους Σπανού, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, 2) Νικολάου Παναγιώτου Γαλατσάνου, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής και 3) Χαραλάμπους
Παναγιώτου Γαλατσάνου, κατοίκου Βριλησσίων Αττικής,
οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αναστάσιο Μίντζια.
Της αναιρεσίβλητης : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την
επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και
εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Τσαντίνη.
Η ένδικη
διαφορά άρχισε με την από 10-2-2000 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων,
που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις :
2461/2002 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 7301/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της
τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την
από 16 Φεβρουαρίου 2004 αίτησή τους.
Κατά τη
συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που
εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο
πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Μαργαρίτης ανέγνωσε την από 21 Δεκεμβρίου 2005 έκθεσή
του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως . Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων
ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο
πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της
και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με το
άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την
προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ),
που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το
άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ,
ορίζεται, ότι "παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας
του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας
ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου
και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι
διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέσει εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της
χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της
καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τη διάταξη αυτή
κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη
στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας
περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα
"περιουσιακής φύσεως" και τα κεκτημένα "οικονομικά
συμφέροντα". Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και
ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες
κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως
την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά
(πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Pressos Compania Naviera S.A. κ.ά. κατά Βελγίου
(1995) Pine Valley Development κατά Ιρλανδίας (1992) ΟλΑΠ 40/98). Εξ άλλου,
κατά το άρθρο 2 ΑΚ «ο νόμος ορίζει για το μέλλον, δεν έχει αναδρομική ισχύ».
Παρά ταύτα, δεν υπάρχει στο Σύνταγμα γενική απαγόρευση αναδρομικότητας του
νόμου (ΟλΑΠ 1067/79), αρκεί να μην παραβιάζονται το άρθρο 4 παρ. 1 περί
ισότητας και το άρθρο 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας (ΟλΑΠ
4 και 7/90). Κατά την παρ. 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος, «κανένας δεν
στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί
με τον προσήκοντα τρόπο ...». Στην έννοια της ιδιοκτησίας, κατά την αληθινή
ερμηνεία της διάταξης αυτής, σύμφωνη και προς το ανωτέρω το άρθρο 1 του Πρώτου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, πρέπει να νοηθεί ότι περιλαμβάνονται και τα
ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα οι απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει
νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο,
ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Τέτοιες ενοχικές αξιώσεις είναι κατά το ελληνικό δίκαιο και οι απαιτήσεις από
αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι το δικαίωμα αναζήτησης των καταβληθέντων
αχρεωστήτως, εφόσον η καταβολή δεν έγινε με βάση δικαστική απόφαση μη
ανατραπείσα. Περαιτέρω, με την απόφαση 289|30.10.1980 της Νομισματικής
Επιτροπής (ΦΕΚ Α΄ 269|27.11.1980) που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 8
παρ. 6 του ν. 1083|1980 «περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων
τραπεζικών γραμματίων», θεσπίσθηκε, προκειμένου περί των τραπεζικών συναλλαγών,
εξαίρεση ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων
296 ΑΚ, 110, και 111 παρ. 2 ΕισΝΑΚ για τον ανατοκισμό
οφειλόμενων τόκων. Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή παρέχεται στις Τράπεζες και στα
πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια, και υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι τούτο έχει
συμφωνηθεί οποτεδήποτε με τον οφειλέτη, να «εκτοκίζουν»,
ήτοι να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους επί των καθυστερούμενων τόκων από της
πρώτης ημέρας της καθυστερήσεώς τους, χωρίς τους ανωτέρω «περιορισμούς» του ΑΚ
και του ΕισΝΑΚ. Ενώ, αν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία,
ο εκτοκισμός γίνεται κατά τις συνήθεις διατάξεις και συνεπώς, κάθε καταβολή του
οφειλέτη προς την Τράπεζα που αφορά τόκους τόκων που καταλογίσθηκαν πέραν από
τα προβλεπόμενα με τις συνήθεις διατάξεις, μπορούν να αναζητηθούν, ως
αχρεωστήτως καταβληθέντα, με βάση το άρθρο 904 ΑΚ (ΟλΑΠ 8 και 9/1998). Η κατά
τον ανωτέρω τρόπο εφαρμογή των κανόνων δικαίου που προεκτέθηκαν
επιβεβαιώθηκε και από την επακολουθήσασα διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν.
2601/1998, κατά την οποία, εφόσον δεν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού μεταξύ
τράπεζας και δανειολήπτη, η τράπεζα δεν μπορεί να ανατοκίζει τους οφειλόμενους
σ' αυτήν τόκους, παρά μόνο κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Τέλος, με τη
διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 εδ. β΄ του ν. 2789/2000, που αφορά τον ανατοκισμό
επί δανειακών συμβάσεων που έκλεισαν οριστικά, ορίζεται ότι «καταβληθέντα
οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους από τους οφειλέτες ή τρίτους, είτε
εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας ή οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία
διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, δεν αναζητούνται σε καμία
περίπτωση και για καμία αιτία». Κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, η
αμέσως προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 εδ. β, με την οποία
αποκλείεται η αναζήτηση, πλην άλλων, και των εκουσίως καταβληθέντων ποσών, δεν
αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το άρθρο 17 παρ. 1
του Συντάγματος, διότι τα εκουσίως καταβληθέντα από τον οφειλέτη, κατά τη
δημοσίευση του νόμου, είχαν εξέλθει νομίμως της περιουσίας του καταβαλόντος και δεν αποτελούσαν πλέον περιουσιακό του
στοιχείο ή κεκτημένο "οικονομικό συμφέρον" αυτού και συνεπώς ο
νομοθέτης αποκλείοντας την αναζήτησή τους, δεν παραβιάζει τους προανεφερθέντες υπέρτερης αξίας κανόνες. Από τα
διαδικαστικά δικόγραφα, τα οποία εκτιμά ο Αρειος
Πάγος για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (ΚΠολΔ 561 παρ. 2), προκύπτουν τα
ακόλουθα: Στην ένδικη αγωγή τους οι αναιρεσείοντες
ιστορούν ότι προς την αναιρεσίβλητη τράπεζα υπήρχε
οφειλή του ήδη αποβιώσαντος και κληρονομηθέντος από
αυτούς Παν. Γαλατσάνου ποσού δραχ.
3.680.743,20 υπόλοιπο κλεισθέντος ανοικτού
λογαριασμού, που είχε επιδικασθεί υπέρ της αναιρεσίβλητης
τράπεζας με την ήδη αμετάκλητη απόφαση 5794/1974 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών. Οτι με βάση την απόφαση αυτή η αναιρεσίβλητη τράπεζα ενέγραψε υποθήκες επί ακινήτων του
οφειλέτη για ποσά δραχ. 500.000.000 υπολογίζοντας
τόκους και παράνομους τόκους από ανατοκισμό. Οτι οι αναιρεσείοντες, εν όψει πιεστικών αναγκών από φορολογικές
υποχρεώσεις τους και ασθένεια της πρώτης από αυτούς, προκειμένου να
ελευθερώσουν τα ακίνητά τους για να προβούν σε εκποίηση προς εκπλήρωση των
υποχρεώσεών τους, αναγκάσθηκαν να υποκύψουν σε σχετική αξίωση της τράπεζας και
στις 25.10.1995 κατέβαλαν προς αυτήν ποσό δραχ. 72.502.000,
στο οποίο η τράπεζα περιόρισε τις απαιτήσεις της που η ίδια τις υπολόγιζε σε δραχ. 200.000.000, ενώ στην πραγματικότητα η νόμιμη οφειλή
προς την τράπεζα ανερχόταν στο ποσό των δραχ.
11.284.695, ήτοι κατέβαλαν επί πλέον της νόμιμης οφειλής τους ποσό δραχ. 61.217.305 που αντιπροσωπεύει παράνομους τόκους από
ανατοκισμό. Με βάση δε το ιστορικό αυτό οι αναιρεσείοντες
ζητούν με την ένδικη αγωγή την καταψήφιση της αναιρεσίβλητης
στην καταβολή τούτου, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και του
αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο
Αθηνών), με την απόφασή του 2461/2002 απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη,
κατ' εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 30 παρ. 2 εδ. β΄ του ν.
2789/2000, το δε Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφασή του, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων.
Εν όψει των προεκτεθέντων, κατά την πλειοψηφία, ορθώς
το δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, με την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφασή του, αφού η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 εδ. β΄ του ν. 2789/2000,
πλήρως συμπορεύεται προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και προς το
άρθρο 17 του Συντάγματος και συνεπώς οι πρώτος, δεύτερος, τέταρτος, πέμπτος και
έκτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην απόφαση του Εφετείου η
πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, για παράβαση κανόνων ουσιαστικού
δικαίου, ήτοι αυτών των άρθρων 17 του Συντάγματος, 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
της ΕΣΔΑ, 174, 904, 914 και 919 ΑΚ πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Κατά την
μειοψηφούσα γνώμη του Εισηγητή Αρεοπαγίτη Μιχαήλ Μαργαρίτη, στην έννοια της
περιουσίας των άνω διατάξεων της ΕΣΔΑ και του Συντάγματος αντιστοίχως
διαλαμβάνεται και η ανωτέρω ένδικη αξίωση, αφού, με βάση το ισχύον κατά την
άσκηση της αγωγής δίκαιο, υπήρχε νόμιμη προσδοκία, ότι μπορούσε να
ικανοποιηθούν δικαστικά οι αναιρεσείοντες και
επομένως το Εφετείο έπρεπε να αρνηθεί την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης ως
αντισυνταγματικές και να ερευνήσει κατ' ουσίαν την αγωγή.
ΙΙ. Ο
αναιρετικός λόγος του αριθ. 16 β του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το
δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο.
Προϋπόθεση ίδρυσης του λόγου τούτου είναι ότι το δικαστήριο ασχολήθηκε με το
ζήτημα του δεδικασμένου, είτε κατόπιν ενστάσεως είτε αυτεπαγγέλτως. Ενώ, αν
στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται καμία
μνεία περί υπάρξεως ή μη υπάρξεως δεδικασμένου, ο αναιρετικός έλεγχος ασκείται
μέσω του λόγου του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, από την
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο
δεν ασχολήθηκε με ισχυρισμό περί δεδικασμένου από την απόφαση 5794/1974 του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο τρίτος λόγος
αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, κατ' επίκληση της
πλημμέλειας από τ άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει
την από 16.2.2004 αίτηση των Δέσποινας Γαλατσάνου
κλπ. για αναίρεση της 7301/2003 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική
δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε χίλια
εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.
Κρίθηκε
και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2006.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Φεβρουαρίου 2006.