ΑΠ
213/2003
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επιταγή μεταχρονολογημένη - Πτώχευση εκδότη
επιταγής -.
Αν εκδοθεί μία μεταχρονολογημένη επιταγή και μετά
ταύτα κηρυχθεί σε πτώχευση ο εκδότης αυτής, δεσμεύονται τα διαθέσιμα κεφάλαιά
του υπέρ της ομάδος των πιστωτών και δεν είναι δυνατή η πληρωμή της επιταγής,
κατά την μεταγενέστερη ημερομηνία που αναγράφεται ως χρόνος εκδόσεώς της. Η μη
πληρωμή αυτής μετά την πτώχευση του εκδότη λογίζεται ανυπαίτια
και δεν ιδρύει υποχρέωση αποζημιώσεως. Ουδεμία δε επιρροή ασκεί το γεγονός ότι
στο σώμα του τίτλου σημειώνεται ότι η μη πληρωμή οφείλεται στην έλλειψη
διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, καθόσον και η έλλειψη αυτή έχει ως άμεση
αιτία την πτωχευτική απαλλοτρίωση.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός
213/2003
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Πέτρο Κακκαλή,
Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ελευθέριο
Τσακόπουλο, Νικόλαο Γεωργίλη
και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε
δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2002, με την παρουσία και
της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη,
για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Θ.Χ., κατοίκου
Καλλιθέας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
του Λεόντιο Ασλανίδη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία
"Β.Δ. - Μ.Δ. Ο.Ε.", που εδρεύει στην Αγία
Βαρβάρα Αττικής, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο και 2) Β.Κ.Δ., κατοίκου Αγίας Βαρβάρας Αττικής, ο οποίος
εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γεωργακόπουλο.
Η ένδικη
διαφορά έχει εισαχθεί με την από 11-7-1997 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος
που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
890/1998 του ίδιου δικαστηρίου και 6415/1999 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση
της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την
από 5-11-2001 αίτησή του.
Κατά τη
συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν ο αναιρεσείων και ο δεύτερος αναιρεσίβλητος
όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ελευθέριος Τσακόπουλος ανέγνωσε την από 5-10-2002 έκθεσή του, με την
οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο
πληρεξούσιος του δευτέρου αναιρεσιβλήτου την απόρριψή
της, καθένας δε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή,
από την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 14143/6.2.2002 έκθεση επιδόσεως της
δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Μαρίας Κώτσα,
προκύπτει ότι επίσημο αντίγραφο από την κρινόμενη αίτηση, με κλήση για συζήτηση
αυτής κατά τη δικάσιμο που σημειώνεται στην αρχή της παρούσης, επιδόθηκε νόμιμα
και εμπρόθεσμα στην πρώτη των αναιρεσιβλήτων, η οποία
δεν εμφανίσθηκε κατά τη εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου
πινακίου. Κατόπιν τούτου, η συζήτηση θα προχωρήσει παρά την απουσία της, σαν να
ήταν και αυτή παρούσα (ΚΠολΔ 576 παρ. 2 εδ. γ΄).
Επειδή,
κατά το άρθρο 79 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής" όπως αυτό αντικαταστάθηκε
με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, "ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού, παρ' ω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια
κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της
πληρωμής αυτής, τιμωρείται ........". Περαιτέρω, κατά μεν τα άρθρα 1 και 2
του ανωτέρω νόμου 5960/1933 απαραίτητο στοιχείο της εγκυρότητας της επιταγής
είναι η επ' αυτής σημείωση της χρονολογίας εκδόσεώς
της, κατά δε το άρθρο 28 του ίδιου νόμου "η επιταγή είναι πληρωτέα εν
όψει. Πάσα αντίθετος μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη. Η
επιταγή, εμφανιζομένη προς πληρωμήν
προ της ημέρας της σημειουμένης ως χρονολογίας της
εκδόσεως αυτής είναι πληρωτέα κατά την ημέρα της εμφανίσεως". Τέλος, κατά
το άρθρο 29 εδάφια α΄ και δ΄ του ίδιου νόμου "η επιταγή, η εκδοθείσα και
πληρωτέα εν τη αυτή χώρα, εμφανίζεται προς πληρωμήν
εντός προθεσμίας οκτώ ημερών.... αφετηρία των ανωτέρω σημειουμένων προθεσμιών
είναι η επί της επιταγής, ως χρονολογία εκδόσεως αναγραφομένη ημέρα". Κατά
την αληθή έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η επιταγή που φέρει μεταχρονολογημένη
ημερομηνία εκδόσεως μπορεί να εμφανισθεί για πληρωμή οποτεδήποτε, μέσα στο
χρονικό διάστημα που αρχίζει από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία
πράγματι εξεδόθη (άρθρο 56 ν. 5960/1933), και λήγει την τελευταία ημέρα του
οκταημέρου, το οποίο αρχίζει από την επομένη της ημέρας που σημειώνεται επ' αυτής ως χρονολογία εκδόσεώς της. Εξ άλλου, κατά το
άρθρο 2 παρ. 1 του α.ν. 635/1937 "περί διατάξεων
τινων πτωχευτικού δικαίου", από το πρωί της
ημέρας κατά την οποία δημοσιεύεται η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση στο
ακροατήριο του δικαστηρίου, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως
(διαθέσεως και διαχειρίσεως) της πτωχευτικής περιουσίας. Η στέρηση αυτή, γνωστή
και ως "πτωχευτική απαλλοτρίωση", αποκλείει την αυτόβουλο διάθεση των
κεφαλαίων του πτωχεύσαντος, καθόσον αυτά συγκροτούν έκτοτε την πτωχευτική
περιουσία, η οποία είναι υπέγγυος στην ομάδα των πιστωτών. Ως εκ τούτου, αν
εκδοθεί μία μεταχρονολογημένη επιταγή και μετά ταύτα κηρυχθεί σε πτώχευση ο
εκδότης αυτής, δεσμεύονται τα διαθέσιμα κεφάλαιά του υπέρ της ομάδος των
πιστωτών και δεν είναι δυνατή η πληρωμή της επιταγής, κατά την μεταγενέστερη
ημερομηνία που αναγράφεται ως χρόνος εκδόσεώς της. Εκ τούτων έπεται ότι η μη
πληρωμή αυτής μετά την πτώχευση του εκδότη λογίζεται ανυπαίτια
και δεν ιδρύει υποχρέωση αποζημιώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 914 Α.Κ. Ουδεμία δε επιρροή ασκεί το γεγονός ότι στο σώμα του
τίτλου σημειώνεται ότι η μη πληρωμή οφείλεται στην έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων
στον πληρωτή, καθόσον και η έλλειψη αυτή έχει ως άμεση αιτία την πτωχευτική
απαλλοτρίωση. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο
δέχθηκε ότι την 31.1.1996 ο αναιρεσείων, λήπτης της
υπ' αριθμ. 26170525 μεταχρονολογημένης επιταγής, ποσού 4.449.000 δραχμών,
εμφάνισε αυτή προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα Εργασίας, όπου όμως
σφραγίσθηκε, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Η ανωτέρω επιταγή είχε
εκδοθεί την 5.10.1995 από τον δεύτερο αναιρεσίβλητο
ως διαχειριστή της πρώτης, οι οποίοι, μετά την έκδοσή της, κηρύχθηκαν σε
πτώχευση με την υπ' αριθμ. 4837/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών. Κατόπιν τούτων, το Εφετείο έκρινε ότι η αξίωση του αναιρεσείοντος
προς αποζημίωση γεννήθηκε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η επιταγή, δηλαδή πριν από
την κήρυξη των αναιρεσιβλήτων σε κατάσταση
πτωχεύσεως, εντεύθεν δε απέρριψε κατ' ουσίαν την
έφεση κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, η οποία, ως συνέπεια της αναστολής των
ατομικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών, στους οποίους κατέλεξε και τον αναιρεσείοντα, είχε απορρίψει ως ανομιμοποίητη
την αγωγή. Η παραδοχή αυτή, ότι δηλαδή τέτοια αξίωση γεννήθηκε πράγματι και
μάλιστα πριν από την πτώχευση του εκδότη καθιστά μεν εσφαλμένο το αιτιολογικό
της αποφάσεως, χωρίς όμως να επηρεάζει την ορθότητα του διατακτικού της. Εν
όψει τούτου, οι ταυτόσημοι από το άρθρο 559 αριθμ. 1 πρώτος και δεύτερος λόγοι
αναιρέσεως, που μέμφονται την προσβαλλομένη για παραβίαση των πιο πάνω
διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν, σύμφωνα με το άρθρο 578 ΚΠολΔ.
Τέλος, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, που αποδίδει στην προσβαλλομένη την
πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, χωρίς όμως
να προσδιορίζει ούτε ποία είναι αυτή, ούτε την παραβιασθείσα ουσιαστικού
δικαίου διάταξη, είναι αόριστος.
Για τους
λόγους αυτούς
Απορρίπτει
την από 5.11.2001 αίτηση του Θ.Χ. για αναίρεση της
υπ' αριθμόν 6415/1999 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική
δαπάνη του παρισταμένου αναιρεσιβλήτου, την οποία
ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1170) ευρώ.
Κρίθηκε
και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2003. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2003.